Το θέμα είναι ένα: / το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του.
ΚATEΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθούκαι αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτης.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ
Χάρη στη φιλόφρονα πρόσκληση του ποιητή Γιώργου Βέη, επιμελητή του παρόντος αφιερώματος, παίρνω στα χέρια μου τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Το βιβλίο, που συναθροίζει τη συγγραφική παραγωγή μιας πεντηκονταετίας, κυκλοφόρησε από τις εκδ. Καστανιώτη το 2014 και πλέον, επτά μόλις χρόνια μετά, βρίσκεται ήδη στην πέμπτη του έκδοση, γεγονός οπωσδήποτε αξιοσημείωτο για τα ελληνικά δεδομένα. Πλουσιότατη αναντίρρητα και η καθαυτό ποιητική συγκομιδή: πεντακόσιες σελίδες πάνω κάτω, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται οι τρεις, αν δεν κάνω λάθος, συλλογές που η ποιήτρια εξέδωσε από το 2011 και εντεύθεν.
Στο εξώφυλλο η τόσο γνωστή και συμπαθής μορφή της συγγραφέως, όπως τη συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός του Δημήτρη Γέρου, κοιτάζει τον θεατή (ή τον αναγνώστη) χαμογελαστή. Μα το χαμόγελο ετούτο νομίζω πως χρωματίζεται, όσο κι αν η φράση ακούγεται κοινότοπη, από μιαν υπόνοια μελαγχολίας και, ίσως, πόνου. Από την άλλη, το εκφραστικότατο αυτό πρόσωπο ακτινοβολεί προσήνεια και, τολμώ να πω, καλοσύνη. Πουθενά δεν διακρίνεται ίχνος σπουδαιοφάνειας. Καμία πόζα από εκείνες τις ανυπόφορες με τις οποίες συχνά πυκνά μάς φιλοδωρούν οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Καμία προσποίηση ελέω ποίησης.
Κι όμως, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, η Αγγελάκη-Ρουκ στάθηκε από τις πιο αναγνωρίσιμες και αγαπητές μορφές της λογοτεχνικής μας ζωής. Σκέφτομαι πόσοι και πόσες, αν έχαιραν ανάλογης δημοτικότητας και αποδοχής, δεν θα έχαναν την ευκαιρία να κατρακυλήσουν στην αλαζονεία. Όχι εκείνη. Με ακριβά κατακτημένη σοφία (όχι λόγω του πόνου αλλά διά του πόνου και χάρη στη στάση που συνειδητά επέλεξε και τήρησε καταπώς φαίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος του σταδίου της), διαφύλαξε το σωτήριο «π» στην ποίησή της. Δεν ξέπεσε ποτέ στην οίηση με την οποία πολύ συχνά δείχνουν να έχουν πάρε-δώσε ποιητές και συγγραφείς.
——— ≈ ———
Φυλλομετρώ τον τόμο και διαβάζω, πότε εδώ, πότε εκεί, ποιήματα απ’ όλες τις συλλογές. Κάθε ποίημα συνιστά μια ψηφίδα που μοιάζει να συμπληρώνει άλλοτε μια κρυπτική βιογραφία κι άλλοτε ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως επιβεβαιώνει αλλά και ομορφαίνει το φωτογραφικό πορτρέτο. Γιατί του χαρίζει επιπλέον διαστάσεις, περισσότερο όγκο και βάθος. Κι ακόμη το φωτίζει και το χρωματίζει. Λες και οι τυπωμένοι στίχοι βρίσκουν τη νοητή τους αντιστοιχία στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, στις γραμμές και στις ρυτίδες του προσώπου, στην κλίση της κεφαλής, στα μάτια που χαμογελούν κι εκείνα – θλιμμένα ίσως κι ωστόσο περισσότερο κι από αυτά τα χείλη. Το βιβλίο διαυγάζει το ήδη διαυγές και με τον τρόπο του εξηγεί και ερμηνεύει τον γλυκασμό του πόνου που έχει γίνει ένα με το πρόσωπο.
Κι έτσι, από στίχο σε στίχο βαδίζοντας κι από ποίημα σε ποίημα προχωρώντας, η τόσο οικεία μορφή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, τώρα που η ποιήτρια έχει γίνει το έργο της, γίνεται διπλά και τριπλά οικεία· γίνεται προσφιλής. Και νιώθουμε πως τούτη η δεύτερη, η κερδισμένη και όχι έξωθεν ή τυχαία επιβεβλημένη, οικειότητα δεν οφείλεται στα επίσημα ζωγραφικά ή φωτογραφικά πορτρέτα, στα ανεπίσημα φωτογραφικά ενσταντανέ, στην τηλεοπτική ή εφημεριδογραφική δημοσιότητα, αλλά σε μια κατακτημένη συνθήκη μετοχής: στην αναστροφή με το πραγματωθέν έργο.
Εκεί όπου δεσπόζουν το μυστήριο του έρωτα και το αίνιγμα του θανάτου, οι δύο θεοί στους οποίους η Αγγελάκη-Ρουκ θητεύει και θύει στην ποίησή της. Ο έρωτας, σε όλη του την εφήμερη δόξα και το παραμόνιμο πένθος, τον οποίον η ποιήτρια τόσο αγάπησε, και ο θάνατος, σε όλη του τη φρικτή παγκυριαρχία, τον οποίον η ποιήτρια τόσο συζήτησε, μολονότι –ή ακριβώς γιατί– «το εγώ δεν αντέχει στην ιδέα του θανάτου», όπως λέει στη γλώσσα της. Μια γλώσσα που –διαρκώς ερωτευμένη ούσα– δεν λύγισε κάτω από το τρομακτικό βάρος αυτής της αποτρόπαιας ιδέας, μα που απεναντίας το σήκωσε μέχρι τέλους σαν να ήταν προασκημένη στην απώλεια. Μια γλώσσα κουβεντιαστή, ευθύβολη, λαγαρή και προπαντός ανεπιτήδευτη σαν τους τρόπους της ποιήτριας.
——— ≈ ———
Τούτες τις μέρες όμως, υπό τη συνεχή «κατάσταση εξαίρεσης» στην οποία τελεί εδώ και σχεδόν δύο χρόνια ολόκληρος ο πλανήτης (ας μην αναφερθούμε ειδικά στην Ελλάδα που ζει σε μια τέτοια κατάσταση περίπου μια δωδεκαετία), στέκομαι σε κάποια ποιήματα, πιο σωστά σε μιαν ενότητα ποιημάτων, από εκείνα που προσέχτηκαν ίσως λιγότερο μέσα στο έργο της. Σήμερα ακούγονται εξαιρετικά καίρια, γεννήματα σπάνιας ψυχολογικής και κοινωνιολογικής οξυδέρκειας.
Τα ποιήματα αυτά, εννέα τον αριθμό, τιτλοφορούνται «Ημερολόγιο πολέμου», γράφτηκαν τον Ιανουάριο του 1991 και εντάχθηκαν στη συλλογή Άδεια φύση, που εκδόθηκε το 1993. Συνιστούν την απόκριση της πενηντάχρονης τότε ποιήτριας στον Πόλεμο του Κόλπου, ο οποίος, ως γνωστόν, στάθηκε και ο πρώτος πόλεμος που εκτυλίχθηκε σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, καθηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους, παρακολουθούσαν επί εβδομάδες ολόκληρες τις εχθροπραξίες, τους σαρωτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τις πολυαίμακτες χερσαίες επιχειρήσεις.
Ήταν μια πρωτόγνωρη ιστορική συνθήκη με ανυπολόγιστες συνέπειες σε πολλαπλά επίπεδα – για τα άτομα, για τις κοινωνίες, για ολόκληρο εντέλει τον πλανήτη. Ο πόλεμος ως χολιγουντιανό υπερθέαμα και βιντεοπαιχνίδι. Η τηλοψία του μαζικού και απρόσωπου, του μηχανοποιημένου και ανθρωπογενούς θανάτου.
Η πρώτη «ημερολογιακή εγγραφή», που λειτουργεί ως πρελούδιο στην όλη σύνθεση, γίνεται τη δέκατη τρίτη μέρα του πολέμου, όταν μετά τους βομβαρδισμούς από αέρος άρχισαν οι επιχειρήσεις κατά ξηράν.