Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/biblia/kommatia
Βλ. και Χάρτης#75
Πού να μαζεύεις/ τα χίλια κομματάκια/ του κάθε ανθρώπου
(Γιώργος Σεφέρης, Χάικου ΙΑ΄)
Ο 19ος αιώνα έχει τον τρόπο του να αναδείξει ψυχικές διακυμάνσεις, εκφράσεις, αισθήσεις, διανοήματα, αισθήματα. Διαθέτει το επιφώνημα «Ω» και την ανάπτυξή του. Η εποχή μας δεν καταδέχεται μελοδραματικές εκφράσεις, βαθιά συναισθήματα και απελπισίες. «Ω»! απελπισίες. Δεν είναι πια της μόδας οι απελπισίες ούτε οι αισιοδοξίες, ούτε οι αναστεναγμοί κι έτσι η εκμοντερνισμένη μας εποχή εξόρισε το συναίσθημα από την ποίηση, όπως ο Πλάτωνας την Ποίηση από την Πολιτεία του.
Κι όμως ο «ευρεσίτεχνος νους», όπως θα έλεγε ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, βρίσκει πάντα τον τρόπο να φέρει στην επιφάνεια αυτό που πάλλεται και θέλει να φανεί κι ας μην του δίνεται ΒΗΜΑ να ανέβει και να μιλήσει.
Κι αφού δεν «επιτρέπεται» να φανεί το βάθος ή ο πλάτος του συναισθήματος, επιλέγει κάποιον άλλον για να πει ό,τι θα έλεγε εκείνος. Έτσι, επιλέγει ποιητές, φιλοσόφους στοχαστές, ζωγράφους και μουσικούς κι εκείνοι γίνονται οι μεσάζοντες ανάμεσα σε μένα και ό,τι ωραίο γεννήθηκε πάνω σε τούτη γη, σε κάθε ευτυχισμένη δεκαετία της ζωής του. Θέλει, δεν θέλει, τα καταφέρνει με ένα πανάρχαιο τρόπο· τον τρόπο της διακειμενικότητας, της διακαλλιτεχνικότητας… ας μου επιτραπεί ο όρος, για να επικοινωνήσει με όσους πρόλαβε να γνωρίσει αρχαίους και νέους και Έλληνες και ξένους. Αυτοί όλοι του δανείζουν τη φωνή τους, τη ματιά τους, και τη σκέψη τους, του δίνουν τα προσωπεία που θα ήθελε να είχε και να ανέβαινε στη σκηνή· σχολιαστής, ερανιστής, θησαυροφύλακας, θεματοφύλακας, κλειδωμένη κασέλα. Πες μου τα βιβλία σου, δείξε μου τη δισκοθήκη σου να σου πω ποιος είσαι.
Τον ρόλο της κασέλας, σε ένα πρώτο στάδιο τον παίζουν του μυαλού τ’ αυλάκια, δηλαδή η μνήμη, σε ένα άλλο, η ψυχή, η καρδιά. Ό,τι υπάρχει εκεί, για να χαρεί και ο Γουτεμβέργιος, θα μπει σε ένα βιβλίο, προσβάσιμο στο κοινό.
Τέτοιο χρηματοκιβώτιο, θησαυροφυλάκιο, θεματοφυλάκιο, κασέλα ― δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω ώστε να κυριολεκτήσω― είναι το βιβλίο του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ευριπίδη Γαραντούδη. Δεν πρόκειται για κάτι εύκολα προσπελάσιμο. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε κείμενα τέτοια, ειδικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας που ήταν πάντα πολύ αυστηρό και συντηρητικό, τόσο που να νομίζουμε πως οι καθηγητές μας ήξεραν μόνο από παπύρους, παλιά σκοροφαγωμένα χειρόγραφα και νευρικούς κοντυλοφόρους…
Να, λοιπόν, που η νέα γενιά επιστημόνων έχει και προβάλλει, πέρα από τις αυστηρά επιστημονικές, ευαισθησίες καλλιτεχνικές, ποιητικές, μουσικές, ζωγραφικές, τις οποίες φέρνει στο φως, όπως κανείς ανοίγει την καρδιά του, τα χαρτιά του και τα δείχνει στους άλλους, με κρυφό καμάρι. Σε μας μοιάζει σαν να ανοίξαμε τον Άτλαντα.
Ο Γαραντούδης, πέρα από το επιστημονικό του έργο, έχει εκδώσει, ήδη, πέντε ποιητικές συλλογές και ένα θεατρικό αναλόγιο: Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει: Ένας διάλογος με τον Σεφέρη.
Το παρόν βιβλίο όμως με τον τίτλο Κομμάτια, ομολογώ πως δεν ξέρω πού να το κατατάξω. Προπάντων είναι ένα ψηφιδωτό, ένας θησαυρός αποτελούμενος από Κομμάτια ποιητικά δικά του και ξένα, μουσικούς υπαινιγμούς και λοξές ματιές σε ζωγραφικούς πίνακες, πολύτιμες μνήμες, αισθήσεις ακριβές, πτυχές κρυφές, ρήσεις αινιγματικές. Κείμενα και ποιήματα μικρά και μεγάλα, με τίτλους ή χωρίς, με λάμψη, με ήχο με εικόνα με κεντρίσματα του νου, που σε καλούν να ψάξεις και αν είσαι τυχερός να βρεις τι έχει πίσω από τα λίγα γράμματα το κάθε Κομμάτι για αφορμή. Όλα φαίνονται ασύνδετα· αποσπασματικές εικόνες, διαφορετικά κείμενα, χωρίς πριν και μετά. Όμως δεν είναι έτσι. Αντιθέτως όλα είναι αρμονικά συνταιριασμένα. Μερικές φορές θα κάνεις άλμα στις σελίδες και θα βρεις το ομόλογο εκείνου που προηγήθηκε. Θα ταξιδέψεις στο βιβλίο πολλά βήματα μπρος και θα ’ρθεις πάλι πίσω για να ξαναδείς αυτό που μόλις προσπέρασες. Θα στέκεσαι και θα θαυμάζεις και θα θυμάσαι αλλά και πάλι κάτι που δεν είχες ίσως ποτέ προσέξει θα το βρεις εκεί να σε περιμένει, να σου κάνει νεύμα… Έλα! Κοίτα εδώ!
Κομμάτια λοιπόν. Οι παλιότεροι εκεί, όλοι κατά παράταξη από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, μας δίνουν το χέρι και μια ιδέα για να πιάσουμε το νήμα.
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου
Κομμάτια ζητά να βρει ο Οδυσσέας Ελύτης, όταν θα βουλιάξει βαθιά στην αγκαλιά της θάλασσας. Ο Ελύτης, βέβαια, μιλάει για πέτρες, για βαριά και σταθερά υλικά, παρόλα αυτά σε αβαρή πνευματικά αναφέρεται. Και ο Γαραντούδης σε Κομμάτια άυλα, αέρινα, βρόχινα, νερένια, συννεφένια, ακούσματα και οπτασίες, εικόνες λέξεων και γραμμάτων, υλικά απροσδιόριστα, άπιαστα εν ολίγοις, ίσως επειδή τίποτα δεν είναι χειροπιαστό και σταθερό σ’ αυτή τη ζωή και όλα βρίσκονται σε μια διαρκή ροή και μεταβολή. Άλλωστε το λέει και ο ίδιος: Πρέπει να ζυμωθείς πολύ με το χαρτί και το μελάνι/ ώστε η ποίησή σου να σου φανεί με σάρκα και οστά. Να «φανεί»!!!
Αυτά τα Κομμάτιa μας θυμίζουν τα αποσπάσματα ή θραύσματα του Σολωμού, που πολλοί υποστηρίζουν θερμά πως δεν είναι «αποσπάσματα» αλλά αυτοτελή και κάτι παραπάνω. Σκοπίμως μισοτελειωμένα. Το non finito, το μισοτελειωμένο ιδεώδες του ρομαντισμού· το ωραίo ερείπιo. Για να ’ναι ανθρώπινο πρέπει να μένει ατελές, μας λέει σε Κομμάτι της σελ. 154).
Τέτοια, λοιπόν, τα κομμάτια, τα οποία αν και έρχονται από ευτυχισμένες ανταποκρίσεις των Τεχνών και του Λόγου, είναι γεμάτα μελαγχολία για το άπιαστο για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τη δημιουργία. Εικόνες ζωντανές αλλά παρελθούσες. Ό,τι καλό έχει περάσει, έχει ξεφτίσει κι έχει ξεχαστεί, ό,τι παρόν προβληματίζει και το μέλλον αόρατο. Με ελυτικά λόγια, το όλον μοιάζει με «πικρόν υδράργυρον, αλλ’ αγάπης» (Εκ του πλησίον, σελ. 12)
Για Κομμάτια, λοιπόν, θα μιλάμε συνέχεια.
Κομμάτι, σελ. 7:
Η αρχή και το τέλος/ απέχουν /όσο η ζωή μας
Κάπως έτσι το είπε και ο Ηράκλειτος: .ῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος.
Κομμάτι, σελ. 8:
Βλέπω το γυμνό δέρμα της όπως ο σκιέρ στο χιόνι, κολυμβητής απ’ την ακτή τη θάλασσα, το διψασμένο ελάφι το νερό της πηγής …
Κι εγώ συμπληρώνω το «κομμάτι» του Γαραντούδη με αυτό που νομίζω πως θα έλεγε ο Εμπειρίκος: «Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θά θελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζί σου»…
Κομμάτι, σελ. 8:
Ως προς όλα τ’ άλλα, εποχούμενος βίος
Βλέπω τον ήλιο να δύει στον καθρέφτη του αυτοκινήτου
Πετάω σε μια σκηνή στην Επιστροφή
του Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ, όταν κοιτάζει από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου την Κίρκη, ας πούμε, που προσπέρασε ξυστά το αυτοκίνητό του.
Το σπήλαιο και η στάμνα του Πλάτωνα κάνει μια φλας εμφάνιση στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Χα! Τι ωραία που το σκέφτηκε.
Κομμάτι, σελ. 20:
Ο Ελύτης στη Ρώμη, αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας, Μάιος του 1987, του Πανεπιστημίου «La Sapientia»… Ο νεαρός Γαραντούδης αφηγείται: «…τον περιέβαλε ασφυκτικά ένα τεράστιο πλήθος για να τον χαιρετήσει… Όσο κόντευα να φτάσω μου φαινόνταν σαν νεκρική μάσκα…. Όταν επιτέλους, κατάφερα να σταθώ μπροστά του … με τη νεανική θρασύτητά μου έμεινα βουβός, όπως κι εκείνος, κι απαθής. Ώσπου μου είπε χαμηλόφωνα, με ύφος μάλλον στυφό: “Nαι, θα πεθάνουμε από μια άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακολουθούμε να ’μαστε της ίδιας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος”. Του απαντώ, σχεδόν ακαριαία: “Σύμφωνοι, ναι· αλλ’ η ζωή αυτή δεν έχει τέλος…».
Σχόλιο: εδώ επαναλαμβάνεται ένα άλλο παρόμοιο επεισόδιο με πρωταγωνιστή πάλι τον Ελύτη: «πρόκειται να γίνει “πανηγυρική ανάγνωση”, να διαβαστεί ο Φόνος στην Μητρόπολη του Θ. Σ. Έλιοτ ... από τον Άγγελο Σικελιανό και τον Γιώργο Σεφέρη!...Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα γίνεται ανυπόφορη… Ο Σικελιανός «φαίνεται άρρωστος, εξαντλημένος, χλομός, με λιγοστά αραιά γένια και φορεί μια μαύρη τήβεννο… μιλάει χαμηλόφωνα, επαναλαμβάνει τα λόγια του… ο Σεφέρης δυσφορεί…αρχίζει κι αυτός να κομπιάζει… κάνει αέρα με τα χειρόγραφα… Με πιάνει απελπισία…». Στο τέλος, ο Ελύτης με ένα σάλτο ανοίγει ένα παράθυρο που δεν είχε ανοίξει κανείς ποτέ και μπαίνει φρέσκος αέρας … «Τι θαύμα! Είναι σα να βρίσκομαι ξαφνικά στον Παράδεισο… βγάζω έναν βαθύ αναστεναγμό και φωνάζω μ’ όλη μου τη δύναμη: Αχ πού ’σαι, καημένη Αζάκυνθος!» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα όνειρα», Καημένη Αζάκυνθος, σελ. 163-164).
Το παράθεμα είναι μεγάλο αλλά σημαντικό πολύ. Ο Ελύτης, με την τεχνική του ονείρου, συνδέει τον εαυτό του με δυο μεγάλους Έλληνες ποιητές και έναν μεγάλο ευρωπαίο και, αν το όνειρο θέλει κάτι να μας πει, αυτό το κάτι είναι η έξοδος από τον μονοχνωτισμό μας. Εκείνο όμως που προκύπτει είναι ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, εκείνους που υπήρξαν φάροι για τους νεότερους. Είναι έτσι;;; Ποιος ξέρει.
Ο Γαραντούδης επιλέγει στο δικό του Κομμάτι να τελειώσει τη δική του συνάντηση με τον Ελύτη με στίχους. Ο Ελύτης με στίχους από το μέλλον (το Εκ του πλησίον, «Τρινακρία», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1998), και ο Γαραντούδης με στίχους από το παρελθόν (από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Κυριακή 19 γ»,1985). Ο Ελύτης μπροστά και πίσω από τον θάνατο, που τον γυροφέρνει, μας γυροφέρνει, και τον παραμονεύει (κοινοτοπία), αλλά μας ειδοποιεί όταν μας βάζει απέναντι στους μεγαλύτερους. Αν είσαι καλός, θα γίνω το μέλλον σου…
Κομμάτι, σελ. 21:
«(Ενώ ξεσπούν τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας του Debussy)»
Μ’ ένα φάρο και δυο αστέρια / η νύχτα γίνεται πλωτή. / Η επιδερμίδα σου, / ο χάρτης κι η πυξίδα των νησιών…
«Επιθυμώ να τραγουδήσω το εσωτερικό μου τοπίο με τον απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο ενός παιδιού», εξομολογείται ο Debussy και ο ανήσυχος αναγνώστης και ακροατής ακούγοντας θα δει τα τοπία του Άγγλου ζωγράφου Τζόζεφ Τέρνερ, καθώς και το έργο του Ιάπωνα Κατσουσίκα Χοκουσάι Το μεγάλο κύμα έξω από την Καναγκάουα, έργο που κόσμησε το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της Θάλασσας του Debussy και που σχετικώς πρόσφατα το είδαμε να απλώνεται πάνω «στα ωραία ερείπια» του ρωμαϊκού Ωδείου μας, του Ηρωδείου, σε μια εκδήλωση του Φεστιβάλ Αθηνών.
Στο πικάπ μπορεί να παίζει η Φιλαρμονική του Βερολίνου και να διευθύνει ο Herbert von Karajan. Για συμπλήρωμα στη δική μου έρευνα θα έβαζα τους στίχους του Ανδρέα Εμπειρίκου που είναι σαν να μετέγραψε τον «Διάλογο του ανέμου με τη μέρα» της Θάλασσας του Debussy: «Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει / Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει / Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν / Θάλασσα της θαλάσσης» («Πουλιά του Προύθου», 1935).
Κομμάτι, σελ. 136:
Αγκαλιάζοντας τον αέρα / σαρκώνεσαι σε σύννεφο/Ανάμεσά μας η θάλασσα / Έστω στα χείλη μου το αλάτι
Συμπληρώνω: Sapore di sale / sapore di mare / sapore di te (Gino Paoli)
Κομμάτι, σελ. 11:
(Mahler, Symphony No 5.IV. Adagietto –Michael Gielen)
Σε όνειρα είμαι ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (ξεχασμένη στην παραλία). Ο αέρας κουνάει την κουρτίνα του γραφείου, εκείνη γίνεται αυλαία κι ανοίγει, οθόνη και φωτίζεται. Βλέπω εκεί που δείχνει ο Τάτζιο. Είμαι ο Τάτζιο.
Σχόλιο: Εμένα ο Τάτζιο μου θυμίζει εκείνο το αρχαγγελικό διαβολάκι που έκανε νόημα στον Χριστό να κατεβεί από τον σταυρό, ωστόσο, φυσικά, ο νους μου τρέχει στον Τόμας Μαν, στον Visconti, στον Θάνατο στη Βενετία, στην Σιλβάνα Μαγκάνο με κείνο το τεράστιο πλατύγυρο καπέλο που όταν έγερνε στο πλάι ήταν σαν να έπαιρνε επικίνδυνη κλίση η γη. Θυμάμαι και τον Ντερκ Μπόγκαρτ / Mahler … δεν θα ’θελα να είμαι ο Ντερκ Μπόγκαρτ.
Κομμάτι, σελ. 137 (εκτός σειράς, σκοπίμως):
(Barber, Agnus dei)
Ακόμα και μες στον αέρα, είσαι κλεισμένος σε μια φυλακή. Αν βρεθείς μέσα στο χώμα, βγάζεις ρίζες. Αν υψωθείς, δέντρο, ν’ αντιστέκεται στον άνεμο. Είτε κελαηδάς είτε κελαρύζεις θα ρέεις δάκρυ του μεγάλου οφθαλμού.
Συμπληρώνω: Η μουσική του Samuel Barber παίχτηκε σε κηδείες επιφανών: του Franklin D. Roosevelt το 1945, του J. F. Kennedy, του Άλμπερτ Αϊνστάιν, στη συναυλία στη μνήμης του Μπάρμπερ, στην κηδεία της πριγκίπισσας Γκρέις του Μονακό, στα θύματα του κορωνοϊού στο Βερολίνο σε πολλές τηλεοπτικές σειρές.
Αν και η απόσταση από τη σελ. 11 στη σελ. 137 είναι μεγάλη, τα μουσικά θέματα και του «Adagietto» και του «Agnus dei» είναι συγγενή και πένθιμα και ακούγονται τόσο τρυφερά.
Κομμάτι, σελ. 137:
(Il miglior fabro) σ’ αυτό το Κομμάτι ο Γαραντούδης ακούει τη συμβουλή του miglior fabro, να περικόψει τα Κομμάτια… (παρατίθενται τίτλοι πολλοί, σαν να λέμε πως έχουμε την περίπτωση που ο Έζρα Πάουντ περικόπτει τον Έλιοτ). Καταλήγει ο miglior fabro, πως η δική του δημοφιλία εκτινάχτηκε όταν το έστριψε προς την πεζογραφία και παραθέτει τη φράση του Winston Churchill: «Succes is not final, failure is not fatal: it is the courage to continue· that counts». Κι ακόμα: «If you are going through hell, keep going».
Σχόλιο: ο Καζαντζάκης είχε πει πως αν σκοντάψεις και πέσεις να ξανασηκωθείς και ο Σεφέρης είπε ότι η λύση είναι στο προχώρεμα και από τον Μεσαίωνα κυκλοφορεί η φράση if at first you don’t succed try try and try again.
Εγώ, εδώ, θα πρόσθετα έναν κλάδο ροδιάς και μια νότα από τον Prince Igor του Borodine: Take my hand I’m a stranger in paradise…
Κομμάτι, σελ. 139
Το λουλούδι κάθε ουλής/ να το ποτίζεις/ Ν’ ανθίσεις
Σχόλιο: L’art est une blesure qui devient lumière, το υποστηρίζει ο George Braque
Είναι πανθομολογούμενο πως η Τέχνη έχει την πηγή της στο πάθος. Να θυμίσουμε μήπως και το ότι οι πληγές στα χέρια του Ιησού φαίνονταν ανεμώνες;
Κομμάτι, σελ. 141:
(Υπνοδωμάτιο στην Αρλ).
Ο Γαραντούδης μας δίνει την περιγραφή του δωματίου που ζωγράφισε ο Βαν Γκόγκ, σχολιασμένη. Όλα διπλά. Δυο πόρτες, δύο καρέκλες, δύο κάδρα κι άλλες λεπτομέρειες. «Το μεγάλο κίτρινο κρεβάτι… Το κόκκινο επάνω στο κρεβάτι δεν είναι παρά μια κόκκινη κουβέρτα.
Σχόλιο-ερώτημα: γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Να υπαινίσσεται ο αφηγητής άραγε το σώμα της θυσίας; (δυο πρόσωπα;)
Τις σκούρες χαρακιές κάτω στο πάτωμα μοιάζει να έκανε μια τρυφερή κι άτακτη γάτα, κάτι σαν τίγρη, με τα σουβλερά της νύχια- αλλά δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη.
Ερώτημα: Γιατί αυτό το δωμάτιο έχει ειδική σημασία, γιατί μια τρυφερή γάτα (έξυπνη ή χαδιάρα;) γίνεται τίγρη (ερωτική ή εκδικητική;), γιατί οι χαρακιές από τα σουβλερά νύχια εκπίπτουν σε οφθαλμαπάτη; (ξεθωριάζουν ή κάτι βίαιο άλλος υπερβαίνει τα αναμενόμενα;). Γιατί στο καδράκι βλέπει ή δεν βλέπει το πορτρέτο του; Γιατί θα είχε φύγει ή πεθάνει; Εν ολίγοις, πολλά τα ερωτηματικά και όλα διπλά κι ακόμα κάμποσα που φέρνουν ένα πίνακα φιλοτεχνημένο πριν από 130 χρόνια στο παρόν για να μπερδέψει έναν βασανισμένο ζωγράφο στη Γαλλία με έναν διανοούμενο στην Αθήνα του σήμερα. ¨Όποια απάντηση κι αν επιχειρήσουμε θα έχουμε τη μοίρα εκείνου που ξαστόχησε. Ωστόσο, δεν μας αφήνει ψυχρούς το τραύμα που σέρνεται από κείμενο σε ζωγραφιά σε μουσική και πάλι σε κείμενο, σε ζωγραφιά σε μουσική, ξυπνώντας συγκινήσεις και συναισθήσεις.
Κομμάτι, σελ. 146
(Messiaen, Quartuor pour la fin du Temps. VII. Fouillis d’arcs-en-ciel, pour L’Ange qui annonce la fin du Temps)
Σχόλιο: Εκείνο που με τράβηξε από το μανίκι ήταν το μουσικό έργο, του οποίου μια μικρή φράση είναι το σήμα της εκπομπής του Γιώργου Κοροπούλη στο Τρίτο Πρόγραμμα, Στοιχεία για την αγορά χαλκού. Πώς από τόσο διαφορετικούς δρόμους ανακαλύπτει κανείς στοιχεία μιας άδηλης επικοινωνίας.
Το προβαλλόμενο στον τίτλο του μουσικού θέματος είναι το «τέλος του κόσμου» κι αυτός ο τίτλος με πάει στο ορατόριο του Carl Orff, De temporum fine comoedia, όπου σε γλώσσα αρχαία ελληνική και λατινική προφητεύεται το τέλος του κόσμου. Η μετάφραση είναι του γνωστού από τη βιβλιογραφία μας Wolfgang Schadewald.
Επιστρέφω στο κείμενο του Κομματιού:
Σηκώνοντας τα μάτια απ’ το βιβλίο, συνεχίζω την ανάγνωση στη γραμμή του ορίζοντα. Στην άδεια σελίδα του ουρανού ένα κοπάδι πουλιών κάθε τόσο, χορογραφώντας τα σκιρτήματα του αέρα, γράφει σβήνει με ιριδίζον μελάνι, καθώς ριγούν σπιλιάδες στα νερά της θάλασσας ―τα δειλινά ο άνεμος διαστέλλει τον χρόνο σε ρυθμό βαθιάς ανάσας― κείνα τα γράμματα που θα χρειαζόταν κάποιος να ενώσει για να ξαναρχίσει απ’ την αρχή μα κι απ’ το τέλος το παιχνίδι της δημιουργίας του κόσμου. Εδώ και χρόνια, πάω νωρίς για ύπνο.
Η υπογράμμιση είναι δική μου. Και αρχίζω από το τέλος του κειμένου που συμπίπτει με το τέλος της σελίδας - Longtemps je me suis couché de bonne heure, τη φράση δηλαδή του Μαρσέλ Προυστ από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που είναι μότο του Γιώργου Σεφέρη στο ποίημα «Piazza San Nicolȯ» ― ξαναπιάνω το Κομμάτι από την αρχή και να δω πίσω από τις γραμμές το βαρύθυμο και σκοτεινό βλέμμα του Σεφέρη που έβλεπε παρόμοια στο ουρανό περιστέρια, δεκοχτούρες, να κάνουν νούμερα με την ουρά τους και τις σπιλιάδες «μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα/ καθώς αφήνεις το βιβλίο» («Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα» ΣΤ΄»).
Λοιπόν, πού βρίσκεται το τέλος του κόσμου; Στο τέλος της σελίδας του Γαραντούδη, του Σεφέρη, του ορίζοντα, στις σπιλιάδες του ενός, στις βαθιές ανάσες του άλλου; Ή μήπως δεν βρίσκεται πουθενά και η ζωή κάνει κύκλο για να ενώσει πάλι την αρχή με το τέλος που θα ξαναφέρει μια νέα αρχή;
Στον Ange qui annonce la fin du Temps, λοιπόν, ο Γαραντούδης απαντά με «κείνα τα γράμματα που θα χρειαζόταν κάποιος να ενώσει για να ξαναρχίσει απ’ την αρχή μα κι απ’ το τέλος το παιχνίδι της δημιουργίας του κόσμου».
Κομμάτι, σελ. 147:
(Καλομοίρης, Nocturne –Olivier Chausu)
Μελωδικό, θλιμμένο, ρομαντικό, απολύτως ταιριαστό γι’ αυτό άλλωστε επιλέχτηκε για τίτλος του Κομματιού:
Γυμνότερη/ με το δέρμα σου / νυχτερινό ουρανό/ να χαράζεις / άστρο άστρο / την αυγή/ της πατρίδας
Το ενδιαφέρον είναι το πώς ο νεότερος ποιητής έχει αφομοιώσει δημιουργικά τον παλαιότερο και πως η ζωή και η Ποίηση συνεχίζεται, μεταλλάσσεται και επανέρχεται …
Kομμάτια μουσικής pieces, masterpieces, θλιμμένα αλλά όχι θλιμμένα, όχι κραυγαλέα, περάσματα ομορφιάς από τις χαραμάδες που αφήνουν οι αιώνες, μαζεμένα με μεγάλη προσοχή και φυλαγμένα με μεγάλη αγάπη που νιώθει όπως ο φιλάργυρος μπροστά στην πολύτιμη κασελίτσα του και θαυμάζει τον θησαυρό του και λαχταρά γι’ αυτόν. . .
Με κάτι τέτοια παίρνει παράταση η ζωή και ο θάνατος αναβάλλεται…
Κομμάτι, σελ. 154:
ΕΠΟΙΕΙ...Ας χαθεί το όνομα…/ όπως κάποιου που το όνομά του γράφτηκε στο νερό
Ο ελληνικός λαός λέει: να το πάρει το ποτάμι… και πάει, μακραίνοντας και μικραίνοντας, μέχρι τελευταίας εκπνοής η γραμματοσειρά. Όμως ο Τζον Κητς όχι δεν έφυγε με το νερό.
«Κομμάτια σωμάτων που ανασαίνουν ακόμη» λέει ο Σεφέρης για τα μάρμαρα στο Μουσείο της Ακρόπολης (Μέρες, Γ, Κυριακή, 17 Δεκέμβρη, σελ. 155). Ακριβώς έτσι ανασαίνουν και τα Κομμάτια στο βιβλίο του Ευριπίδη Γαραντούδη κι οι ποιητές κι οι μουσικοί και οι ζωγράφοι και κείνοι που έχουν πεθάνει είναι ζωντανοί και μας μιλούν.
Για επίλογο διάλεξα το Κομμάτι με τον αντισυμβατικό νομπελίστα ποιητή, τον Bob Dylan και την προσευχή του στον Κύριο: Señor (Tales of a Yankee power) αν μας ακούει ο Señor.
Στο εξώφυλλο, και σε σμίκρυνση στο οπισθόφυλλο, έργο του Paul Klee, Χρώματα από απόσταση, ανταποκρίσεις θα λέγαμε, σε τακτοποιημένη αταξία…
Με τα στραγάλια αυτά πέρασα το απόγευμά μου, είπε κάποτε ο Γιώργος Σεφέρης, μπερδεμένος μέσα σε πολιτικές συνθήκες. Με τα διαμάντια αυτά πέρασα εγώ μέρες και νύχτες και έχω πολύ μέλλον ακόμα…