ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥ
1943-1998

Xαλάνδρι, Σεπτέμβριος 1998


Επιμέλεια αφιερώματος: Αριστοτέλης Σαΐνης

——— ≈ ———

«Αυτός είναι ένας ψηλός μακρυγένης που όλοι θα ’θελαν να τον έχουνε πατέρα»
(Πάνος Θεοδωρίδης, «Οι μπαγιάτηδες», περ. Πράξη, τχ. 1, 1980)


«
Παράδειγμα σεμνότητας και ήθους», «πραγματικός συγγραφέας, που η μεγάλη του αρετή είναι η συγγραφική αυταπάρνηση», ο Γιάννης Πάνου... «καρπός όχι απλώς έντεχνης προσπάθειας αλλά βασανιστικής προβληματικής γύρω από τη δόμηση, τη φύση και τη γραφή του μυθιστορήματος», το μυθιστόρημα με τον «παράξενο τίτλο» …από το στόμα της παλιάς Remington.... «Μυθιστόρημα σταθμός στα γράμματά μας», «δύσκολο στη σύνταξή του και στην αναγνωστική του πρόσληψη» ή και «ένα αίνιγμα», η Ιστορία των Μεταμορφώσεων....
Τέτοιου είδους καταθέσεις –και η παράθεση θα μπορούσε να συνεχιστεί– συνοδεύουν συχνά τις κριτικές αναφορές στο πρόσωπο και το έργο του Γιάννη Πάνου. Κριτική ομοφωνία που φαντάζει δυσανάλογη με το μέγεθος (σε σελίδες) του συγγραφικού έργου του Γιάννη Πάνου· ένα περίεργο παράδειγμα υπομονετικού συγγραφέα, που εργάστηκε αθόρυβα και διακριτικά στο περιθώριο, μακριά από οποιαδήποτε δημοσιότητα.

«[…] και ενώ το τραμ διασχίζει θορυβωδώς τις παλαιές γειτονιές της Βασιλίσσης Όλγας, ιδού ο Φιλής βλέπει το σινέ ΑΠΟΛΛΩΝ και το ΠΑΤÉ και περνώντας την ιχθυόσκαλα πέφτει κοντά στην Ανάληψη στις Μεταμορφώσεις, αλλ’ όχι του Οβιδίου, παρά του Τομ Στόπαρντ. Είναι το έτος 1979 και στο πεζοδρόμιο στην Ανάληψη περιμένουν ένα ταξί η Ρούλα Πατεράκη, ο Γιάννης Πάνου και ο Γιώργος Βέλτσος […]» (Πάνος Θεοδωρίδης, Τι εφύλαγεν αυτός ο Χαμαιδράκων, Κέδρος 1996, σ. 27)

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο Γιάννης Πάνου, γεννήθηκε ως Γιάννης Παναγιωτόπουλος στην Τρίπολη της Αρκαδίας το 1943, από γονείς μετοίκους απ’ το χωριό Δολιανά της ορεινής Κυνουρίας. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. «Θρύλος της εποχής του 1-1-4», «συντάκτης ελευθερόφρονος φοιτητικού εντύπου», «βιβλιολάτρης και βιβλιοφάγος» (βλ. Πάνος Θεοδωρίδης: «Remington», εφ. Θεσσαλονίκη, 19.10.1998), έζησε και εργάσθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, συνδέθηκε με συγγραφείς του πρώτου Τραμ και με την πνευματική κίνηση του βιβλιοπωλείου «Βιβλιοθήκη» (ως συνέταιρος της Νόρας Αναγνωστάκη), ενώ μοιράστηκε αδιάλειπτα τα πρωτοποριακά θεατρικά εγχειρήματα της συντρόφου του, Ρούλας Πατεράκη. Το 1986 μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 28 ετών, το 1971, στην ομαδική αντιδικτατορική έκδοση Νέα Κείμενα, με το δισέλιδο αφήγημα «Εκείνα τα χρόνια». Στο τέλος του κειμένου δίνεται ο τόπος (Θεσσαλονίκη) και ο χρόνος συγγραφής (Νοέμβρης, 1970). Εύκολα αναγνωρίζει κανείς το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο στο μετέπειτα έργο της πρώτης ωριμότητας, αφού πυρηνικά στοιχεία του αφηγήματος θα χωνευτούν αναπλασμένα στο σώμα του πρώτου μυθιστορήματος. Εναύσματα και στη δική του περίπτωση οι εμπειρίες της δεκαετίας 1940-1950, που παρέχουν και κάποια, χρήσιμα, βιογραφικού τύπου κλειδιά πρόσβασης στον μυθιστορηματικό του κόσμο.
Μετά από δέκα χρόνια, τον Μάιο του 1981, και σε ηλικία 38 ετών, κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο: ...από το στόμα της παλιάς Remington..., από τον εκδοτικό οίκο-τυπογραφείο «Τρίλοφος» της Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως ο εκδοτικός οίκος «Ερμής» είχε απορρίψει την έκδοση. Η θετική ωστόσο υποδοχή από την κριτική, η οποία μάλλον οδήγησε στην επανέκδοση του 1983 (Ύψιλον), δεν συμβαδίζει με εκδοτική επιτυχία. Μέχρι την τελευταία επανέκδοση του βιβλίου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το 1998, η δεύτερη έκδοση δεν είχε εξαντληθεί και αντίτυπά της εκποιήθηκαν στο ετήσιο βιβλιοπάζαρο της πλατείας Κλαυθμώνος.
Ακολούθησαν δύο δημοσιεύσεις στο περιοδικό Το Τέταρτο ύστερα από πρόσκληση του Δημήτρη Καλοκύρη ο οποίος είχε επιμεληθεί και την επανέκδοση της Remington στο Ύψιλον (1983). Το 1986, ο Γιάννης Πάνου δημοσιεύει μια ιδιόρρυθμη –μόνον κατ΄ όνομα– περιηγητική περιγραφή τής Τρίπολης αρθρωμένη σε πέντε παραγράφους. Σύμφωνα με υποσημείωση, η περιγραφή της Τριπόλεως «συντάχθηκε κατόπιν παραγγελίας της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, για ν’ αποτελέσει την εισαγωγή σ’ έναν τουριστικό οδηγό της περιοχής. Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν, το κείμενο δεν περιελήφθη στην τελική έκδοση». Δεν πρόκειται, φυσικά, για ατόφια περιηγητικά ενσταντανέ. Αυτή η πράγματι “γοτθικά πατιναρισμένη”, «έξοχη κατάδυση στο χωροχρόνο της πόλης» (βλ.: Γιάννης Κουβαράς, «Η Τρίπολη των λογοτεχνών», εφ. Καθημερινή, 4.1.1995), είναι στην πραγματικότητα μια συμπαράθεση από πυρήνες μικρών διηγημάτων, που ξεκινούν ειρωνικά διαλεγόμενα με τα κείμενα «γεωγραφίας μυθοπλαστικής» του Ν. Γ. Πεντζίκη.
Το 1987, δημοσιεύεται πάλι στο Τέταρτο μια νέα συνεργασία του. «Το όνομα του θηρίου. Το έμβλημα του πονηρού, ο ωραίος Συχέμ και η… κυκλοφοριακή συμφόρηση», όπως είναι ο πλήρης τίτλος του, είναι μια σύντομη, παιγνιώδης, εμπεριστατωμένη καββαλιστική πραγματεία-άσκηση στις κρυφές σημασίες και τη μαγική αριθμολογία του αριθμού 666, η οποία: «έχει σαν κέρδος μια σειρά μικρές ιστορίες», ακόμα «και αν τα μυστικά λόγια μένουν στο τέλος αξεδιάλυτα». Ο Ουμπέρτο Έκο θα μιλούσε για «καχύποπτη» και «πλεοναστική» ανάγνωση, που δεν σέβεται «τα όρια της ερμηνείας», ο Μπόρχες θα απολάμβανε το ταξίδι στις μεταφυσικές ιστορίες ως δείγματα της λογοτεχνίας του φανταστικού· το σίγουρο είναι ότι ο Γιάννης Πάνου βρίσκεται ήδη στην τροχιά ενός άλλου μυθιστορήματος.
Το 1998, μετά από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια συγγραφικής σιωπής, κυκλοφορεί το δεύτερο μυθιστόρημά του, η Ιστορία των Μεταμορφώσεων, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη (και επανεκδίδεται το …από το στόμα της παλιάς Remington).
Λίγους μήνες αργότερα, ξημερώματα Κυριακής 11 Οκτωβρίου 1998, ο διακριτικός και αθόρυβος Γιάννης Πάνου πεθαίνει, ύστερα από εξάμηνη μάχη με την ασθένεια. Ήταν πενήντα πέντε ετών. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στις 12 Οκτωβρίου, στην Αγία Ειρήνη στην Πλάκα. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α´ Νεκροταφείο Αθηνών.

«Η ιστορία φτάνει ως εδώ».


ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ρώτησα ένα παιδί που περπατούσε με ένα κερί, «από πού ήρθε το φως σου;» Αμέσως το έσβησε.
«Αν μου πεις που πήγε, τότε θα σου πω από πού ήρθε».

ΧΑΣΑΝ ΤΗΣ ΒΑΣΟΡΑΣ

«Πού πάει η φλόγα όταν σβήνει;» αναρωτιέται κάποια στιγμή αφηρημένος, χαμένος σε τολύπες καπνού και στις αναθυμιάσεις ενός εξαιρετικού μαλβαζία, ο Don Lorenzo, στο δεύτερο κεφάλαιο της Ιστορίας των Mεταμορφώσεων, επαναλαμβάνοντας ένα παλιό ρητό των Σούφι. Πού πάνε οι συγγραφείς όταν «φεύγουν»; Τα βιβλία όταν διαβάζονται; Ρωτάμε εύλογα με τη σειρά μας.
Είναι αλήθεια ότι τα δύο σημαντικά μυθιστορήματα του Γιάννη Πάνου δεν έχουν αποκτήσει καμία ρυτίδα στην πάροδο του χρόνου. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι τα ζητήματα που έθεσαν (σχέση Ιστορίας και μυθοπλασίας, ντοκουμέντου και αφήγησης) και οι μορφικές επιλογές που επιλέχτηκαν (θρυμματισμένη αφήγηση, κέντρωνες κ.τλ.) για τη λύση τους, διατάραξαν τον «ορίζοντα προσδοκιών» μας, προκαλώντας την αίσθηση του ιδιότυπου και ιδιόμορφου (για «ομολογημένη η ανομολόγητη» αμηχανία κάνει λόγο ο Μαρωνίτης), δεν διαφέρουν από το σύνολο των προβλημάτων που διακυβεύονται και σήμερα στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Γεγονός που καθιστά ενδιαφέρον να προσεγγιστεί συνθετότερα τόσο το σύνολο του έργου του, όσο και το «βαθύ αποτύπωμα» στην ελληνική πεζογραφία για το οποίο μιλάει ο Παντελής Μπουκάλας από το 1998. Και αναφέρομαι στη δημιουργική πλέον πρόσληψη της πεζογραφικής πρότασης του Γιάννη Πάνου, ήδη πλήρως διαμορφωμένης από το 1981.


Σ’ αυτή την κατεύθυνση έδειχνε δεκαπέντε χρόνια πριν o συλλογικός τόμος με κείμενα τεσσάρων πεζογράφων που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Καστανιώτη: 25 χρόνια μετά. Γιάννης Πάνου,από το στόμα της παλιάς Remington… Τα κείμενα των Κώστα Βούλγαρη (γεν. 1958), που είχε και την πρωτοβουλία της έκδοσης, του Τάσου Χατζητάτση (1945-2008), του Μισέλ Φάις (γεν. 1957) και του Θωμά Σκάσση (γεν. 1953), συνεπικουρούμενα από τον πρόλογο του Παν. Μουλλά, αποτελούσαν μια πρώτη ισχυρή ένδειξη του ζωντανού αναγνωστικού ενδιαφέροντος σύγχρονων και «ομότροπων» ομοτέχνων του.

Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά. Ημερίδες και λογοτεχνικές βραδιές, μελέτες και αφιερώματα. Οι αναφορές στο έργο του μάλλον πύκνωσαν, έλαβε θέση στη γραμματολογία μας, στα σχολικά εγχειρίδια αλλά και στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας μας. Το έργο του συνδέθηκε με τον Μοντερνισμό, το μεταμοντέρνο και κυρίως με τη Μυθοπλασία (βλ. Κώστας Βούλγαρης, Η Μεταμυθοπλασία στην ελληνική πεζογραφία, Βιβλιόραμα 2017). Τα κείμενά του διδάσκονται όλο και συχνότερα στο Πανεπιστήμιο, αποτέλεσαν θέμα ανακοινώσεων σε συνέδρια και διατριβές, και ο λόγος του «μογιλάλου» συγγραφέα αντήχησε σε θεατρικές αίθουσες σ’ όλη την Ελλάδα ακόμα και στην Επίδαυρο, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της συντρόφου του Ρούλας Πατεράκη.
Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνη τη σπάνια συλλογική χειρονομία του 2006 και με όλα του τα βιβλία εξαντλημένα (η τελευταία έκδοση της Remington στη συλλεκτική σειρά με τα πενήντα «βιβλία-ορόσημα», για τα πενηντάχρονα των εκδόσεων Καστανιώτη, που κυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο, εξαντλήθηκε μόλις στις αρχές του καλοκαιριού) τι συμβαίνει; Τα βιβλία του διαβάζονται; και κυρίως ο δημιουργικός διάλογος συνεχίζεται;
Σαράντα χρόνια από την πρώτη έκδοση της Remington και σχεδόν είκοσι πέντε από την Ιστορία των Μεταμορφώσεων και τον θάνατό του είναι πράγματι πολλά! Ο ΧΑΡΤΗΣ, ο επιμελητής του αφιερώματος και οι συνεργάτες του περιοδικού συνομολόγησαν να κινηθούν τελείως «ελεύθερα» στο θέμα τους: ο συγγραφέας και τα δύο μυθιστορήματά του.
Έτσι προέκυψαν και τα περισσότερα κείμενα της συλλογής. Νεότεροι συγγραφείς, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, με άλλες αφετηρίες, ανησυχίες και στοχεύσεις, διάβασαν, ξαναδιάβασαν και αναμετρήθηκαν με τη γραφή και το έργο του προκατόχου τους. Τον αναζήτησαν στην προσωπική βιβλιοθήκη τους ή τον τοποθέτησαν στον Κανόνα, μιμήθηκαν το ύφος του, παρώδησαν τρόπους του, συνομίλησαν εκ του σύνεγγυς ή από απόσταση με τα βιβλία του, έδωσαν νέα πνοή σε μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες.
Όπως πάντα, ο ΧΑΡΤΗΣ εμπλούτισε το αφιέρωμα με πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό και λιγότερο γνωστά ή και αθησαύριστα κείμενα του συγγραφέα· τέλος, χάρη στις προσπάθειες του ακούραστου Γιώργου Ζεβελάκη και με ένα σπάνιο ηχητικό τετράλεπτο ντοκουμέντο από το μακρινό 1984 και τον συγγραφέα να διαβάζει τον «Επίλογο» της Remington!
Ας το “φυλλομετρήσουμε” μαζί.

Ο συγγραφέας και κριτικός Διονύσης Μαρίνος (γεν. 1971) αναζητά τη θέση του συγγραφέα στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία μας και η φιλόλογος Ειρήνη Χατζοπούλου τη θέση του πρώτου μυθιστορήματος στην ελληνική προωθημένη μορφικά πεζογραφία που κατατάσσουμε κάτω από τον ειδολογικό όρο-ομπρέλα της μεταμυθοπλασίας. Η Bασιλική Πέτσα (γεν. 1983), συνδυάζοντας την εμπειρική /συγγραφική οπτική με τη θεωρητική της σκευή στροβιλίζεται στις ατραπούς της Remington, ευαίσθητη στις ταλαντώσεις της πολύτροπης αφήγησης. Η φιλόλογος και ποιήτρια Ελένη Τζατζιμάκη (γεν. 1986) ανιχνεύει την πολιτική σημασία της πρώτης του συγγραφικής χειρονομίας στα Νέα Κείμενα (1971) και η διηγηματογράφος Δήμητρα Λουκά (γεν. 1970) διαβάζει με σεβασμό και υστερόβουλα, όπως αρμόζει σε έναν μαθητή, το έργο και την ποιητική ενός δασκάλου, ζητώντας εναγωνίως λύσεις σε δικά της αφηγηματικά προβλήματα. Ο Άκης Παπαντώνης (γεν. 1978) ξαναγράφει ουσιαστικά το θρυλικό πέμπτο κεφάλαιο («Το ρόπτρο») της Remington· διατηρώντας τη σχεδόν προυστική αίσθηση του πρωτοτύπου, επικαιροποιεί την ιστορία μπολιάζοντας την με τα αισθήματα ανασφάλειας και τις εμπειρίες της εποχής της κρίσης. Η Κωνσταντία Σωτηρίου (γεν. 1975) ενοφθαλμίζει κυριολεκτικά τη δική της ιστορία στις κυπριακές περιπέτειες του Δημήτριου, σε ένα κομμάτι που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της ίδιας της Remington. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου (γεν. 1982) προεκτείνει το μυθοπλαστικό χρονότοπο, φανταζόμενη νέες περιπέτειες του Δημήτριου και της Ελένης και ένα είδος «happy end» στον χώρο του θρύλου, ενώ ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (γεν. 1970) και ο Δημήτρης Χριστόπουλος (γεν. 1965) διαπλέκουν εξαιρετικά στις σύγχρονες ιστορίες τους πρόσωπα και πράγματα, τρόπους ή ιδέες και αισθήματα που ξεπηδούν αβίαστα από σελίδες της Remington. Πιο ελεύθερα κινήθηκε ο Χρίστος Κυθρεώτης (γεν. 1979), αφήνοντας ρυθμούς και θέματα του πρωτοτύπου να τον παρασύρουν σε έναν μονόλογο-συνειρμική ακολουθία (αυτό)βιογραφικών επεισοδίων, όπως και ο Νίκος Ξένιος (γεν. 1962) ο οποίος συνομιλεί, από ένα σχεδόν δυστοπικό τώρα, με το «άβαταρ» του συγγραφέα της Remington, ενώ η Ευγενία Μπογιάνου (γεν. 1965) κατέγραψε σε στιχόμορφη, τηλεγραφική μορφή, τις έντονες εντυπώσεις της από την πρώτη ανάγνωση. Τέλος ο Νικήτας Σινιόσογλου (γεν. 1976) ακολουθεί κατά πόδας την περιπλάνηση του Σαμπατάι Σέβι, σε μια φιλοσοφική ανάγνωση του τελευταίου κεφαλαίου της Ιστορίας των Μεταμορφώσεων.
Νομίζω ότι το αποτέλεσμα μας δικαιώνει. Μια ακόμα παρατήρηση. Όλοι σχεδόν οι συνεργάτες, κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του πρώτου μυθιστορήματος. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στη μακρόχρονη απουσία της Ιστορίας των Μεταμορφώσεων από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων σε συνδυασμό με την πρόσφατη επανέκδοση της Remington ή στη σημασία που απέκτησε εκ νέου ο πολιτικός λόγος που αρθρώνεται στο μυθιστόρημα του 1981 και ο απόλυτος συντονισμός του με την κρίσιμη εποχή μας, ακριβώς τώρα που η Ιστορία επιστρέφει από χίλιες μεριές. Ό,τι και να ισχύει, ο ΧΑΡΤΗΣ υπόσχεται ότι θα επανέλθει με ειδικό αφιέρωμα στην Ιστορία των Μεταμορφώσεων.
Όπως και να ’χει, αναμένοντας με αγωνία τις συνεργασίες στη διάρκεια του φετινού καυτού καλοκαιριού, πρώτη έφτασε η συμβολή του Γιώργου Χωματηνού (γεν. 1973). Σκέφτηκα αμέσως, και αναδρομικά μάλλον είχα δίκιο, ότι το απευθυνόμενο, εν είδει επιστολής, στον συγγραφέα, προσωπικό, άναρχο κείμενό του, θα ήταν πολύ ταιριαστό για τη θέση του προλόγου αυτής της συλλογικής προσπάθειας διαλόγου νεότερων συγγραφέων με έναν συγγραφέα που δεν είναι πια μαζί μας.
Η επιστολή του μου θύμισε επίσης το τέλος του τρίτου κεφαλαίου από την Ιστορία των Μεταμορφώσεων. Σε ένα μυθιστόρημα που αλληγορεί, μεταξύ άλλων, την ίδια τη λειτουργία της λογοτεχνίας, καθόλου τυχαία, ο πανυπέρτιμος φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός προβάλλεται ως υποδειγματικός/αρχετυπικός συγγραφέας. Όπως ο Όμηρος/Καρτάφιλος στο «Ο αθάνατος» του Μπόρχες, ο αυτοβιογραφούμενος, που μιλάει με τη φωνή του Μιχαήλ Ψελλού, απεγκλωβίζεται προοδευτικά από τα δεδομένα του ιστορικού χρόνου και, λάμνοντας στους αιώνες, διαρκώς μεταμορφώνεται. Ωστόσο, το κελί του μοναχού ή το σπουδαστήριο του φιλοσόφου και του αλχημιστή (σίγουρα του ανήκει μία περίοπτη θέση στο βιβλίο του Theodore Ziolkowski, Alchemist in Literature: From Dante to the Present, Oxford University Press 2015) παραμένει πάντα ένα συγγραφικό εργαστήριο. Η ύστατη επιστολή που ο μονολογιστής απευθύνει στον αγαπημένο του δάσκαλο Ιωάννη Μαυρόποδα αρχίζει ως εξής:

«Σοφέ και άγιε πατέρα, θυμάμαι κάποτε που παραπονεμένος από τις λιγόλογες επιστολές σου, σου έγραψα: "γύμνασέ μου λοιπόν το χέρι σου γράφοντας, και γύμνωσέ μου και τα δικά σου μαργαριτάρια, τα γράμματά σου εννοώ και ο ίδιος πλάσε τα και κάμε τα σαν σφαίρα για να έχω ωραιότατο φυλαχτό”».

Καλή ανάγνωση

Α.Σ.