Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/metafrash/lighi-melani
«Μεγάλωνα πάντα, ως ποιητής και όχι μόνο, πετώντας πράγματά μου στα σκουπίδια. Η ποίηση έχει πολλά κοινά στοιχεία με την αποτέφρωση. Κάθε καλό ποιητικό εργαστήριο, ως γνωστόν, έχει ένα φούρνο που λειτουργεί συνεχώς και μια καπνοδόχο που καπνίζει πάντα» [ Απόσπασμα από το δοκίμιο Todas as Pérolas São Uma História de Dor (Όλα τα μαργαριτάρια είναι μια ιστορία πόνου), από τον τόμο Pouca tinta του José Antόnio Almeida ]
Βρήκα το βιβλίο Pouca Tinta, που περιέχει όλο το ποιητικό έργο του Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα, καθώς και κάποια ενδιαφέροντα πεζά του — και μάλιστα όχι μόνο μυθοπλασίας — το καλοκαίρι που μας πέρασε. Αυτό συνέβη μετά από μια σύντομη παραμονή μου στις Αζόρες όταν, περνώντας από τη Λισαβόνα, το βιβλίο αυτό με συνάντησε — έτσι ένιωσα — σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη ήσυχη γειτονιά Λάπα της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Ήταν ένα βιβλιοπωλείο που είχε μόνο βιβλία ποίησης· πολλά βιβλία μεταφρασμένης ποίησης, αλλά και πολλά βιβλία ποίησης στο πρωτότυπο· υπήρχαν βιβλία όχι μόνο στα πορτογαλικά, αλλά και στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά σε αυτήν την «ποιητική φωλιά». «Poesia incompleta» (= ατελής, ανολοκλήρωτη ποίηση) είναι το όνομα του βιβλιοπωλείου.
Είχα πληροφορηθεί πως ο Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα ήταν πλέον ένας κάπως γνωστός, σε ορισμένους κύκλους, άγνωστος ποιητής. Έκανα πολλή παρέα με τον Zé στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχαμε αρχίσει μάλιστα να μεταφράζουμε μαζί και το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή στα πορτογαλικά. Καλή παρέα, βελτίωσα πολύ τα πορτογαλικά μου μαζί του. Η δουλειά μαζί με τον Zé μου βελτίωνε πάντα τη διάθεσή, ειδικά το γέλιο του, το γέλιο ενός επιμελώς χαρωπού θλιμμένου ανθρώπου. Νέος ων, δεν έδινα και πολλή σημασία τότε στο γεγονός ότι αυτοπροσδιοριζόταν εμφατικά και ως καθολικός, το θεωρούσα απλώς γραφικό. Ήξερα, κάπως αόριστα, πως γράφει ποίηση και ότι είχε κάτι ήδη εκδώσει, εκείνος όμως γενικά απέφευγε τις κουβέντες επί του θέματος. Όταν διέκοψα την παραμονή μου στην Πορτογαλία οριστικά, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μου έστειλε κάποια ποιήματά του, σε φωτοτυπίες. Ένα από αυτά, με τον τίτλο «Χοιρινό», το έχω μάλιστα μεταφράσει για το τεύχος 5 του Χάρτη. Γι’ αυτό λοιπόν, στο βιβλιοπωλείο, ζήτησα κάποιο βιβλίο του. Μου έδωσαν το πιο πρόσφατο, όπως μου είπαν, το Pouca tinta (Λίγη μελάνη), 240 σελίδων περίπου, σε μια λιτή, σχεδόν μινιμαλιστική, αλλά καλόγουστη και πρωτότυπη cult έκδοση του 2020, δημιουργία των εντυπωσιακά αφανών και εμφανώς διακριτικών εκδόσεις não (edições) – το όνομα σημαίνει «όχι (εκδόσεις)» ή «μη (εκδόσεις) –, οι οποίες συνταιριάζουν με μαστοριά το πολύ παλιό ή και παλαιινό με το πολύ μοντέρνο στην εκδοτική τέχνη· το αποτέλεσμα είναι κάτι το αλλόκοτα αχρονικό, αν και όχι άχρονο.
Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο, ως αντικείμενο/κατασκευή έρχεται να ανταποκριθεί και να ταιριάξει στο περιεχόμενό του. Ανακάλυψα στο βιβλίο αρκετά ποιήματα πολύ ποικίλα ως προς την έμπνευση, το ύφος, τον τόνο, την γλώσσα. Ποιήματα (δι)αχρονικά, τα οποία παραπέμπουν, άλλα εμφανώς και άλλα αινιγματικά, τα πιο πολλά, σε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο χρόνο του ποιητή, όσο και στον γνωστό σους περισσότερους ιστορικό χρόνο. Ποιήματα που, σε μια πρώτη ματιά, δείχνουν έντονα επίκαιρα ή έντονα ανεπίκαιρα, ανεπίκαιρα ίσως για το πνεύμα της εποχής μας (σε κάποιες mainstream εκδοχές του).
Ποιήματα που χαρίζουν μικρές εκπλήξεις, καθώς ισορροπούν αποφεύγοντας τις υπερβολικές εντάσεις, ανάμεσα στην εγκεφαλική «ψύχρα» του αχρονικού και τις «κάψες» του επικαιρικού. Επαρκείς δόσεις κατασταλαγμένης χαμηλόφωνης συγκίνησης, με δυο λόγια. Ακολουθούν μεταφρασμένα 16 ποιήματα από το βιβλίο. Χωρίς καμιά χρονολογική σειρά με βάση το πότε γράφτηκαν.
ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Με ένα φιλί ξεκίνησε ο Γολγοθάς
– δεν απεικονίζεται στην Οδό του Μαρτυρίου*.
Με ένα φιλί όμως ξεκίνησε
το πρώτο βήμα προς τον σταυρό.
Πολλά τα αντίγραφα του φιλιού εκείνου
– κανένα τους δεν διεκδικεί αυθεντικότητα.
Συλλογίζομαι το φιλί εκείνο που δεν τελειώνει,
σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη
περιτριγυρισμένη από αιωνόβιες ελιές,
καθώς τα αλλιώτικά μου βήματα σέρνω σε νύχτες άλλες.
*Αναφορά στην via sacra, δηλαδή τις 14 σκηνές που ιστορούν τα Θεία Πάθη στην εικονογραφία της καθολικής εκκλησίας,
οι οποίες αναπαρίστανται και διά ζώσης με λιτανεία στην Ρώμη,μετά προσευχής από τον Πάπα, και με κατάληξη το Κολοσσαίο.
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
Επιβιώνω με μια σταλιά νερό.
Μια ματιά του περαστικού φτάνει
και περισσεύει για μήνες. Ένα χαμόγελο αρκεί
να ξαναπρασινίσω για πολλά χρόνια.
Η φυλλωσιά μου είναι από όνειρο·
και από πράγματα πολύ συγκεκριμένα
και μαύρα σαν μικρούς καρπούς ελιάς.
Σημάδια μικροσκοπικά που τα διαπερνά
το φως στην πυκνή κλεισούρα του θανάτου.
Είδα Ρωμαίους – και Άραβες – και Εβραίους:
Τα δυο ήρεμα μάτια του Αμνού
στον κορμό μου διαρκούν μέχρι τέλους.
ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Μα τι καταπληκτική η φάκα αυτή,
δεν ήταν ένα δόκανο, το εγγυώμαι
– μέχρι που να μοιάζει πως το ποντίκι
ήτανε ο λαμπρός της εφευρέτης.
Πόσο καλά μελετημένη συσκευή
– δίνει την εντύπωση πως είναι το σπίτι
του ποντικιού, όχι η φυλακή του ζώου.
Για τιμωρία μένει εκεί, κλειδαμπαρωμένο;
Αυτό δεν ήταν που έβαλε το πόδι του και μπήκε
– όπως το συνηθίζει ως τρωκτικό που είναι;
Είναι του κυρίου ποντικού η κατοικία,
εκείνο το κουβάρι από πλεγμένα σύρματα.
Το οποίο ανήγειρε επιτυχώς με μαεστρία
και μεράκι ο μπαγαπόντης πόντικας.
– ένα απάγκιο για την ποντικοσύνη του
πληρωμένο με δάνειο τραπέζης.
Το όνειρο κάθε αρουραίου
του ιδίου φυράματος: γέρο-λιχούδη
που θέλει να δαγκώσει τρυφερό τυρί.
Υπάρχουν ίχνη από το προϊόν στο χώμα
– το σιδερένιο βρόχι το δίχως άλλο
ο κύριος ποντικός το έχει στήσει.
Παγίδα; Όχι. Αυτός έφταιγε μόνο.
Ιδού λοιπόν η φοβερή τύχη του κατεργάρη:
ένα παλάτι για το θριαμβευτικό
«γκραν φινάλε» στη ζωή του ποντικού.
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ
Είπες: Πήγαινε να δεις την ανατολή.
Όμως τώρα, που προσπαθώ να θυμηθώ
τη νύχτα που κύλησε τόσο γρήγορα
ανάμεσα στις κόκκινες ρίγες του ντιβανιού
πάνω από τις ξαναμμένες κορφές των δέντρων του βουλεβάρτου,
η μνήμη μπλέκεται και μπερδεύω
την ανατολή του ήλιου με το ηλιοβασίλεμα.
Φύκια για μεταξωτές κορδέλες ήταν αυτά που μου ’δωσες,
αν και μου αρέσουνε κι εμένα τα φύκια.
Λιακάδα που δεν φτουράει πολύ, είναι προφανές πλέον.
ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΤΖΟTO
Πέρασαν τέσσερις μήνες,
σήμερα είναι Μ. Παρασκευή
για άλλη μια φορά στο ημερολόγιο.
Στο φως των πυρσών μες στη νύχτα
ζωγραφισμένο ως φόντο μπλε,
αποτύπωσε ο Τζότο το φιλί
το οποίο δεν φαίνεται στη ζωγραφιά:
ξεχωρίζει ένας απέραντος μανδύας
που φωτίζει όλη τη σκηνή
αφύσικα για τη ζοφερή
ώρα της στιγμών εκείνων
– ο μανδύας του ίδιου του Ιούδα.
Η ψεύτικη λάμψη του μανδύα
προσκαλεί το βλέμμα στο κέντρο.
Έτσι ζωγράφισε ο Τζότo
– χρυσαφί πάνω σε μπλε, ένα φιλί.
ΜΠΕΪΜΠΙ-ΜΠΛΟΥ
Το λευκό μου σπίτι με τις γαλάζιες μπογιές
από τα πρόστυχα γκράφιτι παραμένει στη μνήμη:
στο χρώμα του άδειου ουρανού, στο χρώμα τόσων ματιών
– αλλάζει ο κόσμος όλος για να γίνει γαλάζιο ρόδο.
ΑΥΓΗ
Η μέρα ξεκινά όλο σφρίγος.
Η κακία ξυπνά. Σηκώνεται νωρίς.
Δυο γυναίκες στη μέση του δρόμου στον ήλιο
μία τρίτη κακολογούν δίχως έλεος:
απόν το στοιχείο τούτο, όταν οι δυο είναι παρέα.
Ο Δρόμος προς Εμμαούς ανεστραμμένος
– παραμένει ακέραια και ανέπαφη η συνήθης προοπτική
που κρατά τους δρόμους της κωμόπολης στη θέση τους.
Οι γυναίκες συζητούν, έχουν βαλθεί να χαλάσουν την ζωή
της γειτόνισσας: «Θεός φυλάξοι», «Το ‘ξερες ότι…»
Ακούω από το κρεβάτι μου φωνές που διαλαλούν.
Στάζουν φαρμάκι, με κάποια προσοχή, όμως:
τόσο όσο, υπό ιδίαν και μόνον ευθύνη
– μετρημένο το βάρος τους σε κακόβουλο ζυγό.
Από την κουζίνα ως το υπνοδωμάτιο, έχουν κάνει άνω κάτω
το σπίτι της αλληνής που «δεν είναι κακός άνθρωπος»
— μακρινή πρόσοψη γεμάτη λεκέδες κάθε χρώματος
από το αόρατο μελάνι της γλώσσας των εχιδνών.
ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
Είμαι η θάλασσα και για μένα τίποτα δεν ξέρω
πέρα από εποποιίες και καράβια:
στίχους — ή πνιγμένους ναυτικούς.
Όπως και ο πανέμορφος ξανθός νεανίας
που μαθαίνει πράγματα για τον εαυτό του επειδή απλώς τον κοιτά:
με πόθο που κοχλάζει — ένας γέρος.
Η ΛΕΞΗ
Μουρμουρίζει τη λέξη της ντροπής:
κάνει τη χολή φράουλα γλυκό.
Το λευκό και κόκκινο μυστικό
έχει ανεβεί ολόγυμνο πάνω στα κεραμίδια,
Με φωνήεντα και σύμφωνα φτιάχνει
το νήμα της στάθμης της ζωής του.
VOX
Για το Μονσαράς θα φύγω,
—κάστρο ανύπαρκτο στο χάρτη.
Με καταδιώκουν τρεις ιππότες
με μυστική εντολή βασιλική.
Ο βασιλιάς θρόνο δεν έχει ούτε σκήπτρο
— ούτε και πρόσωπο, μορφή, κορόνα.
Ο βασιλιάς — «ήταν οι περιστάσεις»,
που πάντα περιπλέκουνε την κάθε πλοκή.
ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Στο τραπέζι του εστιατορίου με τον πατέρα μου
απέναντι χωρίς να αλλάζει μαζί μου κουβέντα,
φώναξα τον σερβιτόρο για την παραγγελία.
Η εύθραυστη ευδαιμονία των ποτηριών και των πιάτων
γκρεμίστηκε τελείως απότομα ολόκληρη:
ένα αγγελικό πρόσωπο εμφανίστηκε πλάι μου.
Το περίγραμμα του κορμιού είδα κάτω από το άσπρο
πουκάμισο, εντελώς διαφανές, ανοιχτό
από τον γιακά ίσαμε το κουμπί στο στήθος.
Συγκεντρώνομαι, με λαιμαργία, στις ευκαιρίες
που μου πρόσφερε η ιδιότητά μου ως θαμώνα του καταστήματος
να τον κοιτάω, και να του μιλάω, μέχρι και να του χαμογελάω.
Από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών με διαπέρασε
όλο γλύκα μια ήρεμη ευτυχία ασύμβατη
με το γεύμα αυτό, το οποίο δεν ήταν βέβαια
το συμπόσιο που μοιράστηκε ο πατέρας με τον άσωτο υιό.
O ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ ΣΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ
Ποτέ τους δεν τους άρεσε το όνομά μου: Βάκχος.
Και σήκωναν το φρύδι στον Σέργιό μου
— στο πάθος μας, τον παράλληλο βίο.
Σε αυτό αναφέρομαι, όχι στα αποδέλοιπα
του τόσο συμβατικού ευλαβούς μύθου
ο οποίος μας προσέδωσε αίγλη πλανερή
— στο κεφάλι μας την έχωσαν με το στανιό.
Πουριτανοί λοιπόν, τους αρέσει να υποκρίνονται,
επειδή είναι κομφορμιστές, επειδή τους βολεύει,
πως ήμασταν τάχα ίδιοι κι όμοιοι, λόγω της αμφίεσης,
με τους άλλους όλους στο καλαντάρι ετούτο.
Το πάθος μας, ο παράλληλος βίος
— κάτι τέτοια προξενούν αμηχανία
σε ραχιτικές χριστιανικές ψυχές.
Ο ΒΑΚΧΟΣ ΩΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΟΠΤΑΣΙΑ
Για μένα λοιπόν η ευτυχία
είναι να ‘μαι μαζί σου, σύντροφε αγαπημένε
— η φωνή του Βάκχου αυτά είπε
μέσα στο όνειρο, στη φυλακή, μετά τον θάνατο
που άφησε τον Σέργιο απαρηγόρητο
μέσα στον πόνο του, μετά πέθανε κι αυτός μαρτυρικά.
Σύμφωνα με την αφήγηση που επεξεργάστηκαν
αργότερα κάποιοι χριστιανοί, αυτά ή άλλα
άλλα ήσαν τα τρυφερά λόγια
που διαφεύγουν από την εξιστόρηση του πάθους.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΟΠΩΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Άκου: είναι η θάλασσα — λες.
Δεν ανταλλάξαμε πλέον άλλες
κουβέντες. Και πόσοι μήνες πάνε
πια δίχως να μιλάμε;
Ο καθένας στη χώρα του,
με ένα καλώδιο τηλεφώνου
να μας ενώνει και να μας χωρίζει.
TO ΒΑΤΡΑΧΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Το κορμί ζητά το ψάρι του
— τον επιούσιο άρτο μας.
Και την ομορφιά του νούφαρου
—του ανθού από τη λάσπη στη ρίζα του.
Ξέρω μια αυλή μοναστηριού, με έναν μοναχό
— κάνει την προσευχή του στην άκρη στο νερό.
Και οχτώ κυπαρίσσια ολόγυρα
από το βατράχι που πηδά στη λίμνη.
ΤΡΙΑ ΚΟΤΣΥΦΙΑ
Κατάμαυρο πουλάκι ακόμα τραγουδεί
—έχει όμως πετάξει πλέον το πουλί.
Τρία κοτσύφια μόνο σε νήσο
μακρινή και στο σχήμα στρογγυλή.
(που ‘ναι επτασφράγιστο μυστικό
εν τω μέσω της θαλάσσης στον Ατλαντικό).
γύρω απ’ τα μάτια τους φυλάν
γαμήλιο δαχτυλίδι
— ζωγραφισμένο είναι καθαρά πολύ
στου ράμφους τους το χρώμα το πορτοκαλί.
Ένα μυστικό που κρύβουν
κότσυφες και ποταμιές:
Τρία είναι τα κοτσύφια, δώδεκα οι ποταμιές,
— έχοντας τη λάβα αντάμα παγωμένη πια.
Μαύρη κι όμοια με βασάλτη
σε μια νήσο του Χριστού.
Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου Automicrobiografia (=Αυτομικροβιογραφία) του ποιητή, που περιλαμβάνεται στο τέλος τού Pouca tinta. Μέσα σε άγκιστρα – { } - κάποιες επεξηγηματικές σημειώσεις του μεταφραστή.
——————
Γεννήθηκα στην Λισαβόνα στις 8 Φεβρουαρίου του 1960 και πέρασα την παιδική μου ηλικία στο Αλεντέζου, όπου έχει τις ρίζες της η οικογένειά μου — στην δεξιά όχθη και στην αριστερή όχθη του ποταμού Γκουαδιάνα — από τη μεριά του πατέρα και τη μεριά της μητέρας, αντίστοιχα. Έμαθα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της πορτογαλικής γλώσσας ανάμεσα σε ελαιώνες και σταροχώραφα που έχουν σήμερα χαθεί. Μαθήτευσα στους Ιησουίτες, στο Κολέγιο ντας Καλντίνιας, στο Σάντου Τίρσου, από το 1970 μέχρι το 1977. Τα επόμενα χρόνια — και μέχρι μια απροσδιόριστη ημερομηνία — σπούδασα Φιλοσοφία στο Πορτογαλικό Καθολικό Πανεπιστήμιο και Σύγχρονες Γλώσσες και Λογοτεχνίες στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας. Το 1984 δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο με στιχουργήματα, λαχταρώντας να εισέλθω στην «κοινωνία των ποιητών». { Στμ.: Το βιβλίο εκείνο, σε αυτοέκδοση, είχε τον τίτλο Antόnio Nogueira· σημειωτέον ότι το πλήρες όνομα του Φερνάντο Πεσόα είναι Fernando Antόnio Nogueira Pessoa….}
Από το 1991 έως το 1992 αποσύρθηκα και έζησα ένα χρόνο στη νήσο Τερσέιρα, στο αρχιπέλαγος των Αζορών. Την επόμενη χρονιά δημοσίευσα το έργο O Rei de Sodoma e Algumas Palavras em Sua Homenagem (=Ο Βασιλεύς των Σοδόμων και κάποια λόγια εν είδει φόρου τιμής προς Αυτόν), αποτελούμενο από ποιήματα και από ένα πεζογράφημα. Το «αζοριάνικο υλικό» του βιβλίου αυτού [το πεζογράφημα O Rei de Sodoma (=Ο Βασιλεύς των Σοδόμων)] είναι, παρόλα αυτά, προγενέστερο των βιωμάτων μου στις Αζόρες. Στις μούσες — που είναι εννέα και αυτές όπως και τα νησιά του αρχιπελάγους — οφείλω αυτήν την άνευ της οφειλομένης διασαφηνίσεως προαίσθηση που έχω και την οποία με τη σειρά μου καταθέτω ως μαρτυρία με τρόπο ανάλογο: άνευ άλλης επεξηγηματικής φιλολογίας.
Μετά την επιστροφή μου από το νησί, αφού διέμεινα κατά διακεκομμένα χρονικά διαστήματα μεταξύ Αλεντέζου και Λισαβόνας, μετακόμισα μόνος μου στην επαρχία στα τέλη του 1994.
Από τότε μέχρι σήμερα, δημοσίευσα και άλλα βιβλία με ποιήματα και κάποια βιβλία με πεζά, τα οποία απαριθμώ αδιακρίτως: A Mãe de Todas as Histόrias (H μητέρα όλων των ιστοριών, Averno, 2008), A Vida de Horácio (Η ζωή του Οράτιου — & etc, 2009) {συλλογή πεζογραφημάτων}, O Casamento Sempre Foi Gay e Nunca Triste (Ο γάμος πάντα ήταν Gay και ποτέ θλιβερός — & etc, 2009), Obsessão (Εμμονή - & etc, 2010), Arco da Porta do Μar (Αψίδα της Πύλης της Θάλασσας — & etc, 2013), Memόria de Lápis de Cor (Υπόμνημα χρωματιστού μολυβιού — & etc, 2014) {συλλογή απόψεων του συγγραφέα, βάσει της εμπειρίας που απεκόμισε ως ένας από τους διασημότερους και επιδραστικούς ομιλητές στις συναντήσεις του Παρεκκλησίου στο Ράτου της Λισαβόνας, στα μέσα της δεκαετίες του 2010, στις οποίας διεξάγονταν ανοιχτές συζητήσεις σχετικά με τις δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την ομοφυλοφιλία} — και A Angústia da Azeitona Antes de se Transformar em Luz (Η αγωνία του καρπού της ελιάς προτού μεταμορφωθεί σε φως – (não) edições, 2019), {δοκίμιο}.
Η ποίηση δεν απαιτεί μόνο πνευματική διαθεσιμότητα. Με ταπεινοσύνη ζητάει και, ταυτόχρονα, διεκδικεί επιτακτικά συνολική διαθεσιμότητα. Αναβλύζει από μια πηγή κρυμμένη σε ψηλό βουνό, την οποία κανένα αλλότριο βλέμμα δεν είναι σε θέση να δει στη φτωχή και επίπεδη επιφάνεια της καθημερινότητας ενός μοναχικού ανθρώπου ο οποίος γράφει. Και απαιτεί, ακόμη, για να συγκεκριμενοποιηθεί, έναν τρόπο να ζει κανείς, ο οποίος είναι μια παράξενη μορφή ζωής. Την ποίηση, κατά πρώτο λόγο, την ποίηση ολόγυμνη και ολάκερη — πράγμα που έχει υψηλό αντίτιμο: σε ό,τι αφορά την ηθική, την υγεία, τα οικονομικά —, γιατί ο ποιητής είναι σαν και εκείνον τον τζογαδόρο που μπαίνει στο καζίνο και στοιχηματίζει όλες τις μάρκες του στο ίδιο νούμερο. Όμως η συμβίωση με τις μωρές αυτές μούσες οι οποίες διαφεντεύουν την ποίηση αντισταθμίζει και ανταμείβει αυτή την ασυγχώρητη παραφροσύνη εβδομήντα φορές εφτά.
«Δεν
είναι εύκολο να είσαι ποιητής, ούτε ομοφυλόφιλος, ούτε καθολικός. Και
πολύ λιγότερο να βιώνεις τις τρεις αυτές ταυτότητες ταυτόχρονα».
[ Από το δοκίμιο του Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα «A Angústia da Azeitona Antes de se Transformar em Luz» (Η αγωνία του καρπού της ελιάς προτού μεταμορφωθεί σε φως) ]
Με βάση την συνέντευξη που έδωσε ο ποιητής το 2009 στην Alexandra Lucas Coelho, η δημοσιογράφος και συγγραφέας αναφέρει: «Δίπλα στο παράθυρο, το αντίγραφο μιας βυζαντινής εικόνας και η απεικόνιση της Αγίας Θηρεσίας του Θείου Βρέφους {Στμ.: Γαλλίδα καρμηλίτισσα μοναχή του 19oυ αιώνα, η οποία πέθανε από φυματίωση στα 24 της χρόνια, από τις πλέον δημοφιλείς αγίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας}. Δίπλα στο κρεβάτι ένας Εσταυρωμένος καρφωμένος πάνω σε μια καρδιά αρκετά σαρκώδη, με νεύρα και βαλβίδες. “Αυτή η απεικόνιση της Αγίας Καρδίας ήταν για καιρό απαγορευμένη, επειδή έδειχνε ανατομικά ένα ανθρώπινο όργανο”. Ναι είναι το δωμάτιο ενός καθολικού, αλλά βλέπουμε πως είναι και το δωμάτιο ενός ποιητή. Στην άλλη πλευρά του κρεβατιού βλέπουμε καδραρισμένη μια επιστολή της Vieira da Silva (Στμ.: διάσημη Πορτογαλίδα ζωγράφος), γραμμένη το 1983: “Αγαπητέ μου ποιητή…” Περαστικός από το Παρίσι, το 1983, ο Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα θέλησε να την γνωρίσει και της άφησε κάποια ποιήματά του καθώς και ένα επισκεπτήριο· εκείνη απάντησε με το γραμμένο επιστολόχαρτο που κοσμεί το σπίτι. Αυτό που δεν φαίνεται ίσως στο δωμάτιο, αλλά φαίνεται στο γραφείο, είναι πως, πέρα από καθολικός και ποιητής, ο ένοικος είναι και ομοφυλόφιλος…. υπάρχουν “ιερές μορφές” της ομοερεωτικής γραμματείας, όπως ο Καβάφης, αλλά και φωτογραφικά κολάζ με μυώδη στέρνα. Αυτές είναι οι “τρεις ταυτότητες” με τις οποίες εκτίθεται ο José António Almeida στο βιβλίο O γάμος πάντα ήταν gay [χαρούμενος] και ποτέ θλιβερός».
Ποιητής δηλαδή, gay και καθολικός. Διαβάζοντας τις
παραπάνω γραμμές αναλογίζομαι, ακόμη μια φορά, πως όταν κανείς γνωρίζει
το έργο και τον άνθρωπο, οι ταξινομήσεις με βάση τις ταυτότητες είναι
χρήσιμες και βολικές ίσως, αλλά και προκλητικά ανεπαρκείς. Χρήσιμες
βέβαια για τον «ξένο» αναγνώστη, αλλά πιθανόν κάπως παραπλανητικές... Ως
προς τη χριστιανική πίστη του ποιητή, για παράδειγμα, πέρα από τις
αναφορές χριστιανικής ιστορίας, ίσως το μόνο που αξίζει να κρατήσει
κανείς είναι μια μόνιμη αίσθηση ελέους, αποδοχής, συγχώρεσης (;) και
εγκαρτέρησης, η οποία συνυπάρχει μια χαρά με την, ελάχιστα πικρή,
εντέλει, ειρωνεία στα ποιήματά του! Αλλά αυτό είναι «ύφος», και το ύφος,
ως γνωστόν, είναι ο άνθρωπος. Για να έρθουμε σε κάτι ανάλογο (;) στα
καθ’ ημάς: άντε να «εξηγήσεις» τον Χριστιανόπουλο, μόνο μέσα από τους
όρους ορθόδοξος, gay, ποιητής και Σαλονικιός σε έναν φιλομαθή ξένο – άσε
που και ο ίδιος δεν θα το ήθελε μάλλον, ίσως γιατί συνδύαζε σε
κάτι πολύ συμπαγές, ιδιαίτερο και ενιαίο όλα αυτές τις ταυτότητες (μαζί
με άλλες).
Ο Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα αντλεί από πολλές, ποικίλες και απροσδόκητες πηγές για να δημιουργήσει ποίηση. Από την πουριτανική και κλειστοφοβική επαρχιακή γενέτειρά του, στα χρόνια της σαλαζαρικής δικτατορίας της εφηβείας του αλλά και τώρα, που η διαφορετικότητα υποτίθεται ότι (πρέπει να) γίνεται αποδεκτή. (Παντού; Για κάθε τι; Για όλους;). Από την ιστορία, την γεωγραφία και την λαϊκή και την λόγια παράδοση της χώρας του. Από τη μυχιότητα του προσωπικού βιώματος αλλά και από μια απέραντη δυτική παράδοση, κλασική αλλά σχετικά νεώτερη, ενίοτε και σύγχρονη, αρκετά γνωστή στον «επαρκή αναγνώστη» ποίησης, και όχι μόνον, στη Δύση, στην Ευρώπη ειδικότερα, όπως μπορεί να δει κανείς σε πολλά ποιήματά του και στα μότα τους. Και ως προς την θεματολογία αλλά και ως προς τους «τρόπους» γραφής, την ποιητική του εν γένει. Χωρίς να απεμπολεί σε πολλά από τα ποιήματα το αρκετά παλιοκαιρίτικο ή/και το «σκληρά» πορτογαλικό στοιχείο — μέχρι και τo δημώδες —, και τις σχετικές παραπομπές, στα περισσότερα από αυτά καταφέρνει να γεννά μια σύγχρονη οικουμενική ευαισθησία, προσιτή (και) στους πολλούς. Το μόνο που αξίζει ίσως τον κόπο να επισημανθεί ιδιαίτερα στην «απλή» ποίηση αυτού του ευρυμαθέστατου ποιητή, από φιλολογική σκοπιά, είναι η αριστοτεχνική χρήση τεχνικών και τεχνασμάτων του culturalismo, ενός σημαντικότατου ισπανικού – αν και όχι μόνον – ρεύματος της δεκαετίας του ’60, με πολύ παλαιότερες βέβαια καταβολές, το οποίο σημάδεψε καθοριστικά την ποιητική γενιά των Ισπανών ποιητών που είναι γνωστοί ως Novísimos (L.A. de Cuenca, L. A. de Villena κά). Δηλαδή την χρήση στοιχείων από την ιστορία και την ιστορία της τέχνης (αληθινών ή αληθοφανών) για τη δημιουργία μιας «ποιητικής σκηνοθεσίας» – πράγμα πολύ γνωστό στα καθ’ ημάς από τον ιστορικό και τον ψευδοϊστορικό Καβάφη, ο οποίος έχει – ηλίου φαεινότερον – , επηρεάσει και αυτός, υπερβολικά σχεδόν, τον Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα.