Χάρτης 42 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-42/kinhmatografos/blue-velvet
Λέγεται πως όταν κυκλοφόρησαν τα «Άνθη του Κακού», ο Βίκτορ Ουγκό χαιρέτησε τον σπουδαίο ομότεχνό του που εισέβαλλε ορμητικά στον κόσμο των γαλλικών γραμμάτων, λέγοντας ότι ο Μποντλέρ έστειλε μια νέα ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά της ποίησης. Αυτή η φράση μού φαίνεται ιδανική για να περιγράψει μια άλλη, εξίσου αιφνιδιαστική και ανάλογης έντασης, «εισβολή» στο πεδίο μιας διαφορετικής τέχνης, αν αντικαταστήσουμε το όνομα του Κάρολου Μποντλέρ με αυτό του Ντέιβιντ Λιντς και στη θέση των ποιημάτων και της ποίησης, βάλουμε τις ταινίες και τον κινηματογράφο. Ο Λιντς (άλλου τύπου ποιητής αυτός), εισήλθε στο αμερικανικό σινεμά σκορπώντας ρίγη κι ανατριχίλες, χάρη σ’ ένα σκηνοθετικό ύφος κι ένα εικαστικό στυλ χωρίς προηγούμενο, αναδομώντας κατά κάποιον τρόπο την κινηματογραφική γλώσσα με τόσο λεπταίσθητο τρόπο, που ενώ «επιφανειακά» τίποτα δεν έμοιαζε ιδιαίτερα διαφορετικό, ταυτόχρονα όλα είχαν αλλάξει με την παρέμβασή του.
Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό ξαναβλέποντας το «Μπλε Βελούδο», ένα φιλμ που, ούτως ή άλλως, μιλάει για την επιφάνεια της πραγματικότητας (καθησυχαστικά μονοσήμαντη, παραπλανητικά φωτεινή, φαινομενικά αθώα) και τις υπόγειες εκείνες δυνάμεις που, λειτουργώντας εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταλλάσσουν την ίδια αυτή πραγματικότητα σε κάτι «άλλο», χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι κάτοικοί της. Υπάρχει ένα «από πάνω» κι ένα «από κάτω», στο «Μπλε Βελούδο», όπως υπάρχει ένα «από πάνω» κι ένα «από κάτω», κατά κάποιο τρόπο, στην ανθρώπινη ψυχή. Η επιφάνεια των πολύχρωμων προαστίων που βλέπουμε στην αρχή (πριν ο κεντρικός ήρωας ξεκινήσει να «κατεβαίνει» μέσα στην ιστορία) θα μπορούσε να ταυτίζεται με τη συνείδηση: οργανωμένη, σε τάξη, λογική, «ενάρετη». Ο «υπόγειος κόσμος» που ανακαλύπτει ο Jeffrey καθώς αποφασίζει να εμπλακεί σε μια παράξενη υπόθεση που δεν τον αφορά —από καθαρή περιέργεια και δίψα για περιπέτειες— ίσως να συμβολίζει το ασυνείδητο: τον τόπο (ή μάλλον τον μη-τόπο) που επικρατεί η αταξία και το χάος, όπου κάθε λογής «δαίμονες» στήνουν χορό (δαίμονες σαν αυτόν που υποδύεται εκπληκτικά ο Ντένις Χόπερ), όπου η λογική στερείται εντελώς την εξουσία της κι όπου καμία οργάνωση δεν μπορεί να επιβληθεί. Άλλωστε, όλα ξεκινούν από ένα —κομμένο— αυτί: γιατί το αυτί είναι εκείνο το όργανο του σώματος που δέχεται τον ήχο, άρα τις λέξεις, τη γλώσσα. Και ξέρουμε ήδη απ’ τον Λακάν (που λέει ότι «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα»), ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο παγιδευμένο μέσα στη Γλώσσα. Το αυτί είναι η βασική δίοδος για τα σκοτάδια του ασυνείδητου, γιατί μέσω του αυτιού η Γλώσσα εμπλέκει ένα αγνό ζώο στο επικίνδυνο παιχνίδι της, μετατρέποντάς το σε υποκείμενο, διχάζοντάς το δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενους κόσμους που δύσκολα συμβιβάζονται: τη συνείδηση και το ασυνείδητο.
Είναι κοινός τόπος ότι το «Μπλε Βελούδο» αποτελεί, επί της ουσίας, μια ψυχαναλυτική αλληγορία. Οι λογής λογής φροϊδισμοί και λακανισμοί στο έργο, «βγάζουν μάτι» που λένε: από την οιδιπόδεια, αιμομικτική επιθυμία του Frank —το περίφημο «Moooommy, baby wants to fuck!» σχεδόν παρωδεί επίτηδες αυτό το τόσο πολύ προωθημένο στην επιφάνεια δεύτερο επίπεδο, σαν ο Λυντς να αποφάσισε κάποια στιγμή να αυτοσαρκαστεί για το υπερβολικά «διανοουμενίστικο», μεταμοντέρνο νουάρ που έγραψε— μέχρι τη λειτουργία του βλέμματος του Άλλου που —εδώ κρυμμένος σε μια ντουλάπα— φορτίζει σε σημείο έκρηξης την αισχρή υπεραπόλαυση της εθελούσιας μετατροπής σε αντικείμενο (η Dorothy της στοιχειωτικής Ιζαμπέλα Ροσελίνι, είναι ένας συναρπαστικά σύνθετος γυναικείος χαρακτήρας που δύσκολα θα μπορούσε να γραφτεί σήμερα χωρίς να κατηγορηθεί ο δημιουργός του για μισογυνισμό). Κι ωστόσο αυτή η τόσο έντονη ψυχαναλυτική διάσταση του έργου, με προκαλεί να επιχειρήσω μια εναλλακτική ανάγνωση. Είμαι της άποψης ότι το «Μπλε Βελούδο» απαιτεί μια ντελεζιανή προσέγγιση, κόντρα στην παραδοσιακή φροϋδική, ότι η σχιζο-ανάλυση των Ντελέζ-Γκουαταρί είναι πιο κατάλληλη για να το ερμηνεύσει. Ας πούμε η βασική επιλογή του κεντρικού ήρωα να βουτήξει στο μυστήριο (ο Jeffrey αποφασίζει να ακολουθήσει μια «γραμμή διαφυγής» από την πληκτική μεσοαστική ζωή των προαστίων που δεν προσφέρει καμιά διέξοδο στην διαστροφική επιθυμία του), είναι μια επιλογή «από-εδαφικοποίησης», όπως θα έλεγε ο Ντελέζ, απεγκατάστασης απ’ τη «γενέθλια γη» του πατρικού σπιτιού, από την οικογένεια (στην οποία τον επαναφέρει αρχικά το έμφραγμα του πατέρα, ο φόβος ότι μπορεί ο πατέρας να πεθάνει, τουτέστιν η ασυνείδητη ενοχή) και τις νευρώσεις που γεννά, δηλαδή το οιδιπόδειο αδιέξοδο. Ο κόσμος που τον περιμένει στο διαμέρισμα της Dorothy, είναι ρευστός, επικίνδυνος, οριακός, διαρκώς μεταλλασσόμενος, και διασχίζεται ακατάπαυστα από άναρχες επιθυμητικές ροές (η μαζοχιστική επιθυμία της Dorothy, διασταυρώνεται με τη σαδιστική επιθυμία του Frank και σ’ αυτό το διεστραμμένο δίχτυ πιάνεται και η επιθυμία του Jeffrey). Συνεπώς σχιζοειδής και όχι οιδιπόδειος, ένας κόσμος που τον απωθεί και τον γοητεύει σε ίσες δόσεις.
Όσο νιώθει ότι κινδυνεύει εκεί μέσα, άλλο τόσο αισθάνεται την ανάγκη να σπρώξει την επιθυμία του όλο και πιο μακριά πάνω σ’ αυτή τη γραμμή διαφυγής που φτάνει μέχρι τον φόνο. Μπορεί να σκοτώνει έναν «κακό», οπότε η ηθική τάξη να αποκαθίσταται (τουλάχιστον αυτή που κυριαρχεί στην «επιφάνεια»), ωστόσο ο Jeffrey αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της πράξης του. Γι’ αυτό και στο τέλος του φιλμ, νικημένος απ’ τις τύψεις, πραγματοποιεί μια επανεγκατάσταση στην οιδιπόδεια περιοχή: εξέρχεται απ’ τα σκοτάδια, παντρεύεται το «καλό κορίτσι» το οποίο τον έχει συγχωρέσει -φυσικά- για την απιστία του (η Λόρα Ντερν εδώ υποδύεται έναν σχεδόν καρικατουρίστικο τύπο γυναίκας που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον τύπο της Dorothy: η γυναίκα του «πάνω κόσμου» είναι μονοδιάστατα αθώα και αφελής, σαν τον τύπο πραγματικότητας που την εμπεριέχει, σε αντιπαραβολή με τη γυναίκα του «κάτω κόσμου», της —κατά Ντελέζ— «εστεμμένης αναρχίας» που ενσωματώνει μια σειρά από ετερόκλιτα, απείρως πιο ενδιαφέροντα, στοιχεία -εικάζω ότι αυτή ήταν μια πολύ συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη), «επανεδαφικοποιείται» στη γενέθλια γη και, περιτριγυρισμένος από γονείς και πεθερικά, γιορτάζει την επιστροφή του σ’ έναν ασφαλή κόσμο «κανονικότητας». Η αχαλίνωτη λίμπιντο, εκτροχιασμένη και πλήρως καθοδηγούμενη απ’ την αρχή της ευχαρίστησης, καλείται να υποταχθεί και πάλι στην αρχή της πραγματικότητας, πριν επέλθει το χάος. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι όλα όσα προηγήθηκαν δεν ήταν παρά ένα όνειρο, τότε όμως θα ίσχυε το συμπέρασμα που βγάζει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ πραγματοποιώντας μια εναλλακτική —και πολύ ανατρεπτική— ανάγνωση μιας χαρακτηριστικής περίπτωσης ονείρου που λειτουργεί ως ικανοποίηση επιθυμίας, αντλημένη μέσα απ’ το φροϊδικό έργο: ότι δεν είναι το όνειρο μια λύση γι’ αυτούς που δεν αντέχουν την πραγματικότητα, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η πραγματικότητα είναι το καταφύγιο στο οποίο προστρέχουν όλοι όσοι δεν έχουν το ψυχικό σθένος να συνεχίσουν να ονειρεύονται.
«Εξωπροτασιακές» και «υποπαραστατικές» (όπως χαρακτηρίζει ο Ντελέζ τις προσυνειδητές ενικότητες και πολλαπλότητες που προηγούνται της σκέψης και την καθιστούν εφικτή, επιτρέποντας στην Ιδέα, ως αποτέλεσμα συναρμογής διαφορικών στοιχείων, να γεννηθεί), οι μοριακές οπτικοακουστικές δυνάμεις που πλάθουν τις εικόνες του «Μπλε Βελούδου», εξακολουθούν να δονούνται ακόμα και μέσα στην ολοκληρωμένη εικαστική σύνθεση που μορφοποιεί την ύλη τους σε ξεχωριστά πλάνα (σε ντελεζιανή ορολογία, τις «εξατομικεύει»), υπενθυμίζοντας ότι πηγή τους παραμένει πάντα ένα είδος ανησυχαστικής έντασης, η οποία μοιάζει να τις συνοδεύει σαν απροσδιόριστος οπτικός βόμβος (εξ αυτού προκύπτει η ονειρική τους ποιότητα, η αίσθηση ανοίκειου που προκαλούν ακόμα κι όταν παρουσιάζουν απολύτως οικείες, συνηθισμένες καταστάσεις χωρίς μυστήριο). Προϊόντα μιας μορφής σχιζοειδούς επιθυμίας που συνεχίζει να εκτοπίζεται ακατάπαυστα (αφήνοντας πίσω της, όχι μόνο τους ήρωες του «Μπλε Βελούδου» αλλά και όλους τους «αθώους» που πιστεύουν ότι ζουν σ’ έναν ορθολογικό κόσμο που βγάζει νόημα), για να φτιάξει νέες μορφές αισθητικής έκφρασης, ακόμα πιο συναρπαστικές ταινίες ("Wild At Heart", "Lost Highway", "Mulholland Drive" και, ως αποκορύφωμα, το απόλυτο αριστούργημα του Λιντς, "Inland Empire"), διανοίγοντας καινούργιες γραμμές διαφυγής, εντατικοποιώντας την αποεδαφικοποίηση.
«A ride! Now that’s a good idea!», όπως λέει κάποια στιγμή ο Frank. Μια βόλτα, λοιπόν, προς την άγνωστη άβυσσο του επιθυμητικού εργοστασίου που ονομάζουμε ασυνείδητο, να τι είναι κατά βάση το «Μπλε Βελούδο». Και ποιος θα ήταν καταλληλότερος οδηγός απ’ τον Ντέιβιντ Λiντς για να μας πάει εκεί;