Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/biblia/metafraseis-toi-eiripidi
Η μετάφραση και μάλιστα της ποίησης είναι ένα δυσχερέστατο έργο. Απαιτεί από τον μεταφραστή να διαθέτει σε επαρκέστατο βαθμό δύο βασικές εκ των ων ουκ άνευ μεταφραστικές αρετές: τη γνώση και τον τρόπο. Πρόκειται για έργο πολύμοχθο και «αχαριστότατον», όπως το χαρακτήριζαν οι παλαιοί λόγιοι, δεδομένου ότι κατά κανόνα δεν αποδίδει στον μεταφραστή τα εύσημα για τον μόχθο και την ευρηματικότητά του ακόμα και όταν είναι αρτιότατο το μεταφραστικό αποτέλεσμα Όταν μάλιστα ο μεταφραστής αναλαμβάνει να αποδώσει σε λόγο νεοελληνικό μια τραγωδία, έχει να ανταποκριθεί εκτός των άλλων στα πολλαπλά αιτήματα που προβάλλει το συνθετότερο από τα ποιητικά είδη:
Επιτακτική προβάλλει η ανάγκη να επιλέξει ο μεταφραστής ποιητική γλώσσα θεατρικά λειτουργική, η οποία στα διαλογικά μέρη οφείλει να διαθέτει στοιχεία προφορικότητας, οικεία στο σύγχρονο αισθητήριο, για να αποδίδει με αμεσότητα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις την ένταση, το πάθος, τον λυγμό, τον πόνο, τη φρίκη σε λόγο που να προϋποθέτει και παράλληλα να αναδεικνύει την άρρητη κίνηση του σώματος των ζωντανών χαρακτήρων του έργου.
Το άλλο βασικό χρέος του μεταφραστή της τραγωδίας συνίσταται στην ποιητική απόδοση των χορικών του πρωτοτύπου στα οποία θριαμβεύει κατά κανόνα ένας ακραιφνής λυρισμός —απόσταγμα της ποιητικής δύναμης του τραγικού ποιητή εμφορούμενος συχνά από φιλοσοφική ενατένιση της ανθρώπινης μοίρας.
Στην περίπτωση του παρουσιαζόμενου σήμερα έργου της μετάφρασης από την ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου τριών τραγωδιών του Ευριπίδη: της Μήδειας, του Ιππόλυτου
και των Τρωάδων είναι ιδανική η προϋπόθεση της συνύπαρξης δύο βασικών αρετών που απαιτεί από τον μεταφραστή η απόδοση ποιητικού έργου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και μάλιστα της τραγωδίας, του απαιτητικότερου εκ των ποιητικών ειδών. Η γνώση της κλασικής γραμματείας και γλώσσας και η ποιητική ιδιότητα προοιωνίζονται απόδοση της τραγωδίας συνοδευμένη από τον δέοντα σεβασμό προς το πρωτότυπο χωρίς εντυπωσιοθηρικές καινοτομίες, απαλλαγμένη όμως από τις καταστροφικές για την ποιητική λειτουργία εξαρτήσεις μιας κατά λέξιν σχολικού τύπου μετάφρασης.
Των μεταφράσεων προηγείται η λαμπρή εκτενής εισαγωγή —πληρέστατη και πολυπρισματική— της Ελένης Καράμπελα, επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η Ελένη Καράμπελα καταθέτει τη βαθιά γνώση της τραγωδίας μαζί με την μεγάλη αγάπη για τα λαμπρά κλασικά κείμενα, τα οποία αγγίζουν τον πυρήνα του ανθρώπινου ψυχισμού και συμβάλλουν καταλυτικά στη διαδικασία αυτογνωσίας του μέσου αναγνώστη ή θεατή όλων των εποχών και όλων των τόπων:
«Γιατί πρέπει να το πούμε καθαρά: Τα τραγικά πρόσωπα είμαστε εμείς. Η ύπαρξη του καθενός μας είναι σφραγισμένη από το ίδιο υπαρξιακό έλλειμμα, από το ίδιο υπαρξιακό σφάλμα με το οποίο έχει σφραγιστεί η ύπαρξη του τραγικού προσώπου. Εμείς είμαστε οι Οιδίποδες και οι Μήδειες, όσο και αν δεν έχουμε σκοτώσει τον πατέρα μας ή τα παιδιά μας, ούτε πρόκειται να το κάνουμε. Μας βαραίνει ωστόσο η ίδια υπαρξιακή καταδίκη με τον Οιδίποδα, να είμαστε ο μεγάλος άγνωστος του εαυτού μας, να αγνοούμε τις δυνάμεις που δρουν ερήμην μας εντός μας, που ριζώνουν στην ύλη από την οποία είμαστε πλασμένοι, στο ανέλεγκτο παρελθόν μας και στο διαρρέον παρόν μας, παράγοντας τις πράξεις μας, των οποίων την αφετηρία αγνοούμε αλλά βιώνουμε οδυνηρά αποτελέσματά τους. Είμαστε, όπως η Μήδεια, με τον ίδιο τρόπο εκτεθειμένοι στο άλγος και στην αυτοκαταστροφή, διαρκώς εξόριστοι από τον εαυτό μας, άλλοτε γιατί ο έρωτας επιβάλλει την εγκατοίκησή μας από τον άλλο και άλλοτε επειδή δεν υπάρχει λιμάνι καταφυγής στο μέγιστο άλγος και στην εκμηδένιση.»
Η Δήμητρα Χριστοδούλου προσέρχεται στον χώρο της μετάφρασης έργου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με φρόνηση και με ταπεινοσύνη, αρετές που συνοψίζονται σε δύο πολύτιμα εφόδια: Την φιλολογική της κατάρτιση και την ποιητική της ευαισθησία. Στις ιδανικές αυτές προϋποθέσεις προστίθεται και η διδακτική της πείρα. Ας μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι ονόμαζαν διδασκαλία την από σκηνής παρουσίαση ενός δράματος, δεδομένου ότι όφειλε να αναδείξει την ερμηνευτική ακτινογράφηση του έργου σε όλα τα επίπεδα, από τον συνεκτικό της υπόθεσης μύθο μέχρι την υπόγεια αναφορά στη σύγχρονη του τραγικού ποιητή εποχή, η οποία παράλληλα γίνεται κατά κανόνα φορέας διαχρονικής συνομιλίας με τον άνθρωπο και τη μοίρα του.
Η μετάφρασή της Χριστοδούλου δίνει προτεραιότητα στην κατανόηση του κειμένου από τον αναγνώστη ή τον θεατή του έργου. Είναι φανερό πως η σεμνή αντιμετώπιση του πρωτοτύπου ορθά αποκλείει από το μεταφραστικό της εγχείρημα την καθ’ υπερβολήν αξιοποίηση της θεωρίας σύμφωνα με την οποία ο μεταφραστής δικαιούται να ερμηνεύει το κείμενο ανάλογα με τις προσωπικές του αναγνωστικές εμπειρίες και την δική του πρόσληψη θεώρησης του σύγχρονου κόσμου —ερήμην συχνά του κλασικού έργου.
Για λόγους οικονομίας του χρόνου, αλλά και λόγω μιας ιδιαίτερης οικείωσής μου με την συγκεκριμένη τραγωδία, θα αντλήσω τα παραδείγματα που προκύπτουν από μια συστηματική αντιβολή της μετάφρασης με το πρωτότυπο, από την Μήδεια του Ευριπίδη, το τραγικότερο των έργων του, με σκοπό να αναδείξω το μεταφραστικό ιδεώδες της αγαπητής μας Δήμητρας το οποίο συνέχει τόσο τον Ιππόλυτο όσο και τις Τρωάδες.
Δεν θα πρέπει βέβαια στους σκοπέλους που οφείλει να αποφεύγει ο μεταφραστής να μην αναγνωρίσουμε την τεράστια και κάποτε ανυπέρβλητη δυσκολία απόδοσης της αφηγηματικής πυκνότητας που εγκιβωτίζεται στον αρχαίο ελληνικό λόγο, η οποία μόνο με διατήρηση λέξεων του πρωτοτύπου μπορεί κάπως να διασωθεί π.χ. Πώς να αποδοθεί άμεση και χωρίς περιφράσεις η διαμαρτυρία της Μήδειας στον στίχο 255 του δράματος (ἐγὼ δ᾽ ἔρημος, ἄπολις οὖσ᾽ ὑβρίζομαι) στον οποίο συνοψίζεται ο πολύπαθος βίος της ηρωίδας του έργου, ακόμα και εάν ο μεταφραστής αποφασίσει τη λεκτική αναβίωση του επιθέτου ἄπολις;
Οι στίχοι 253- 258 αποδίδονται από τη Χριστοδούλου σε ένα νηφάλιο νεοελληνικό λόγο χωρίς να υπάρχει επίταση της συμφοράς που βιώνει η Μήδεια κατά την αντιπαράθεσή της με την ευδαιμονία την οποία απολαμβάνει ο Ιάσωνας
Όμως δεν είμαστε εσύ κι εγώ το ίδιο.
Εσύ έχεις την πατρίδα σου, το πατρικό σου σπίτι,
έχεις χαρά ζωής, συντροφιά φίλων.
Εγώ όμως απὀ ξένη χώρα αρπαγμένη
αδικούμαι απὀ τον άντρα μου ἐρημη,
χωρίς πατρίδα, χωρίς να έχω μάνα
ἡ αδελφό ἡ συγγενή στον κόσμο
να βρω απὀ τέτοια συμφορά ένα καταφύγιο.
[σοὶ
μὲν γὰρ πόλις ἥδ᾽
ἐστὶ καὶ
πατρὸς δόμοι
βίου τ᾽
ὄνησις καὶ
φίλων συνουσία,
ἐγὼ
δ᾽ ἔρημος, ἄπολις οὖσ᾽ ὑβρίζομαι
πρὸς ἀνδρὸς, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ
μητέρ᾽ , οὐκ ἀδελφὸν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ᾽
ἔχουσα συμφορᾶς.]
Είναι εμφανές ότι η Χριστοδούλου αποδίδει με ηπιότητα τον λόγο του πρωτοτύπου επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να αναγνωρίσει πίσω από την φρικτή πράξη της παιδοκτονίας που θα ακολουθήσει το άλγος που ελλοχεύει και το γεννά η καταπάτηση από τον Ιάσονα των γαμήλιων όρκων και η συνείδηση της απόλυτης μοναξιάς της πρόσφυγος ηρωίδας του έργου.
Η πρώτη ετυμηγορία του Χορού των Κορινθίων γυναικών τρόπον τινά δικαιώνει —και μεταφραστικά— την οργή και το πένθος της Μήδειας με μια σαφή δήλωση συμπαράστασης:
«Δίκαια θα τον τιμωρήσεις , Μήδεια, τον άνδρα σου,
Το πένθος σου το νιώθω».
[ἐνδίκως γὰρ ἐκτίσει πόσιν,
Μήδεια. πενθεῖν δ᾽ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
Μήδεια, 267-268]
Η μεταφράστρια εδώ μετατρέπει το σχήμα λιτότητας (οὐ θαμάζω = δεν απορώ) σε μια διακριτική έκφραση συναισθηματικής συμμετοχής του Χορού: «το νιώθω». Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίρρημα ἐνδίκως επαναλαμβάνει ο Χορός των γυναικών και μετά από την περιγραφή του αποτρόπαιου τέλους της κόρης του Κρέοντα αποδεχόμενος ότι δικαίως (ἐνδίκως) πλήττει η συμφορά τον Ιάσονα.
Με το τέλος του Α΄ επεισοδίου η ομόθυμη συμπαράσταση του Χορού εκφράζεται ρητά —πάντα με τη μεταφραστική αμεσότητα της Χριστοδούλου— η με τους όρους φεμινιστικής αλληλεγγύης διακήρυξη του Ευριπίδη, που προαναγγέλλει (τι τραγική ειρωνεία!) την κάθαρση που θα επέλθει με τη αποκρουστική πράξη του φόνου και της παιδοκτονίας:
Δόλιος είναι ο τρόπος σκέψης των αντρών
και η πίστη στους θεούς χαμένη
τιμή στο γυναικείο φύλο φθάνει
δεν θα τα αγγίξει πια η συκοφαντία.
[ἀνδράσι μὲν δόλιαι βουλαί, θεῶν δ᾽
οὐκέτι πίστις ἄραρε.
τὰν δ᾽ ἐμὰν εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι
φᾶμαι.
ἔρχεται τιμὰ γυναικείῳ γένει·
οὐκέτι δυσκέλαδος φάμα γυναῖκας ἕξει.]
Η συνόψιση της δυστυχίας που επιφυλάσσεται για την εξόριστη Μήδεια και τα παιδιά της γίνεται με εκφραστική απλότητα, η οποία παρακολουθεί όμως όλες τις βαθμίδες της τραγικής έντασης:
Η δύστυχη και πού θα φύγω
διωγμένη από τη χώρα χωρίς συμπαραστάτη
μόνη κι εγώ, μόνα και τα παιδιά μου
ωραίος εξευτελισμός για σε τον νιόγαμπρο
στους πέντε δρόμους τα παιδιά σου πάμφτωχα
μαζί με τη γυναίκα που σε έσωσε
[θαυμαστὸν δέ σε
ἔχω πόσιν καὶ πιστὸν ἡ τάλαιν᾽
ἐγὼ,
εἰ
φεύξομαί γε γαῖαν ἐκβεβλημένη,
φίλων ἔρημος , ξὺν τέκνοις μόνη μόνοις,
καλόν γ'᾽
ὄνειδος τῷ
νεωστὶ νυμφίῳ,
πτωχοὺς ἀλᾶσθαι παῖδας ἥ τ᾽
ἔσωσά σε
Μήδεια, 510-515]
Ευρηματική η κατ’ αναλογίαν απόδοση της έκφρασης πτωχοὺς ἀλᾶσθαι παῖδας με τη νεοελληνική παροιμιώδη διατύπωση «στους πέντε δρόμους».
Συνολικά γίνεται χρήση μιας αστικοποιημένης νέας ελληνικής γλώσσας, οικείας και άμεσης, η οποία αποφεύγοντας μια ποιητική ιδιόλεκτο —ανεπίκαιρη ίσως σήμερα— αξιοποιεί ακόμα και εκφράσεις του καθημερινού λόγου τις οποίες μοιραία θα εξόριζε μια νεοελληνική μετάφραση της εποχής του δημοτικισμού, όπως λ.χ. η μετάφραση της Μήδειας
από την Μυρτιώτισσα.
Ανάλογη μέριμνα λαμβάνεται και κατά την απόδοση των γνωμικών στίχων στους οποίους συμπυκνώνεται η ενατένιση των ανθρωπίνων από τον από σκηνής φιλόσοφο Ευριπίδη, ενώ συχνά έχουν ως αιχμή την καταγγελία της αδιαντροπιάς, της απουσίας δηλαδή αιδούς, ατόπημα με το οποίο βαρύνεται ο επίορκος Ιάσων:
Στον άνθρωπο
Η πιο μεγάλη αρρώστια είναι η αδιαντροπιά
[ἀλλ᾽
ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων
πασῶν, ἀναίδει ·
Μήδεια 471]
Γενικώς είναι ευδιάκριτη στη μετάφραση μια αφηγηματική άνεση, η οποία ενσωματώνει πολλά στοιχεία προφορικότητας και κάνει απολύτως εύληπτο από ένα μέσο αναγνώστη ή θεατή τον τραγικό λόγο. Πρόκειται για μεταφραστική αρετή που εξαίρετα εμφαίνεται στους στίχους 1019-1080 καθώς η κορύφωση της δραματικής λειτουργίας στον δραματικό μονόλογο της Μήδειας γίνεται σταδιακά και με τις απαραίτητες συναισθηματικές παλινδρομήσεις που υπαγορεύει η αμφιθυμία της ομώνυμης του έργου ηρωίδας σε σχέση με την αποτρόπαιη πράξη του φόνου των παιδιών. Ανάλογα συναρπαστική είναι η μετάφραση της αγγελικής ρήσης η οποία παρακολουθεί το μαρτυρικό τέλος της βασιλοπούλας από τα ύπουλα δώρα, πέπλον και πλόκον χρυσήλατον και την αντίστοιχα βασανιστική πορεία του Κρέοντα προς τον θάνατο.
Παραθέτω τους καταληκτικούς στίχους του μονολόγου της Μήδειας στον οποίο έχουμε τη φυσική ενσωμάτωση της περίφημης αποφθεγματικής φράσης θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (Μήδεια 1079):
Αχ, γλυκιά αγκαλιά μου,
δερματάκι απαλό, της πνοής σας απόλαυση,
αχ νε πηγαίνετε, παιδιά μου! Δεν αντέχω
να σας κοιτάζω πια. Οι συμφορές με νικήσαν.
ξέρω καλά τι φριχτό έργο πάω να κάνω
μα είναι ο θυμός μου από τη λογική δυνατότερος,
αυτός που φέρνει στους ανθρώπους συμφορές.
Θα πρέπει να έχουμε συνεχώς κατά νου πως ο μεν Ιάσων καταγγέλλει τη Μήδεια για ζηλοτυπία στην οποία ανιχνεύει την πηγή του αχαλίνωτου πάθους της, η Μήδεια μέμφεται τον Ιάσονα για προδοσία, για έλλειψη αιδούς και καταπάτηση των όρκων. Το επιτίμιο της φόνισσας ηρωίδας του έργου έχει ηθικές συνδηλώσεις σε αντίθεση με τα όσα ο Ιάσων καταλογίζει στη Μήδεια («Δεν είσαι συ γυναίκα/ είσαι λέαινα, φύση αγριότερη και από την Τυρηννίδα Σκύλλα») τα οποία σχετίζονται με την κατά τη γνώμη του, παραδομένη στο ερωτικό πάθος και ως λέαινα επιθετική, όταν υπεισέρχεται ένα τρίτο πρόσωπο στις συζυγικές σχέσεις, γυναικεία φύση. Ακόμα και όταν το δράμα βαίνει προς την Έξοδο μετά από τα φρικτά φονικά, η αντιπαράθεση στους στίχους 1989-1392, παρά την κορύφωση του μίσους και του πάθους εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά αυτά:
ΙΑΣΩΝ
Κι εσένα η Ερινύα των παιδιών να σ’ αφανίσει
Και η Δίκη η τιμωρός του φόνου.
ΜΗΔΕΙΑ
Και ποιος θεός ή δαίμονας θ’ ακούσει
επίορκο άνθρωπο που εξαπατά τους ξένους.
Για να δικαιώσει έτσι το τέλος του έργου τα όσα εύστοχα αναφέρονται στην εισαγωγή της Ελένης Καράμπελα :
«Ἡ Μήδεια δεν είναι τραγωδία ερωτικού πάθους Ἠ ερωτικής αντιζηλίας. Δεν είναι η ζήλια που οπλίζει το χέρι της: είναι η προδοσία, το αβάσταχτο άλγος της αδικίας, οι πολλαπλές εξορίες της και η εκμηδένισή της από αυτούς που ελάχιστα όφειλαν να πράξουν κάτι τέτοιο. Ἡ να το αφήσουν να συμβεί.»
Η Δήμητρα Χριστοδούλου παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό (ευχόμαστε και στο θεατρικό) μια υπεύθυνη μεταφραστική εργασία, καρπό πολυετούς αναμέτρησής της με «της τραγωδίας τον λόγο τον λαμπρό». Η μετάφραση των τριών τραγωδιών του Ευριπίδη από μια εξαιρετική ποιήτρια, αφοσιωμένη φιλόλογο και θεραπαινίδα του θεάτρου συνιστά εκτός των άλλων μια σημαντική προσφορά στην ανανέωση της συνομιλίας με τις λαμπρές παρακαταθήκες του αρχαίου δράματος και της εν γένει ατυχώς αγνοημένης σήμερα κλασικής γραμματείας. Στον χώρο αυτό οι νέοι δημιουργοί οφείλουν να προσέλθουν για να παρακολουθήσουν το μέγιστον μάθημα.