Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/hartaki/ena-diplo-paramythi-apo-tin-irlandia
Ένα μικρό παραμύθι θα σας πω, από μια Eλληνίδα με υβριδική όπως λεν ταυτότητα μα πλέον θραψαλισμένη σε χιλιάδες κομμάτια και επανασυγκολλημένη με εκείνη τη θαυματουργή κόλλα kιntsugi, είκοσι χρόνια τώρα στο σμαραγδένιο νησί ― μνήμες που αναδεύονται και ξεδιπλώνονται πλάι στις ρόδες των πλανόδιων βιβλιοθηκών που ακούραστα σουλατσάρουν τους δρόμους του Δουβλίνου.
Ιρλανδία, αχ και och ochón...
Πίσω από κάθε ντιρλιντά ντιρλιντό ― στο χτύπημα του bodhrán και στο φύσημα του αυλού uilliean σαν συναντούν το μπάντζο και το βιολί, στις κρυστάλλινες a capella φωνές που αναφλέγονται στις γωνιές της Δύσης, και ένας λυγμός.
Τακούνια σε επίπεδη κίνηση ολίσθησης, θρόμβοι ιδρώτα βυθίζουν τη σάρκα προς τη γη όσο τα μεταλλικά σχαράκια ηχούν εκστατικά. Σάρκινες σπείρες δονούνται γύρω από δασύφυλλα δέντρα, δεξιόστροφα στη χαρά, αριστερόστροφα στον θρήνο.
Υγρό κυανό βλέμμα αναβλύζει από ατλάντια βάθη ― σπιθίζει σαν τα άλογα του Μανάναν Μακ Λιρ και ξεβράζει σε κάθε παφλασμό του ιστορίες όσων σάλπαραν, όσων βούτηξαν, όσων έμειναν και όσων επέστρεψαν. Mια ωκεάνια καρδιά με ρεύματα που αγγίζουν τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου.
Αυτή είναι η Ιρλανδία της ― πατρίδα τής Καρδιάς.
Όσο και αν κουβαλά το βάρος ενός εμφύλιου και το αφήγημα μιας πατριωτικής αριστεράς, ο Paddy είναι ζυμωμένος με τη μαγιά ανθρώπου που ξέρει να αυτοσαρκάζεται. Θα υφάνει απροκάλυπτα ιστορίες σαν του «Σον-Mορ του Μέγα», την καρικατούρα ενός αλλιώτικου Ίκαρου, μα και άλλες για τη χρυσή εποχή της «Κέλτικης Τίγρης» και το άγριο, αργόσυρτο, σχεδόν υπόκωφο ξεμάλλιασμά της. Θα υφάνει και άλλες εν καιρώ για τη νέα εποχή της Κέλτικης Τίγρης**-Ρομποτ ΑΙ με καλώδια ίσαμε τα πέρατα του κόσμου να αφαιμάζουν την πόλη του Δουβλίνου από τους νέους της, εν έτει 2025.
Το παραμύθι που ακολουθεί είναι αφιερωμένο σε κάθε Paddy που γυρεύει το χρυσάφι της αιωνιότητας. Βιωματική Οικονομία (Experiential economy) την ονοματίζουν τώρα. Πώς την τσάκωσαν πάλι εκεί στην άκρη του ουράνιου τόξου;
Πάνω στην κόκκινη κορδέλα από μνήμες συλλογικές φτιαγμένη.
Μα όσο οι κοινότητες σαν τ’ ασθμαίνοντα άτια του Μανάνναν Μακ Λιρ ακόμη συνδημιουργούν αυθεντικές μνήμες συλλογικές, όσο οι παλαιοί χαμογελούν στον μετανάστη με μάτια υγρά και απύθμενα, ακόμα ηχούν ιστορίες σαν ετούτη εδώ γύρω από τους παλαιούς μοναστικούς πύργους και τις δημόσιες βιβλιοθήκες, μέσα σε μικρές πέτρινες αγροικίες στα μονοπάτια του Ατλαντικού με τα ανέγγιχτα πλάι τους νεραϊδοαναχώματα και τα ιερά πηγάδια στη γη της Tara και του Newgrange, ημέρες Samhaine, Ιmbolc, Beltaine και Lughnasa, μα και κάτι έναστρες βραδιές στα cul de sac των εργατικών συνοικιών του Βόριου Δουβλίνου. Τότε που γεμάτοι φιλοπεριέργεια και θέρμη οι γειτόνοι της και βέροι Δουβλινέζοι
από τα λεγόμενα Liberties, με μια πίτα του βοσκού στο χέρι χτυπούν το ρότρο της μικρής αγροικίας.
Eκεί ζουν ξέμπαρκες δυο Ελληνίδες εν έτει 2005 μαζί με τον ευαίσθητο ανηψιό του Ιρλανδού συγγραφέα Koλμ Τομπίν ― γράφει σπουδαία έργα στα κρυφά αφού έφαγε πόρτα στο τοπικό μπαρ «Ο Μέγας Κέλτης» από νταή ρεπουμπλικανό: «δεν έχει Guinness για σένα φίλε σήμερα...»
Ορμάς καλπάζοντας σαν άτι του Μακ Λιρ σε αυτή την αυθεντική συλλογή από μνήμες, εσύ που κουβαλάς κάθε νύχτα με γαϊδουρινή υπομονή βιβλία από τη δημόσια βιβλιοθήκη για τους μπόμπιρες της εργατικής συνοικίας του Rιchmond, όσο οι απομείναντες του IRA, οι τρανοί αγωνιστές-επαναστάτες στο φαντασιακό του αριστερού νεοέλληνα ― τώρα νονοί της νύχτας αλυχτούν στις αλλοτινές συνοικίες του Μόντο, με αντίκες αυτοκινήτων να παρελαύνουν λαθραία στην ουρά του τόξου αφήνοντας ξέπνοες μουτζαλιές πάνω στον λευκό τοίχο του αδιέξοδου της γειτονιάς Richmond: «Ξεπουλήθηκαμε...».
Το παράδοξο της Ιρλανδικής ψυχής
Ποιο είναι όμως το παράδοξο της Ιρλανδικής ψυχής, τι την σώζει λες από τη δική της Limbo;
Με κάθε ψέμα η χρυσή κανάτα του Μανάνναν ΜακΛιρ, του θεού και μπαγαπόντη της θάλασσας και της γης, θρύψαλλα γίνεται. Στο άκουσμα της αλήθειας ξανασμίγουν τα κομμάτια σε χρυσαφένια λιγερή μορφή.
Ένας αλλιώτικος Πρωτέας ο Μακ Λιρ. Ρακένδυτος με παπούτσια που στάζουν νεροποντές εισβάλλει σε γιορτές θνητών και ψευτοηρώων, φέρνει τα πάνω κάτω, τα ξαναστρώνει, αρπάζει την κανάτα του, φορά τον αόρατο μανδύα του και πού τον είδατε. Κάθε 33 χρόνια λεν οργανώνει και τα δικά του ξεφαντώματα, σε μια σάλα της οποίας οι καλεσμένοι δεν είναι γραφτό τους να γνωρίσουν ποτές γηρατειά.
Αυτή που λέτε τη χρυσή κανάτα του Μανάναν Μακ Λιρ πάνω σε τροχό στροβιλλίζουν, σμιλεύουν και αναπλάθουν στα κατεργάρικα χείλη τους, αιώνες τώρα, οι seanchaithe Ιρλανδοί παραμυθάδες στις απόκρημνες όχθες του σμαραγδένιου νησιού.
Eξ ου και η ιστορία του «Σον-Μορ του Μέγα».
Μα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
ΣΟΝ-ΜΟΡ Ο ΜΕΓΑΣ
[Ενα λαϊκό παραμύθι από ένα μικρό νησί στις όχθες του Ατλαντικού, το Inis Airc, ή αλλιώς Inishark. Θα προτιμήσω την πρώτη εκδοχή όπου searc = «αγάπη» (από την αρχαία Ιρλανδική λέξη serc) και όπου airc = «δοκιμασία» ή «τα νερά που ενώνουν δυο θάλασσες»]
Oι κάτοικοι των νησιών έχουν μιαν αμόλευτη πίστη στην ύπαρξη των νεράιδων που ζουν στις σπηλιές δίπλα στη θάλασσα –εκείνα τα μικρόσωμα πλασματάκια περίπου στο ύψος κούτσουρου από τύρφη που ξεπηδούν από τις σχισμές των βράχων και είναι γεμάτα χαρά και χωρατά. Φορούν πράσινα πανωφόρια και κόκκινα σκουφιά και σ’ όποιον τους αστράψει στο μάτι το χέρι θα δώσουν, μα συχνά μπορούν να γίνουν μοχθηρά αν τους θίξει κανείς πράματα ιερά.
Ήταν μια φορά ένας γέροντας στο λεγόμενο Νησί του Καρχαρία, ο Σον-Μορ, ο οποίος εξιστορούσε πώς συχνά τις νύχτες ταξίδευε με τα μικροσκοπικά ετούτα πλάσματα και κουβάλαγε, όπως έλεγε, τα σακίδιά τους. Αυτά για αντάλλαγμα του έδιναν αλλόκοτα νεραϊδόδωρα και του μάθαιναν το μυστικό της δύναμης ώστε να νικά πάντα τους οχτρούς του. Ήταν τόσο σοφός ο γέροντας αυτός όσο ένα νεραϊδόπλασμα, και μπορούσε να τα βάζει με χιλιάδες μαζί αν είχε τις ορέξεις του : ή που θα τους εκσφενδόνιζε μεμιάς στο βυθό ή που θα τους έστριβε το λαρύγγι με τα μαύρα φύκια της ακτής.
Όμως οι νεράιδες πολύ θύμωσαν με το θράσος και την αλαζονία του και αποφάσισαν να του παίξουν αυτή τη φορά παιχνίδι μοχθηρό, έτσι για να 'χουν να διασκεδάζουν με τέτοια γύρισματα της τύχης. Μια νύχτα λοιπόν, καθώς έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι του, ξάφνου ξεφύτρωσε μπροστά του ένα πελώριο ποτάμι.
«Πώς θα το περάσω τώρα τούτο δω;» αναφώνησε με θυμό, σχεδόν κλαψουρίζοντας, ώσπου ένας αετός τον πλησίασε.
«Άσε τις κλάψες, Σον-Μορ», είπε ο αετός, «και ανέβα στην πλάτη μου. Θα σε πετάξω εγώ στο σπίτι σου».
Δίνει ένα σάλτο ο Σον-Μορ και να σου άρχισαν να υψώνονται με τον αετό, ολοένα πιο ψηλά, ψηλότερα δεν γινόταν έλεγες στους μακρινούς αιθέρες, ώσπου ξάφνου ο αετός τινάζει τα φτερά και μαζί και τον Σων το φουκαρά πάνω στη πλαγιά ενός θεόρατου βουνού, σ' έναν τόπο που δεν είχε ματαδεί σ' ολάκερή του τη ζωή.
«Κάποιο βρομόκολπο μου παίζεις, αετέ,» λέει ο Σον, «Πού βρίσκομαι, ωρέ;»
«Στο φεγγάρι», απαντά ο αετός. «Και καλά θα κάνεις να βρεις τρόπο να κατέβεις γιατί εγώ φίλε μου εδώ σε χαιρετώ. Έχε γεια. Α! Και πρόσεξε μη φας καμιά γλίστρα στο γκρεμό. Εις το επανιδείν». Αυτά είπε ο αετός, άνοιξε τις φτερούγες του και χάθηκε στα ουράνια.
Τότες ξάφνου μια σχισμή άνοιξε στο βράχο. Από μέσα της ξεπήδησε ένας άντρας κάτασπρος σαν τους νεκρούς, με ένα δρεπάνι στο χέρι.
«Τι σε φέρνει σε ετούτα εδώ τα μέρη, άνθρωπε; Μόνο οι πεθαμένοι φτάνουν ως εδώ», είπε καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω στον Σον-Μορ, ο οποίος τα κακάρωσε για τα καλά, έτρεμε σύγκορμος λες και ήταν με το να πόδι του στον τάφο.
«Ω σεβασμιότατε», είπε, «Το σπιτικό μου είναι μίλια μακριά από δω. Πες μου, πώς μπορώ να κατέβω; Bόηθα με, σ' εκλιπαρώ».
«Μα και βέβαια, χρυσό μου,* μείνε ήσυχος», είπε ο άντρας με το κάτωχρο πρόσωπο. «Ορίστε, ένα χέρι βοηθείας!” Και του δίνει μια με το δρεπάνι, και τότε ο Σον εκσφενδονίζεται πέρα από το χείλος του γκρεμού, και πέφτει, πέφτει, κι άλλο πέφτει, ώσπου για καλή του τύχη συγκρούεται με ένα κοπάδι χήνες. Η αρσενική που το οδηγούσε σταματά μεμιάς και τον κοιτάζει καλά καλά.
«Τι κάνεις εδώ, μωρέ Σον-Μορ;» του λέει. «Σε ξέρω καλά εσένα, σε θυμάμαι απ' το λιμάνι του Καρχαρία. Τι θα πει η κυρά σου σαν πάρει αυτί πως σουρτουκεύεις τις νύχτες; Α πα πα! Ούτε χηναρχηγός δε θα κόταγε τέτοιο πράμα, πόσο μάλλον άνθρωπος! Ντροπή σου, Σον-Μορ!»
«Πολυσέβαστε χήνε μου», ψέλλισε ο Σον ο φουκαράς, «παιχνίδι κακό είναι μαύρων μαγισσών, αυτές μου το καναν. Μα άσε με ν' ανεβώ στη ράχη σου, και αν η χάρη σου μ’ οδηγήσει στο σπιτικό μου θα ‘μαι για όσο ζω ευγνώμων σ' όλου του κόσμου τις χήνες και τους χηναργηγούς.»
«Άιντε, ανέβα στην πλάτη μου», είπε το πτηνό και φτεροκόπησε με θόρυβο τις μεγάλες του φτερούγες πάνω από τον Σον. Μα πού να καταφέρει να σκαρφαλώσει στη ράχη του! Ίσα που μπόρεσε ν' αρπάξει το πόδι του, όταν ξάφνου, Σον και χηναρχηγός κάνουν βουτιά μες στους αιθέρες, ίσαμε τη θάλασσα.
«Τώρα δώσε σάλτο» είπε ο χήνος, «και ψάξε να βρεις μόνος σου το δρόμο του γυρισμού όπως εσύ ξέρεις, γιατί έχω πολύ χρόνο χάσει μαζί σου κι έχω και δουλειές, ξέρεις!»
Και τότε τινάζει τον Σον τον φουκαρά πέρα αλάργα, μέχρι που σκάει πάνω στα βαθιά νερα. Και πάνω που θα πνιγόταν, μια φάλαινα που έτυχε να περνά τού δίνει μια ξεγυρισμένη με το πτερύγιό της. Ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω του.
Όταν πια άνοιξε τα μάτια του ο Σον ο φουκαράς, βρισκόταν πεσμένος κι αντραλισμένος στο χωράφι του δίπλα σ’ έναν βράχο, με την γυναικούλα του από πάνω του να τον καταβρέχει με έναν πελώριο κουβά νερό και να του κάνει αέρα με την ποδιά της. Και τότε της αφηγήθηκε με το νι και με το σίγμα όλα όσα του ’τυχαν και να του κοπεί η γλώσσα αν της λέγει ψέμματα ― μα αμφιβάλλω αν εκείνη πίστεψε λέξη από όσα της έλεγε. Μα πού να το μολογήσει η έρμη στο Σον-Μορ, ο οποίος ίσαμε τώρα δα φωνάζει πως των νεράιδων ήσαν καμώματα, αν και κάποια κακά στόματα ίσως εδώ γελάσουν και του κολλήσουν τη ρετσινιά ότι ρε είχε πιει τον άμπακα, τη θάλασσα ούλη, ή αν προτιμάτε, τον ουρανό κατέβασε χθες ο Paddy!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η συγκεκριμένη ιστορία «Σον-Μορ ο Μέγας» είναι μεταφρασμένη και εμπνευσμένη από το βιβλίο Ancient Legends, Mystic Charms and Superstitions of Ireland . Πρόκειται για συλλογές λαϊκών παραμυθιών από την Αγγλο-Ιρλανδή Lady Wilde (1821-1896) και τoν William Robert Wild. Δημοσιεύτηκε από τον εκδοτικό οίκο Ticknor & Co στη Βοστώνη το 1887.
To Inis Airc, ή αλλώς Νησί του Καρχαρία, βρίσκεται κοντά στο νησί Inishbofin στην Κομητεία του Galway στην Ιρλανδία. Oι απομείναντες 23 κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν τον Οκτώβριο του 1960. Για την πολυτάραχη ιστορία του νησιού σάς παραπέμπω στο ακόλουθο ντοκυμαντέρ του Kieran Concannon. Πρωτοπαίχτηκε στο Ιρλανδικό Κανάλι TG4 το 2007:
Inis Airc: Bás Oileáin – in 5 Parts (Inishark: Death of an Island)
https://www.youtube.com/watch?v=VmXb2sIFJuY
https://www.youtube.com/watch?v=rQbPwW5gGa0
https://www.youtube.com/watch?v=2Sqt41560XM
https://www.youtube.com/watch?v=fXihdT7EwF4
https://www.youtube.com/watch?v=EidaWEYJj5Y
och ochón – άλας! (φράση που συχνά συνοδεύει το παραδοσιακό Ιρλανδικό μοιρολόγι).
bodhrán (μπάουρον) – κρουστό Ιρλανδικό μουσικό όργανο. Ένα μεγάλο τύμπανο που καλύπτεται με δέρμα και συνοδεύεται από ραβδί φτιαγμένο από κόκκαλο ζώων. Μοντέρνα εκδοχή του τύμπανου ενός Κέλτη σαμάνου, ή το ‘ταμπουρίνο του φτωχού’ που έπαιζε με τα γυμνά του χέρια στους δρόμους της Ιρλανδίας.
Αυλοί Uilleann
– Η ιστορία του Αυλού είναι πλούσια στην Ιρλανδία και χορονολογεί από την εποχή των Κελτών. To 35 π.χ. εννιά αυλοπαίχτες από το Fairy Hill of Bregia (τη σημερινή Κομητεία του Meath), φερόμενοι ως “οι καλύτεροι αυλοπαίχτες του κόσμου”, κατέφτασαν στο Κάστρο του Μέγα Conaire στο Da Derg στη Bohernabreena (Κομητεία του Δουβλίνου) για να παίξουν προς τιμήν του. Στους πρώτους νόμους της Ιρλανδίας, τους λεγόμενους Brehon Laws (400 μ.χ.) όπως τους κατέγραψαν Iρλανδοί μοναχοί από την προφορική παράδοση των Βrehon νομοθετών, οι οποίοι μετέφεραν την παλαιότερη γνώση των Filí Κελτών ποιητών, αναφέρεται ο αυλός ως cuisle, που σημαίνει 'παλμός' - ο ήχος του αίματος όπως ρέει μέσα στις φλέβες, μα και ο βόμβος των κηφήνων.
Το ιρλανδέζικο βιολί παράγει τους πιο υψηλούς και εκφραστικούς τόνους σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα έγχορδα όργανα.
Μανάναν Μακ Λιρ (Manannán mac Lir) – θεός της θάλασσας στην Ιρλανδική μυθολογία.
* «Μα και βέβαια, χρυσό μου» – στην Ιρλανδική λογοτεχνία, συχνά ο Χάρος, ο βαμπίρ, και ο νάνος Leprechaun, παραπέμπουν στον απόντα Αγγλο-Ιρλανδό αριστοκράτη γαιοκτήμονα που αποσπούσε τεράστια ενοίκια από τους πάμφτωχους Ιρλανδούς χωρικούς. Ωστόσο, αυτή αποτελεί μια από τις ερμηνείες του στο παρόν κείμενο.
** Κέλτικη Τίγρη – Το Ιρλανδικό οικονομικό πείραμα που στηρίχθηκε στη μείωση φορολόγησης και στην απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οδηγώντας σε φαινομενική οικονομική άνθηση έως το 2007. Το πείραμα αυτό κατέληξε σε οικονομικό όλεθρο με το κρατικό έλλειμμα το 2010 -συμπεριλαμβανομένου και του κόστους για τη διάσωση των τραπεζών της- να φτάνει το 32% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το ζόμπι της Κέλτικης Τίγρης επιστρέφει εν έτει 2025. Η κοινωνία βιώνει μια υποτιθέμενη οικονομική άνθηση λόγω της προώθησης τεχνολογικών καινοτομιών και ευέλικτων μορφών εργασίας σε όλους τους τομείς της έρευνας. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο εξευγενισμός του Αγαπημένου Βρομοδουβλίνου, η μετατροπή του σε μια ακιλήδωτη πόλη ψηφιακών νομάδων. Μια αδυσώπητη στεγαστική κρίση αυξάνει τον αριθμό των αστέγων, και αναγκάζει χιλιάδες νέους και εργαζόμενους στον χώρο των Ανθρωπιστικών Επιστημών να μεταναστεύουν ή να ζουν σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά αντανακλούν την ποιότητα ζωής που διατυμπανίζει ο 21ος αιώνας της τεχνολογικής προόδου.