Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/klimakes/ti-polloi-poi-isane
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΑΚΙ αυτό που κάναμε στα Αρχαία στο Γυμνάσιο ―το λέγαμε «το ζούκι» από τον κύριο Ζούκη που είχε συντάξει τα κειμενάκια στα Αρχαία Ελληνικά― θα έδινα όρκο πως είχε τίτλο «Ίβυκος και γέρανοι». Πώς μου ‘χε καθίσει έτσι, στραβά, το όνομα των πουλιών; Τα πουλιά λέγονται γερανοί, όχι γέρανοι. Γερανοί, όπως οι μπουλντόζες.
Θυμάμαι μόνο μια φράση από το κειμενάκι. Τη θυμάμαι όπως το «ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει», ή όπως το «regina rosas amat» των πρώτων, παιδικών λατινικών. Η φράση είναι η εξής: «Ώ γερανοί, υμείς καταμηνύσετε και κολάσετε τους ληστάς».
O Ίβυκος.* Αγαπημένος ποιητής των θεών. Καταγόταν από το Ρέτζιο της Καλαβρίας, το αρχαίο Ρήγιον. Γινόταν αγώνας αρμάτων και τραγουδιών στην Κόρινθο, και ξεκίνησε κι αυτός για να λάβει μέρος στα Ίσθμια. Όταν το καράβι του πλησίαζε και φαινόταν από μακριά η Ακροκόρινθος, ένα σταχτόμαυρο, πυκνό μπουλούκι από τριάντα έξι γερανούς πετούσε από πάνω κρώζοντας, συνοδεύοντάς τον προς τη ζέστη του Νότου. «Γερανοί πετούσανε. Τι πολλοί που ήσανε!» λέει ο παιδικός γρίφος που μου έβαζε ο πατέρας μου για να με παγιδεύσει.
Ο Ίβυκος θεώρησε το σμήνος καλό σημάδι. Όμως, έκανε λάθος.
Ο ήλιος έδυε, τα ροδαλά μάρμαρα γυάλιζαν στο βάθος κάτω απ’ το κυρίαρχο κάστρο. Ο ποιητής ξεμπάρκαρε στον Ισθμό και ξεκίνησε καβάλα σε άλογο τον υπόλοιπο δρόμο. Κουρασμένος έβαλε το άλογό του να τριποδίσει προς τη μεριά μιας συστάδας δέντρων κι έβγαλε τη λύρα του απ’τη θήκη της, να πάρει μιαν ανάσα.**
Εκεί τον περίμεναν δυο ληστές. Τον έναν τον έλεγαν Τιμόθεο, λέει ο μύθος.
Μόλις παίρνει χαμπάρι τον κίνδυνο, ο Ίβυκος κάνει να βγάλει μια φωνή για βοήθεια, όμως δεν προλαβαίνει. Οι ληστές πετάγονται μέσ’ από τις φυλλωσιές και τον μαχαιρώνουν πολλές φορές. Καθώς πέφτει κάτω βογγώντας από τον πόνο, η όρασή του θολώνει αλλ’ ακούει ξεκάθαρα τα κρωξίματα και το θρόισμα από τα φτερά των τριάντα έξι γερανών, που λένε πως είναι οι ψυχές των αδικοχαμένων νεκρών, αυτών που εκδικούνται και ξαναγυρνούν για να μας στοιχειώσουν.
Tο χώμα λάμπει σαν ορείχαλκος, η χαίτη του αλόγου του λαμπυρίζει. Γυρνάει τότε ο ποιητής προς τον ουρανό και, προτού ξεψυχήσει και γίνει κι αυτός γερανός, φωνάζει αυτό το κειμενάκι που έχω συγκρατήσει:
«Ω γερανοί μου εκεί ψηλά, από σας του σκοτωμού μου η μήνυση να γίνει!Εσείς να τιμωρήσετε τους ληστές!
—— ≈ ——
TON BPHKΑΝ ΝΕΚΡΟ, ολόγυμνο, ματωμένο, σκυλευμένο, κι όλη η Κόρινθος τον θρήνησε. Ο λαός απαίτησε την εκδίκησή του με το αίμα του φονιά. «Να βρεθεί ο άνανδρος φονιάς του Ίβυκου!» φώναζαν στους δρόμους οι άνθρωποι. Αγκάλιαζαν τα ειδώλια του Απόλλωνα, του θεού της ποίησης και της μουσικής, και ζητούσαν εξιλασμό. Γεμάτη η Κόρινθος από Σπαρτιάτες, Φθίους, Κέκροπες, Μικρασιάτες που είχαν έρθει για τους αγώνες. Καθώς, ως γνωστόν, «ου παντός πλείν ες Κόρινθον», αυτοί οι άνθρωποι ήσαν πλούσιοι, καλοντυμένοι, με γνώσεις για τις τέχνες και το θέατρο.
Θα πρέπει να παιζόταν η αιχύλεια τριλογία εκείνο το απόγευμα, και θα είχε προχωρήσει η παράσταση στις «Ευμενίδες», γιατί στην ορχήστρα εκείνη τη στιγμή έβγαιναν οι άνδρες που φορούσαν τις μάσκες των Ερινύων και ορκίζονταν εν χορώ να πάρουν εκδίκηση. Η ωδή απ’αυτές τις ζοφερές, φαρμακομύτες θεές του Κάτω Κόσμου ηχούσε σαν κρώξιμο άγριου όρνεου: « Συμφορά σ’ εκείνον, συμφορά, που σχεδιάζει φονικό! Αυτόν τον έχουμε συνέχεια από κοντά, εμείς, η φοβερή της νύχτας γέννα. Τον παίρνουμε από πίσω, ως μες στων σκιών τη χώρα, γιατί ούτε κι εκεί ακόμη ποτέ από μας δεν θα γλιτώσει!».
Αίφνης, εκείνη τη φορτισμένη στιγμή, καθώς οι θεατές ήταν ανατριχιασμένοι, πλημμυρισμένοι από προσμονή για την απονομή της Θείας Δίκης, από τα πάνω πάνω σκαλοπάτια του θεάτρου, ακούστηκε μια φωνή:
«Κοίτα Τιμόθεε! Κοίτα! Οι γερανοί του Ίβυκου!»
—— ≈ ——
OΛΟΙ ΓΥΡΙΖΟΥΝ προς τα πάνω το βλέμμα τους. Το σκοτεινό, σταχτί μπουλούκι με τα πουλιά καλύπτει τα σύννεφα, καθώς περνά σε κανονικό σχηματισμό, μ’ένα μακρινό, παράφωνο τραγούδι. Τα λειριά τους κινούνται ταυτόχρονα, όπως φτερουγίζουν επίμονα πάνω απ’τα κρηπιδώματα του θεάτρου.
Όλοι στρέφουν να δουν από ποιον ακούστηκε η φωνή. Αυτός έχει δαγκωθεί, έχει χλoμιάσει. Τι αποκοτιά! Ένας Αθηναίος ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλοπάτια, κάνει πέρα τον κόσμο, πιάνει από το μπράτσο αυτόν που μίλησε: «Πού τον ξέρεις εσύ τον Ίβυκο;» Ένας άλλος ανοίγει δρόμο, βουτάει απ’τον λαιμό τον φίλο του τον Τιμόθεο, τον σπρώχνει, τον πετάει κάτω: «Κι εσύ πού τον ξέρεις τον Ίβυκο τον ποιητή; Ε; Λέγε πού τον είδες!». Ο κόσμος από κάτω φωνάζει, χωρίς έλεος: «Αυτός είναι! Αυτός είναι ο φονιάς! Πιάστηκε στα πράσα!»
Κι έτσι, η τιμωρία έρχεται να σταθεί πάνω απ’ το κεφάλι του Τιμόθεου και του άλλου σαν δαμόκλειος σπάθη. Ή, καλύτερα, σαν ένα σμήνος τριάντα επτά πουλιών που ζυγιάζονται στον άνεμο.
____
ΟΜΟΡΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Απίστευτη, αλλά όμορφη. Τα πουλιά-τιμωροί. Τα πουλιά-Ερινύες, μάρτυρες του εγκλήματος. Ωραίο, πραγματικά ωραίο. Το ζήτημα της δικαιοσύνης και της ηθικής ευθύνης πάντα με απασχολούσε. Ο Ίβυκος και οι γερανοί του.
Όταν ήμουν πέντε χρονών, ο πατέρας μου με κορόιδευε με τον γνωστό αφελή γρίφο:
«Γερανοί πετούσανε. Τι πολλοί που ήσανε! Ένας είχε δύο πίσω. Ένας άλλος δύο μπρος. Κι ένας άλλος γερανός, έναν πίσω κι έναν μπρος. Πόσοι ήσανε;»
«Εννιά!» απαντούσα εγώ.
«Είσαι μπούφος!» μου έλεγε ο πατέρας μου. «Τρεις ήσανε οι γερανοί!»
Μου έμενε αναπάντητη η απορία. Γιατί, σώνει και καλά, τρεις; Μισό, να το δούμε το θέμα. Ένας είχε δύο πίσω. Μας κάνει τρεις. Ένας άλλος, δύο μπρος. Μάνι μάνι, άλλοι τρεις: σύνολο, έξι! Ένας τρίτος γερανός, έναν πίσω κι έναν μπρος. Ακόμη τρεις. Σύνολο, εννιά, λοιπόν. Γιατί τρεις; Ποτέ μου δεν τον χώνεψα αυτόν τον γρίφο. Λέει ή δεν λέει «τι πολλοί που ήσανε»; Το λέει ή δεν το λέει; Τρεις δεν είναι «πολλοί». Και ο στίχος λέει «τι πολλοί που ήσανε»! Στο κάτω κάτω, γιατί να είχε ο πατέρας μου δίκιο και όχι εγώ; Και να με λέει και μπούφο! Εννιά ήταν οι γερανοί! Τέρμα και τελείωσε! Για να μην πω πως μπορεί να είναι και περισσότεροι. Ένας είχε δύο πίσω. Τρεις. Ένας άλλος δύο μπρος. Έξι. Ένας τρίτος γερανός, έναν πίσω κι έναν μπρος. Εννέα. Εδώ απλώς ο γρίφος κουράζεται και δεν συνεχίζει να λέει και «ένας τέταρτος γερανός δύο πίσω» και «ένας πέμπτος δύο μπρος» και τα λοιπά. Θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε; Απλά το ποιηματάκι σταματάει. Και λέει «τι πολλοί που ήσανε!». Το λέει ή δεν το λέει;
Λοιπόν, πάντα αγαπούσα την ιστορία του ‘Ιβυκου, γιατί ο ποιητής αυτός απευθυνόταν στους γερανούς για να πάρει την εκδίκησή του. Έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι. Όχι, που μάθαμε να καταπίνουμε τα ψέματα και τις προσβολές! Που συνηθίσαμε να αφήνουμε ατιμώρητους τους ενόχους! Οφείλουμε να εμπιστευθούμε αυτό το μοτίβο ανταπόδοσης των ανώτερων δυνάμεων.
Έτσι κι εγώ. Δεν είναι που ο πατέρας μου με αποκαλούσε μπούφο. Κι ο μπούφος ένα συμπαθητικό πουλί είναι ―μέχρι ν’ αρχίσει να αποζητά την αποκατάστασή του. Στρέφομαι τώρα στο σμήνος των γερανών (τριάντα εφτά τους θέλω να είναι, γούστο μου καπέλο μου!) και ζητώ να βρω το δίκιο μου. Ξέρω ότι ανάμεσά τους τώρα βρίσκεται και ο Ίβυκος. Και ίσως και άλλοι είκοσι. Τόσοι έχουν πεθάνει άδικα τελευταία: δεν θα ’ναι ανάμεσά τους; Βαθύτατη μελαγχολία με καταλαμβάνει.
Όμως το ξέρω: η μοίρα θα τεθεί και πάλι σε κίνηση από ένα ακόμη ανθρώπινο λάθος. Η βία θα ξεπεραστεί από τη δικαιοσύνη. Και, πάνω απ’ όλα: δεν είμαστε μπούφοι!
Έτσι, γέρνω προς τα πίσω σε μια βαθιάν ανάσα λύτρωσης, και με δυνατή, στεντόρεια φωνή καλώ όλα τα πτηνά της οικογένειας των γερανιδών, να ξετρυπώσουν από την τύρφη και τα ελώδη ξέφωτα, να ξεμυτίσουν πίσω απ’ τα καλάμια, τα τενάγη και τα τέλματα, να τινάξουν τα ακροδακτυλοβάμονα πόδια τους και ν’ απογειωθούν σε υπέροχους σχηματισμούς. Και γρήγορα να πλημμυρίσουν τους αιθέρες, να σκοτεινιάσουν τον ουρανό, να φτερουγίσουν όλοι μαζί πάνω απ’ τον στίβο του δράματος που παίζεται μπροστά μας και να κράξουν:
«Πενήντα επτά είμαστε! Πενήντα επτά! Τι πολλοί που είμαστε!»
_____________
*Στο λεξικό του Σουίδα αναφέρεται η ιστορία του ποιητή Ιβύκου από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας (Μεγάλη Ελλάδα) που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα.
**Πρόκειται για μετεγγραφή της δραματικής μπαλάντας του Φρίντριχ Σίλερ «Die Kraniche des Ibykus», 1797.