Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/biblia/apo-tin-prwti-yli-os-tin-protarkhiki
0.
Ο κίνδυνος και το σωτήριον
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ένα ποιητικό βιβλίο πάντα κινδυνεύει. Κινδυνεύει γιατί αποτελείται από ποιήματα. Και τα ποιήματα πάντα κινδυνεύουν γιατί ενσαρκώνουν το αποτέλεσμα μιας λεπτεπίλεπτης, χειρουργικά ακριβούς διαδικασίας η οποία εδράζεται στην εκλογή, από ένα απειράριθμο πλήθος, εκείνων των λέξεων που θα είναι «αυτές και όχι άλλες»: μοναδικές, απαστράπτουσες στην ευστοχία της εκλογής τους.
Μια αποτυχία είναι μια κλωστή που αν την τραβήξεις κινδυνεύει το ποίημα να ξηλωθεί, να αποσυντεθεί και να επαληθευτεί για άλλη μια φορά η δύναμη της μεγάλης Χάρυβδης που όλα τα ρουφά: Της Λήθης. Τόσοι και τόσοι στίχοι, τόσα και τόσα ποιήματα μοιραία στην αστοχία τους, παρασυρμένα από το μέγα του σκοπού τους πάθος, γίνονται λίπασμα στο χώμα των αιώνων της αδιαφορίας, πέφτοντας θύματα της ίδιας τους της πρώτης ύλης, των λέξεων. Λοιπόν ναι, τα ποιήματα πάντα κινδυνεύουν. Μα εφόσον επιτύχουν τη δέουσα συναρμογή τους από δεόντως συλλεχθείσες λέξεις, τότε ίσως μπορέσουν να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Κι αυτός δεν είναι απλά να «ειπωθεί ό,τι δεν γίνεται να ειπωθεί διαφορετικά», μα να εντυπώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό ως δυνατότητα ανοιχτή στην πολλαπλότητά της, ως μια πύλη προς μια άλλη διάσταση εμβάθυνσης και κατανόησης και απόλαυσης του μηχανισμού της ζωής.
Εδώ όμως είναι και το σημείο όπου προκύπτει η θεμελιακή αντίφαση / αντινομία της ποιητικής και της τέχνης εν γένει. Πώς μπορεί να προκύψει από μια ατελή και εύθραυστη, βουτηγμένη στην τυχαιότητα και στη χαοτική φύση πρώτη ύλη, ένα αρραγές, ρυθμισμένο από τους νόμους της αρμονίας και της ενότητας σώμα που φαντάζει ως κάτι το πρωταρχικό, ολάκερο πεμπτουσία και ποιήμα; Μόνη ατραπός από το ένα στο άλλο άκρο, στενή, δύσβατη, γεμάτη κινδύνους – μα σωτήρια για όποιον τη διαβεί – η γλώσσα. Να λοιπόν ο παππούς Χέλντερλιν πώς επαληθεύεται σαν έλεγε «όπου ο κίνδυνος, εκεί το σωτήριον φύεται». Πράγματι κάτι το σωτήριον κομίζουν και εκπέμπουν τα ποιήματα που επέτυχαν. Κι αν το σωτήριον φυτρώνει, η Καραχάλιου γνωρίζει καλά ―και το διατρανώνει σε τούτο το νέο της ποιητικό εγχείρημα― πως τα ποιήματα δεν φυτρώνουν. Είναι αποτέλεσμα επίπονης, πεισματικής και, κόντρα στην εποχή μας, οραματικής δουλειάς. Δουλειάς που φαντάζει με μάχη, αγώνας με τη γλώσσα.
1.
Αλχημείες και πράσσειν έλλογα
Η αναλογία ανάμεσα στην αλχημιστική τέχνη και την ποιητική, όσο κι αν ξενίσει πολλούς, είναι προφανής. Η Αλχημεία υπήρξε για αιώνες η επιστήμη που εμβαθύνει στην κατανόηση, στην αποδόμηση και στην ανασυγκρότηση της ύλης με βασική της αρχή εκείνη της ενότητας του Κόσμου. Ενός κόσμου ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή ροή – πότε ανοδική, πότε καθοδική – και του οποίου τα στοιχεία αποσυντίθενται και επανασυντίθενται εγγεγραμμένα εντός της αέναης κυκλικής εξέλιξής του. Το σύμβολο του ουροβόρου όφι είναι ενδεικτικό.
Θιασώτες αυτής της κοσμοθέασης, ο Παράκελσος και όσοι προηγήθηκαν ή ακολούθησαν αλχημιστές αναζήτησαν την ουσία η οποία θα καθάριζε τα μέταλλα από «ακαθαρσίες» και θα τα καθιστούσε εξευγενισμένα, εναρμονισμένα με τον κοσμικό παλμό. Η ίδια ουσία θα μπορούσε να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις ασθένειες. Αυτή η «πρώτη ύλη» είχε τη μορφή μιας κοκκινωπής σκόνης, ανθεκτικής στη φωτιά και παράλληλα είχε την ιδιότητα να ενεργοποιεί σε μέταλλα και σώματα το εντός τους ξύπνημα της τέλειας αρμονίας. Την είπαν φιλοσοφική λίθο ή prima materia. Η εύρεση στη φύση ή η παρασκευή της αποτελούσε επτασφράγιστο μυστικό ερμητικά κλειδωμένο για τους αμύητους, μέσω μιας απόκρυφης γλώσσας γεμάτης με παραπομπές σε μαγικά και αστρολογικά υπονοούμενα που μόνο κάποιο ιερατείο αλχημιστών ήταν σε θέση να κατανοήσει.
Προφανώς, όλα τα παραπάνω αποτελούν για μας, τους απογόνους της επικράτησης του επιστημονικού ratio καραμπινάτες «αλχημείες». Δικαίως νιώθουμε ακατάληπτη όλη τούτη την προϊστορία της νευτώνειας φυσικής και της χημείας. Κι όμως η εμμονική παρατήρηση των αλχημιστών προς τον φυσικό κόσμο, η πίστη πως η ύλη κρύβει την πεμπτουσία της ζωής ως μυστικό το οποίο η ανθρώπινη έρευνα, μέθοδος και πρωτοβουλία θα μπορούσε να απελευθερώσει, είναι χαρακτηριστικά πάνω στα οποία στηρίχτηκε η νεωτερική επιστήμη για να κάνει τα πρώτα της βήματα. Αλλιώς, δίχως το μπουσούλημα των αλχημιστών οι χημικοί δεν θα βάδιζαν ποτέ προς τη μεταστοιχείωση. Σταματώ όμως εδώ και επαναλαμβάνω: Πού έγκειται το προφανές της αναλογίας μεταξύ Αλχημείας και Ποίησης;
2.
Προκαλώ την Ουρανία και την ακούω
Πάρε ένα υπερηχογράφημα, μια επίσκεψη φίλων, ένα γκράφιτι, μια θεατρική παράσταση, μια λάμπα, μια πρόσκληση, έναν σκαντζόχοιρο, ένα αλογάκι από το σκάκι, ένα κίτρο, ένα τόπι κάτω από την άσφαλτο, πάρε αυτά και άλλα τόσα έπεα πτερόεντα, ανάσες και χάδια από σκιές ονείρων. Όλα σε κυκλώνουν, όλα σε πολιορκούν. Τί θα τα κάμεις όλα τούτα; Θηρεύεις, λες, την κοκκινωπή ύλη, οραματίζεσαι την καθαρτήρια και ενοποιητική επίδρασή της στο απονενοημένο, χαοτικό σώμα του κόσμου. Πρέπει να είσαι τρελή. Είμαι ποιήτρια, απαντάς, και σε τούτο το βήμα μου των αλχημιστών, μαθήτρια. Μόνο που είμαι ακόμα πιο τρελή. Τίποτα κρυφό. Τίποτα το «αλχημιστικό». Όλα στο φως. Στο corpus το λευκό της πονηρής σελίδας. Αφήνω το υπόγειο εργαστήρι μου ξεκλείδωτο. Εγώ η μαστόρισσα, εγώ κι η κλειδοκρατόρισσα. Να μπείτε, να δείτε να αλωνίσετε. Δίπατο το οικοδόμημά μου. Των ποιημάτων μου το αίμα στο ημερολόγιό μου θα το δείτε. Κι αν νιώσετε τον καθαρμό διαβάζοντάς τα, τα κόκκινα μάτια σας, τα κόκκινα δάχτυλά σας θα το φανερώσουν. Δεν κρύβω τίποτα.
Κινδυνεύεις.
Το ξέρω.
3.
Τίτλος που μοιάζει δίσημος
Ας χτίσουμε μια αυθαίρετη προϋπόθεση: Η λέξη prima του τίτλου θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «πρώτη» ή ως «πρωταρχική»; Η λέξη «πρώτη» ξεκλειδώνεται με όρους χρονικής ακολουθίας. Η λέξη «πρωταρχική», απ’ την άλλη, αποκωδικοποιείται με όρους αξίας και επίδρασης πάνω μας. Εφόσον δεχτούμε πως αμφότερες οι ερμηνείες ανταποκρίνονται στην αλήθεια, τότε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως ο τίτλος έχει μια ελαφρώς δίσημη υπόσταση. Και πρώτη και πρωταρχική. Άρα; Όπως το κεφάλι του Ουροβόρου Όφι τρέφεται από την ουρά, συμβολίζοντας έτσι το περίφημο «Εν το Παν», έτσι και η πρωταρχική ύλη τρέφεται από την πρώτη. Κι ακόμα βαθύτερα: Στην πρώτη ύλη τα σπέρματα της πρωταρχικής, στην πρωταρχική ύλη τα συστατικά της πρώτης.
Η πρώτη ύλη του βιβλίου βρίσκεται στο ημερολόγιο της σύλληψης, της πάλης, της συγγραφής. Πρώτη καταγραφή 2009. Ο πρώτος στόχος ορίζεται ως εξής: «θα γράψω ένα βιβλίο για παράδοξους θανάτους». Βουτώντας σε αυτή την άγριαν άγρα, πότε παλινδρομώντας, πότε νιώθοντας πως ματαιοπονεί, πότε μπλεγμένος σε ξαφνιάσματα και προκλήσεις, η αλχημίστρια που πιλοτάρει το μυαλό της Καραχάλιου νιώθει πως πετά σε ξένους ουρανούς. Και τότε συνειδητοποιεί: «αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για παράδοξους θανάτους». Η καρδιά της Καραχάλιου αλλάζει παλμούς. Πλέον η στόχευση είναι άλλη. Η συναχθείσα πρώτη ύλη έχει αρχίσει να ερυθριά. Τα διασωθέντα πρωτόλεια ποιήματα αρχίζουν να λάμπουν αλλιώς. Μια νέα συνειδητότητα γεννιέται. Τί ενώνει τούτα τα ετερόκλητα στοιχεία που μαζεύτηκαν στο εργαστήρι; Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια αλληγορία της μάχης, της αναζήτησης προς ένα είδος φιλοσοφικής λίθου; Και ποια θα είναι εν τέλει η μορφή της; Η Καραχάλιου συνειδητοποιεί την καντιανώς ειπείν «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό» των όσων συνέλεξε. Κι όπως κάθε άδολος δημιουργός, αφήνεται στο όραμα που το ίδιο της το υλικό εκπέμπει. Γιατί πλέον δεν υπάρχει στόχος. Ο στόχος έχει μεταστοιχειωθεί σε Όραμα. Κι η Καραχάλιου, δίχως ίχνος εγωκεντρισμού, το υπηρετεί. Γιατί αυτό τής υπαγορεύει το υλικό της. Έτσι, αν χρειαστεί τσεκουρώνει, αν απαιτείται απορρίπτει, σκαλίζει, μυρίζει, αρπάζει, κάνει ό,τι χρειαστεί ώστε
(Φεύγω από το εργαστήρι. Ανεβαίνω στον αέρα. Δεκάξι ποιήματα στις προθήκες.)
4.
Ας αρχίσει ο σκαντζόχοιρος
Όλα ξεκινούν με έναν σκαντζόχοιρο. Στο ποιήμά του τα αγκάθια είναι «αμμόσπαρτα», ο νόστος κουβαλάει «χαρμονή», ο κορμός είναι «ουρανόφθονος», τα ουσιαστικά γίνονται επίθετα στα «φεγγαρόφωτα κορμιά». Η αλχημίστρια που πιλοτάρει μάς καλωσορίζει με ένα χαρακτηριστικό δείγμα της υψηλής ποιότητας που έχει η ποιητική λαλιά του. Γλώσσα δουλεμένη μα που κρατάει τους χυμούς της, γλώσσα σπαρταριστή μα όχι δίχως να περνά τη βάσανο του κόσκινου που ρυθμός και μουσική και ευηχία είναι. Ετούτος ο σκαντζόχοιρος της κουρδιστής πορείας, της αναπόδραστης, έχει καθαρή και ξάστερη την συνείδηση για την προέλευσή του, καθότι ως νυχτόβιο ποιητικό πλάσμα γνωρίζει καλά τί οφείλει στη σελήνη. Με το ταξίδι της εξερεύνησης μα και ταυτόχρονα της αυτογνωσίας σηματοδοτεί ένα κερκοβόρο ιζολάριο, το αποτύπωμα δηλαδή μιας κίνησης της οποίας τέλος και αρχή συμπίπτουν. Το ότι κουλουριάζεται – η μόνη άμυνα για έναν σκαντζόχοιρο – λίγο πριν τον ερχομό του μεγάλου μαύρου κύλινδρου, της ρόδας που εισβάλλει ως θανατερή τυχαιότητα, καταδεικνύει θαρρώ την πεμπτουσία της ζωής κάθε πλάσματος που, φιλοπερίεργο και με συνειδητότητα, διαρρηγνύει συμβάσεις, υπερυψούται βεβαιοτήτων και κινά προς το μεγάλο κάλεσμα που εντός του έχει ξημερώσει. Κι ας είναι το τέλος μια κομμένη λέξη. Άλλωστε ο μόνος κομμένος σκαντζόχοιρος είναι αυτός που κινείται σε έναν κόσμο πίσσας και ασφάλτου. Από την ανυπαρξία ως την ανυπαρξία, τελικά το ζητούμενο δεν είναι η κίνηση;
5.
«Μη λες κάποιον αυτόχειρα, έτσι ελαφρά τη καρδία... μην τον αποκαλείς έτσι αν πρώτα δεν ακούσεις τί έχει να σου πει για τον ίσκιο του»
Μονάχα ο Ουριήλ, ο αρχάγγελος που ακούει τη δυστυχία των κολασμένων, θα μπορούσε όντως να γίνει ο αποδέκτης της εξομολόγησης του δεύτερου ποιήματος. Η φωνή που ακούμε εξιστορεί πώς έπεσε θύμα του «επαίσχυντου» και «φαύλου» και «δολοπλόκου» ίσκιου της. Το άλμα στο κενό ήταν το αποτέλεσμα της πρόκλησης «γίνε μια φορά ακόλουθος εσύ κι εγώ θα σ’ απαλλάξω». Από τότε στο εξώτερον το σκότος ο θνητός με την πίστη ότι ακούγεται, απευθύνεται στον αρχάγγελο παρηγορητή των απανταχού κολασμένων, εκείνον που αντιστοιχεί στο στοιχείο της γης. Ακούει; Ακούμε; Διαβάζοντας την Εσχάτη Ανταρσία γινόμαστε εκείνος ο άγγελος. Η μουσικότητα του ποιήματος είναι εκείνη του κινδύνου. Ο κίνδυνος που φύεται κάθε που ίσκιος προκαλεί και θνητός την πρόκληση αποδέχεται. Κι όμως κι εδώ το σωτήριον φύεται. Ω ναι, παροξύτονα το ποίημα αποχαιρετά με την τέλεια λέξη, καθότι ο που τον γέλασε ο ίσκιος του ζητά να αναστηθεί «ανίσκιωτος» και «θεοτόκος». Μόνο τυχαίο δεν είναι μάλλον που ο Ουριήλ είναι Αρχάγγελος της Μουσικής και της Ποίησης. Ένας τέτοιος άγγελος, αυτός μάλιστα, θα μπορούσε να είναι παραστάτης των κολασμένων, να σώζει όσους δεν σώθηκαν από τον ίσκιο τους.
6.
Ο άξονας του Ανυπεράσπιστου
Αντιλαμβάνεται κανείς πως τα δυο πρώτα ποιήματα αποτελούν τα εναρκτήρια αποσπάσματα μιας παρτιτούρας, της οποίας ο οπλισμός και το κλειδί, το πλαίσιο μα και η ψίχα είναι αυτό που καλώ άξονας του Ανυπεράσπιστου. Κι όπου Ανυπεράσπιστο, η αλλόδοξη, η γοητευτικά άγουρη και αναπότρεπτα αμυνόμενη φωνή του ευάλωτου κόσμου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ανυπεράσπιστου είναι η ευθραυστότητα. Ευθραυστότητα, η οποία έχει εμποτίσει τις φωνές των ποιημάτων, διαφορετικές μεταξύ τους, απ’ αλλού φερμένη η κάθεμιά, με το δικό της ιδίωμα και τη δικιά της ιδιαίτερη θερμοκρασία. Κι όμως, η ιδιοπροσωπία των ποιητικών φωνών, όχι μόνο δεν απισχναίνει, μα αντίθετα ενδυναμώνει την αίσθηση της συμφωνίας και της σύγκλισης, της συναίρεσης και της ομορρυθμίας του συνόλου. Είναι γιατί, όσες χρωματικές διαβαθμίσεις κι αν υπάρχουν στο φάσμα του φωτός, το φως απεικονίζουν. Ίσως αυτό να υποδηλώνει και το εξώφυλλο του βιβλίου. Και κάτι ακόμα. Ακολουθώντας τη φορά της ανάγνωσης, από αριστερά προς τα δεξιά δηλαδή, βαδίζουμε από το βασιλείο του βαθέος κυανού σταδιακά προς την ερυθρότητα -θυμίζω, κοκκινωπή η πρωταρχική ύλη.
Εντός αυτού του φάσματος ξεδιπλώνεται – για να επανέλθω – ο άξονας του Ανυπεράσπιστου, με τις φωνές του – τις κορφές – της ευθραυστότητας. Θύματα μα και φορείς της:
Ο καπετάνιος του ναυαγίου
που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της τη σταφίδα που κουβάλησε
– ή μήπως ακριβώς αυτό έκανε; –,
Ο Άλαν Τιούρινγκ καθώς στέλνει επιστολές στους Γκριμ,
Η φράου Τροφία που βρήκε λυτρωμό στου χορού την κατάρα,
Ο έγκλειστος ως ίππος σκακιού του τέλειου τετραγώνου,
Μια στρογγυλή σφαίρα, κοινώς τόπι, θαμμένη κάτω απ’ την άσφαλτο,
Μια Μάνια που την έλεγαν Μαρία (απ’ τη Ρεβέκκα ως και την Ουρανία),
Ο μαγεμένος απ’ την Άννα Πάβλοβα και προς αυτήν ερχόμενος,
Ο κος Μπιλάρ καθώς προβάρει την πίπα του και δέχεται το ράπισμα από το είδωλό του.
Ο αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον μιας εκπληκτικής ανακάλυψης. Κάθε μια από αυτές τις φωνές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αλχημιστική μηχανή. Το τραύμα, ο κατακερματισμός, η απώλεια, ο περιορισμός, η ματαίωση μεταστοιχειώνονται σε φως αλλιώτικων ξεχωριστών αποχρώσεων. Κι ο τρόπος που δουλεύουν αυτές οι αλχημιστικές μηχανές είναι η γλώσσα. Ρυθμός γειωμένος, πότε στακάτος, πότε πιο ανάερος, επιβάλλεται στη μηχανική των φωνών με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει η απόσταξη: «από τα δάκρυα, στον άμβικα να βγει ατσάλι».
Δεν θα μπω στον πειρασμό να υπεισέλθω σε βιογραφικές λεπτομέρειες των προαναφερθέντων πρωταγωνιστών. Ο λόγος είναι απλός. Δεν είναι τα ιστορικά πρόσωπα καθ’ αυτά οι πρωταγωνιστές. Πρωταγωνιστής είναι το νήμα που τους ενώνει και πυροδοτεί το όλο εγχείρημα: η ευθραυστότητά τους που τα καθιστά εντός ενός εχθρικού ασφυκτικού κόσμου ανυπεράσπιστα. Η έξοδος από αυτή τη σύμβαση γίνεται κάθε φορά διαφορετικά και τεκταίνεται ενώπιόν μας πάντα ανάλογη των εκάστοτε συνθηκών. Πότε είναι ένας ντελίριος χορός, πότε μια προσφυγή στο φως των λαμπυρίδων, πότε μια μπουκιά σε ένα δίχρωμο μήλο – μισό μπλε, μισό κόκκινο – , πότε μια οργισμένη επίθεση στον αδέκαστο καθρέφτη, πότε μια βαθιά προσαρμογή στις νέες συνθήκες της ήττας, τέτοια που να εκπέμπει τα ίχνη κάποιας δικαιωμένης θλίψης, όπως όταν το ακέραιο σε στοιχειώνει ή όταν, ακόμα κι αν στέριωσε ο τρόμος, εξακολουθεί να ακούγεται από τα έγκατα ο μονόλογος της θαμμένης παιδικότητάς μας. Το Ανυπεράσπιστο στην αναγνωστική συνείδηση πάντα δικαιώνεται.
7.
Από τη συντριβή της ζωής στη ζωή της συντριβής
Κι αν ο πρώτος άξονας στον οποίο αναφέρθηκα σχετίζεται κυρίως με αυτό που θα τολμούσα να αποκαλέσω «ενστικτώδη ηθική», σκάβοντας λίγο περισσότερο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν δεύτερο άξονα, έναν άξονα κίνησης, η οποία είναι κρυμμένη σε μια καταγεγραμμένη φράση του ποιητικού ημερολογίου, φράση αλιευμένη από χέρι ανώνυμο: « Κανένα πράγμα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε άλλη φύση, αν δεν γίνει πρώτα στάχτη, άσβεστος ή χώμα».
Αυτή η αλχημιστικής φύσεως αποφθεγματική διατύπωση έχει εμποτίσει το corpus της ποιητικής περιπέτειας που έχει απλωθεί μπροστά μας. Γιατί – μάλλον – αποτελεί τη θρυαλλίδα της κίνησης όλου του βιβλίου, η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως εξής: ζωή > συντριβή > ζωή ξανά. Ό,τι ακούμε είναι, είτε αναβαπτισμένο και αναζωοδοτημένο, είτε τείνει ή προσμένει τέτοιο να γίνει. Όλες οι ποιητικές φωνές έχουν υποστεί – ή υπόκεινται – τη βεβήλωση της πρώτης ζωής τους και πλέον ακούγονται, είτε από το επέκεινα αυτής, είτε από το μεταίχμιο που τους οδηγεί πέρα από αυτήν. Σε αυτό το σημείο δεν θα ήταν καθόλου παράταιρο να υπενθυμίσω την πορεία από την πρώτη στην πρωταρχική ύλη.
Εντός αυτού του μοτίβου γινόμαστε μάρτυρες μιας υποβρύχιας εξομολόγησης ενός πνιγμένου προς έναν σχεδόν πνιγμένο, μιας κατακόκκινης ομολογίας από το όχι και τόσο μακρινό 1518, μιας άτεγκτα κοριτσίστικης απειλής που στάζει ανέσπερο το γάλα της, μιας πρόσκλησης να τολμήσουμε την δοκιμή του πώς είναι να έχεις φιλιώσει με τον θάνατο. Οι ποιητικές φωνές έχουν περάσει τον Ρουβίκωνα της βασάνου, του χαμού, της τρέλας, της παραφοράς, ακόμα και της ατυχίας και μας καλούν από μια nuova terra, από μια νέα δικιά τους γη, να αφουγκραστούμε, να συμπάσχουμε, να κοινωνήσουμε όχι ακριβώς τη νέα, αλλά την άλλη, τη μυστική, την υπόγεια, την πλέον μύχια ζωή τους.
Και πάλι εδώ, η ακριβής θήρα και η στοργική εξημέρωση των λέξεων, η έρρυθμη σύνταξή τους, η πρωτοτυπία και η τόλμη του ύφους και της έκφρασης είναι εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν αυτή τη «μεταπραγματικότητα» (με όρους βάθους και συντριβής) προσιτή, ζεστή και γεμάτη θαλπωρή. Η γενναιότητα της άοπλης ειλικρίνειας αυτών των φωνών μάς υπενθυμίζει πως αυτή η πορεία προς τη διάρρηξη του καταναγκασμού και τη νέα διάσταση που έπεται – όσο σκοτεινή κι αν είναι η τελευταία, ακόμα κι αν πρόκειται για έγκατα βυθών και χωμάτων – τουλάχιστον οδηγεί – και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο – σε ένα πεδίο όπου ελεύθερα μπορούν αυτές να ηχήσουν και ακουστούν. Κι αυτό το πεδίο μονάχα μια γενναία και ειλικρινής ποίηση μπορεί να το αφουγκραστεί και να το ψιθυρίσει στ’ αυτί μας. Δεν είναι δα και εύκολο πράμα να επιδίδεσαι σε τέτοιες «γεωτρήσεις» στις οποίες αυτό που συναντάς είναι τόσος και τέτοιος χωνεμένος ανθρώπινος πόνος.
8.
Αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω
Η απόκρυφη και μυστικιστική παράδοση από τον Πυθαγόρα ως και τους αλχημιστές σε σχέση με τον τρόπο κατά τον οποίο οι αριθμοί ενσαρκώνουν το κοσμικό γίγνεσθαι και συμβολοποιούν τα «άχραντα του σύμπαντος μυστήρια» δίνει στην αλχημίστρια που πιλοτάρει το μυαλό της Καραχάλιου την αρχιτεκτονική βάση για να στηθεί το ποιητικό οικοδόμημα στο οποίο έχουμε εισέλθει.
Τα ποιήματα διαρθρώνονται σε τέσσερις ενότητες των τριών, συνθέτοντας έτσι τον μαγικό αριθμό δώδεκα, έναν αριθμό που σηματοδοτεί σύμφωνα με την αριθμολογία την ολοκλήρωση ενός κύκλου και την επαναγέννηση ενός νέου σε μιαν άλλη πλέον συχνότητα. Το δώδεκα ως τριπλή εξύψωση των τεσσάρων βασικών στοιχείων που απαρτίζουν τη φυσική πραγματικότητα αποτελεί, με άλλα λόγια, την αποτύπωση της μετάβασης σε μια νέα πνευματική διάσταση. Αν το τέσσερα αποτελεί τον αριθμό της ύλης, πολλαπλασιασμένο με το τρία, μας δίνει τον αριθμό της πνευματικότητας, το δώδεκα.
Κάθε ενότητα των τριών τελειώνει με ένα ποίημα δίχως προσωπείο, με ένα ποίημα στο οποίο η μαστόρισσα όλου του οικοδομήματος παρεμβαίνει με τη δικιά της φωνή, πάντα με το ίδιο μοτίβο ως εναρκτήρια αίσθηση, μια αίσθηση εξομολογητική αναδρομής: «χρόνια τώρα… εκπαιδεύομαι στην τεχνική της εξαπάτησης/ στέκομαι μπροστά σ’ ετούτο το φόβητρο κουτί/ βαδίζω κατακόρυφα/ στους ώμους μου εκτρέφω τρεις παπαγάλους…». Χρόνια τώρα… Αυτή η φράση, που μπορεί να ιδωθεί και ως υπόμνηση για τον μακροχρόνιο κάματο, την υπομονή και την επιμονή της τόσο έρρυθμης φωνής του βιβλίου, αποτυπώνει ακριβώς την αίσθηση πως τα τέσσερα αυτά ποιήματα δεν αποτελούν απλά ιντερμέδια ανάμεσα στις τέσσερις ενότητες, αλλά συνιστούν τον άγρυπνο σηματωρό του βιβλίου. Καθένα αντιστοιχεί στο κλείσιμο ενός κύκλου και την έναρξη ενός νέου, μιας και αντιστοιχίζουν την κάθε ενότητα με το ανάλογο φυσικό στοιχείο. Από τη γη και το χώμα στο νερό, από το νερό στον αέρα και από τον αέρα στη φωτιά. Αυτό άλλωστε σηματοδοτεί θαρρώ και η χρήση των ανάλογων τριγώνων αντί τίτλων στα συγκεκριμένα ποιήματα. Με αυτόν τον τρόπο συν τοις άλλοις επιτυγχάνεται και η χρωματική πανσπερμία του ποιητικού κειμένου, καθότι καθένα από αυτά τα στοιχεία αντιστοιχεί και στο ανάλογο χρώμα. Το καφεπράσινο ποίημα δίνει τη σκυτάλη στο υγρό γαλάζιο, ακολουθεί η λευκότητα της ανάβασης για να καταλήξουμε στο κόκκινο φυσικά στο κόκκινο – μια φωτιάς που περιλαβαίνει όταν το φως λιποτακτεί.
Η απόλυτη γεωμετρία που συνέχει τα συνολικά δεκαέξι ποιήματα του βιβλίου είναι πραγματικά όχι απλά αξιοσημείωτη, αλλά αξιοθαύμαστη, ενός βιβλίου στο οποίο τίποτα, – κι όταν λέω «τίποτα» το εννοώ –, δεν είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας, αλλά αντιθέτως τα πάντα – κι όταν λέω τα «πάντα» το εννοώ – αποτελούν αποτυπώσεις μιας βαθιάς και ώριμης δημιουργικής τελολογίας.
9.
Δίχως θαυμαστικό κλείνει η πληγή
Πλησιάζοντας προς το τέλος, δεν μένει παρά να αναρωτηθώ: δικαιώνεται τελικά η αποτύπωση του συμβόλου της φιλοσοφικής λίθου στην κάτω δεξιά γωνία της λευκής σελίδας που προηγείται του πρώτου ποιήματος; Η μεταμόρφωση της πρώτης ύλης σε πρωταρχική επετεύχθη; Τα τέσσερα αυτά ποιητικά επεισόδια εν τέλει κατόρθωσαν να αρμόσουν τη ζητούμενη καθαρτήρια ουσία, την prima materia;
Στο τελευταίο ποίημα, το οποίο και συνομιλεί με το αντίστοιχο στιγμιότυπο από την επιστροφή της Ιφιγένειας του Ρίτσου, το φως υπάρχει μονοσύλλαβα, ως λέξη, μια λέξη που επαναλαμβάνουν τρεις μαλθακοί παπαγάλοι καθώς βρίσκονται στους ώμους της ύστατης του βιβλίου φωνής. Το φως ούτε ως φωτεινότητα, ούτε ως ζεστασιά, ούτε ως κίνηση, ούτε ως σύνθεση χρωμάτων. Το φως ως λέξη. Μια λέξη που εμμονικά σε κάθε περίσταση, σε κάθε συγκυρία αφήνεται στον αέρα αυθαίρετα, απαρέμφατα, άκαιρα σαν άψυχη υπόμνηση μια χτυπημένης, «ξαστοχισμένης» αλήθειας – για να θυμηθώ τον μέγα αλχημιστή Σολωμό. Και ενώ η ζωή συμβαίνει, κι ενώ τα βέλη δεν λοξοδρομούν, κι ενώ το καρφί φυτρώνει στην παλάμη, κι ενώ η πληγή, ο φθόνος η κακία δεν σιάζουν, αυτό το μονοσύλλαβο, ηχητικά εκπεμπόμενο φως, ένα φως που ακούγεται σαν παρωδία του όποιου αληθινού – αν υπάρχει, αν υπήρξε ποτέ – λιποτακτεί. Οι τρεις παπαγάλοι άφαντοι, η ράχη μυρίζει κάρβουνο. Τι συνετελέσθη;
Της κατάστασης έχει επιληφθεί η φωτιά, όπως μας αποκαλύπτει μια σαλαμάνδρα, η οποία είναι το σύμβολό της. Μέσο καθαρμού και εξαγνισμού πανάρχαιο, το πυρ, αναγκαίο όριο του οποίου η υπέρβαση θεωρείται προϋπόθεση αναγέννησης, έρχεται και κλείνει το βιβλίο με το ρήμα «περιλαβαίνει». Με αυτόν τρόπο υπογραμμίζεται το γεγονός πως η πληγή της ζωής που συμβαίνει πάνω μας και μας χαράζει και μας τρυπάει και μας στιγματίζει, δεν σιάζει με φως. Η κάθαρση άλλωστε δεν παίρνει θαυμαστικό. Σιωπή και μάλιστα βαθιά έπεται του φόβου και του ελέους (είναι και να τους φοβάσαι και να τους λυπάσαι, έτσι που κάρβουνο έγιναν αυτοί οι τρεις φτερωτοί πλάστες του πλαστού φωτός) . Το ανυπεράσπιστο του φωτός σιάζει μόνο με φωτιά! Φωτιά που εξαγνίζει, φωτιά που ολοκληρώνει και (ξανά) αρχίζει τη μεγάλη περιπέτεια της ανθρώπινης ευθραυστότητας καθώς συντρίβεται και αναγεννάται. Αυτή η περιπέτεια από την πρώτη στην πρωταρχική μας ύπαρξη, ένας αγώνας καθημερινός, πάλη επαναλαμβανόμενη, πάλι και πάλη και πάλι και πάλη.
10.
Ένα αντίδωρο
Όποιος αφουγκραστεί το «αγαπάτε αλλήλους», δίχως να ξεχνά το πέρασμά του από το πρίσμα του «ως εαυτόν» όποιος «όταν βλέπει τόσο κοντά του να χάσκει το κενό
θέλει να το υποτάξει δίχως αναθέματα μετά και στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα»
όποιος νιώθοντας την επιλεκτική αλαλία του καθρέφτη του
δίνει μονάχος την εγγαστρίμυθη λύση του δράματός του,
είναι κάποιος άνθρωπος που του μέλλονται τόσοι θάνατοι, όσες και αναγεννήσεις.
Είναι ο ποιητής της υπέρβασης του τραύματος,
ο ποιητής της μεταστοιχείωσης της πληγής,
ο ποιητής της καθαρτήριας πάλης που – ακόμα κι όταν όλα έχουν κριθεί –
δίνεται από τον ανυπεράσπιστο εαυτό μας.
Η αλχημιστική φύση του βιβλίου λοιπόν καταλήγοντας θεωρώ πως έγκειται ακριβώς σε αυτή τη διαδικασία: της ακατάβλητης μάχης ως μεταμορφωτικής διαδικασίας και πέραν από την ήττα, όσο αδυσώπητη, όσο ανίκητη κι αν είναι.
Ιδού η ερυθρότητα, ιδού το κόκκινο, ιδού το αίμα που χύνεται για να μεταβούμε από την πρώτη ύλη μας στην πρωταρχική.
Κλείνοντας θέλω να αφιερώσω στη Ράνια ένα ποίημα του Αργύρη Χιόνη, αγαπημένου μου ποιητή.
Της το αφιερώνω σα δώρο και φυλαχτό, να τη φυλάει απ’ το κακό το μάτι και τον καλό τον λόγο και της το χαρίζω με την ευχή, το εργαστήρι της να έχει πάντα το φως αναμμένο μα κυρίως πότε πότε να λαμπαδιάζει από την καθαρτήρια φωτιά της δημιουργίας:
Η ΠΟΙΗΣΗ
J'ai pétri de la boue et j'en ai fait de l'or.
Charles Baudelaire, «Bribes»
_______
Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν' αλλού·
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος·
τ' άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο·
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.