Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/kinhmatografos/to-paramythi-mias-kareklas
Ένας άνδρας μπαίνει από αριστερά στο κινηματογραφικό κάδρο κρατώντας ένα βιβλίο. Κατευθύνεται στη μοναδική καρέκλα ενός ουδέτερου μαύρου ντεκόρ και επιχειρεί να καθίσει, προκειμένου να απολαύσει την ανάγνωση. Πλην όμως, η καρέκλα αρνείται να υπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε και αντιστέκεται σθεναρά. Κατά το κοινώς λεγόμενο, «δεν του κάθεται». Έτσι ξεκινά η ιστορία χωρίς λόγια, που αφηγείται μια καναδική ταινία μικρού μήκους, του 1957. Αξιοσημείωτη, αν μη τι άλλο, αφού, παρά την ηλικία της, εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς και αντικείμενο μελέτης στο πεδίο του κινηματογράφου. Το «Παραμύθι μιας καρέκλας», διάρκειας λιγότερης των 10 λεπτών, με χρήση μεικτής τεχνικής (stop motion animation σε συνδυασμό με πλάνα ζωντανής δράσης) σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Καναδός animator Νόρμαν Μακ Λάρεν, σε συνεργασία με το συμπατριώτη του, και πρωταγωνιστή της ταινίας, Κλοντ Ζουτρά.
Η ταινία, δίνει εξαρχής τα διαπιστευτήριά της: Ο πρωτότυπος τίτλος (A chary tale) αποτελεί εμφανές και σχεδόν ομόηχο λογοπαίγνιο με το παραμύθι (fairy tale). Και επιμένει σε αυτό, καθώς ξεκινά με το γνωστό εναρκτήριο λάκτισμα των παραμυθιών «Μια φορά κι ένα καιρό». Πρόκειται για ένα παραμύθι με ιδιαίτερους συμβολισμούς και απροσδόκητο φινάλε. Η αναφορά σε αυτό το sui generis παραμύθι επανέρχεται στους τίτλους τέλους με το κλασικό «έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», που εδώ γίνεται χιουμοριστικά: «και κάθισαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Σημαντικός παράγοντας (και ηχητικός συν-πρωταγωνιστής) είναι το σάουντρακ της ταινίας, καθώς δεν αρκείται στην απλή μουσική υπόκρουση αλλά γίνεται καθοδηγητής της κινηματογραφικής δράσης. Ο Ραβί Σανκάρ στο σιτάρ (χρόνια πριν οι Μπιτλς διαδώσουν παντού το όνομά του) και ο Τσατούρ Λαλ στην τάμπλα, τονίζουν τον κεντρικό πυρήνα της ιστορίας: αυτόν όπου η καρέκλα, κόντρα στο λογικό και αυτονόητο, δεν επιτρέπει στον πρωταγωνιστή να καθίσει πάνω της και να διαβάσει το βιβλίο του. Τα ξέφρενα μουσικά μοτίβα του έγχορδου και του κρουστού συνοδεύουν τον άνδρα που κυνηγά εντός και εκτός κινηματογραφικού κάδρου την καρέκλα. Τονίζει και προωθεί δυναμικά το φρενήρες τρέξιμο και την πάλη, όταν κυλιούνται καταγής για το ποιος θα επιβάλλει τη θέλησή του.
Η καρέκλα, όπως πολλά αντικείμενα στις ταινίες του είδους, αποκτά ανθρωπόμορφες ιδιότητες προτάσσοντας σθεναρή αντίσταση στην κοινή λογική. Γίνεται έτσι χαρακτήρας σε μια μικροαφήγηση που διαθέτει ένταση, δραματικότητα και συμβολικές προεκτάσεις. Ο Νόρμαν Μακ Λάρεν πειραματίστηκε με το stop motion animation, ανοίγοντας νέους ορίζοντες σε αυτή την τεχνική, με λήψεις καρέ-καρέ, ώστε τα αντικείμενα, η καρέκλα εν προκειμένω, να μετακινούνται σταδιακά στο κάδρο δίνοντας την εντύπωση ότι κινούνται. Η καρέκλα εμψυχώθηκε με τη βοήθεια λεπτών κορδονιών, όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται στις μαριονέτες, αν και εδώ ήταν δεμένα οριζόντια. Για να γίνουν αόρατα χρησιμοποιήθηκε λεπτή μαύρη πετονιά. Το οπτικό αποτέλεσμα χάρισε στην ταινία το «Ειδικό βραβείο πειραματικού κινηματογράφου, έξω από τα πεδία ταινιών μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ», στο φεστιβάλ Βενετίας του 1957, το ανάλογο βρετανικό βραβείο BAFTA για «Εργασία έξω από τα πεδία μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ» ένα χρόνο αργότερα, ενώ την ίδια χρονιά ήταν επίσης υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας μικρού μήκους.