Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/hartaki/ekdokhes-mias-paidikotitas
Γιορτάζουμε την τρίτη ποιητική συλλογή της Δανάης Σιώζιου όχι με περισπούδαστες κριτικές προσεγγίσεις, αλλά με τη χαρά του αναγνώστη που βλέπει και περπατά ένα γνώριμό του μονοπάτι να τον οδηγεί σε καινούργια τοπία – ενδεχόμενα και μη.
Η πρώτη συλλογή της (Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, 2016) είχε ξαφνιάσει ευχάριστα: τρυφερά και σκληρά συνάμα (όπως είναι όντως τα παιδικά παιχνίδια) τα ποιήματα εκείνα έδειχναν τρόπους απόδρασης από τα όρια μιας βαρετής και αναμενόμενης πραγματικότητας· παρακολουθούσες την κατάκτηση μιας υβριδικής ταυτότητας που με τόλμη, χιούμορ και αφοπλιστική απλότητα άφηνε το χνάρι των παιδικών βημάτων για ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι της ενηλικίωσης. Εφεξής, η διαδρομή της έγινε διακριτή, τόσο στην ποίηση όσο και στη δημόσια σφαίρα –διότι ανήκει στο δυναμικό μιας ποιητικής γενιάς που δεν ιδιωτεύει αυτάρεσκα, αλλά παρεμβαίνει στα κοινά με θάρρος και αιτιολογημένη άποψη, μεταφέροντας μια έκδηλη υπευθυνότητα από τον έναν στον άλλο χώρο (από την τέχνη στη ζωή – τη συλλογική, κατά προτίμηση).
Οι Επιστολές ανήκουν στην πιο πρόσφατη ποιητική της πτήση – στεγάζονται, όπως όλες οι ποιητικές δουλειές της στους εκδοτικούς Αντίποδες. Ο λιτός κι απέριττος τίτλος παραπέμπει στο περιεχόμενο: στο γραμματοκιβώτιο ρίχνονται 15 διπλά ή δίδυμα γράμματα – εννοώ γράμματα που περιλαμβάνουν τόσο τους αποστολείς όσο και τους παραλήπτες τους, επιστολές απεσταλμένες και επιστολές απαντητικές: έτσι δημιουργείται ένας κύκλος 15 Χ 2 = 30 συνολικά ποιημάτων, με στενή και προγραμματική συνάφεια, αφού όλα ανεξαιρέτως επαναλαμβάνουν πανομοιότυπα την προσφώνηση και την αποφώνησή τους: Αγαπητέ κύριε … Φιλικά (ο αποστολέας, σε θηλυκό, αρσενικό ή ουδέτερο γένος), και: Αγαπητή (ή αγαπητέ, ή αγαπητό – κατά περίσταση)… Δικός σας, Κ.
Οπότε, έχουμε πασίδηλα δεδομένη τη συνθήκη μιας φιλικής επιστολικής επικοινωνίας. Μερικά στατιστικά, ας πούμε, στοιχεία, ως προς το γένος των αποστολέων. Οκτώ γένους θηλυκού (η αράχνη, η κλαίουσα ιτιά, η ομίχλη, η θαλασσινή σπηλιά, η φωνή, η κοτσίδα, η προφητεία, η βροχή)· δύο γένους αρσενικού (ο παγετώνας και ο ύπνος)· και πέντε γένους ουδέτερου (το τραπέζι, το φωτεινό σημείο, το καρουζέλ, το δάσος, και τα άλογα). Οι αποστολείς λοιπόν εναλλάσσονται, και διολισθαίνουν από το θηλυκό προς το αρσενικό ή και στο ουδέτερο γένος, ενώ ο παραλήπτης μένει σταθερά και αινιγματικά ίδιος, ένας κύριος Κ., μια τυπική ανθρώπινη κι ενήλικη φιγούρα, αντιπροσωπευτική μονάδα ενός απρόσωπου συνόλου· επίσης, μια ανωνυμία με σημαίνουσα εμβέλεια: αρκεί και μόνο να παραπέμψει κανείς στους καφκικούς λαβυρίνθους ή στις ειρωνικές, ανατρεπτικές μπρεχτικές ιστορίες του κυρίου Κ ― Κόινερ.
Ακόμα, ας σημειώσουμε ότι στις απεσταλμένες επιστολές είναι εμφανώς κυρίαρχος ένας ερωτηματικός τόνος, αναμένοντας ή εκβιάζοντας μια απάντηση από τον κύριο Κ. Ο ερωτηματικός αυτός τόνος φτάνει σε παροξυσμό, για παράδειγμα, στην επιστολή με τίτλο «Φωτεινό σημείο», όπου στους μόλις δέκα στίχους του ποιήματος εντοπίζουμε επτά απανωτές ερωτήσεις, που επιχειρούν να βολιδοσκοπήσουν τη διάθεση, ή και να αποσπάσουν μια απάντηση του κυρίου Κ:
Κρυώνετε; Ζεσταίνεστε; Λαμβάνετε τα σήματα που σας στέλνω; Ή ξεγελιέστε πως πρόκειται για αντανακλάσεις των κυμάτων; Πείτε μου είναι στενάχωρα εκεί; Πόσο πικρό είναι το ψωμί; Θα βρίσκατε ίσως λίγο χρόνο για ρεμβασμό;
Σε όσα ποιήματα υπάρχει ο ερωτηματικός τόνος, δηλώνει, εικάζω, μερική άγνοια, απορία ή ίσως και ανασφάλεια από τη μεριά των αποστολέων (μολονότι κατά τόπους διακρίνεται μια αυτάρεσκη αλαζονεία: είμαι παντοδύναμη, κομπάζει η ομίχλη στο ομότιτλο ποίημα)· πράγμα που σημαίνει ότι οι ερωτήσεις είναι αυθεντικές, όχι ρητορικές, εικονικές· και σημαίνει επίσης ότι αποδίδουν ισχύ στον παραλήπτη, τον προικίζουν με γνώσεις, δύναμη, δεξιότητες που λείπουν από τις ίδιες (μολονότι, κατά σημεία, και ο Κ προβάλλει τον ευάλωτο, ανθρώπινο, εαυτό του με μια περίσσεια λυρικής διάχυσης, για παράδειγμα, απαντώντας στη «Θαλασσινή σπηλιά» (φίλη του νου μου, ω υδάτινο κρεβάτι … ω ρεύμα και όχθη… ώ αλμυρέ ναέ … ω αγνώριστη αγάπη…) και, κυρίως, αντερωτώντας και ο ίδιος, για μία και μοναδική φορά, με αγωνία και άγνοια, τον αποστολέα του, στο ποίημα «Ο ύπνος»: Πείτε μου, πού είναι ο τάφος μου;
Μένοντας πάντα στις γενικές γραμμές της σκηνοθεσίας αυτού του ποιητικού κύκλου, δεν μπορεί παρά να πιστώσουμε τον ανοικειωτικό χαρακτήρα του στη ρευστή ταυτότητα ή την υβριδικότητα των επιστολικών φορέων. Από τη μια μεριά, παραλήπτης είναι, ας πούμε, ένας κοινός νους, που τείνει να διευκρινίζει, να εκλογικεύει, να απαντά, να προσφεύγει στις αναμνήσεις και στις όποιες γνώσεις του προκειμένου να απαντήσει στα ερωτήματα ή στις εκτιμήσεις των αποστολέων του:
Το ξέρω καλά τι βάρος είναι τα ποιήματα
τι κίνδυνος το λατομείο των λέξεων
πάνω σου να καταρρεύσει
Επιστολές, «Η προφητεία»
Από την άλλη, ωστόσο, απέναντί του, στέκεται ένας εμπράγματος κόσμος (ένα τραπέζι, μια θαλασσινή σπηλιά, μια κοτσίδα, ένα καρουζέλ), ένας κόσμος δηλαδή αψύχων, ή κι ένας κόσμος έμψυχος μεν αλλά μη-ανθρώπινος, που περιλαμβάνει ζώα, όπως η αράχνη, ή τα άλογα· και ακόμα, φυσικά φαινόμενα ή καταστάσεις, όπως η βροχή και η ομίχλη ή ο παγετώνας, ο ύπνος κ.λπ. Όλα αυτά, in extremis, μπορεί να θεωρηθούν και έμβια όντα, εφόσον έχουν φωνή και γράφουν επιστολές, επικοινωνούν άνετα με τον κύριο Κ:
Αγαπητέ κύριε,
σας παρακολουθώ από το ταβάνι […]
αύριο θα κρεμαστώ μπροστά στη μύτη σας
θα μπορούσατε ίσως να με ταΐσετε;
Γράφει η αράχνη. Και η κλαίουσα ιτιά:
Αγαπητέ κύριε
Σας παρακολουθώ από την όχθη […]
Η αράχνη σας μετακόμισε στα κλαριά μου…
μ’ εκείνο το κτητικό (η αράχνη σας) να παραπέμπει σε κάποιο οικόσιτο ζώο που ο ιδιοκτήτης του το ταΐζει κι έχει αναπτύξει τέτοια σχέση μαζί του ώστε να συνομιλούν με όρους ισοτιμίας. Επίσης, αρκετές φορές, δηλώνεται σαφώς μια συνάφεια στη ροή των ποιημάτων, η διολίσθηση του νοήματος από το ένα στο άλλο, όπως, για παράδειγμα, από την προαναφερόμενη «Αράχνη» στην «Κλαίουσα ιτιά», όπου τα δύο ποιήματα συνομιλούν και μεταξύ τους, εκτός από τη συνομιλία τους με τον Κ. Με την ίδια άνεση, η ομίχλη τονίζοντας την παντοδυναμία της, φανερώνει τα παιχνίδια της, προσδοκώντας ίσως την απάντηση ενός συμπαίκτη:
Όταν βλέπω το βουνό, τρέχω
τυλίγομαι γύρω του ώσπου να το εμπεριέχω.
Τότε το βουνό, ικανοποιημένο, ανοίγει το τρίτο του μάτι,
βλέπει τα πάντα μέσα μου. […]
Εσάς ποιο είναι το αγαπημένο σας παιχνίδι;
Ή το τραπέζι της κουζίνας, που όχι μόνο μιλά, αλλά περιγράφει και το τι νιώθει, στη συμβίωσή του με τον Κ:
Μου αρέσει όταν μαγειρεύετε και τα μπαχαρικά πέφτουν πάνω μου. Το ξύλο είναι απορροφητικό υλικό, έτσι μπορώ κι εγώ να ρουφάω, να γεύομαι, να μυρίζω και να ζαλίζομαι. Μου αρέσει ιδιαιτέρως όταν τρίβετε με τα δάχτυλά σας το αλάτι και όταν χρησιμοποιείτε το γουδί. Θυμάμαι με πόσο κόπο με δημιουργήσατε.
Τα άλογα (ως έλλογα όντα, θα έλεγες) θυμούνται:
Αγαπητέ κύριε,
εκείνη τη μέρα […]
κοιτάξατε τον εαυτό σας ευάλωτο και μοναχικό
ύστερα κοιτάξατε εμάς την ώρα που πίναμε νερό και δακρύσατε. […]
Μας ονομάσατε.
Ήταν τα άλογα αληθινά;
Φιλικά,
Κατερίνα και Μάρκος
Ανταποκρινόμενος στο ερέθισμα της μνήμης, θυμάται και ο Κ:
Αγαπητά άλογα,
ήμουν παιδί, πλησιάζοντας τη βρύση του χωριού
κοντά στην πηγή και στη μεγάλη στέρνα […]
Ύστερα σας είδα.
Απ’ τα μάτια μου έπεφταν βροχή τα δάκρυα
πάνω στο χώμα και στις πέτρες. […]
Σας ονόμασα, έκλαψα,
μέχρι που οι τεντωμένες χορδές στην ψυχή μου
να σπάσουν όλες η μία μετά την άλλη.
Δικός σας,
Κ.
Εν προκειμένω, ίσως από φιλολογική διαστροφή, βλέπω αντεστραμμένη κι επαρκώς παραλλαγμένη την καβαφική σκηνή με «Τα άλογα του Αχιλλέως»: εκεί, θρηνούν τα αθάνατα άλογα, αναλογιζόμενα τις συμφορές, τις τραγωδίες των θνητών ανθρώπων (Όμως τα δάκρυά των / για του θανάτου την παντοτεινή / την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή)·* εδώ, η άδολη παιδική ψυχή λυπάται τα ωραία άλογα που πρωτοβλέπει και θαυμάζει, ταράζεται, τα θεωρεί τόσο οικεία που τα ονοματίζει, και μάλλον χύνει μαύρο δάκρυ που θα τα αποχωριστεί. Ο στίχος «ήταν τα άλογα αληθινά;», εκφερόμενος από τα δυο ζωντανά, δηλώνει την αμεσότητα επικοινωνίας που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτών και του μικρού παιδιού· είναι σαν να διαβάζουν τη σκέψη του μικρού μόλις τα αντικρίζει και θαμπώνεται, αφού δεν έχει ξαναδεί τέτοια ομορφιά.
Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις εικόνες και τις σκηνές αυτού του αλλόκοτου κόσμου, όπου τα ζώα και τα πράγματα έχουν μιλιά – είναι εν μέρει ο κόσμος των μαγικών παραμυθιών ή του δημοτικού τραγουδιού που ανθρωπομορφίζει τον εμπράγματο περίγυρο ή πραγμοποιεί τα ανθρώπινα προκειμένου να πει τα ανείπωτα:
Αγαπητή ομίχλη,
[…] αν ήταν στο χέρι μου
θα δανειζόμουν από εσάς κάποια μορφή
για να μπω άλλη μια φορά στο παιχνίδι.
Από τη βεράντα μου βλέπω τον περισσότερο καιρό το βουνό.
Όταν ενώνεστε μαζί του δημιουργείτε ένα ρεύμα
που ανατρέπει τη φυσική ροή των πραγμάτων και συχνά αλλάζει τη μοίρα τους.
Στο σπίτι μου τότε ακούω ξαφνικά κάτι να σπάει
και φοβάμαι μήπως τα χέρια και τα πόδια μου είναι γυάλινα.
Δικός σας,
Κ.
Κάπως πρόχειρα και άναρχα προσπάθησα να μεταφέρω κάτι από το κλίμα αυτών των περίεργων αντικριστών επιστολών που εικονογραφούνται θαυμάσια με τα ευρηματικά σχέδια του Στέφανου Ρόκου.Η Δανάη σκηνοθετεί με μαεστρία και αποδίδει με συμμετρίες και αντισυμμετρίες αυτή τη διπλότυπη παρουσία, τη διαλεκτική κίνηση ανάμεσα στους δυο κόσμους, τον «πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων» – όπως θα ΄λεγε ο άλλος. Όπως και στις προηγούμενες συλλογές της, δουλεύει πολύ με τις αλλεπάλληλες, καταιγιστικές εναλλαγές των εικόνων – θα έλεγα ότι η τεχνική της είναι κατά βάση εικονοποιητική. Εικόνες ακαριαίες και ανοίκειες που ξεπηδούν μέσα από τις ρωγμές της συμβατικής λογικής και, μολονότι άκρως ρεαλιστικές, διαχέουν μια έντονη μεταφορικότητα:
Με τα κίτρινα ανθάκια σας , όταν πέσουν
θα φτιάξουμε περιδέραια
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.
[λέει ο Κ. στην κλαίουσα ιτιά]
Ή :
Αγαπητέ κύριε,
όταν σας σκέφτομαι τα μαλλιά μου κοκκινίζουν ανεπαίσθητα
επειδή ντρέπονται πλέκονται έτσι από μόνα τους […]
Φιλικά,
η κοτσίδα
Ή (μιλάει η βροχή):
Κάνω τα μάτια των άγριων ζώων
να κολυμπάνε σαν χρυσόψαρα μέσα στο δάσος.
Με κορύφωση τον τελικό διάλογο ανάμεσα στο δάσος και στον Κ. Το δάσος διεκτραγωδεί την ερήμωσή του:
[…] Οι άνθρωποι τώρα πια με αποφεύγουν. Κανείς δεν ζει εδώ. Κι εγώ δεν έχω πια επιθυμίες. Παρατηρώ τις σκιές όσων με κατοικούν ακόμα, το φως που μερικές φορές μοιάζει σαν να κολυμπάει μέσα μου. Τι σας έκανε να επιστρέψετε εδώ;
Φιλικά,
το δάσος
Η απαντητική επιστολή:
Αγαπητό δάσος,
όταν η μητέρα μου ήταν εφτά χρονών, έβγαλε τα κατσίκια για βοσκή. Επειδή τους άρεσε να τρώνε κλαδιά από βελανιδιές και ιτιές, προχώρησε βαθύτερα μέσα στα δέντρα και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στον δασότοπο ενός τσιφλικά. Τρομαγμένη τράβηξε το δάσος από μια άκρη και το ξήλωσε ολόκληρο. Εκεί στο κουτί που φυλούσε τα κουβάρια, τα νήματα για να πλέκει, φυλούσε διπλωμένο, κεντημένο στο χέρι, ένα ολόκληρο δάσος. Φάσκιωσε μ’ αυτό όλα της τα παιδιά.
Δικός σας,
Κ.
Καθεμία από τις τρεις ποιητικές συλλογές της Δανάης στήνει έναν ολόδικό της μικρόκοσμο, ένα ατόφιο, ξεχωριστό σύμπαν. Τα Ενδεχόμενα τοπία ήταν πιο σύνθετα και αρχιτεκτονημένα από τα Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια· και, τώρα, οι Επιστολές υπακούουν σε μια ακόμη απαιτητικότερη εσωτερική δόμηση. Παρ’ όλα αυτά , θαρρώ πως υπάρχει ένα λεπτό νήμα που διατρέχει τα τρία ποιητικά σύνολα, δίχως να ακυρώνει τη διαφορετικότητά τους: είναι η επιμονή σε μια παιδικότητα, διόλου γραφική, ανώδυνη ή αθώα, που σπάζει την κρούστα της ενήλικης γραφής και αποκαλύπτει μια εγγενή σχέση με το παράδοξο, το ανοίκειο, μια υπό διαμόρφωση ακόμα παιδική ευαισθησία και δροσιά που δεν βιάζεται να αποσπαστεί από τον κύκλο του παιχνιδιού. Παίζουσα άμα και σπουδάζουσα, λοιπόν, και πειραματιζόμενη συνεχώς εξακολουθεί η ποιήτρια να πορεύεται στον κόσμο των γραμμάτων και να παγιώνει τη συγγραφική της συνείδηση μοντάροντας και ξεμοντάροντας εικόνες, στιγμιότυπα ή και εμμονές, κλώθοντας λέξεις και συναισθήματα κι επιχειρώντας να σταθμίσει το τι αλλάζει και τι μένει σταθερό και αναγνωρίσιμο στα χρόνια της και στα χαρτιά της. Ο στίχος από την απάντηση του Κ στην επιστολή του «Φωτεινού σημείου» θα μπορούσε να είναι και μότο στη συνολική ποιητική παραγωγή της :
Οφείλει κανείς να έχει πίστη και ταυτόχρονα να προχωρά.**
__________________
*Κ. Π. Καβάφη, Τα ποιήματα, Ίκαρος, Α΄ τόμος, 1993, σ. 114.
**Το ίδιο, διατυπωμένο αλλιώς, στα Ενδεχόμενα τοπία: «Η ελπίδα είναι ένα κόκαλο που θάβω και ξεθάβω».