Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/biblia/to-iperwo-tis-yparksis
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Κατραούρα (γεν. 1999) Τρέμω στο υπερώο (2024) αναφέρεται στον τρόμο του ύψους ή τον τρόμο μπροστά σε κάτι μεγάλο ή υψηλό. (Υπερώο, σύμφωνα με το διαδικτυακό λεξικό, είναι ο εσωτερικός εξώστης, το δωμάτιο κάτω από την στέγη του σπιτιού ή και το επάνω μέρος του στόματος, η υπερώα). Στοιχεία της ρομαντικής κοσμοθεωρίας παρεισφρέουν με αυτόν τον τρόπο στην ποίηση, καθώς τα θέματα του ονείρου, του τρόμου, του θανάτου θεωρούνται κυρίως ρομαντικά. Το υποκείμενο σκοπεύει να ξετυλίξει «μια μικρή ιστορία» που μπορεί όμως να αποδειχθεί μια «ανάμνηση μακάβρια» (σ.7). Το τρίτο βιβλίο του ποιητή μετά τις συλλογές Οι τρίτοι Σιδώνιοι (2018) και Τα κόκαλα της γλώσσας (2021) αναπλάθει με μαεστρία το παραμύθι της ζωής και την αμφιθυμία του νέου ανθρώπου μπροστά στο ξεκίνημα.
Σκοπός της ποιητικής αφήγησης είναι η μετάδοση εμπειρίας που προέρχεται από το σκοτεινό παρελθόν του υποκειμένου. (Αυτή βασίζεται στην εναλλαγή δύο φωνών, σε α’ και β΄ ενικό πρόσωπο, αλλά συμπεριλαμβάνονται και τα υπόλοιπα). Το τραύμα του ποιητή θα μπορούσε να εξομαλυνθεί, με ορισμένες προϋποθέσεις, τη θυσία πχ. στα θεμέλια του οίκου. Το υποκείμενο προβάλλει άμεσες ερωτήσεις «ποιος εμένα θα δικάσει» ή «ποιος θα με καλέσει πίσω» (σ. 10) επαναλαμβάνοντας τον Κ. Καρυωτάκη και την Έμιλι Ντίκινσον αντίστοιχα. Στην αφήγηση συμμετέχουν πρόδρομοι ποιητές – ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Βύρων Λεοντάρης, η Ζέφη Δαράκη, η Αλόη Σιδέρη, η Μαρία Λαϊνά, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα καθώς και η Έμιλι Ντίκινσον και ο Σάντρο Πένα. Ο νεότερος ωστόσο πρέπει να υπερκεράσει τον δικό τους λόγο – και στην πορεία αποδεικνύεται ότι τα καταφέρνει.
Βασικό θέμα είναι το σώμα σε όλες τις εκδοχές του – αλλότριο, ξένο, νεκρό, μια πληγή. Σχετική είναι η διατύπωση του Σεφέρη ότι ο ποιητής έχει ένα θέμα, το ζωντανό σώμα του. Στέγη του είναι το σπίτι, που μεταφέρει το βάρος του μυστηρίου της ύπαρξης. Σύμφωνα με την Αλόη Σιδέρη, «το παν είναι ζήτημα επιλογής συμβόλων».[1] Το σπίτι και ειδικά το υπερώο για τον ποιητή είναι σημείο αμφιλεγόμενο: «το υπεράνω του αέρα των ενοίκων/κι εγώ να τρέμω/τρέμω και σείομαι συθέμελα, κατάστηθα/στο Υπερώο» (σ. 8). Πρόκειται για ένα σημείο όπου βρίσκεται κάποιος εκτεθειμένος σε κοινή θέα και κινδυνεύει με αποκάλυψη των μυστικών του. Δύσκολα όμως μπορεί να τηρηθεί μυστικότητα, αφού τα πάντα βρίσκονται στη διάθεση των λέξεων. Όλα κρύβονται πίσω από λέξεις. Το ζήτημα αυτό απασχολεί τον Κατραούρα στη συλλογή Τα κόκαλα της γλώσσας. Και στην παρούσα συλλογή διαπιστώνει ότι
Όταν στις παλάμες μου
στοιβάζονται μέρες και νύχτες
της λέξης η θάλασσα
αυτή αρκεί
για να με πνίξει
(σ. 18)
Οι λέξεις επομένως είναι εκείνες που μεταφέρουν το βάρος του Λόγου. Χώρος, χρόνος, αισθήσεις αποτελούν διαστάσεις που ενοποιούνται. Οι εικόνες καταλήγουν να γίνουν λέξεις, σύμφωνα με τις συμβουλές «εις εαυτόν»: «Να πολεμάς/πίσω από σημάδια/πίσω από λέξεις/γιατί μάλλον είσαι εσύ/ο νικητής» (σ. 17). Οι λέξεις περιγράφουν και τα εσωτερικά τοπία. Προβάλλονται ονειρικά τοπία, ταυτόσημα με τον εφιάλτη, όπου καραδοκεί το τρομερό το οποίο δεν προσδιορίζεται. Σε αυτά παρεμβάλλεται η σκιά του Καρυωτάκη και η αυτοχειρία του. Σύμφωνα με τον Κατραούρα,
Πέρα απ’ τις λέξεις, η δική μου σκιά
δεν βρίσκει άλλον δρόμο
(σ. 26)
Η ρομαντική εκδοχή της ζωής αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως αντίπαλο και εχθρό. Το υποκείμενο αναγκαστικά διχάζεται ανάμεσα στο όνειρο και τον θυμό του. Ο λόγος φέρνει τον αντίλογο και αναπτύσσεται η ποιητική ρητορική. Ερωτήσεις, μονόλογοι, διάλογοι, έντονες αρνήσεις, επαναλήψεις διεξάγονται ανάμεσα στον ποιητή και το alter ego του. Το σώμα διεκδικεί τα δικαιώματά του σχετικά με τη στοργή που δικαιούται και επικαλείται την «μπλε indigo» της ηλικίας. Ακούγεται έντονα η φωνή του υποκειμένου που δηλώνει «αποποιούμαι» το βάρος της ύπαρξης. Σκοπός είναι η διεκδίκηση των πρωτείων του λόγου
με κάθε κόστος. Καταφύγιο πάντως παραμένει η παιδική ηλικία.
[…] μόνο τα παιδικά μας χρόνια
σκίσανε τα τοιχώματα του μυαλού
με τρέλα για να βρουν
το φίδι του Λόγου
εξαγνισμένα.
(σ. 36)
Η φωτεινή πλευρά του κόσμου περικλείει τον κήπο, το παρθένο δάσος, τη θάλασσα. Εκεί βρίσκεται το καταφύγιο της ομορφιάς. Εξίσου ορατή είναι όμως και η άλλη πραγματικότητα: «όλοι κατοικούν στο παρόν/περισσότερο οι πεθαμένοι» (σ. 28). Ο θάνατος αποτελεί μια αναμενόμενη κατάσταση, εναλλακτική της ζωής. Υπάρχει άλλωστε η δυνατότητα της αιώνιας επιστροφής, όταν οι αγαπημένοι νεκροί κατά τον Χάρολντ Μπλουμ,[2] δηλαδή οι πρόδρομοι ποιητές, επιστρέφουν. Στη συλλογή είναι ορατή η παρουσία τους. Διακρίνεται η σφραγίδα της Μαρίας Λαϊνά στη θεματογραφία: έρωτας/ομορφιά/θάμβος/θάνατος/σώμα/χώμα/γέλιο/λύπη) αλλά και στον λόγο. Χαρακτηριστικός είναι ο σύντομος στίχος, το επιγραμματικό ύφος, ο οικείος και προσιτός τόνος. Η συλλογή μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αφιερωμένη – όχι τόσο στη μνήμη της – όσο στη ζωντανή της παρουσία στην ελληνική ποίηση. Πρόκειται για μια ανεπίδοτη επιστολή – δείγμα αγάπης από τον νεότερο ποιητή και συνάμα μια εξομολόγηση.
Ο χρόνος και η κοινή του μοίρα
μας έφερε κοντά τόσο κοντά
που τα πρόσωπά μας έμειναν
στον κήπο […]
(σ. 21)
Ακούγεται ταυτόχρονα ένας διάλογος-μονόλογος:
«Να ‘μαι», μου λέει
«τι σου συμβαίνει, τι πας να σβήσεις έτσι;»
Κι ύστερα
«είμαι εδώ, θα σε προσέχω»
(σ.23)
Ο χώρος βάζει εμπόδια ανάμεσα στους δύο ποιητές. Παρεμβάλλεται το βάθος, οι τοίχοι, οι πόρτες του δωματίου. Η ποίηση συνιστά εγκλεισμό.[3] Στον κλειστό χώρο δύσκολα θα βγει «απ’ το σκοτάδι του ο Λόγος/να πει θυμάμαι» (σ. 44). Η ενότητα ωστόσο του χωροχρόνου δημιουργεί ένα διαρκές παρόν. Εκεί όλα συμβαίνουν ανάποδα. Η ύλη αντιστρέφεται σε μια περιδίνηση, καθώς ο ουρανός κατέβηκε «και ρούφηξε τα πρόσωπά μας». Η αντιμεταχώρηση γης και ουρανού αποκαλύπτει την «Άλλη μεριά» (σ. 46), όπου συντελούνται τα θαύματα:
σπασμένες να βγάζουν
οι χορδές της κιθάρας
τον ήχο που θέλεις
και το πιάνο, χωρίς δάχτυλα
να παίζει
(σ. 29)
Πρόκειται για τη φωνή του Καρυωτάκη («Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες») και μέσω αυτού, του Λεοντάρη. Ο Κατραούρας επιδιώκει τον διάλογο και με τον τελευταίο, αλλά αργότερα, όταν «έχει τελειώσει/της ποίησης το παραμύθι» (σ. 14). Ο Καρυωτάκης είναι ιδανικός συνομιλητής: «Σ’ εμένα εμπιστεύτηκε τα μυστικά σφυρίγματα/ πριν τινάξει τα μυαλά του, πολύ πριν περάσει και πάρει/ τις ανάσες της σκέψης μου» (σ. 32), ομολογεί ο νεότερος ποιητής. Τα λόγια των ποιητών θα έρθουν αντιμέτωπα με τον χρόνο, «θα γυρίσουν στη σιγή και/θα ταφούν» (σ. 33). Πέρα από τον λόγο υπάρχει ένα ευρύτερο πεδίο, εκείνο της ύπαρξης. Είναι ο τόπος όπου συντελείται η αιώνια επιστροφή. Η κληρονομιά του λόγου αποτελεί βάρος αλλά και τη μόνη δυνατή παρακαταθήκη.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου («Μόνο ευχές») περιστρέφεται γύρω από μια ισχυρή επιθυμία. «Το αντικείμενο του πόθου είναι ο ορισμός της ερωτικής επιθυμίας».[4] Εκεί κατοικεί η αχειροποίητη γυναίκα, πιθανόν η Δάμαρις ή μια «νοστιμούλα» με το όνομα Ροζίνα (σ. 49). Εκεί ανήκουν «η φωτιά και οι κρυμμένοι ψίθυροι της νύχτας» (σ. 50). Η γλώσσα άλλωστε «νανουρίζει/Αυτόν τον έρωτα τον περίεργο» (σ. 53). Η γλώσσα αποτελείται από λέξεις που αρθρώνονται στην υπερώα του στόματος. Η ερωτική ιστορία περιστρέφεται γύρω από το λευκό χρώμα της αγνότητας και το κόκκινο του αίματος. Κάποτε όμως ο έρωτας είναι «κατακίτρινος/πασαλειμμένος στο χρώμα» (σ. 55) και τη ζήλια. Πίσω από τις λέξεις βρίσκεται το αγαπημένο φάντασμα που περιπλανιέται.
άγρια προσφέρουν τις νύχτες τους
λινά φορέματα
ψηλώνουν τη ζωή σου
(σ. 59)
Η αιώνια επιστροφή οδηγεί στην «Απόληξη», σε «μία πόρτα που δεν άνοιγε/για χρόνια/αλλά στο τέλος άνοιξε» (σ. 60). Η πόρτα της ποίησης ανοίγει με αργή κίνηση. Ο Κατραούρας επιτυγχάνει να αφομοιώσει δημιουργικά το έργο των πρόδρομων ποιητών και να διαμορφώσει τη δική του φωνή. Σκοπός του είναι να παρουσιάσει την ύπαρξη ως μια περιπέτεια: «Λέξεις ή σχήματα μετακινούμενα/με χαρακιές και σκαμμένα/τα πρόσωπά τους εγώ/δεν τα πείραξα» (σ. 51). Ο δρόμος του τον οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό των λέξεων, με τρόπο ώστε «ο βόμβος της πράξης να μένει/ας φωτίζει το τίποτα» (σ. 51). Ο ποιητής παρακολουθεί προσηλωμένος την φαντασμαγορία του κόσμου.
1.
George Le Nonce, «Αλόη Σιδέρη, Ανάμεσα στο μακριά και το πιο μακριά», περ. Ο αναγνώστης (www.oanagnostis.gr)
2.
Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση. Μετάφραση Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα 1989
3.
Βύρων Λεοντάρης, Καβάφης ο έγκλειστος. Δύο δοκίμια υπεράσπισης του ποιητή απέναντι στην ποίηση, Έρασμος 1997
4. Ό.π, σημ. 1
4. Ό.π., σημ. 1