Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/diereynhseis/lathos-apo-tin-arkhi-metafrazontas-kai-milwntas-ghia-to-adynato
«Πώς έμοιαζε η μετάφραση πριν γραφτεί το πρωτότυπο;» – Ζεν κοάν
Δεν υπάρχει ένας και μόνο δρόμος να ακολουθήσεις στη λογοτεχνική μετάφραση. Η λογοτεχνική μετάφραση δεν διέπεται υποχρεωτικά από κάποια λογική. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις όποιον συλλογισμό θέλεις, όμως οι υποθέσεις είναι όλες λανθασμένες. Ή οι υποθέσεις είναι ορθές, αλλά τα συμπεράσματα δεν συνάδουν με εκείνες. Η λογοτεχνική μετάφραση δεν ακολουθεί κάποια λογική και, επιπλέον, μερικές φορές δεν έχει λογική. Πάντα κάτι μας διαφεύγει. Πολλές φορές, ενώ μετέφραζα, έγραψα πράγματα που δεν καθοδηγούνταν από τη λογική ούτε, φαινομενικά, από κάποια σκέψη. Καλή βγήκε, αλλά πώς έφτασα ως εδώ; Ποια συμπεράσματα μπορούμε να συνάγουμε; Μην περιμένετε από εμένα απαντήσεις. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η μετάφραση είναι διαόλου κάλτσα, όμως ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που μας μαγεύει. Είμαι πεπεισμένος ότι οι άνθρωποι –όταν τους καταφέρνεις να πουν την αλήθεια– δεν θέλουν να γνωρίζουν όλες τις απαντήσεις. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν έναν πλήρως κατασκευασμένο, πλήρως παραμετροποιημένο, πλήρως λειτουργικό κόσμο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους μεταφραστές και άλλους τύπους καλλιτεχνών. Για τον λόγο αυτό, είναι καλό που κάποιες ανθρώπινες δραστηριότητες παραμένουν μυστήριο. Η μετάφραση τυγχάνει να είναι μια από εκείνες τις παράξενες ανθρώπινες ασχολίες στις οποίες δεν αναζητούμε ξεκάθαρες απαντήσεις. Ένας μεταφραστής μπορεί να φτάσει σε μια σωστή μετάφραση όσο ο ουρανός μπορεί να φτάσει σε μια σωστή απόχρωση του μπλε. Παρακαλώ να μη με παρεξηγήσετε: Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι στη μετάφραση όλα επιτρέπονται. Οι μεταφράσεις μπορεί να είναι καλές ή κακές για πολλούς και διάφορους λόγους, αλλά δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως σωστές (αν και μπορεί να είναι λανθασμένες –βγάλτε άκρη, αν μπορείτε). Το βασικό που ξέρω για τη μετάφραση είναι το εξής: Eνώ η μετάφραση έχει παραμέτρους, ταυτόχρονα επιτρέπει πολλαπλές διαδρομές. Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι τη μετάφραση σαν ένα είδος πρόβλημα πλοήγησης. Για να καταλάβετε τον τρόπο σκέψης μου, θα χρησιμοποιήσω μια άλλη δραστηριότητα από τη ζωή μου για να σας εξηγήσω τι εννοώ.
Το Ζεν και η «υπέρβαση των λέξεων»
Θεωρώ ότι η πρακτική που ακολουθώ όταν μεταφράζω είναι παρόμοια με αυτή που ακολουθώ στον Ζεν διαλογισμό: και οι δύο είναι βαθιά σύνθετες, και οι δύο μερικές φορές με οδηγούν στην τρέλα. Όπως στο Ζεν, όπου το σατόρι είναι το πετάρισμα του ματιού, τόσο οι εσωτερικές διεργασίες της μετάφρασης όσο και οι ενοράσεις που προκύπτουν κατά τη διάρκειά της, είναι φευγαλέες. Καθόμαστε, είτε μπροστά στον υπολογιστή είτε με χαρτί και στιλό, και ξεκινάμε την πράξη της μετάφρασης. Η σκέψη μας κινείται προς κάποια κατεύθυνση, μπαίνει το συναίσθημα, μια ανάμνηση ξυπνά. Νιώθουμε ότι κάτι βρίσκεται εκεί, κάτι «συμβαίνει», και μετά –παφ!– εξαφανίζεται. Χάνουμε τον δρόμο. Όταν αυτό συμβαίνει σ’ εμένα, τόσο στο Ζεν όσο και στη μετάφραση, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνω παρά να επιστρέψω σε κάποια μορφή πρωταρχικής συνείδησης –σε ό,τι υπάρχει πριν από όλες τις εννοιολογήσεις και τις λογικές σκέψεις. Σε έναν χώρο παρατήρησης του τρεμοπαίγματος του νου. Στο τέλος, τις περισσότερες φορές, βρίσκω τον δρόμο και αρχίζω ξανά. Ξεπετάγεται μια λέξη που δεν είχε φανερωθεί ως τότε, μου αποκαλύπτεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος ενός στίχου. Ή κάποια αλλαγή στη σύνταξη αναδύεται εκεί που πριν έβλεπα απλώς ένα κουβάρι λέξεων. Φυσικά, η μετάφραση δεν είναι Ζεν και το Ζεν δεν είναι μετάφραση. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι, ενώ το Ζεν νηστεύει από λέξεις, η μετάφραση θρέφεται από τις λέξεις. Ακριβής σκοπός της μετάφρασης είναι να αποδώσει κάτι με λέξεις, συνήθως από μια γλώσσα σε μιαν άλλη. Σκοπός του Ζεν διαλογισμού είναι να υπερβεί την εννοιολογική, δυαδική σκέψη –να υπερβεί τις λέξεις συνολικά. Και το Ζεν είναι γνωστό για την αυστηρότητά του όσον αφορά αυτό που αποκαλεί «το κυνήγι των λέξεων». Με μια πρώτη ματιά, δεν φαίνεται να συμπάσχει με τα βάσανα ενός ποιητή ή ενός μεταφραστή. Μεταφράζοντας ένα διάσημο Ζεν ρητό του Σόικου Σιγκεμάτσου:
Μια φράση
απολύτως εύστοχη:
Ο παντοτινός
πάσσαλος δεσίματος του γαϊδάρου.
Ορίστε ένα ακόμα:
Άνοιξε το στόμα σου
–αμέσως λάθος.
Κούνησε τη γλώσσα σου
–ενάντια στην αλήθεια.
Ένα τελευταίο ρητό:
Οι λέξεις
αποτυγχάνουν.
Όπως υποδηλώνουν αυτά τα τρία ρητά, όσο περισσότερο εμπλεκόμαστε με τις λέξεις τόσο πιο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Ακόμα και η πιο σχολαστικά διατυπωμένη αλήθεια μετατρέπεται σε δεσμά, μόλις ειπωθεί. Κάτι παρόμοιο νιώθουμε και στη μετάφραση, όταν οι μεταφραστές παραδεχόμαστε ότι οι λέξεις συχνά αποτυγχάνουν καθώς μετακινούνται από τη μια γλώσσα στην άλλη. Επομένως, δεδομένης της κάπως περίπλοκης σχέσης του Ζεν με τις λέξεις, τι είδους γνώσεις μπορεί να μεταλαμπαδεύσει στη μετάφραση; Υπάρχει ελπίδα για τους λόγιους να βρεθούν στις τάξεις των απελευθερωμένων; Νομίζω πως υπάρχει, και επιπλέον, ακόμη και το Ζεν παραδέχεται ότι υπάρχει. Το μάθημα που μπορούν να αντλήσουν οι μεταφραστές από το Ζεν είναι περίπου το εξής: «Είναι ανοησία να εμπιστευτείς την εμπειρία στις λέξεις, όμως πρέπει παρ’ όλα αυτά να πεις κάτι». Ακούγεται λίγο σαν κοάν, όμως αυτός είναι ο σκοπός. Δεν μπορείς να κάνεις ούτε δέκα βήματα στο Ζεν χωρίς να χτυπήσεις το κεφάλι σου σε κάποιο ακατανόητο παράδοξο. Όταν ο Ιάπωνας ιερέας Νταϊνίν Καταγκίρι βοήθησε να μεταφυτευτεί το Ζεν στη μεσοδυτική Αμερική (όπου ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του), έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Returning to Silence (Επιστρέφοντας στη σιωπή). Σε αυτό, το βασικό του μήνυμα είναι ότι απλά πρέπει να καθίσουμε σιωπηλοί. Αυτό είναι όλο. Τίποτα περισσότερο. Ωστόσο, το επόμενο βιβλίο του είχε τίτλο You Have to Say Something (Πρέπει να πεις κάτι). Αναδεικνύει μια αλήθεια που αντιμετωπίζουν όλοι οι δάσκαλοι (και είμαστε όλοι δάσκαλοι, επίσημα ή ανεπίσημα): Αν δεν επικοινωνήσουμε με τους άλλους, δεν θα καταλάβουν ποτέ αυτό που πρέπει να τους πούμε. Ακούγεται απλό, όμως δεν είναι καθόλου. Όλοι μας έχουμε πράγματα να πούμε, αλλά πόσες φορές έχουμε προδοθεί βαθιά από τη γλώσσα; Έτσι, στο προαναφερθέν κoάν αναγνωρίζουμε μια πτυχή του διλήμματος που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής. Προκύπτουν αρκετά Μεγάλα Ερωτήματα. Πώς μπορεί ένας μεταφραστής να συνειδητοποιήσει πλήρως –μέχρι βαθιά μέσα του– την ανεπάρκεια της γλώσσας και παρ’ όλα αυτά να δημιουργήσει κάτι όμορφο, και, τολμώ να πω, απαραίτητο; Αξίζει τον κόπο, αν αναλογιστούμε τις πιθανότητες επιτυχίας μας; Τι σημαίνει τελικά να μεταφράζεις καλά; Σε τι ωφελεί να μάθουμε να λέμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο;
Όλα αυτά είναι εύλογα ερωτήματα. Πρόκειται για ζητήματα που σε καμία περίπτωση δεν αφορούν αποκλειστικά τους μεταφραστές. Εξάλλου, πριν κάτι μεταφραστεί, πρέπει να έχει γραφτεί. (Οι μεταφραστές εργάζονται στα κατάντη.) Όμως γνωρίζουμε πως ό,τι γράφεται ποτέ δεν είναι αρκετό. Ο κόσμος και οι εμπειρίες μας δεν μπορούν ποτέ να αποτυπωθούν σε λέξεις ή φράσεις. Όπως μου υπενθυμίζει επανειλημμένα το διάσημο Ζεν κείμενο Song of the Jeweled Mirror Awareness (Το τραγούδι συνείδησης του κεκοσμημένου κάτοπτρου): «Αν περιγράψεις κάτι αποκλειστικά και μόνο με λογοτεχνικό τρόπο είναι σαν να το υποβιβάζεις σε βεβήλωση». Δεν μπορούμε να γράψουμε τον κόσμο. Ούτε μπορούμε να τον μεταφράσουμε. Και όταν το προσπαθούμε, κατά κάποιον τρόπο τον διαστρεβλώνουμε, τον περιορίζουμε, τον συρρικνώνουμε στο μέγεθος μιας λέξης, μιας στροφής, μιας παραγράφου. Κι όμως, λέμε κάτι επειδή κάτι μας παρακινεί να το κάνουμε. Επειδή, υπό μια έννοια, πρέπει να το κάνουμε. Όταν ο Γουάνγκ Γουέι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στο Γουανγκτσουάν, έγραψε τέσσερις τρυφερούς στίχους:
依迟动车马
惆怅出松萝
忍别青山去
其如绿水何
Αν και υπάρχουν πολλοί τρόποι να μεταφραστεί αυτό το ποίημα, κατέληξα στην ακόλουθη μετάφραση:
Διστακτικός, αργοπορώντας να κινήσεις άλογο και άμαξα,
Αποχωρίζεσαι όλο μελαγχολία τα καλυμμένα με λειχήνες πεύκα.
Για ν’ αντέξεις τον αποχωρισμό από τα κυανοπράσινα βουνά,
Προχώρα, όπως κυλούν τα σμαραγδένια νερά.
Φαντάζομαι τον Γουάνγκ Γουέι να γράφει αυτούς τους στίχους. Ήθελε κάτι να εκφράσει –κάτι που αφορά ένα κοινό ανθρώπινο συναίσθημα. Αλλά τι ακριβώς αποτυπώθηκε στο χαρτί; Όχι ο κόσμος σε όλη του την πληρότητα. Σίγουρα όχι. Και σίγουρα όχι το σύνολο των συναισθημάτων του Γουάνγκ Γουέι εκείνη τη στιγμή. Η γλώσσα δεν μπορεί να δυιλίσει τον κόσμο. Όμως διύλισε μια μερική εμπειρία: Στο ποίημα, ακόμα και στη μετάφρασή του, διαισθανόμαστε τη στοχαστικότητα, την επιθυμία της παραμονής, την αναγκαιότητα της αναχώρησης. Νιώθουμε την αγάπη των ανθρώπων για το σπίτι τους και τη σύνδεσή τους με τη φύση. Ψυχανεμιζόμαστε την αδιαφορία του αλόγου και της άμαξας απέναντι στα βάσανα του Γουάνγκ Γουέι (αν και νιώθω πως, με κάποιον τρόπο, τα καλυμμένα με λειχήνες πεύκα δεν μένουν ασυγκίνητα). Διαβάζοντας το κινέζικο πρωτότυπο, ακόμα κι αν είναι τόσο απομακρυσμένο χρονικά και γραμμένο σε μοντέρνα φόρμα, κάπως ξένη για τον Γουάνγκ Γουέι, συγκινούμαι. Τι με συγκινεί; Είναι η γλώσσα; Η εμπειρία πίσω από τη γλώσσα; Και τα δύο ή τίποτε από τα δύο; Δεν είμαι σίγουρος. Και πώς πρέπει να προσεγγίσω τη μετάφραση των εν λόγω στίχων; Δεδομένης της αδυναμίας του Γουάνγκ Γουέι να καταγράψει την ίδια του την εμπειρία και της δικής μου αδυναμίας να μεταφράσω την τόσο όμορφη αποτυχία του στα αγγλικά, αναρωτιέμαι: Πώς μπορεί η μετάφραση να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από διπλή ανεπάρκεια; Και, αν είναι έτσι, ποιο το νόημα να προσπαθούμε;
Πρέπει να πεις κάτι – Ή ένα δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι
Θα απαντήσω με μιαν άλλη σταθερή υπενθύμιση του Ζεν: «Ένα δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι δεν είναι το ίδιο το φεγγάρι». Τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας; Η κοινή ερμηνεία της εν λόγω φράσης είναι ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τον λόγο –«το ν’ ακολουθούμε τις λέξεις»– ή την καθοδήγηση με την ίδια την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι κάτι που βιώνεται, όχι κάτι που περιγράφεται. Ωστόσο, το δάχτυλο είναι σημαντικό, διότι δείχνει κάτι που έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη. Το φεγγάρι είναι η φώτιση και το δάχτυλο (ένας δάσκαλος, για παράδειγμα, ή ένα κείμενο) μας καθοδηγεί προς εκείνη. Γι’ αυτό βλέπω τη μετάφραση σαν πρόβλημα πλοήγησης, όπως είπα στην αρχή. Σε αυτή την προσέγγιση, ο ποιητής (κατά πάσα πιθανότητα) έχει βιώσει μια εμπειρία και την έχει καταγράψει. Ας υποθέσουμε ότι το έκανε με τον καλύτερο και πιο ειλικρινή τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ένα ποίημα. Το ποίημα όμως δεν είναι απλά μια καταγραφή της εμπειρίας –είναι επιπλέον ένας οδοδείκτης προς την εμπειρία. Το ποίημα είναι το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι. Όπως συνεχίζει το Το τραγούδι συνείδησης του κεκοσμημένου κάτοπτρου: «Το νόημα δεν βρίσκεται στις λέξεις, ωστόσο ανταποκρίνεται στην παρόρμηση της αναζήτησης». Αυτό που αναζητούμε βρίσκεται πέρα από το ποίημα, αλλά, μέσω της επικοινωνίας μας με το ποίημα, πορευόμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Η μετάφραση βοηθάει και κατ’ αυτόν τον τρόπο. Με το αρχικό συναίσθημα, σκέψη, σύλληψη ή εμπειρία ως τον επιθυμητό προορισμό –την επιθυμητή κατάσταση– οι μεταφράσεις μας γίνονται δάχτυλα που δείχνουν, πάνω κάτω, προς την ίδια κατεύθυνση. Οι μεταφράσεις μου από τα κινέζικα είναι διαφορετικές από εκείνες των Thomas Cleary, Arthur Waley ή Wai-lim Yip –πιθανώς τα δάχτυλά τους να ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά μου, στο χρώμα ή στο σχήμα, πιθανώς να φέρουν διαφορετικές ουλές ή και καθόλου ουλές. Ωστόσο, κάθε μετάφραση είναι μια επιπλέον, εμψυχωτική χειρονομία προς τη σωστή κατεύθυνση. Καθεμία επιχειρεί να μας καθοδηγήσει προς την ίδια την εμπειρία. Καθεμία δείχνει λίγο πιο πέρα από τον ορίζοντα: «Εκεί».
Εύλογα αναρωτιόμαστε αν μπορούμε να κατοικήσουμε την εμπειρία κάποιου άλλου (ειδικά κάποιου που έζησε τόσο μακριά από εμάς, όπως ο Γουάνγκ Γουέι). Η καρδιά μου μου λέει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό, αλλά μόνο εν μέρει. Σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι καθολική. Αν δεν το πίστευα, δεν θα με ενδιέφερε η μετάφραση, γιατί τι θα μπορούσαν να μου πουν όλοι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι από άλλες εποχές και τόπους; Τι θα προσδοκούσα να μάθω από εκείνους; Τι σχέση θα είχαν με τις δικές μου μοναδικές, πολύτιμες εμπειρίες; Φυσικά, σχετίζονται άμεσα με αυτές. Ο Γουάνγκ Γουέι μάς απλώνει το χέρι μέσα από τους αιώνες και, όπως λένε οι Κινέζοι, «μας ραγίζει τα σωθικά». «Προχώρα, όπως κυλούν τα σμαραγδένια νερά». Γνωρίζω τη θλίψη του να πρέπει να αποχωριστείς έναν τόπο ή ένα πρόσωπο που αγαπάς, και το ποίημα του Γουάνγκ Γουέι εναρμονίζεται σχεδόν πλήρως με αυτή την εμπειρία, ακόμα κι αν οι λεπτομέρειες διαφέρουν. Έτσι, ενώ δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω ακριβώς αυτό που ένιωσε ο Γουάνγκ Γουέι εκείνη τη στιγμή, μπορώ να το πλησιάσω. Το ξέρω γιατί το ποίημα έχει ήδη κάνει τη δουλειά του –τη δουλειά που πιστεύω ότι ο Γουάνγκ Γουέι ήθελε να γίνει. Το ποίημά του με έκανε να νιώσω, έστω και για μια στιγμή, τη μελαγχολία ενός ανεπιθύμητου αποχωρισμού. Το ποίημα με κατεύθυνε εκεί, όπως μόνο αυτό μπορεί. Έχω πλησιάσει, και ίσως έχω φτάσει. Αυτός είναι ο στόχος μου όταν μεταφράζω: Να φέρω το αναγνωστικό κοινό όσο πιο κοντά μπορώ σε αυτό που υποθέτω ότι βίωσε αρχικά ο ποιητής. Βέβαια, μοιάζει με παιχνίδι εικασίας, όμως ελπίζω όχι με παιχνίδι στα τυφλά. Εξάλλου, κάθε ποίημα είναι ένα προσεκτικά δουλεμένο δημιούργημα, και όσο περισσότερο χρόνο περνάμε με ένα ποίημα τόσο καλύτερα το γνωρίζουμε. Μόνο όταν πραγματικά κατανοήσουμε αυτό που υπάρχει πέρα από το ποίημα είμαστε έτοιμοι να το μεταφράσουμε. Ωστόσο, δεδομένης της ατέλειας των λέξεων, τι πρέπει να κάνουμε με τη μετάφραση, από τη στιγμή που εκείνη είναι απαραίτητη;
Η μετάφραση σαν πρόβλημα πλοήγησης
Αν τα ποιήματα είναι οδηγίες προς μια επιθυμητή κατάσταση, αν προσπαθούμε να φέρουμε το αναγνωστικό κοινό σε επικοινωνία με τον ποιητή –ή όσο πιο κοντά σε εκείνον μπορούμε– μέσω μιας κοινής εμπειρίας, πώς θα πετύχουμε καλύτερα τον σκοπό μας; Θα μπορούσα να προτείνω να αγνοήσουμε τις λέξεις, να ανακαλύψουμε το νόημα και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα-στόχο ώστε να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στην επιθυμητή κατάσταση. Ωστόσο, αν έλεγα κάτι τέτοιο, δεν θα ήμουν απολύτως ειλικρινής, γιατί οι ίδιες οι λέξεις σημαίνουν πολλά. Είναι σημαντικό ότι ο Γουάνγκ Γουέι αισθάνεται θλίψη που αποχωρίζεται τα πεύκα με τις λειχήνες και όχι τα έλατα με τα βρύα. Είναι σημαντικό ότι τα βουνά είναι κυανοπράσινα και όχι καστανοκόκκινα. Δεν θέλω να διαβάσω αυτό το ποίημα μεταφρασμένο για τον σύγχρονο Αμερικανό –η εικόνα του Γουάνγκ Γουέι να σταματά μπροστά στην πόρτα ενός Toyota Camry το 2003 απλά δεν με συγκινεί. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα γιατί αυτές οι μικρές λεπτομέρειες έχουν αξία, ξέρω μόνο ό,τι ο Γουάνγκ Γουέι έγραψε γι’ αυτές. Υποθέτω ότι είναι σημαντικό να μείνουμε πιστοί στις συγκεκριμένες λέξεις. Υποθέτω ότι ο Γουάνγκ Γουέι τις επέλεξε προσεκτικά. Υποθέτω ότι πίστευε πως θα μετέφεραν το μήνυμά του και, μέσω αυτού, θα μας μετέφεραν την εμπειρία που κρύβεται πίσω τους. Ως μεταφραστής πρέπει να πιστέψω ότι ήξερε τι έκανε. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να ζωντανέψω αυτά που λέει σε μια διαφορετική γλώσσα, και συνήθως χρησιμοποιώ τις λέξεις που μου δόθηκαν. Και πάλι ο Σόικου Σιγκεμάτσου:
Αν κρύο,
πες κρύο.
Αν ζεστό,
πες ζεστό.
Υπάρχει μια μικρή εξαπάτηση εδώ, γιατί το «κρύο» σε μια γλώσσα δεν είναι απαραίτητα «κρύο» σε μιαν άλλη. Το 惆怅 στο ποίημα του Γουάνγκ Γουέι δεν είναι ακριβώς «μελαγχολία», αν και νομίζω ότι η συγκεκριμένη λέξη ταιριάζει μια χαρά. Βοηθάει το αναγνωστικό κοινό να προχωρήσει. Έτσι, δεδομένων των απόψεών μου για την ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα, προτιμώ να μένω κοντά στο πρωτότυπο. Πιστεύω ότι το αναγνωστικό κοινό μπορεί να φτάσει σε αυτό, ακόμα κι αν δεν είναι εξοικειωμένο με όλες τις πινακίδες οδικής σήμανσης. Βέβαια, όσο μεγαλύτερη απόσταση έχει ένα ποίημα από τη σύγχρονη πραγματικότητα τόσο περισσότερη εργασία ζητάμε από το αναγνωστικό κοινό. Αλλά ποιος είπε ότι η ποίηση πρέπει να είναι εύκολη; Από πότε τα μυστηριώδη πράγματα είναι απλά; Πρόκειται για ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας για τον μεταφραστή. Δεν υπάρχει κάποιος προφανής δρόμος που να διασχίζει το μεγάλο χάσμα μεταξύ οικειοποίησης και ξενοποίησης. Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε μεταφράσεις που να είναι εντελώς ακατανόητες για το αναγνωστικό κοινό ούτε όμως να προσπαθούμε να τα κάνουμε όλα υπερβολικά εύπεπτα. Το Μέσο Μονοπάτι είναι συχνά το σωστό, και αυτό σημαίνει ότι, αν και μένω πιστός στο πρωτότυπο (σχεδόν σαν να είναι κάτι ιερό), δεν δεσμεύομαι από τη γραμματική, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή του πρωτότυπου κειμένου. Κάποια πράγματα αναπόφευκτα χάνονται στη μετάφραση για να αντικατασταθούν από άλλα. Το έδαφος αναγκαστικά μετακινείται. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν πρέπει να αλλάζουμε, να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε περισσότερα από όσα είναι απαραίτητο. Αν αποφασίσουμε να πάρουμε ελευθερίες, πρέπει να αναρωτηθούμε για τη σημασία αυτής της πράξης. Όταν αλλάζουμε μια λέξη, όπως αναπόφευκτα κάνουμε και πρέπει να κάνουμε (επειδή μετάφραση σημαίνει αλλαγή), πού οδηγούμε το αναγνωστικό κοινό; Θα το βοηθήσουν αυτές οι αλλαγές να φτάσει στο σημείο που (ίσως) είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας; Ή θα καταλήξει σε κάποιο κοντινό παράλληλο σύμπαν, όπου θα δει τα πάντα μέσα από έναν παραμορφωμένο καθρέφτη; Αν ναι, έχουμε συμφιλιωθεί με αυτή την προοπτική; Το αφήνω στη συνείδηση του κάθε μεταφραστή. Στο κάτω κάτω, αν αναζητούμε την πραγματικότητα πέρα από ένα ποίημα, δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικά προσκολλημένοι στις λέξεις, παρόλο που οφείλουμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που μας δίνονται ώστε να γίνεται αισθητό το νόημα που θέλει να εκφράσει ο συγγραφέας. Ένας ικανός μεταφραστής είναι σε θέση να ακολουθήσει το δάχτυλο του ποιητή, να δει την επιθυμητή κατάσταση και να μεταφράσει το ποίημα σε μια νέα γλώσσα, πάντα ακολουθώντας προσεκτικά το πρωτότυπο. Στην περίπτωση αυτή, ο ικανός μεταφραστής υψώνει το δάχτυλό του προς το φεγγάρι, δείχνοντάς το πλάι στον ποιητή.
Θα σας αφήσω με μια εικόνα την οποία βρίσκω πολύ παρηγορητική. Φανταστείτε για μια στιγμή τον αγαπημένο σας ποιητή ή συγγραφέα. Δεν θα θέλατε να σταθείτε δίπλα του και να τον βοηθήσετε να οδηγήσει άλλους ανθρώπους σε μια βαθύτερη εμπειρία κάτι θαυμάσιου; Στην πραγματικότητα, θεωρώ τη μετάφραση μια πράξη βαθιά ταπεινή. Αν ο μεταφραστής μπορεί να είναι εγωιστής ηγεμόνας ή αξιοθρήνητος κόλακας, προτιμώ να τον βλέπω ως ισάξιο του συγγραφέα –βλέπω και τους δύο να εργάζονται μαζί ώστε να φτάσουν σε περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι θα μπορούσε ο καθένας μοναχός του. Είναι αυτό το βαθύ πνεύμα αλληλεξάρτησης, το οποίο διατρέχει αιώνες και ψυχές, που με ωθεί να πω κάτι, να μεταφράσω, ακόμα κι αν οι λέξεις είναι τελικά απλώς πάσσαλοι δεσίματος ενός γαϊδάρου.
ΠΗΓΕΣ:
Katagiri, Dainin. Returning to Silence: Zen Practice in Daily Life. Shambhala, 1988.
Katagiri, Dainin. You Have to Say Something. Shambhala, 2000.
Shigematsu, Sōiku. A Zen Forest: Zen Sayings. White Pine Press, 2004
_______________
Το κείμενο “Wrong from the Start: Translating and Speaking the Impossible” του Talbot Hook δημοσιεύτηκε στις 13 Αυγούστου 2024 στο αμερικανικό διαδικτυακό περιοδικό Hopscotch Translation το οποίο μας παραχώρησε την άδεια μετάφρασης και αναδημοσίευσης.