Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/hartaki/astokhasti-aghapi
Όμορφη ― χρώμα της αυγής.
Τρυφερή ― πρωινή αύρα.
Χαρούμενη ― τιτίβισμα πουλιού το χάραμα.
Αγαπούσε ― είχε γεννηθεί για να λέει «καλημέρα».
Μοσχομύριζε ― ανάσα θαλασσινού πρωινού
Χείλη ολόδροσα ― πάνω τους η πάχνη του τέλους της νύχτας.
Ακροδάχτυλα ―πέταλα τριαντάφυλλου· μάτια ―στάλες ωκεανού· δέρμα ―παρειές βρέφους.
Με πέπλο αραχνοϋφαντο καλυμμένη ― κεντίδια πάνω του οι πρώτες ηλιαχτίδες.
Αγυάλιστο χρυσάφι τα μαλλιά ― μέσα τους φωλιάζανε δροσοσταλίδες.
Μια μικρή θεά ήταν ― αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης.
Η Ηώς ― αυτή που κάθε μέρα έφερνε στη γη την αυγή.
Προτού ακόμα χαράξει, στεκότανε πίσω από την μεγάλη πύλη του ανάκτορου του αδελφού της κι ενώ εκείνος, ο Ήλιος, έριχνε τις τελευταίες ματιές στο άρμα του ―μήτε ίχνος σκόνης να μην υπάρχει πάνω του― εκείνη, η Ηώς, με τα τρυφερά της δάχτυλα ξεκλείδωνε την ολόχρυση καστρόπορτα και έκανε το πρώτο βήμα προς τις πεδιάδες του ουρανού.
Πρώτο βήμα και οι πρώτες πρωινές στάλες από τα μαλλιά της και οι πρώτες τρυφερές, πολύχρωμες ανταύγειες από το αραχνοϋφαντο χιτώνα της, κατρακυλούσαν στα βουνά, στις θάλασσες, στις πολιτείες.
Τα βλέφαρα των ανθρώπων τρεμοπαίζανε, τα σώματά τους αναδεύονταν πάνω στα στρώματα, ενώ στα δάση ξεχύνονταν κελαϊδισμοί και ευωδιές από τα υγρά πέταλα των λουλουδιών.
Η Ηώς ξεκίναγε τη μέρα, από πίσω της σε λίγο ο Ήλιος θα ακολουθούσε με το άρμα του που το σέρνανε τα τέσσερα άλογα… Κι εκείνη ―διακριτικά, ήσυχα― θα επέστρεφε πίσω στο ανάκτορο του αδελφού της.
Ελεύθερη από τα καθήκοντά της, μπορούσε πια να τριγυρνά σε παραλίες, σε ολάνθιστες πλαγιές, σε έρημα νησιά, στις αγορές των πόλεων, στα λημέρια του Ολύμπου.
Μια μικρή, μ΄ αστόχαστη θεότητα ανάμεσα άλλοτε σε θνητούς κι άλλοτε σ΄ αθάνατους, να αναζητά τις χαρές του έρωτα.
Παλληκάρια, που ακόμα δεν είχαν γένια στα μάγουλά τους, αναζητούσαν ένα της βλέμμα. Γέροντες που πιστεύανε πως θα τους χάριζε ξανά τη νεότητα ακολουθούσαν τα ίχνη της.
Θεοί που κατοικούσαν στον Όλυμπο· κάποιοι που δεν εγκαταλείπανε τα πελάγη· όσοι διαφεντεύαν τους ποταμούς ή τις σκοτεινές λίμνες του Άδη ― όλοι ελπίζανε να κερδίσουν έστω και για μια μέρα τη συντροφιά της.
Κι εκείνη επέλεγε ― έτσι αμέριμνα, δίχως άλλον σκοπό παρά μονάχα να χαίρεται τον έρωτα.
Κι έτσι αμέριμνα, ένα απομεσήμερο, ακολούθησε την πρόσκληση του θεού του Πολέμου, του Άρη, και μαζί του κλείστηκε στις αποθήκες των όπλων του.
Η λάμψη των μαλλιών της, το χρώμα των ματιών της, η απαλότητα του λαιμού της -όλα καθρεφτίστηκαν πάνω στις καλογυαλισμένες ασπίδες, στις μυτερές λόγχες των δοράτων, στις σκαλισμένες λαβές των σπαθιών και όλα τους έτσι πήραν να λάμπουνε για ώρες πολλές, μέχρις ότου το άρμα της Σελήνης ξεκίνησε τη νυχτερινή πορεία του, αλλά τα άλογα με τις γκρίζες χαίτες χάσανε τον βηματισμό τους ― ο ουρανός δεν ήταν σκοτεινός όπως τον γνώριζαν, με άλλο γλυκύτατο χρώμα ήταν λουσμένος… Προχωρημένο σούρουπο που θύμιζε αυγούλα.
Η τάξη του κόσμου ανασαλεύτηκε.
Ο Δίας βρόντηξε ― η βροντή του πιο τρανταχτή από την κλαγγή του πολέμου και ο Άρης υπέκυψε ως σώφρων στρατιώτης στη διαταγή ανωτέρου και αποσύρθηκε από το οπλοστάσιο.
Μόνη έμεινε η Ηώς και ανασήκωσε τους ώμους, ως νεαρά που έχει χορτάσει από χάδια και φιλιά, πήρε να κατηφορίζει ήρεμα και νωχελικά προς τις πεδιάδες και τους κάμπους και κανείς δεν φρόντισε ―μα πάντα και ποτέ κανείς δεν φροντίζει να προστατεύει την αστόχαστη αθωότητα της νιότης― να την ενημερώσει πως όχι μόνο ο Δίας είχε θυμώσει, μα και η ίδια η θεά του Έρωτα, η Αφροδίτη είχε ζηλέψει.
Προτού η Ηώς εισέλθει στην αποθήκη του πολέμου, το μόνο άλλο θηλυκό που είχε εκεί μέσα μπει ήταν αυτή και μόνο ― η Αφροδίτη.
Το νέο γρήγορα διαδόθηκε ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς θεούς, αλλά η ίδια η Ηώς δεν το πίστεψε -Μα πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει κατάρα που θα νικούσε την αγνότητα της κυράς του πρώτου, πρώτου φωτός;
Αλλά τα λόγια της Αφροδίτης ήταν ξεκάθαρα ―Ποτέ η Ηώς να μην χαιρότανε την απόλυτη ευτυχία του έρωτα.
Κι ότι αποφασίζει η θεά του έρωτα, είναι πάντα πιο πάνω ακόμα και από το πλέον γλυκό ξημέρωμα.
Έτσι είναι!
Κι έπειτα πέρασε ο καιρός ― ας μην τον μετρήσουμε με τον ρυθμό των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν. Οι θεοί ζούνε αναλλοίωτοι και για πάντα.
Αυτό όλοι ―θνητοί κι αθάνατοι― οφείλουν να το ξέρουν και να το ενθυμούνται.
Η Ηώς ―δεν μπορεί!― πρέπει να το γνώριζε, αλλά το λησμόνησε εκείνη τη μέρα που σε ακρογιαλιά του Ίλιου συναπαντήθηκε με τον Τιθωνό.
Όμορφος νέος, νεότατος άνδρας ο Τιθωνός ―ίσα που είχε αρχίσει να φυτρώνει το πρώτο πλούσιο γένι γύρω από τα μαγουλά του.
Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μελαχρινή επιδερμίδα ― γνήσιος απόγονος της φαμίλιας που κυβερνούσε τη φημισμένη Τροία.
Αρχοντικό παράστημα, αρρενωπή θωριά, μα και μια γλυκύτητα που ξεπηδούσε από το βλέμμα του και τα γραμμένα του χείλη.
Η Ηώς ήταν που πρώτη τον είδε ― πάνω σε βραχάκι καθισμένος κοιτούσε τη θάλασσα.
«Τι κάνεις εδώ μονάχος;» με το γνωστό της αυθορμητισμό τον πλησίασε.
Ο Τιθωνός προτού ακόμα γυρίσει να τη δει, αισθάνθηκε να λούζεται σε απαλό φως και να τον τυλίγει η μυρωδιά ανάσας αγριολούλουδου.
Κι έπειτα μέσα στο στήθος του κάτι σα μιαν αύρα λες και τον διαπέρασε ― φούσκωσαν τα σπλάχνα του, το αίμα του κύλησε με την ορμή χειμάρρου και αισθάνθηκε να χάνει τη φωνή του
«Δεν απαντάς;» η Ηώς χαμογελούσε με το σάστισμά του ― τώρα ο Τιθωνός ίδια με σαστισμένο έφηβο έμοιαζε. Έφηβο που κοιτούσε με λαχτάρα κάτι που τον είχε συναρπάσει.
«Μετρώ τα κύματα…», ήταν ότι έτσι πρόχειρα σκέφτηκε να της απαντήσει.
Κάθισε δίπλα του εκείνη
«Ας τα μετρήσουμε μαζί!» είπε κι άπλωσε το χέρι της, «Να, δες!... Ένα… Και δεύτερο… Και τρίτο…», σταμάτησε, στράφηκε προς τη μεριά του…
«Μιας κι εσύ δεν μετράς, πες μου τουλάχιστον το όνομα σου…»
Και της το είπε… Του είπε και το δικό της. Τα κύματα συνέχιζαν να ξεψυχούνε πάνω στα βραχάκια.
Κανείς δεν τα μετρούσε πια.
Μια μικρή θεά κι ένας νέος, νεότατος άνδρας κρατιόντουσαν από το χέρι. Για λίγες στιγμές. Κι έπειτα πλησίασαν τα κεφάλια τους· ενώθηκαν τα χείλη τους. Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
Ερωτευμένοι κι ευτυχισμένοι.
Μα εκείνη η φράση της Αφροδίτης δεν είχε ξεχαστεί ― ό,τι ξεστομίζουν οι θεοί, δεν το παίρνουν πίσω.
Στο αρχοντικό του Ήλιου έμενε η Ηώς και τώρα μαζί της, δίπλα της και Τιθωνός.
Μαζί της ξυπνούσε αχάραγα και του άρεσε να την παρακολουθεί να ανοίγει την πύλη απ΄ όπου θα ξεχυνότανε το άρμα του Ήλιου με τα τέσσερα κατάλευκα άλογα που το σέρνανε.
Έλουζε με το γλυκό της φως η Ηώς τη γη και τα ουράνια και ήταν κι εκείνη το ίδιο λουσμένη από τις τρυφερές αποχρώσεις του λυκαυγούς.
Κι ενώ η Πύλη έκλεινε, ο Τιθωνός την άρπαζε στην αγκαλιά του ― «Ο ευτυχέστερος των θνητών είμαι που έχω δική μου την αιώνια γλύκα των χρωμάτων της αυγής» ψιθύριζε και τα χείλη του ακουμπούσαν τα χείλη της καλής του.
Ο ευτυχέστερος των θνητών ― φράση που έκρυβε μια τραγωδία.
Για πόσο μπορούν να είναι μαζί ένας θνητός και μια αθάνατη;
Και οι δυο, υπήρχαν ώρες που ανατριχιάζανε καθώς αυτή η σκέψη πλάκωνε τις καρδιές τους
«Όταν εγώ πεθάνω, εσύ άλλον θα βρεις να είναι δίπλα σου…» ―το δικό του παράπονο
«Όταν εσύ πεθάνεις, εγώ θα μισήσω την αθανασία μου» ― έλεγε η Ηώς και ανατρίχιαζε.
Όχι! Μια θεά ήταν… Έστω μικρή έως ασήμαντη· δεν ήταν από τις άλλες τις αθάνατες θέες που κατοικούσαν στον Όλυμπο. Μα ως θεά κάτι θα μπορούσε να πετύχει. Κι αν η ίδια δεν είχε τη δύναμη να κάνει τον αγαπημένο της αθάνατο, μπορούσε ―είχε κάθε δικαίωμα― να το ζητήσει από εκείνον, τον μέγιστο θεό που θα μπορούσε να το κάνει.
Στον Δία, λοιπόν, κατέφυγε.
Η μικρή θεότητα της πρωινής αύρας στάθηκε μπροστά στον άρχοντα των κεραυνών.
«Ώστε αυτό και μόνο θες;» ο Δίας είχε διάθεση να παίξει με τον καημό της αστόχαστης μακρινής συγγένισσάς του ― αχ, αυτή η αυγή που ποτέ της δεν σκέφτεται να μάθει ποιο τάχα καλό ή πιο τάχα κακό θα συμβεί στην υπόλοιπη διάρκεια τη μέρας!
«Αυτό! Για να είμαστε πάντα μαζί!» η Ηώς με το πάθος του έρωτα που μόνο τον έρωτα σκέφτεται απάντησε.
Ο Δίας χαμογέλασε. Πολύ πυκνά τα γένια του, κρύβανε το σατανικό χαμόγελό του. Και το βλέμμα του ― κι αυτό το κρύβανε τα πυκνά του φρύδια. Τουλάχιστον η Ηώς δεν πρόσεξε τη ματιά του που ενωνότανε με το βλεφάρισμα της Αφροδίτης… Ναι, λίγο πιο κει η αρχόντισσα του ερωτικού πάθους, παρακολουθούσε ― σατανικό και το δικό της χαμόγελο.
Πάντως η Ηώς επέστρεψε στην αγκαλιά του καλού της και μαζί βούτηξαν μέσα στα ολόδροσα νερά μιας λίμνης. Με απλωτές, υγρά αγγίγματα, φιλάκια στολισμένα με στάλες νερού ― με τέτοια κι άλλα παιχνίδια γιορτάσανε την αιωνιότητα και των δύο.
Και συνεχίζανε έτσι να ζούνε… Μέρες, μήνες, χρόνια… Ξέγνοιαστοι.
«Για πάντα μαζί…» ο Τιθωνός εκείνο το απόγευμα θυμήθηκε και πάλι να συλλαβίσει την ευτυχία του.
«Και για πάντα νέοι…» του υπενθύμισε η Ηώς, αλλά ξάφνου, τα δάχτυλά της, έτσι όπως περνούσαν ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά του καλού της, ξαφνικά μουδιάσανε.
Μια λευκή τρίχα είχε σκαλώσει στην άκρη νυχιού της.
Και η Ηώς πάγωσε, χλόμιασε… Βουβάθηκε.
Γύρισε ο Τιθωνός να δει τι έχει συμβεί.
Είδε ανάμεσα στα δάχτυλα της αγαπημένης του, τη λευκή τρίχα από τα μαλλιά του.
Πάγωσε, χλόμιασε κι αυτός… Ούρλιαξε ―
«Γερνάω!... Δεν είναι δυνατόν!... Γερνάω;»
Η Ηώς με παγωμένο βλέμμα, παγωμένη φωνή, επιβεβαίωσε
«Γερνάς…»
Αλλά αμέσως μετά κι οι δυο σκεφτήκανε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβαίνει.
«Ο ίδιος ο Δίας σε διαβεβαίωσε…» ο Τιθωνός θυμότανε
Η Ηώς ανασηκώθηκε. Έκλεισε μέσα στη χούφτα της τη λευκή τρίχα ― «Μου το υποσχέθηκε…!» σχεδόν θυμωμένη είπε, «Τώρα αμέσως θα πάω και θα του δείξω…» άνοιξε την παλάμη της. Η εικόνα της λευκής τρίχας έκανε και τους δυο να παγώσουν από τη φρίκη.
Μα λίγο πιο μετά ―έτσι κι αλλιώς οι θεοί γρήγορα μπορεί από τον έναν τόπο να μεταφέρονται σε άλλον― η εικόνα αυτής της λευκής τριχούλας μέσα στην παλάμη της Ηούς, δεν έκανε καμιά εντύπωση στον Δία.
«Αθάνατος δεν σημάνει και για πάντα νέος» σχολίασε.
Η Ηώς τόλμησε να υψώσει τη φωνή της ― ναι, υπάρχουν και φορές που ένα λυκαυγές γίνεται άγριο ως μεσημεριανή μπόρα.
«Σου είχα ζητήσει και μου υποσχέθηκες…» η διαμαρτυρία της μαζί με θυμό είχε και ένα παράπονο.
«Ότι μου ζήτησες στο έκανα… Η αθανασία του Τιθωνού ίδια με τη δική σου…»
Ο αραχνοϋφαντος χιτώνας που κάλυπτε το σώμα της, ίδια με κουρελιασμένο ύφασμα έδειχνε ― έτσι τον είχε μετατρέψει η Ηώς καθώς με τα χέρια της πήρε να τον τραβά, να τον ξεσχίσει λες κι ήθελε.
«Μα εγώ μένω και πάντα νέα…» στην κρυμμένη μέσα σε σύννεφα κορυφή του Ολύμπου ακούστηκε ο σπαραγμός της. Μα εκεί που κατοικούνε οι θεοί μόνο παρακλήσεις και ικεσίες γίνονται δεκτές. Όχι παράπονα.
«Ας μου ζητούσες και την αιώνια νεότητα…» αδιάφορα απάντησε ο Δίας και στράφηκε προς το θρόνο της
Αφροδίτης.
Εκείνη πάντα χαμογελούσε.
Υπάρχει διαφορά ― άλλο να είσαι μεγάλη θεά κι άλλο μικρή θεότητα. Στην πρώτη περίπτωση ότι ξεστομίσεις γίνεται, στη δεύτερη πρέπει να σκέφτεσαι καλά προτού ζητήσεις αυτό που θα ήθελες να γινότανε.
Κι έτσι η Ηώς άνοιξε την παλάμη της, τη λευκή τριχούλα την παρέσυρε το βοριαδάκι του βουνού κι έπειτα η ίδια πήρε να επιστρέφει προς το αρχοντικό του Ήλιου.
Αργοπόρησε όσο μπορούσε. Μα να αποφύγει να εξηγήσει στον Τιθωνό αυτό που τους περίμενε, δεν γινότανε.
Κι έτσι του μίλησε...
Και λένε πως υπήρξαν μέρες πολλές στη σειρά που οι αυγές τους ήταν ολοσκότεινες ― βροχερές, συννεφιασμένες, καλυμμένες με στρώματα ομίχλης. Σχεδόν ανύπαρκτες.
Μα η τάξη του κόσμου δεν γίνεται να αλλάξει από την απογοήτευση και το κλάμα δυο ερωτευμένων.
Όλα, σύντομα, επέστρεψαν στην κανονική τους τη σειρά.
Κάθε αυγή η Ηώς άνοιγε τις πύλες για να ξεκινήσει το άρμα του Ήλιου το ταξίδι του. Και τα χρώματα τα τρυφερά και οι γλυκές θωπείες της πρωινής αύρας και όλες οι ανάλαφρες μυρωδιές των νοτισμένων αγρών- όλα απλωνόντουσαν στη γη.
Κι έπειτα η ίδια η Ηώς επέστρεφε στα δωμάτιά της και εκεί την ανέμενε ο Τιθωνός ― κάθε μέρα και πιο γερασμένος.
Κάθε μέρα και μια νέα ρυτίδα, κάθε μέρα και μια ακόμα λευκή τρίχα, κάθε μέρα και ολοένα κύρτωνε η πλάτη του, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν, τα χείλη του μαραίνονταν, τα δόντια του κιτρινίζανε… Πέφτανε. Η φωνή του γινότανε ολοένα και πιο βραχνή ― το «σ΄ αγαπώ» του ακουγότανε ως σκληρός ήχος.
Για χρόνια όλα αυτά. Και χρόνια πολλά μετά, η Ηώς δεν τον κράταγε μέσα στην αγκαλιά της. Πώς να αγκαλιάσεις πλάσμα που είχε γίνει τόσο μικρό ώστε στη χούφτα σου μέσα να χωρά;
Πλάσμα μικρό, συρρικνωμένο που συνέχιζε να λέει «σ’ αγαπώ», αλλά που ακουγότανε ως ένα μονότονο, λίγο σκληρό τραγούδι.
Και η Ηώς πήρε την απόφαση. Και εκείνη τη μέρα, καθώς είχε πια ανοίξει τις πύλες και το άρμα του Ήλιου είχε ξεχυθεί στον ουρανό, μέσα από τα δάχτυλά της άφησε να ελευθερωθεί το πλασματάκι ―τόσο δα έντομο!― που είχε γίνει ο Τιθωνός και το παρακολούθησε να πέφτει έως τη γη, να πάει και να κουρνιάζει πάνω στη φλούδα ενός δέντρου.
Και από εκεί πάνω να συνεχίζει το μονότονο, παράταιρο τραγούδι μιας αστόχαστης αγάπης. Το τραγούδι του τζίτζικα.