Απέναντι στην ψυχή του πλήθους

Φωτογραφία του Μάριου Καραμάνη από το εξώφυλλο του βιβλίου της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Άδεια φύση»
Φωτογραφία του Μάριου Καραμάνη από το εξώφυλλο του βιβλίου της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Άδεια φύση»

(Το «Ημερολόγιο πολέμου» της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ)

Το θέμα είναι ένα: / το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του.
ΚATEΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθού
και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτης.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ

Χάρη στη φιλόφρονα πρόσκληση του ποιητή Γιώργου Βέη, επιμελητή του παρόντος αφιερώματος, παίρνω στα χέρια μου τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Το βιβλίο, που συναθροίζει τη συγγραφική παραγωγή μιας πεντηκονταετίας, κυκλοφόρησε από τις εκδ. Καστανιώτη το 2014 και πλέον, επτά μόλις χρόνια μετά, βρίσκεται ήδη στην πέμπτη του έκδοση, γεγονός οπωσδήποτε αξιοσημείωτο για τα ελληνικά δεδομένα. Πλουσιότατη αναντίρρητα και η καθαυτό ποιητική συγκομιδή: πεντακόσιες σελίδες πάνω κάτω, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται οι τρεις, αν δεν κάνω λάθος, συλλογές που η ποιήτρια εξέδωσε από το 2011 και εντεύθεν.

Στο εξώφυλλο η τόσο γνωστή και συμπαθής μορφή της συγγραφέως, όπως τη συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός του Δημήτρη Γέρου, κοιτάζει τον θεατή (ή τον αναγνώστη) χαμογελαστή. Μα το χαμόγελο ετούτο νομίζω πως χρωματίζεται, όσο κι αν η φράση ακούγεται κοινότοπη, από μιαν υπόνοια μελαγχολίας και, ίσως, πόνου. Από την άλλη, το εκφραστικότατο αυτό πρόσωπο ακτινοβολεί προσήνεια και, τολμώ να πω, καλοσύνη. Πουθενά δεν διακρίνεται ίχνος σπουδαιοφάνειας. Καμία πόζα από εκείνες τις ανυπόφορες με τις οποίες συχνά πυκνά μάς φιλοδωρούν οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Καμία προσποίηση ελέω ποίησης.

Κι όμως, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, η Αγγελάκη-Ρουκ στάθηκε από τις πιο αναγνωρίσιμες και αγαπητές μορφές της λογοτεχνικής μας ζωής. Σκέφτομαι πόσοι και πόσες, αν έχαιραν ανάλογης δημοτικότητας και αποδοχής, δεν θα έχαναν την ευκαιρία να κατρακυλήσουν στην αλαζονεία. Όχι εκείνη. Με ακριβά κατακτημένη σοφία (όχι λόγω του πόνου αλλά διά του πόνου και χάρη στη στάση που συνειδητά επέλεξε και τήρησε καταπώς φαίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος του σταδίου της), διαφύλαξε το σωτήριο «π» στην ποίησή της. Δεν ξέπεσε ποτέ στην οίηση με την οποία πολύ συχνά δείχνουν να έχουν πάρε-δώσε ποιητές και συγγραφείς.

——— ≈ ———

Φυλλομετρώ τον τόμο και διαβάζω, πότε εδώ, πότε εκεί, ποιήματα απ’ όλες τις συλλογές. Κάθε ποίημα συνιστά μια ψηφίδα που μοιάζει να συμπληρώνει άλλοτε μια κρυπτική βιογραφία κι άλλοτε ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως επιβεβαιώνει αλλά και ομορφαίνει το φωτογραφικό πορτρέτο. Γιατί του χαρίζει επιπλέον διαστάσεις, περισσότερο όγκο και βάθος. Κι ακόμη το φωτίζει και το χρωματίζει. Λες και οι τυπωμένοι στίχοι βρίσκουν τη νοητή τους αντιστοιχία στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, στις γραμμές και στις ρυτίδες του προσώπου, στην κλίση της κεφαλής, στα μάτια που χαμογελούν κι εκείνα – θλιμμένα ίσως κι ωστόσο περισσότερο κι από αυτά τα χείλη. Το βιβλίο διαυγάζει το ήδη διαυγές και με τον τρόπο του εξηγεί και ερμηνεύει τον γλυκασμό του πόνου που έχει γίνει ένα με το πρόσωπο.

Κι έτσι, από στίχο σε στίχο βαδίζοντας κι από ποίημα σε ποίημα προχωρώντας, η τόσο οικεία μορφή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, τώρα που η ποιήτρια έχει γίνει το έργο της, γίνεται διπλά και τριπλά οικεία· γίνεται προσφιλής. Και νιώθουμε πως τούτη η δεύτερη, η κερδισμένη και όχι έξωθεν ή τυχαία επιβεβλημένη, οικειότητα δεν οφείλεται στα επίσημα ζωγραφικά ή φωτογραφικά πορτρέτα, στα ανεπίσημα φωτογραφικά ενσταντανέ, στην τηλεοπτική ή εφημεριδογραφική δημοσιότητα, αλλά σε μια κατακτημένη συνθήκη μετοχής: στην αναστροφή με το πραγματωθέν έργο.

Εκεί όπου δεσπόζουν το μυστήριο του έρωτα και το αίνιγμα του θανάτου, οι δύο θεοί στους οποίους η Αγγελάκη-Ρουκ θητεύει και θύει στην ποίησή της. Ο έρωτας, σε όλη του την εφήμερη δόξα και το παραμόνιμο πένθος, τον οποίον η ποιήτρια τόσο αγάπησε, και ο θάνατος, σε όλη του τη φρικτή παγκυριαρχία, τον οποίον η ποιήτρια τόσο συζήτησε, μολονότι –ή ακριβώς γιατί– «το εγώ δεν αντέχει στην ιδέα του θανάτου», όπως λέει στη γλώσσα της. Μια γλώσσα που –διαρκώς ερωτευμένη ούσα– δεν λύγισε κάτω από το τρομακτικό βάρος αυτής της αποτρόπαιας ιδέας, μα που απεναντίας το σήκωσε μέχρι τέλους σαν να ήταν προασκημένη στην απώλεια. Μια γλώσσα κουβεντιαστή, ευθύβολη, λαγαρή και προπαντός ανεπιτήδευτη σαν τους τρόπους της ποιήτριας.

——— ≈ ———

Τούτες τις μέρες όμως, υπό τη συνεχή «κατάσταση εξαίρεσης» στην οποία τελεί εδώ και σχεδόν δύο χρόνια ολόκληρος ο πλανήτης (ας μην αναφερθούμε ειδικά στην Ελλάδα που ζει σε μια τέτοια κατάσταση περίπου μια δωδεκαετία), στέκομαι σε κάποια ποιήματα, πιο σωστά σε μιαν ενότητα ποιημάτων, από εκείνα που προσέχτηκαν ίσως λιγότερο μέσα στο έργο της. Σήμερα ακούγονται εξαιρετικά καίρια, γεννήματα σπάνιας ψυχολογικής και κοινωνιολογικής οξυδέρκειας.

Τα ποιήματα αυτά, εννέα τον αριθμό, τιτλοφορούνται «Ημερολόγιο πολέμου», γράφτηκαν τον Ιανουάριο του 1991 και εντάχθηκαν στη συλλογή Άδεια φύση, που εκδόθηκε το 1993. Συνιστούν την απόκριση της πενηντάχρονης τότε ποιήτριας στον Πόλεμο του Κόλπου, ο οποίος, ως γνωστόν, στάθηκε και ο πρώτος πόλεμος που εκτυλίχθηκε σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, καθηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους, παρακολουθούσαν επί εβδομάδες ολόκληρες τις εχθροπραξίες, τους σαρωτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τις πολυαίμακτες χερσαίες επιχειρήσεις.

Ήταν μια πρωτόγνωρη ιστορική συνθήκη με ανυπολόγιστες συνέπειες σε πολλαπλά επίπεδα – για τα άτομα, για τις κοινωνίες, για ολόκληρο εντέλει τον πλανήτη. Ο πόλεμος ως χολιγουντιανό υπερθέαμα και βιντεοπαιχνίδι. Η τηλοψία του μαζικού και απρόσωπου, του μηχανοποιημένου και ανθρωπογενούς θανάτου.

Η πρώτη «ημερολογιακή εγγραφή», που λειτουργεί ως πρελούδιο στην όλη σύνθεση, γίνεται τη δέκατη τρίτη μέρα του πολέμου, όταν μετά τους βομβαρδισμούς από αέρος άρχισαν οι επιχειρήσεις κατά ξηράν.

Οι ουράνιες μάχες κατεβαίνουν στο χώμα
κι ο θάνατος γυρνάει στη γη
τόπο καταγωγής του.
Υψηλές λάμψεις τον συνοδεύουν
μόνη πολυτέλεια π’ απομένει πια στα πτώματα.

Tα τελειοποιημένα μέσα εξόντωσης έχουν μεταβάλει ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.

Πώς άλλαξε, αλήθεια, κατεύθυνση το κακό!

Παλιά, ο θάνατος ανηφορούσε από το χώμα για ν’ ανέλθει στον ουρανό μαζί με τους καπνούς από τις πυρπολημένες πόλεις.

Από κάτω άρχιζε η ακαριαία δράση του
απ’ τις λάσπες, τις οπλές των ζώων
τα άρβυλα, τα έλη, κι ανέβαινε
στα μαύρα σύννεφα και στις αθώες ψυχούλες.

Σήμερα κατέρχεται ουρανόθεν για να συνεχίσει το μακάβριο έργο του επί γης.

[…] Από πάνω προς τα κάτω τώρα
η εξέλιξη της ματωμένης σάρκας· […]

Με το δεύτερο ποίημα, ύστερα από τους δύο πρώτους στίχους όπου αποτυπώνεται η αδυναμία του μεμονωμένου ατόμου μέσα στον ακατάσχετο ρου της μεγάλης Ιστορίας,

Είμαι ένας κόκκος άμμου
που τον παράσυραν τα μαύρα νερά.

βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά του ζητήματος γύρω από το οποίο περιστρέφεται το «Ημερολόγιο» και που η ποιήτρια –ίσως λόγω εξαιρετικής πίεσης–«προδίδει» αμέσως, αναφέροντάς το ρητά στον τίτλο. Το ποίημα επιγράφεται «14η μέρα ή Η κατάργηση του εσωτερικού χώρου» και σε αυτό ακριβώς θα ήθελα να σταθούμε διαβάζοντάς το στίχο στίχο.
Τα όρια μεταξύ των δύο κόσμων, του εσωτερικού και του εξωτερικού, της εσωτερικής ζωής του υποκειμένου και της εξωτερικής ζωής που προβάλλεται και τελικά επιβάλλεται ως η μόνη πραγματική, αίρονται. Ο έξω κόσμος εισβάλλει ορμητικά στον έσω και τον καταλαμβάνει εξ εφόδου. Το έξω και το μέσα γίνονται ένα. Η εσωτερική ζωή αναστέλλεται ή παύει εντελώς με αποτέλεσμα το υποκείμενο να χάνει την ατομικότητά του και να γίνεται ένα απρόσωπο δοχείο στο οποίο εισρέουν βιαίως και στοιβάζονται ατάκτως κάθε λογής εξωτερικές εντυπώσεις. Τα προσωπικά αισθήματα και οι προσωπικές σκέψεις δεν έχουν πλέον καμία σημασία. Σημασία έχει μόνο η εξωτερική πραγματικότητα που πλέον απολυτοποιείται και ταυτίζεται με τη «μία και μόνη αλήθεια». Η «αλήθεια του προσώπου» παύει να υπάρχει.

Πλημμύρισε ο τόπος και χάθηκαν
τα όρια ανάμεσα στους δύο κόσμους·
τον μέσα, όπου φύτρωναν αναμνήσεις
μαζί με ζιζάνια-φόβους, πόες ελπίδες
και τον έξω, πνιγμένος στα βρώμικα λύματα
των τελευταίων ειδήσεων.

Ακολούθως αναδύεται η αγωνιώδης απορία. Είναι λοιπόν ο ψυχικός βίος του ανθρώπου τόσο ευπόρθητος; Πότε ακριβώς δέχθηκε επίθεση και πώς κάμφθηκαν οι ψυχικές αντιστάσεις; Πότε και πώς κατέρρευσαν και οι τελευταίες γραμμές άμυνας, εκείνες που χρειάζονται χρόνια ολόκληρα καθημερινής άσκησης για να συγκροτηθούν και οι οποίες συγκρατούσαν την ασχήμια και το κακό εκτός των τειχών;

Πότε γκρεμίστηκε το φράγμα;

Ο ψυχικός βίος εάλω. Τίποτε πια δεν δύναται ν’ ανακόψει την ακατάσχετη εισροή.

Λάβες, οχετοί, περιττώματα
χύνονται μέσα μου ανεμπόδιστα

για να έρθει η τρομερή διαπίστωση σαν βουβή κραυγή αγωνίας και ομολογία εσωτερικής κατάρρευσης:

ο εσωτερικός μου χώρος έχει καταργηθεί.

Εν συνεχεία, η απελπισμένη προσπάθεια ανακατάληψης του χαμένου εδάφους διά του δυναμικότερου τρόπου που το σώμα διαθέτει: του έρωτα (ή, ελλείψει του ζωντανού του σώματος, τουλάχιστον της ανάμνησής του).

Λέω να πιαστώ από ένα κλαδάκι τρυφεράδας
να θυμηθώ τα γενέθλιά σου
πριν χρόνια, σε τοπίο χιονισμένο

Ματαίως όμως γιατί και ο έρωτας (πόσο μάλλον η μνήμη του) δεν είναι παντοδύναμος. Όταν μάλιστα σημάνει η ώρα του μηχανοποιημένου θανάτου, αποδεικνύεται ανήμπορος και ανεπαρκής. Το αγαπημένο, ξεχωριστό και ένδοξο (χάρη στον έρωτα) σώμα του ερωμένου εξισώνεται με τα σώματα των αμέτρητων και άδοξων νεκρών. Στην αλωμένη από την πραγματικότητα του πολέμου συνείδηση βαραίνει το ίδιο – ίσως και λιγότερο.

Μα το σώμα σου πάνω μου
βαραίνει ίδια με τόσων πεθαμένων

Η συμπλοκή του αλλοτινού έρωτα και του τωρινού θανάτου είναι τέτοια που και το σώμα του αγαπημένου αποβαίνει μέρος του σκηνικού της φρίκης. Ο θάνατος σκιάζει, ιχνογραφεί και αμαυρώνει εντέλει κι αυτές τις πολυφίλητες καλλονές. Ο θάνατος είναι αυτός που ιστορεί – και μάλιστα τα πάντα. Ως ύπατος νικητής στο διττό πεδίο της ζωής και της Ιστορίας, ασκεί το μονοπώλιο της αφήγησης. Η οικεία ομορφιά δεν μπορεί πια να είναι η ίδια τώρα που αγγίχτηκε από τον ξένο πόνο και την απώλεια των άλλων.

κι εκείνα τα μάτια σου
μου τα διηγήθηκαν απαρηγόρητες μητέρες
το χρώμα τους –σαύρας σε ρίγος–
μου το ζωγράφισαν κοπελίτσες κλαίγοντας
κι αγόρια λαβωμένα.

Ο ψυχικός βίος εάλω. Όσες φορές κι αν το επαναλάβουμε, οι λέξεις αδυνατούν να περικλείσουν το μέγεθος μιας τέτοιας καταστροφής, μιας πανωλεθρίας που συντελείται χωρίς καν να πληγεί άμεσα το ίδιο το υποκείμενο. Η θέαση της φρίκης, και μάλιστα μακρόθεν, αρκεί.

Πώς έτσι λεηλατήθηκα
χωρίς διόλου να κουνήσω από την κάμαρά μου

Τίποτε δεν μένει αλώβητο και αδήωτο. Ακόμα και οι απόκρυφες γωνιές της πιο μύχιας θλίψης, οι πένθιμοι –και γι’ αυτό ιεροί– τόποι της ψυχής, που φέρουν πάντα ένα όνομα με πύρινα ψηφία γραμμένο, γίνονται τώρα νεκροταφεία ανωνύμων. Το συλλογικό πένθος δεν αφήνει χώρο στο προσωπικό, που τώρα φαντάζει μικρό και ασήμαντο. Η απώλεια του έρωτα φαντάζει ένα τίποτα μπροστά στη μαζικότητα του θανάτου.

και το παρτέρι της θλίψης μου
όταν σ’ είδα να φεύγεις
έγινε τάφος νεκρών ομαδικός;

Το ποίημα κλείνει και κορυφώνεται με την ακόλουθη ερώτηση:

Πώς εκεί που είχα εμπλακεί
στις αψιμαχίες του ορατού με το αόρατο
κατάντησα ακροάτρια φανατική
της επίκαιρης φρίκης;

Ο εσωτερικός βίος έχει οριστικά καταλυθεί. Το υποκείμενο δεν εμπλέκεται πια «στις αψιμαχίες του ορατού με το αόρατο», δηλαδή με το άλογο, το μη μετρήσιμο, το μη αναγώγιμο στο πραγματικό, το μεταφυσικό ακόμα, με όλα τέλος πάντων τα στοιχεία εκείνα που αίρουν τη ζωή πάνω από το επίπεδο της ωμής και γυμνής βιολογικής αναπαραγωγής. Η απεμπλοκή αυτή όμως προκαλεί ένα μεγάλο «άδειασμα». Το κενό που προκύπτει πρέπει οπωσδήποτε και άμεσα να πληρωθεί, κάτι που συνεπάγεται την πλήρη υποταγή του υποκειμένου στην περιβάλλουσα πραγματικότητα. Ο άνθρωπος επιζητά σαν εθισμένος καινούργιες και ολοένα μεγαλύτερες δόσεις από τη φρίκη της επικαιρότητας, την οποία και ασμένως εσωτερικεύει, γεγονός που η ποιήτρια βιώνει ως κατάντημα, ως εσωτερική συντριβή.


——— ≈ ———

Την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στον σύντομο πρόλογο του σπουδαίου (αντιπολεμικού αλλά όχι μόνο) μυθιστορήματος «Κλεραμπώ», ο νομπελίστας Ρομαίν Ρολάν γράφει τους βαρυσήμαντους λόγους:

Το θέμα αυτού του βιβλίου δεν είναι διόλου ο Πόλεμος, παρόλο που ο πόλεμος το σκεπάζει με τη σκιά του. Το θέμα του βιβλίου τούτου είναι η καταβρόχθιση της ατομικής ψυχής, το καταβύθισμά της στη δίνη της ψυχής του πλήθους. Τούτο, κατά τη γνώμη μου, είν’ ένα γεγονός με πολύ πιο βαριές συνέπειες για το μέλλον της ανθρωπότητας, από την περαστική κυριαρχία ενός έθνους.

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αυτήν ακριβώς την επείγουσα αλήθεια αποτυπώνει στη σύνθεσή της. Με την ειλικρίνεια της αυθεντικής δημιουργού και με θαυμαστή τιμιότητα, την οποία εν προκειμένω θα κατανοούσαμε πλημμελώς αν τη χαρακτηρίζαμε απλώς «καλλιτεχνική», αποκρούει αποφασιστικά τους πειρασμούς μιας ηθικής ή άλλης αυταρέσκειας: ούτε εκτρέπεται στην εύκολη ηθικολογία ούτε ενδίδει στην πρόχειρη πολιτικολογία ούτε καταφεύγει σε κενούς δεκάρικους για τα δεινά του πολέμου, κάνοντας επίδειξη ανέξοδης ευαισθησίας. Απεναντίας, μιλά γι’ αυτό που εκείνη βιώνει, ως παρατηρήτρια και δη μακρινή, και το οποίο για τους πολλούς περνά απαρατήρητο.
Γράφοντας για τον πόλεμο, γράφει αυτό που την εκπλήσσει, τη θορυβεί και την αποσβολώνει: την κατάλυση της εσωτερικότητάς της, δηλαδή από ένα σημείο κι έπειτα την αδυναμία της να σκεφτεί κάτι έξω απ’ αυτό που έρχεται απ’ έξω. Στις κρατούσες συνθήκες, οτιδήποτε δεν είναι αυτό το έξω δεν μετρά· στη μεγάλη πορεία των πραγμάτων δεν βαραίνει. Το γεγονός αυτό –ας επαναλάβουμε τους ρολλανικούς λόγους– είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εφεξής πορεία του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να πεθάνει προτού καταλήξει. Όλα τα υπόλοιπα όντα του ζωικού βασιλείου, πολύ ευτυχέστερα ημών, με τον δικό τους ψυχικό βίο θωρακισμένο καθότι δεν αφίσταται του ενστίκτου, ζουν μέχρι τέλους. Ο δεύτερος θάνατος του ανθρώπου, ο βιολογικός, είναι απλώς αναπόφευκτος. Ο πρώτος όμως, ο ψυχικός ή πνευματικός, είναι η πραγματική καταστροφή – ακριβώς διότι είναι αποφευκτή. Το μέγα ζητούμενο λοιπόν είναι να πεθάνει κανείς ζωντανός: αλλιώς ειπωμένο, να μην ζει πεθαμένος, να μην διάγει ως ζωντανός-νεκρός.
Γι’ αυτό γράφει, καίτοι χαμηλότονα, με τόση ένταση το «Ημερολόγιό» της η ποιήτρια. Αυτήν την καταστροφή αντιπαλεύει. Και επειδή οι, λογοτεχνικοί τουλάχιστον, καιροί είναι πονηροί, καλό είναι να ειπωθεί και τούτο: η Αγγελάκη-Ρουκ δεν διεκδικεί κανένα «ποιητικό δικαίωμα στην ομφαλοσκοπία». Την εσωτερική της ελευθερία προασπίζεται έναντι όλων εκείνων των συνθηκών της σύγχρονης ζωής που συνεχώς την καταστρατηγούν και υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε σειριακό αριθμό και εξάρτημα μηχανής ή σ’ ένα ακόμη τυπικό δείγμα του είδους του.

Στη «Μαγεμένη ψυχή», το μνημειώδες μυθιστόρημα-ποταμό, ο Ρολλάν θα σημειώσει:

Γράφουνε πάντα την ιστορία των γεγονότων μιας ζωής. Απατώνται. Η αληθινή ζωή είναι η εσωτερική ζωή.

Αν λοιπόν η αληθινή ζωή είναι αυτή, η μύχια, η τρόπον τινά απόκρυφη, η εν τω βάθει ζωή, τι συμβαίνει όταν αυτή η αλήθεια συσκοτιστεί ή και εκλείψει;
Δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε τι γίνεται το άτομο όταν ο ιδιαίτερος ψυχικός του βίος πάψει να υφίσταται, όταν εξομοιωθεί με όλων των υπολοίπων, όταν μιλώντας για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο δεν μπορούμε εντούτοις να κάνουμε πλέον λόγο για τη διακριτή προσωπικότητά του. Η σύνθλιψη του ατόμου, το έχουμε ήδη δει, μόνο κολάσεις μπορεί να γεννήσει. Διότι τι είναι τελικά ο άνθρωπος χωρίς αυτοδύναμο ψυχικό βίο; Φερέφωνο, ενεργούμενο, ανδρείκελο, ανδράποδο ή ό,τι άλλο – άνθρωπος όμως όχι. Τι γίνεται το υποκείμενο που απεκδύεται την υποκειμενικότητά του; Αντικείμενο για χρήση. Ένας άνθρωπος με ανεπανόρθωτα ακρωτηριασμένο πνεύμα είναι αυτό που παραπάνω ειπώθηκε. Ήδη νεκρός και ως εκ τούτου, με τις κατάλληλες μεθόδους, όχι απλώς χειραγωγήσιμος από την εκάστοτε εξουσία αλλά και εύκολα μετασκευάσιμος στο οτιδήποτε, ακόμη και σε μηχανή ολέθρου και θανάτου. Πάνω σε αυτά τα ψυχικά και κατ’ επέκταση κοινωνικά ερείπια οικοδομούνται οι παροντικοί και μελλοντικοί ολοκληρωτισμοί.
Ο άνθρωπος που θέλει να αντιταχθεί σε αυτή την πορεία προς την άβυσσο επιβάλλεται να κάνει το απαραίτητο, το πρώτο βήμα, χωρίς το οποίο όλα τα υπόλοιπα είναι καταδικασμένα να οδηγήσουν στο ίδιο σημείο. Να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της σκέψης του έναντι όλων εκείνων, προσώπων και καταστάσεων, που την επιβουλεύονται. Ο λόγος και πάλι στον Ρομαίν Ρολλάν.

Όποιος γίνεται υπηρέτης, τυφλός, μιας κοινωνίας τυφλής –ή αποτυφλωμένης– όπως είναι όλα τα κράτη σήμερα, όπου μερικοί άνθρωποι […] προσπαθούν να τους επιβληθούν με τα ψέματα του Τύπου και με τον ανάλγητο μηχανισμό ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος […] αυτός ο άνθρωπος δεν υπηρετεί πραγματικά το κοινωνικό σύνολο, μα το υποδουλώνει και το κατεξευτελίζει μαζί του. Όποιος θέλει να ’ναι χρήσιμος στους άλλος, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να ’ναι ελεύθερος. […] Η ψυχή του συνόλου τον καταβροχθίζει [εν. τον άνθρωπο]. […] Κάθε άνθρωπος, που είναι αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μάθει να μένει μόνος ανάμεσα σ’ όλους, να σκέφτεται μόνος για όλους, και, στην ανάγκη, ενάντια σ’ όλους.

——— ≈ ———

Σήμερα, έναν αιώνα μετά τον «Κλεραμπώ» του Ρολλάν και τριάντα χρόνια μετά το Ημερολόγιο πολέμου της Ρουκ, πικρή πείρα μάς έχει διδάξει πως δεν χρειάζεται κανένας πόλεμος ή άλλο ανάλογης βιαιότητας γεγονός για την κατάλυση του εσωτερικού χώρου. Αυτήν εξάλλου τη βλέπουμε να συντελείται γύρω αλλά και μέσα μας κάθε ώρα και στιγμή. Η καθημερινότητα στις σύγχρονες κοινωνίες, στις μεγαλουπόλεις ιδίως, που κατ’ ουσίαν κανονικοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης, αρκεί. Από τη μια ο αγώνας του βιοπορισμού και από την άλλη ο κατακλυσμός των προϊόντων και παραπροϊόντων της πολιτιστικής βιομηχανίας ασήμαντο χρόνο αφήνουν ελεύθερο για περισυλλογή και αναστοχασμό. Αναγκαία δε συνθήκη του εσωτερικού χώρου είναι η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου.
Τα πράγματα όμως –όπως άλλωστε έχουν καταδείξει πολλοί διανοητές αλλά και η άμεση εμπειρία διαρκώς υπογραμμίζει– είναι ασυγκρίτως χειρότερα. Διότι και χωρίς την όποια «κατάσταση εξαίρεσης», εδώ και πολλές δεκαετίες, ο σύγχρονος άνθρωπος εγκαταλείπεται ολοπρόθυμος στην επιφάνεια. Ζητώντας να είναι διαρκώς και για τα πάντα ενήμερος, να είναι «μέσα στα πράγματα», να συμβαδίζει με την καλπάζουσα εποχή του, δεν έχει πια κανένα δικό του βηματισμό και ρυθμό. Στο τέλος και ο ίδιος παύει να πιστεύει στην αυταξία του εσωτερικού του βίου.
Στην εποχή του πιο ακραίου ατομικισμού και του συμπαρομαρτούντος αχαλίνωτου ναρκισσισμού, οι ατομικότητες είναι εκείνες που πλήττονται και διαλύονται πρώτες. Ο ατομικισμός, η θρησκεία της αυτολατρείας, κατά Παπαδιαμάντη, δεν εξατομικεύει αλλά μαζοποιεί και ο άνθρωπος απανθρωπίζεται. Ο ένας γίνεται πιστό είδωλο του άλλου και όλοι μαζί λαμπεροί αντικατοπτρισμοί του μηδενός. Η ιστορική, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε, διαδικασία ετούτη δείχνει να επιταχύνθηκε σε ασύλληπτο βαθμό κατά τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά σε όσα διαμείβονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί δεσπόζει σε όλο της το μεγαλείο η έμπρακτη άρνηση του οντολογικού βάθους για το οποίο ο άνθρωπος μέχρι εντελώς πρόσφατα περηφανευόταν.
Τι παράδοξο και τι ειρωνεία αλήθεια: εκείνο που ολόψυχα ο άνθρωπος εγκαταλείπει είναι η ίδια η ψυχή του. Ακόμα και η ίδια η λέξη ηχεί τόσο παλαιική πλέον, σαν κενός νοήματος, άχρηστος και σχεδόν γελοίος αναχρονισμός. Από αυτό το σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει επιστροφή. Αν δεν αναστραφεί τούτη η πορεία που δείχνει ακριβώς μη αναστρέψιμη, το βάραθρο χαίνει ευθεία μπροστά, έτοιμο να μας καταπιεί. Και δεν θα καταπιεί απλώς μερικούς «λοξούς» και «ασυγχρόνιστους» τάχατες, μερικούς παλαιότερους «προς εξαφάνιση ανθρωπότυπους», αλλά τις μητροπόλεις μας σύψυχες και τον πλανητικό μας πολιτισμό αύτανδρο. Και το ερώτημα δεν είναι πλέον «αν» αλλά «πότε».
Μέχρι τότε οι λιγοστοί «Κλεραμπώ» και τα δυσεύρετα Ημερολόγια πολέμου, διασώζοντας σε πείσμα της ισοπεδωτικής πραγματικότητας και τρόπον τινά φυγαδεύοντας την εσωτερική ζωή των δημιουργών τους στην ενδοχώρα του ελεύθερου στοχασμού και της αυθεντικής τέχνης, δείχνουν παράλληλα σε όλους μας την έξοδο κινδύνου, που είναι μια έξοδος προς τα μέσα: μια κάθοδος εις εαυτόν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: