Κάποτε στην Αίγινα

Στην Αίγινα © «Μονόγραμμα»
Στην Αίγινα © «Μονόγραμμα»


«Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος».
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ : Συνέντευξη στον Γιώργο Δουατζή, Μάιος 2009.



«Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης», μαζεύτηκαν και αποτέλεσαν ένα συμπαγές ποιητικό σώμα, που η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μας κληροδότησε τον Φεβρουάριο του 2018, αφού σε μια σκληρόδετη συγκεντρωτική έκδοση των εκδ. Καστανιώτη, Ποίηση 1963-2011, απολαμβάνουμε την ποιητική της Κατερίνας, η οποία, τον Ιανουάριο του 2000, μας άφησε το Ποιητικό Υστερόγραφο της. Όπως ο Καβάφης στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»,[1] έτσι και η Ρουκ αντικρύζει το πέρασμα του χρόνου ως περιορισμό του μέλλοντος (της). Η αντίθεση όμως με την παραπάνω φράση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που αναγράφεται στην προμετωπίδα του κειμένου αυτού, είναι ότι ο «θεός» της ποίησης την ευλόγησε να δημιουργεί ως τα ογδόντα της χρόνια, που αποδήμησε στον χλοερό τόπο των ποιητών.
Οι δικές μου δε σκόρπιες αναμνήσεις, με γύρισαν πίσω στον χρόνο, στα 1977, όταν η Κατερίνα ήταν ήδη 38 ετών, με μια πλούσια ποιητική παρακαταθήκη από τα δέκα επτά της χρόνια και είχε ενταχθεί πλέον στο σώμα των ποιητών της ποιητικής Γενιάς του ’70, ώριμη ποιητικά. Ήταν η αρχή μιας γνωριμίας και φιλίας, που ξεκίνησε με την ευκαιρία της έκδοσης από τον μικρό εκδοτικό οίκο «The wire press», που είχε ιδρύσει ο Ντίνος Σιώτης στο Σαν Φρανσίσκο, της ποιητικής της συλλογής Ποιήματα 63-69, ταυτόχρονα με του Νάνου Βαλαωρίτη με τίτλο Εστίες Μικροβίων και την δεύτερη δική μου «Οι Μεταμορφώσεις του Ιερεμία.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1977, μετά την έκδοση των παραπάνω ποιητικών συλλογών, με ένα μόνιππο πήγαμε στο σπίτι της στην Αίγινα, στον «παράδεισό» της όπως έλεγε η ίδια, όπου χαιρόταν την διαδικασία της σοδιάς των φυστικιών, μια διαδικασία χαράς. Εκεί, όπου η ποιήτρια μεταμόρφωνε τις στιγμές σε μέλλοντα, εκεί όπου η ποίηση αναδυόταν με το γέλιο της σε φως που το άγγιζε με την ποίηση της. Σε αυτό το φως που ήταν ένα παράγωγο του Αττικού Φωτός και έλουζε τα ποιήματα της, μέσα από τα οποία, σε πείσμα των κακουχιών της ζωής καταύγαζε και καταυγάζει τον φόβο του θανάτου. . Οι ατέλειωτες συζητήσεις, εκεί στην αυλή του εξοχικού σπιτιού της, έγιναν αφορμή να δομηθεί μια στενή φιλία και να μου γράψει αργότερα:[2] «Ο «Ιερεμίας» σου Γκινσπμερικός λίγο, δίνει όλο αυτό το άγχος που ζούμε καθημερινά και που δεν ξέρουμε πια αν βγαίνει από μέσα μας ή είναι μόνο ο γύρω κόσμος. Υπάρχει δύναμη και πλατύ οπτικό πεδίο».

Μέσα στα πρώτα αυτά χρόνια δημιουργίας και των άλλων ποιητικών φωνών αυτής της Γενιάς και περνώντας τα χρόνια, γέμισαν μνήμες οι «αναμνήσεις από την ποίηση», για κάποιες στιγμές μιας διαδρομής, άγνωστης στους πολλούς και μιας φιλίας που συνεχίστηκε –με διαλείμματα– μέχρι και το 2005 όπου συναντηθήκαμε στο γραφείο της «Κοινωνίας των (δε)κάτων». Βέβαια, υπήρχε μια συχνή τηλεφωνική επικοινωνία και επισκέψεις στο σπίτι της ποιήτριας στην οδό Πατριάρχου Φωτίου πάνω απ’ τα σκαλάκια του Αγίου Νικολάου της Ασκληπιού. Όμως στην μνήμη θα μείνουν αξέχαστες οι καλοκαιρινές μέρες στην Αίγινα, στο εκεί σπίτι της με το κτήμα των φυστικόδεντρων, όπου η Κατερίνα ήθελε να συστήσει ένα Ίδρυμα για την μελέτη της ελληνικής ποίησης και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε για την ίδρυση του.
Υπήρχε τότε μια πνευματική επαφή, με εξερευνήσεις σε ποιητικά τοπία και ανατομικές αναζητήσεις στην καθολική ποίηση μας, μια που η Κατερίνα είχε μια προπαίδεια στον ποιητικό χώρο ήδη από την εφηβεία της, κομμάτι, κατά ένα μέρος. της προηγούμενης ποιητικής Γενιάς και της τρίτης μεταπολεμικής δικής μας Γενιάς.

Η Κατερίνα, ανάμεσα στις ανθισμένες φυστικιές στην Αίγινα, εμπνεόταν τις ποιητικές της δημιουργίες και τις επεξεργαζόταν στο αστικό της σπίτι, όπου «η απουσία είναι (ήταν) το θέμα της ζωής μου (της)».[3] Για την Κατερίνα, μία πηγή ζωής ήταν το άγνωστο, όπως είπε σε εκδήλωση, προς τιμή της, των εκδόσεων Γκοβόστης, «de profundis» στις 3-4-2018, εννοώντας ότι εκείνο το «άγνωστο» το μη σχηματοποιημένο ακόμη μέλλον έδινε έμπνευση στην ποίηση της και αυτό το μέλλον την απασχολούσε πολύ και στην ζωή της. Λένε, ότι η ποίηση λειτουργεί «ενορατικά» και για την Κατερίνα –και όχι μόνον– υπήρχε ένα προαίσθημα στην ατμόσφαιρα της ποίησης που την οδηγούσε στις υπέροχες ποιητικές της δημιουργίες. Η Κατερίνα που είπε σε ένα της ποίημα «να μπω στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα»,[4] σε αυτόν τον ουρανό που πήγε στα 80 της χρόνια αφήνοντας όχι ελάχιστα, αλλά μια πλούσια ποιητική παρακαταθήκη και στον οποίο ουρανό μας μετέφερε και θα μας μεταφέρει πάντα με τους στίχους της.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.


«Αισθάνομαι καλά και περίεργα τώρα που έκλεισα τα ογδόντα», είπε η Κατερίνα σε συνέντευξη της.[5] Έτσι στις 21 Ιανουαρίου 2020 εγκατέλειψε τα εγκόσμια και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στην αγαπημένη της Αίγινα, στην «Παναγίτσα» για να είναι, όπως είχε ζητήσει, κοντά στον αγαπημένο της σύζυγο Ρόντνεϋ Ρουκ.
Κάποια εποχή η Κατερίνα εγκατέλειψε την θεώρηση του «μέλλοντος», θέλοντας όπως έγραψε στην έκδοση του βιβλίου της Με άλλο βλέμμα:[6] «Με άλλο βλέμμα προσπαθώ να δω τώρα τη ζωή μου», υποστηρίζοντας ότι η ιδέα του μέλλοντος δεν βοηθούσε στο να επικεντρώνεται στο «τώρα», προσπαθώντας να εκδιώκει την ιδέα του θανάτου, με την έννοια της επιβίωσης της, αλλά και της επιβίωσης της ποίησης της. Έτσι η ζωή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ήταν συνυφασμένη με την ίδια της την ποίηση, όπως απέδειξε με τις δέκα επτά ποιητικές της συλλογές.
Ένα βασικό θέμα της ποιητικής της Ρουκ ήταν και εμπεριέχεται πολλαπλά στην ποίηση της, ο έρωτας, υμνητής της ζωής. Αυτό το τονίζω, γνωρίζοντας, μέσα από συζητήσεις μας το πόσο βασικό στοιχείο ήταν ο έρωτας στην ποίηση και την ζωή της, αφού είχε γνωρίσει πολλούς άνδρες στην ζωή της, αλλά ο Ρόντνεϋ ήταν ο μοναδικός. Η ίδια είχε πεί : «Ο έρωτας ήταν ΤΟ βασικό στοιχείο στη ζωή και την ποίησή μου. [...] «Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα. Έρχεται απρόβλεπτα, δεν ξέρεις. Ακόμα κι αν είσαι τελείως αποξενωμένος απ’ αυτή, μπορεί να ‘ρθει μια στιγμή και κάποιος στίχος να εκφράσει αυτό που αισθάνεσαι ακριβώς».


Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!

Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς[7]

Είναι αλήθεια και θέλω να το καταθέσω, τελειώνοντας, ότι, παρ’ όλα τα βραβεία και τις πολλές εκδόσεις των ποιητικών της βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η Κατερίνα συμπλήρωνε το εισόδημα της κάνοντας μεταφράσεις, αφού κατείχε τρεις γλώσσες. Μου έχει μείνει ακόμη η φράση της, όταν μιλούσαμε αρκετά στο τηλέφωνο: «Πάνο σε αφήνω, πρέπει να προχωρήσω μια μετάφραση. Αύριο παραδίδω…».

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές…
[8]



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: