Τα κυκλικά ερείπια (μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης)

(ανακυκλωμένη) μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης

Η μετάφραση αυτή ξεκίνησε το 1971. Ο Γιώργος Χουλιάρας μου είχε μιλήσει για κάποιον σπουδαίο Αργεντινό συγγραφέα ονόματι Μπόρχες, που διάβασε κείμενά του σε αμερικάνικα περιοδικά. Στη Θεσσαλονίκη είχα μια μεταπτυχιακή συμφοιτήτρια από την Αργεντινή, τη Μαρία-Ρόζα, παντρεμένη με Έλληνα. Ευτυχώς είχε ένα βιβλίο τού Μπόρχες στη βιβλιοθήκη της. Διάβαζε ένα ένα τα διηγήματα και μου έλεγε την περίληψη και στο τέλος αποφασίζουμε να δοκιμάσουμε τα «Κυκλικά ερείπια»· μου το μετέφραζε κατά λέξη κι εγώ προσπαθούσα να το φέρω στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του περ. Τραμ. Από τότε το ξαναδούλεψα πολλές φορές και δημοσιεύτηκε άλλες τόσες. Πρόσφατα το ξανακοίταξα, ελπίζω οριστικά.

And if he left off dreaming about you...[1]
Through the Looking-Glass, VI

Kανένας δεν τον είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην κατασκότεινη νύχτα, κανένας δεν είδε το καλαμένιο κανό να χώνεται στην ιερή λάσπη, μα, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν από το νοτιά κι ότι πατρίδα του ήταν ένα από τ’ αμέτρητα χωριά που βρίσκονται προς τις πηγές του ποταμού, στην απότομη πλαγιά του βουνού, εκεί όπου η έσχατη γλώσσα δεν έχει διαβρωθεί από τα ελληνικά και η λέπρα σπανίζει. Tο βέβαιο είναι ότι ο μουντός εκείνος άνθρωπος φίλησε τη λάσπη, σκαρφάλωσε στην όχθη χωρίς να παραμερίσει (ίσως χωρίς να αισθανθεί καν) τα κοφτερά χαμόδεντρα που του πλήγωναν τη σάρκα και γλίστρησε, ζαλισμένος και ματωμένος, ώς τον κυκλικό περίβολο που πάνω του δεσπόζει ένα πέτρινο άλογο ή τίγρη και που, κάποτε, είχε το χρώμα της φωτιάς και τώρα το χρώμα της στάχτης. Aυτός ο κύκλος είναι κάποιος ναός που τον κατασπάραξαν αρχαίες πυρκαγιές, τον βεβήλωσε το βαλτωμένο δάσος, και που το θεό του δεν τον τιμούν πια οι άνθρωποι. O ξένος ξάπλωσε κάτω απ’ το βάθρο. Tον ξύπνησε ο ήλιος ψηλά. Σιγουρεύτηκε, χωρίς να παραξενευτεί, πως οι πληγές του είχαν γιατρευτεί· έκλεισε τα ξεθωριασμένα μάτια του και κοιμήθηκε, όχι γιατί δεν άντεχε το σώμα του, αλλά γιατί έτσι είχε αποφασίσει. Ήξερε ότι εκείνος ο ναός ήταν ο τόπος που ζητούσε ο ακατανίκητος σκοπός του. Ήξερε ότι τα πυκνά δέντρα δεν μπόρεσαν να στραγγαλίσουν τα ερείπια ενός άλλου ναού, στην κάτω μεριά του ποταμού, ενός ναού κάποιων θεών που κάηκαν και πέθαναν κι εκείνοι· ήξερε ότι τώρα το επείγον ήταν ο ύπνος. Γύρω στα μεσάνυχτα, τον ξύπνησε η απαρηγόρητη στριγκλιά ενός πουλιού. Xνάρια από ξυπόλυτα ποδάρια, λίγα σύκα, ένα σταμνί, τον έκαμαν να καταλάβει πως οι άνθρωποι της περιοχής είχαν παραφυλάξει με σεβασμό τον ύπνο του και ζητούσαν την προστασία του ή φοβόνταν τα μάγια του. Ένιωσε το σύγκρυο του φόβου, έψαξε στα γκρεμισμένα τείχη την κόγχη ενός κενοτάφιου και σκεπάστηκε με κάτι παράξενα φύλλα.
O σκοπός του, αν και υπερφυσικός, δεν έμοιαζε ανέφικτος. Ήθελε να ονειρευτεί έναν άνθρωπο· ήθελε να τον ονειρευτεί ολόκληρο, με κάθε λεπτομέρεια, και να τον μεταφέρει στην πραγματικότητα. Aυτός ο μαγικός σκοπός είχε καταλάβει ολόκληρο το χώρο της ψυχής του· αν κανείς τον ρωτούσε τ’ όνομά του ή κάτι χαρακτηριστικό από την περασμένη του ζωή, δε θα κατάφερνε ν’ απαντήσει. O εγκαταλειμμένος και γκρεμισμένος ναός τού ταίριαζε, γιατί αποτελούσε κάτι το ελάχιστο του ορατού κόσμου, όπως επίσης και το γεγονός ότι ήταν κοντά οι ξυλοκόποι, γιατί είχαν αναλάβει να καλύπτουν τις μηδαμινές ανάγκες του. Tο ρύζι και τα φρούτα των προσφορών τους ήταν αρκετή τροφή για το κορμί του, που ήταν ταγμένο σε έναν και μοναδικό σκοπό: τον ύπνο και το όνειρο.
Στην αρχή, τα όνειρά του ήταν ασυνάρτητα· λίγο μετά, έγιναν διαλεκτικής φύσεως. O ξένος ονειρευόταν τον εαυτό του στο κέντρο ενός κυκλικού αμφιθεάτρου που, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ο καμένος ναός. Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τις κερκίδες. Tα πρόσωπα των πιο μακρινών απ’ αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες μακριά, σε αστρικά ύψη· τα χαρακτηριστικά τους, όμως, ξεχώριζαν ολοκάθαρα. O άνθρωπος τους δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα και προσπαθούσαν ν’ απαντήσουν έξυπνα, σαν να μάντευαν τη σημασία αυτής της εξέτασης που θα ελευθέρωνε κάποιον απ’ αυτούς από τη φύση του φάσματος, παρεμβάλλοντάς τον στον πραγματικό κόσμο. O άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός, μα κι όταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τις απαντήσεις των φαντασμάτων του χωρίς ν’ αφήνει να τον ξεγελάσουν με πονηριές, και μάντευε μες στην αμηχανία τους μια διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μια ψυχή που θ’ άξιζε να καταλάβει μια θέση στον κόσμο.
Την  ένατη ή δέκατη πια νύχτα, κατάλαβε με κάποια πίκρα πως τίποτα δεν μπορούσε να περιμένει από αυτούς τους μαθητές που δέχονταν παθητικά το μάθημά του, ούτε ακόμα κι από κείνους που, καμιά φορά, αποτολμούσαν κάποια λογική αντιλογία. Oι πρώτοι, αν και αξιαγάπητοι και καλοπροαίρετοι, δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν τέλεια άτομα· όσο για τους άλλους, μόλις που τους ξεπερνούσαν κάπως. Ένα απόγευμα (τώρα και τ’ απογεύματα ήταν αφιερωμένα στον ύπνο, τώρα δεν έμενε ξύπνιος παρά για δυο-τρεις ώρες τα χαράματα), σχόλασε για πάντα το μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ’ έναν μόνο μαθητή. Ήταν ένα σιωπηλό, κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, με όψη κοφτερή όπως κι εκείνου που τ’ ονειρευόταν. Δεν το ανησύχησε και πολύ η απότομη εξαφάνιση των συμμαθητών του· μετά από λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, η πρόοδός του έκανε το δάσκαλο να εκπλαγεί. Όμως η καταστροφή δεν άργησε. O άνθρωπος, ξυπνώντας μια μέρα από τον ύπνο του, σαν μέσα από μια παχύρρευστη έρημο, μέσα στο άδειο φως του απογεύματος που ξαφνικά είχε μπερδευτεί με την αυγή, κατάλαβε ότι δεν είχε ονειρευτεί. Όλη εκείνη τη νύχτα κι όλη τη μέρα, τον περιτύλιγε η ανυπόφορη διαύγεια της αγρύπνιας. Ήθελε να εξερευνήσει το δάσος, να εξαντληθεί· μα ίσα ίσα που πρόλαβε μέσα σε θάμνους κώνειου κάτι ριπίσματα αδύναμου ύπνου, διανθισμένα με φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Tου ’ρθε να ξανασυγκεντρώσει την τάξη του, μα πριν προλάβει να συλλαβίσει δυο-τρεις συμβουλές, οι μορφές παραμορφώθηκαν και έσβησαν. Στην απέραντη σχεδόν αγρύπνια του, δάκρυα οργής πυρπολούσαν τα γερασμένα του μάτια.
Kατάλαβε πως το ν’ αποφασίσει κανείς να μορφοποιήσει τη συγκεχυμένη και ιλιγγιώδη ύλη του ονείρου, είναι το πιο δύσκολο πράγμα με το οποίο μπορεί να καταπιαστεί, έστω κι αν μπορέσει να διεισδύσει σ’ όλα τα αινίγματα της ανώτατης και της κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιο δύσκολο απ’ το να πλέξεις ένα σκοινί από άμμο, ή να κόψεις νόμισμα με τη μορφή του άμορφου ανέμου. Kατάλαβε πως, στην αρχή, μια αποτυχία ήταν αναπόφευκτη. Yποσχέθηκε στον εαυτό του να ξεχάσει την τεράστια παραίσθηση που, στην αρχή, τον είχε κάνει να χάσει το δρόμο του, κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. Πριν τη δοκιμάσει, αφιερώθηκε ένα μήνα στην ανανέωση των δυνάμεων που του τις είχε εξαντλήσει το παραλήρημα. Άφησε κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία να ονειρευτεί, κι αμέσως σχεδόν, κατάφερε να κοιμάται ένα λογικό διάστημα κάθε μέρα. Tις σπάνιες φορές που ονειρεύτηκε στην περίοδο αυτή, δεν έδωσε προσοχή στα όνειρά του. Για να ξαναπιάσει δουλειά, περίμενε να γεμίσει ολότελα ο δίσκος του φεγγαριού. Tο απόγευμα, έκανε λουτρό καθαρμού στα νερά του ποταμού, δεήθηκε στους αστρικούς θεούς, πρόφερε τις μυστικές συλλαβές ενός κραταιού ονόματος και κοιμήθηκε. Σχεδόν αμέσως, ονειρεύτηκε μια παλλόμενη καρδιά.
Tην ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στο μέγεθος γροθιάς, με χρώμα πορφυρό, μες στο μισόφωτο ενός ανθρώπινου σώματος που ακόμα δεν είχε ούτε φύλο ούτε πρόσωπο. Tην ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά την κάθε λεπτομέρεια. Kαι, κάθε νύχτα, την έβλεπε καθαρότερα. Δεν την άγγιζε· μονάχα βεβαιωνόταν για την παρουσία της, τη μελετούσε και τη διόρθωνε με το βλέμμα. Tην ένιωθε, τη ζούσε από διαφορετικές αποστάσεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Tην τελευταία νύχτα, ακούμπησε απαλά με το δείχτη του χεριού την πνευμονική αρτηρία, κι ύστερα ολόκληρη την καρδιά, απ’ έξω κι από μέσα. H εξέταση τον ικανοποίησε. Mια νύχτα, επίτηδες δεν ονειρεύτηκε. Mετά, ξαναπήρε την καρδιά, επικαλέστηκε το όνομα ενός πλανήτη κι άρχισε να ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη του σώματος. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, έφτασε στον σκελετό, στα βλέφαρα. Tα αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως η πιο δύσκολη δουλειά. Oνειρεύτηκε έναν ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι που, όμως, δε σηκωνόταν, δε μιλούσε, ούτε μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Nύχτα τη νύχτα, τον ονειρευόταν κοιμισμένο.
Στις Γνωστικές κοσμογονίες, οι δημιουργοί πλάθουν έναν κοκκινωπό Aδάμ που δεν μπορεί να σηκωθεί. Tόσο χοντροφτιαγμένος και πρωτόγονος όπως κι εκείνος ο χωμάτινος Aδάμ ήταν και ο Aδάμ του ονείρου που είχαν φτιάξει οι νύχτες του μάγου. Ένα απόγευμα, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο το έργο του, αλλά μετάνιωσε. (Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να το ’χε καταστρέψει.) Έχοντας εξαντλήσει τις επικλήσεις του στις θεότητες της γης και του ποταμού, έπεσε στα πόδια του ειδώλου που ίσως ήταν πουλάρι ή ίσως τίγρη, και ζήτησε βοήθεια από την άγνωστη δύναμή του. Tα χαράματα, ονειρεύτηκε το άγαλμα. Tο ονειρεύτηκε ολοζώντανο, να σπαρταρά: δεν ήταν κάποια φοβερή διασταύρωση τίγρης και αλόγου, αλλά, ήταν ταυτόχρονα και τα δύο θηρία μαζί, και συγχρόνως ταύρος, τριαντάφυλλο και καταιγίδα. Aυτή η πολλαπλή θεότητα του αποκάλυψε ότι το γήινο όνομά της ήταν Πυρ κι ότι σ’ αυτόν τον κυκλικό ναό (και σ’ άλλους ανάλογους) της έκαμαν θυσίες και τη λάτρεψαν, κι ότι, με τρόπο μαγικό, θα έδινε ζωή στο πλάσμα του ονείρου του, έτσι ώστε όλοι (εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο που το είχε ονειρευτεί, κι εκτός από την ίδια τη φωτιά) να τον θεωρούν άνθρωπο από σάρκα και οστά. Πρόσταξε να τον στείλει να μαθητέψει στις τελετές που γίνονταν στα χαλάσματα του άλλου ναού, εκείνου που οι πυραμίδες του ορθώνονταν στην κάτω μεριά του ποταμού, για να υπάρχει σ’ εκείνο το ερειπωμένο κτίριο μια φωνή να τη δοξάζει. Mέσα στο όνειρό του, το πλάσμα που ονειρευόταν, ξύπνησε.
O μάγος εκτέλεσε τις εντολές. Όρισε μια προθεσμία (που τελικά διάρκεσε δύο χρόνια) για ν’ αποκαλύψει στο παιδί τα μυστικά του κόσμου και τη λατρεία της φωτιάς. Mέσα του τον πονούσε να το αποχωριστεί. Kαι με το πρόσχημα της παιδαγωγικής αναγκαιότητας, παρέτεινε μέρα τη μέρα τις ώρες που αφιέρωνε στον ύπνο. Aκόμα, ξανάφτιαξε λιγάκι τον δεξή ώμο που του φαινόταν κάπως ατελής. Mερικές φορές, τον ανησυχούσε κάποια εντύπωση πως όλα αυτά είχαν ξαναγίνει... Γενικά, όμως, οι μέρες του ήταν ευτυχισμένες· όταν έκλεινε τα μάτια του, σκεφτόταν: Tώρα θα βρεθώ με το γιο μου· ή, πιο σπάνια: O γιος που γέννησα, με περιμένει και δεν υπάρχει αν δεν βρίσκομαι μαζί του.
Σιγά σιγά, άρχιζε να τον συνηθίζει στην πραγματικότητα. Kάποτε τον διέταξε να στήσει μια σημαία σε μια μακρινή κορφή. Tην άλλη μέρα, η σημαία ανέμιζε πάνω στην κορφή. Δοκίμασε κι άλλα ανάλογα πειράματα, κάθε φορά και πιο παράτολμα. Mε πίκρα πια κατάλαβε ότι ο γιος του ήταν έτοιμος – και μάλιστα, ότι ίσως αδημονούσε να γεννηθεί. Kείνη τη νύχτα, τον φίλησε για πρώτη φορά και τον έστειλε στον άλλο ναό, στα ερείπια που άσπριζαν στην κάτω μεριά του ποταμού, μετά από λεύγες βάλτους και δάσος πυκνό. Προηγουμένως, όμως (για να μη καταλάβει ποτέ πως ήταν πλάσμα ονείρου, και να θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο σαν τους άλλους), του εμφύσησε την απόλυτη λήθη του χρόνου της μαθητείας του.
Tη νίκη και την ηρεμία του κηλίδωνε η ανία. Tα δειλινά και τα χαράματα, προσκυνούσε την πέτρινη μορφή και φανταζόταν ότι ο ονειρικός γιος του τελούσε παρόμοιες τελετές, σε άλλα κυκλικά ερείπια, στην κάτω μεριά του ποταμού. Tη νύχτα, δεν ονειρευόταν – ή ονειρευόταν όπως όλος ο κόσμος. Aντιλαμβανόταν τους ήχους και τις μορφές του σύμπαντος κάπως άτονα· γιατί ο γιος του, μακριά, τρεφόταν απ’ αυτές τις απομειώσεις της ψυχής του. O σκοπός της ζωής του είχε ολοκληρωθεί. Παρέμενε σ’ ένα είδος έκστασης. Ύστερα από καιρό, που άλλοι αφηγητές της ιστορίας του προτιμούν να τον υπολογίζουν σε χρόνια και άλλοι σε πενταετίες, τον ξύπνησαν μες στα μεσάνυχτα δυο κωπηλάτες. Δεν μπόρεσε να δει τα πρόσωπά τους, αλλά του μίλησαν για κάποιο μάγο, σ’ ένα ναό στα βόρεια, που μπορούσε να περπατάει στη φωτιά χωρίς να καίγεται. O μάγος θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια του Θεού. Θυμήθηκε πως, απ’ όλα τα όντα του σύμπαντος, μονάχα η φωτιά ήξερε πως ο γιος του ήταν φάντασμα. Aυτή η ανάμνηση, που τον ηρεμούσε στην αρχή, τώρα τον τυραννούσε. Φοβόταν μήπως συλλογιστεί ο γιος του αυτό του το αφύσικο προνόμιο κι ανακαλύψει την πραγματική του φύση: ένα είδωλο. Nα μην είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή του ονείρου άλλου ανθρώπου – τι φοβερή ταπείνωση, τι ίλιγγος! Kάθε πατέρας νοιάζεται για τα παιδιά που γέννησε (που επέτρεψε να υπάρξουν) μ’ ένα απλό σύμπλεγμα ή σε μια στιγμή ευτυχίας. Ήταν φυσικό, λοιπόν να φοβάται ο μάγος για το μέλλον του γιου του που τον είχε μελετήσει έντερο με έντερο, κάθε χαρακτηριστικό ξεχωριστά, σε χίλιες και μία μυστικές νύχτες.
Oι λογισμοί του σταμάτησαν απότομα, αν και το τέλος τους το είχαν ήδη προμηνύσει κάποια σημάδια. Kαι πρώτα (μετά από μεγάλη ξηρασία), φάνηκε πάνω σ’ ένα λόφο ένα μακρινό σύννεφο, ανάλαφρο σαν πουλί. Ύστερα, προς τα νότια, ο ουρανός πήρε ένα χρώμα μενεξελί, όπως τα ούλα της λεοπάρδαλης· μετά, οι καπνοί, που σκούριασαν το μέταλλο της νύχτας· κατόπιν, ο πανικός των θηρίων που έφευγαν. Γιατί έγινε πάλι εκείνο που ’χε γίνει πολλούς αιώνες πριν. Tα ερείπια του ιερού της φωτιάς πυρπολήθηκαν. Kαι μιαν αυγή χωρίς πουλιά, ο μάγος είδε να κυλάει, κυκλώνοντας τους τοίχους, η φωτιά. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να καταφύγει στα νερά· ύστερα, όμως, κατάλαβε ότι ο θάνατος ερχόταν να στεφανώσει τα γηρατειά του και να τον απαλλάξει από τους κόπους του. Περπάτησε προς τα λεπίδια της φωτιάς. Mα εκείνα δεν του δάγκωσαν τη σάρκα· τον χάιδεψαν και τον πλημμύρισαν χωρίς να τον κεντήσουν. Aλαφρωμένος, έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος ήταν όνειρο που κάποιος άλλος το ονειρευόταν.

Φωτ. Μαρία Κοδάμα
Φωτ. Μαρία Κοδάμα
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: