Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/diereynhseis/i-rigor-mortis-tis-patriarkhias-sto-odighise-to-aletri-soi-pano-apo-ta-osta-ton-nektwn-tis-olghas-tokartsoik
Λες να τη γλιτώσει;
Μπα… Μπορεί...
Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
Δεν έχω καμία συμπάθεια για τους κυνηγούς. Βρίσκω το χόμπι τους παράλογο και βάναυσο. Το ανέμελο πέταγμα καταλήγει σ’ ένα μάτσο τίποτα με τη σιδερένια πτώση –κι αυτή τη θεωρώ την πιο αφυδατωμένη εκδοχή αυτού που λέμε κυνήγι. Υπάρχει το τρεχαλητό, το κρύψιμο σε λαγούμια, οι σιδερένιες παγίδες, τα δηλητήρια, οι αυτοσχέδιες κρεμάλες, ο δυναμίτης που πετάνε στις φωλιές και ακούγεται το φονικό μια και έξω, οι φωτογραφίες της γιορτής, ένας- ένας ή κι όλοι μαζί με τ’ αραδιασμένα πτώματα κάτω από τα χαμόγελα. Ο λόγος τους ανώριμος. Η πλήξη τους πανταχού παρούσα. Ο ήχος της καραμπίνας ένα μίγμα από μηδέν. Μία εκλογικευμένη καταστροφή που παρουσιάζεται υπό το πρόσχημα ενός «ευγενούς σκοπού», με την ανθρωπολογία να το έχει αναγάγει ως το κύριο εργαλείο επίτευξης πολιτισμού, χωρίς το κυνήγι, μας λένε, δεν θα ήμασταν πολύ μακριά από τον πίθηκο. Η μυθολογία γύρω από το κυνήγι είναι τόσο ανεξίτηλη, όσο και η αρσενική βία.[1]
Γι’ αυτό και ομολογώ ότι διάβασα το βιβλίο της Olga Tokarzcuk Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών με μία ένοχη απόλαυση. Όσο το διάβαζα είχα στο νου μου εικόνες από φωτογραφίες των κυνηγών. Είχα στην άκρη του μυαλού μου το ψιθυριστό, συνωμοτικό και παράνομο «φάε, είναι ζαρκάδι» που άκουσα τον Χειμώνα του ’18 στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου προσκεκλημένη από έναν ντόπιο – αυτή τη ντροπιασμένη απορία αν άραγε πάνω στο τραπεζάκι τα κομμάτια ζαρκαδιού ήταν κομμάτια από το θηλυκό έγκυο ζαρκάδι που είχα μάθει ότι είχαν σκοτώσει λίγο καιρό πριν οι κυνηγοί της περιοχής.
Αν τα ζώα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη φονική πλήξη του κυνηγού, τότε ποιος μπορεί να τους σταματήσει; Τα Ζώα, μας απαντάει η Tokarzcuk. Τα Ζώα με τη μορφή της ανορθόδοξης Duszejko, μία μορφή που για τους ανορθόδοξους αυτής της κοινωνίας είναι μία κατευναστική μορφή, ένας γοητευτικός χαρακτήρας, μέχρι κι ένα όνειρο ζωής, ενώ για τους κανονικοποιημένους, τους κομφορμιστές και κυρίως την τοπική εξουσία είναι μία ενοχλητική παρουσία, που επιτρέπει στη συγγραφέα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του οικοφεμινιστικού ακτιβισμού από τη μία και να επαυξήσει, από την άλλη την ηθική ανησυχία που προκαλεί στον αναγνώστη. Μέσα από την ιστορία αυτή, η οποία έχει δομηθεί ολόκληρη πάνω στην ασάφεια, η Tokarzcuk κλείνει το μάτι και στις δύο πλευρές των αναγνωστών.
Στο βιβλίο της Tokarzcuk Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών, η λογική φαίνεται να έχει αποσαρθρωθεί λεπτοδουλεμένα· είναι ένας τρόπος να τη ξεχνάει διαρκώς ο αναγνώστης, όπως ξεχνάει την αποσάθρωση του δυτικού πολιτισμού και του δυτικού πνεύματος. Οι άνθρωποι δεν γίνονται αντιληπτοί ως λογικοί παράγοντες, ενώ τα ζώα περιδιαβαίνουν την ιστορία ως αρμογές. Πολλά σημεία της ιστορίας μοιάζουν να συνομιλούν απευθείας με την οικοφεμινιστική φιλοσοφία της Martha C. Nussbaum, η οποία αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι του έργου της για να μιλήσει όχι μόνο για τα δικαιώματα των ζώων στη ζωή, αλλά και για τη σωματική και συναισθηματική τους υγεία και τη σημασία του ασφαλούς περιβάλλοντος· το να είσαι ζώο δεν [θα ‘πρεπε να] σημαίνει ότι θα αφανιστείς. Με αυτό το θυμικό η Duszejko αφοσιώνεται στη ζωή και στέκεται ψυχή και σώμα αντίθετη σε ιδέες και πρακτικές ανθρώπινης παρέμβασης σε ενδιαιτήματα ζώων, κατανάλωσης κρέατος, σκληρότητας προς τα ζώα για ανθρώπινο κέρδος.
Όσο πιο αραιοκατοικημένος είναι ο χώρος, τόσο πιο εύκολα σπάνε τα σύνορα ανάμεσα στο έννομο και τη φρίκη. Η εγγύτητα με την άγρια ζωή φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με τους φυσικούς κύκλους των εποχών, της ζωής και του θανάτου· κυκλικές διαδρομές από τον χειμώνα προς το καλοκαίρι και προς τον χειμώνα ξανά, έτσι και το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών είναι μία ιστορία κυκλωτική. Αυτό που ανατέμνει τον κύκλο είναι το δάσος. Και μέσα από το δάσος φανταζόμαστε να βγαίνουν κυνηγοί με πτώματα στα χέρια. Το δάσος μας παρουσιάζεται ως το όριο.[2]
Σ’ όλο το βιβλίο υπάρχουν διάχυτα σύνορα· ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο, άνδρα και γυναίκα, γεγονότα και μυθοπλασίες, ιστορία και μύθο, όνειρα και πραγματικότητα, ακόμα και ανάμεσα στα έθνη και τους λαούς. Η Duszejko επιμένει να ορίζει το περιβάλλον με το να αρνείται να αποκαλεί τους ανθρώπους με το κανονικό τους όνομα (εκτός από τον Boros τον εντομολόγο, τον οποίο πλησιάζει με δέος και περιέργεια μιας και γνωρίζει, αλλά κυρίως σέβεται, τον κόσμο των εντόμων)· δημιουργεί παρατσούκλια και ξαναγράφει έτσι τον κόσμο, σύμφωνα με τη δική της υποκειμενική και συναισθηματική εμπειρία.
Στο βιβλίο της Tokarzcuk ισχυροί άνδρες σκοτώνονται διαδοχικά. Σκοτώνεται το αρχετυπικό αρσενικό –ο άντρας εκτός νόμου, ο άντρας που ορίζει πότε θα εφαρμόζονται οι νόμοι και πότε όχι, ο μοναχικός, ο επικίνδυνος, αυτός που στήνει παγάνες όπου βρει κι όπου σταθεί. Σκοτώνεται ο άνδρας της βίας. Ο κυνηγός. Στην αρχή χάνει τη ζωή του η αρσενική καρδιά της βίας –ο μοναχικός, αντικοινωνικός, περιθωριακός και χρήσιμος άνδρας. Στο ένα χέρι η ζωοκτονία στο άλλο η παραχάραξη. Η Φύση παίρνει το πρώτο της μεταφυσικό διαζύγιο με τον Άνδρα και δεν είναι καθόλου κοινή συναινέσει.
«Ίσως να τον είχε εγκαταλείψει η μητέρα του και να ήταν δυστυχισμένος σε όλη τη θλιβερή ζωή του. Η μακροχρόνια δυστυχία είναι για τον Άνθρωπο πιο εκφυλιστική κι από θανάσιμη ασθένεια. Ποτέ δεν είδα στο σπίτι του επισκέπτες, δεν εμφανίζονταν συγγενείς ούτε φίλοι. Ούτε οι μανιταράδες σταματούσαν μπροστά στο σπίτι του για να κουβεντιάσουν. Ο κόσμος τον φοβόταν και τον αντιπαθούσε. Φαίνεται πως είχε επαφές μόνο με τους κυνηγούς, κι αυτές σπάνιες. […] θύμιζε αρπακτικό που ζει μόνο για να σπέρνει τον θάνατο και να μοιράζει πόνο».[3]
Αμέσως μετά, σκοτώνονται με τη σειρά οι θεσμοί του φαύλου συστήματος, οι στύλοι της πατριαρχίας ―Καπιταλισμός, Αστυνομία, Κυβέρνηση, Εκκλησία: ο αλεπουδέμπορος-καπιταλισμός συνδέεται με τη μαφία, την κακοποίηση γυναικών και ζώων, χαϊδεύει μοναχά το ατομικό κέρδος, πατάει επί πτωμάτων για να κυριαρχήσει οικονομικά και αρσενικά στην περιοχή. Η Αστυνομία η οποία έχει θεμελιωθεί πάνω στο βρώμικο, παράνομο κέρδος, μεταμορφώνοντας τα όργανά της σε νταήδες, και φασιστοσυμμορίτες, με τους πιο μετριοπαθείς απλώς να περιφρονούν και να αδιαφορούν. Είναι αυτό το σπάραγμα και το θλιμμένο κούνημα του κεφαλιού που μας προκαλεί με μία της γρήγορη και απλή σκηνή η Tokarzcuk: –Θα καλέσω την Αστυνομία – Εμείς είμαστε η Αστυνομία. Ο Πρόεδρος που από «την πρώιμη νεότητα συμμετείχε σε κάποιο συμβούλιο: μαθητικό συμβούλιο, των Προσκόπων στην Υπηρεσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας, Δημοτικό Συμβούλιο, της Εταιρείας Λατομείων, και σε κάθε είδους εποπτικά συμβούλια»[4] είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τις δουλειές του Κράτους, που αρέσκεται στο να κλείνει τα μάτια στις παρανομίες και να ανοίγει διάπλατα το στόμα στο αλκοόλ και τις γιορτινές πίτες ―το στόμα της κατανάλωσης, που θα γεμίσει από έντομα. Και ο Επίσκοπος που λατρεύει τον Άγιο Ουμπέρτο τον φύλακα-άγιο των κυνηγών, όντας και ο ίδιος κυνηγός, με μία φαινομενική ειρωνεία καίγεται μέσα στην εκκλησία του, με την Εκκλησία να καίγεται κυριολεκτικά και συμβολικά, όπως έκαψε στην πυρά πολλούς περιθωριακούς, πολλές γυναίκες, πολλά ζώα.
Όλοι αυτοί έχουν ως κοινό παρανομαστή το ένα τέταρτο του ζώου, το σκούρο αίμα, τα τσιγκέλια έξω από το σπίτι, τις φωτογραφίες στο κυνήγι, με λίγα λόγια: είναι άνδρες οπλοφορούντες.
Η ζωή στην επαρχία και η εγγύτητα με τη φύση, αντί να βγάζει τα πιο αμόλυντα και απλά συναισθήματα και συμπεριφορές (μία απλή λειτουργία ζωής και θανάτου, όπως ξημερώνει και νυχτώνει, όπως λιώνει ο πάγος του χειμώνα), γίνεται η γεωγραφία των στερεοτύπων, οι ανδρικές αξίες κυριαρχούν, οι θηλυκές αρχές απαξιώνονται, τεντώνονται περισσότερο οι διαφορές, οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζούνε στο χάσμα, που στο βιβλίο παίρνει τη μορφή του οροπεδίου. Πρόκειται για την επαρχία όπου καλλιεργούνται τα πιο δυστυχισμένα και σκοτεινά χαρακτηριστικά της κοινωνίας των ανθρώπων, όπου ο άνθρωπος –και κυρίως το ζώο– εγκαθίσταται σε έναν τόπο φόβου και φονικού. Κι όμως, ο φυσικός κόσμος θα ‘πρεπε να μας βγάζει από τον μικρόκοσμό μας –θα ‘πρεπε να εκθέτει τον μικρόκοσμό μας ως έναν τεχνητό, αφυδατωμένο και αφιλόξενο κόσμο. Εξού και στην αρχή πίστεψα, έπειτα θέλησα και στο τέλος ακολούθησα τη διφορούμενη στάση που κρατάει η συγγραφέας σε όλο το βιβλίο για την ευθεία μάχη μεταξύ του φυσικού κόσμου και του ψυχοπαθητικού κόσμου των ανθρώπων.
Η Olga Tokarzcuk χρησιμοποιεί το εύπεπτο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας μυστηρίου, για να θέσει ενώπιόν μας έναν βαθύ προβληματισμό για το πιο πιεστικό υπαρξιακό ερώτημα που αφορά τη μελλοντική μας συμβίωση και επιβίωση σ’ αυτόν τον κόσμο: τι συνιστά μια ηθικά υγιή και περιβαλλοντικά[5] βιώσιμη κοινωνία; Τι ακριβώς είναι ο άνθρωπος;
Η Tokarzcuk απαντάει δημιουργώντας έναν ανορθόδοξο αλλά τόσο ειλικρινή και γεμάτο ενσυναίσθηση γυναικείο χαρακτήρα. Έναν άνθρωπο που καταλαβαίνει και [ανα]γνωρίζει τον Κόσμο. Γίνεται Λύκος για να αποκαταστήσει την τάξη και να απονείμει δικαιοσύνη, όπως ο φυσικός λύκος αποκαθιστά το οικοσύστημα και το «συγυρίζει». Διεξάγει και
έναν αόρατο πόλεμο, εκτός από τον ορατό ανοιχτό πόλεμο με τις αρχές και την εξουσία, ενάντια στα βαρέων βαρών αρσενικά που διαπράττουν εγκλήματα κατά του φυσικού κόσμου και το κάνουν εν γνώσει όλης της περιοχής.
Η Tokarzcuk επιλέγει ως κεντρικό χαρακτήρα μία ηλικιωμένη γυναίκα που αγαπάει και μιλάει στα ζώα και πιστεύει στην αστρολογία· παίζει τρόπον τινά με το στερεότυπο που έχει ο μέσος άνθρωπος για την αλλοπρόσαλλη γυναίκα χωρίς παιδιά, μία φιγούρα που η κατεστημένη σκέψη έμαθε τους ανθρώπους να μην λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.
«Αυτό που με προβληματίζει είναι» συνέχισε «γιατί οι ηλικιωμένες γυναίκες… οι γυναίκες της ηλικίας σας ασχολούνται τόσο με τα ζώα. Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι τους οποίους θα μπορούσαν να φροντίζουν; Και συμβαίνει αυτό γιατί τα παιδιά τους μεγάλωσαν και δεν έχουν κανέναν για να ασχοληθούν μαζί του; Ένστικτο τις σπρώχνει προς τα εκεί, γιατί οι γυναίκες έχουν το ένστικτο της φροντίδας, σωστά;» […] «Η γιαγιά μου, για παράδειγμα» συνέχισε» «…έχει εφτά γάτες στο σπίτι κι επιπλέον ταΐζει όλες τις γάτες της γειτονιάς.[…]»[6]
«Είστε τόσο καλή. Παίρνετε τα πάντα πολύ προσωπικά. Αλλά μάλλον δε φαντάζεστε ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε την υλοτόμηση εξαιτίας ενός σκαθαριού στους κορμούς των δέντρων; […]»
Ξαφνικά εξατμίστηκε από μέσα μου όλη η ενέργεια. Δε με έπαιρνε στα σοβαρά. Αν ήμουν ο Μπόρος ή το Μαύρο Παλτό, τότε μπορεί να με άκουγε, να έψαχνε επιχειρήματα, να συζητούσε. Όμως εγώ ήμουν γι’ αυτόν μια ηλικιωμένη γυναίκα, εντελώς ιδιόρρυθμη μέσα σ’ αυτή την ερημιά. Άχρηστη και ασήμαντη. […][7]
Μέσα από την οπτική της Duszejko μπορούμε να δούμε την αφάνταστη σκληρότητα του κόσμου, την ωμή και ακούραστη βία, τη ζωοκτονία ως δολοφονία, τον παραλογισμό ως λελογισμένο, τα κατεστραμμένα σώματα και μυαλά από το αλκοόλ, την περιφρόνηση, την κατάχρηση, την καταστροφή της φύσης, με λίγα λόγια τα χνώτα της πατριαρχίας.
Γιατί παρά τις εκκεντρικές της πεποιθήσεις (άραγε τι είναι φυσιολογικό;), την ανορθόδοξη συμπεριφορά και τις εγκληματικές της ενέργειες, η Duszejko δεν μεταχειρίζεται ως ασταθής χαρακτήρας, αλλά ως ένας ισχυρός γυναικείος χαρακτήρας με λυτρωτικές ιδιότητες, που μόνο αυτή θα τα βάλει με τους καταχραστές πατριάρχες και τους απατεώνες κερδοσκόπους καπιταλιστές που λυμαίνονται καθετί φυσικό ελαφρά τη καρδία.[8]
Η Tokarzcuk μας καλεί λοιπόν να ακολουθήσουμε την ευαισθησία της Duszejko προς τα έμψυχα και άψυχα όντα που βρίσκεται ανάμεσά τους (κι όχι που την περιβάλλουν). Να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τα όρια της ανθρωπινότητας και να υιοθετήσουμε μία πολύ πιο ευρεία και περιεκτική έποψη. Η Duszejko ενσαρκώνει μία στενή διασύνδεση μεταξύ όλων των αισθανόμενων όντων, παρέχοντάς της τη σωματική και πνευματική κατανόηση που κάνει τις διαφορές μεταξύ των ειδών ασήμαντες. Βλέπει τον κόσμο με όρους σχέσεων, συνδέσεων, μέσα από την αδιάκοπη επιρ-ροή που έχουν τα είδη το ένα στο άλλο (πετώντας την τροφική αλυσίδα στο καλάθι των αχρήστων), πλησιάζοντας στον ζωτικό υλισμό (vital materialism) της Karen Barad και πιο συγκεκριμένα στις ενδο-δραστικές σχέσεις: αν μέσα από τη θεωρία του Niels Bohr μάθαμε ότι ο κόσμος είναι κατασκευασμένος από σχέσεις κι όχι από πράγματα (δεν υπάρχουν πράγματα αυτά καθαυτά), τότε μέσα από τη θεωρία της Karen Barad οι ενδο-δράσεις – οι ενδο-ενέργειες είναι ανταλλαγές, επιρροές, σχέσεις που δεν εμπλέκονται και δεν εξαντλούνται στο ανθρώπινο μόνο, αλλά εμπλέκουν και το μη-ανθρώπινο (φύση-ζώα-αντικείμενα). Θυμίζει το παιδικό παιχνίδι «όνομα-ζώο-πράγμα», μόνο που η Barad βάζει τον άνθρωπο μέσα στο παιχνίδι, με το παιχνίδι να τον τοποθετεί και στο όνομα και στο ζώο και στο πράγμα. Υπάρχει η ψυχή, αλλά δεν σημαίνει ότι βρίσκεται κάπου μέσα ή κάπου έξω. Υπάρχει και είναι μ α ζ ί με τον Κόσμο και θέλω να πιστεύω μαζί με εμάς, τους ανθρώπους.[9] Υπάρχουν λοιπόν ενδο-δράσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα και μη-ανθρώπινα όντα που είναι επιτελεστικές και με αυτενέργεια (agency).[10] Η Donna Haraway τις αποκαλεί μεταδοτικές οικολογίες: ένας κόσμος που προκύπτει από μία συμ-ποίηση. Η οικολογία είναι μία πρακτική της αφήγησης. «Ο σκοπός μου είναι να φτιάξω συγγενείς» μας λέει η Haraway κι εννοεί κάτι περισσότερο και διάφορο από οντότητες που έχουν δεσμούς μέσω της καταγωγής ή της γενεαλογίας.[11]
Τα παραπάνω θα μπορούσαν ίσως να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα: μπορεί ένα σώμα να έχει μόνο μία ιστορία; Μπορεί ο άνθρωπος να περιμένει να μην τον επηρεάζει η συν-ύπαρξη με τις καραμπίνες, με το γδάρσιμο, με τα πτώματα, με τη σιωπηλή άνοιξη, με τα καμένα καλοκαίρια, με το όλο λιγότερο δάσος, με τον καπιταλισμό, με τα χνώτα της πατριαρχίας; Ο υλικός κόσμος είναι γεμάτος απίθανα φαινόμενα, μυστηριώδεις συνδέσεις και βαθιά νοήματα που περιμένουν να αποκαλυφθούν από μία [ευαίσθητη] ψυχή. Η Tokarzcuk μας εισάγει σ’ ένα περαιτέρω «κάτι» ― πέρα από το ανδρώπινο[12] γίγνεσθαι στην οικολογία του μετανθρώπου: αυτόν της υπέρβασης του ιερού. Το πνεύμα είναι συντονισμένο στις συχνότητες των κραδασμών, αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, σκέπτεται ότι έρχεται και ο χρόνος που ένα σπίτι πρέπει να αφεθεί στην ησυχία του, γιατί το «βλέπει», όπως βλέπει τα λουλούδια, τις νυχτερίδες ως επιρ-ροές του κόσμου.
«Καθόμασταν στον κήπο, κάτω από τη γέρικη μηλιά η οποία είχε κιόλας δέσει καρπό. Ο κήπος ευωδίαζε και θρόιζε. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, και κάθε παύση ανάμεσα στις εκφερόμενες προτάσεις μού φαινόταν ατελείωτη. Ένα βάραθρο χρόνου απλώθηκε μπροστά μας. Συζητούσαμε επί αιώνες, συνεχώς λέγαμε τα ίδια και τα ίδια, μια από το ένα, μια από το άλλο στόμα, και κανείς δε θυμόταν ότι το επιχείρημα το οποίο αντέκρουε ήταν εκείνο που νωρίτερα υποστήριζε. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία αντίκρουση· κάναμε διάλογο, έναν τριμερή διάλογο, σαν τρεις πανίδες, ένα άλλο ανθρώπινο είδος, μισό Άνθρωπος μισό Ζώο. Αντιλήφθηκα ότι υπάρχουν πολλοί σαν κι εμάς στον κήπο και στο δάσος, έχουμε πρόσωπο καλυμμένο με τρίχωμα. Παράξενα τέρατα. Και στο δέντρο έχουν μαζευτεί οι Νυχτερίδες μας και τραγουδούν. Οι ψιλούτσικες, παλλόμενες φωνές τους ταρακουνούν τα μικροσκοπικά μόρια ομίχλης, κι έτσι η Νύχτα γύρω μας αρχίζει να κουδουνίζει σιγανά, καλώντας όλα τα Πλάσματα σε νυχτερινή τελετή.»[13]
«Στο χώμα ακριβώς πλάι στον δρόμο είδα μαργαρίτες με τα μικροσκοπικά προσωπάκια τους. Ποτέ δεν κατάφερα να αντισταθώ στην ιδέα ότι σιωπηλές παρακολουθούν όποιον περνάει και μας αξιολογούν πολύ αυστηρά. Ένας στρατός από λουλουδανθρωπάκια.»[14]
Τα άτομα μπορούν να δημιουργήσουν συγγενείς, να ακολουθούν όποιον αισθάνονται πως σχετίζονται μαζί του ουσιαστικά, να επιλέγουν το παρελθόν τους και το μέλλον τους, να συμφωνούν συμ-ποιητικά. Παρόλα αυτά, επιλέγουν να υποφέρουν από έλλειψη ειρήνης. Το απόθεμα φρίκης είναι τεράστιο. Οι μυστηριώδεις θάνατοι στην ιστορία της Tokarzcuk, που μέσα από την ενσώματη όραση της πρωταγωνίστριας, γίνονται φεμινιστική πράξη και σκέψη, τοποθετούν υπαρκτά σώματα, που δεν είναι άλλα από τα ελάφια. Δεν πρόκειται για αφηγηματικό κενό, αλλά για ένα αφηγηματικό σκηνικό, όχι απλώς πέραν του έμφυλου, αλλά πέραν του ανθρώπινου: δεν υπάρχει ασώματο, δεν υπάρχει ούτε απρόσωπο. Τα ελάφια στο Οδήγησε το Αλέτρι σου, αναστρέφουν την προσοχή προς τη φύση και τους μη ανθρώπινους χαρακτήρες (βρε, καλά δεν λένε οι άνθρωποι ότι… η φύση εκδικείται;). Μέσα από αυτό το αφηγηματικό σκηνικό η Duszejko –και μαζί της κι εμείς– καταπιάνεται με θεμελιώδη οντολογικά ζητήματα: από πού προέρχεται το αίσθημα υπεροχής μας έναντι των ζώων (ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι κανένα απολύτως είδος, ούτε καν το δικό μας αλαζονικό και εχθρευόμενο είδος που προσποιείται το ηθικά σωστό, το γνήσια καλό στα κιτάπια του δυτικού πολιτισμού, δεν ενεργεί μόνο του, ακόμα κι αν σκύψουμε το κεφάλι μπροστά στους μεγαλύτερους γεωμορφολόγους και μεταρρυθμιστές της ζωής που είναι τα βακτήρια και οι συγγενείς τους); Πώς δικαιολογούμε τη διαφορά ανάμεσα στο σκοτώνω ένα ζώο (το ζώο είναι ήδη νεκρό) και δολοφονώ έναν άνθρωπο;
Ο συγγραφέας José Ortega y Gasset εξομολογείται στο έργο του Meditations on hunting (1972) ότι κάποιος δεν κυνηγά για να σκοτώσει, αλλά σκοτώνει για να έχει κυνηγήσει. Ο συγγραφέας που υποστήριζε ότι το κυνήγι είναι ένα καθολικό και παθιασμένο άθλημα, η πιο αγνή μορφή [ανδρώπινης] ευτυχίας, μιλούσε για το μάτι του κυνηγού.
«Μία από τις αισθήσεις του κυνηγού που πρέπει αδιάκοπα και ατέρμονα να δουλεύει είναι η όραση. Κοίτα, κοίτα και ξανακοίτα προς όλες τις κατευθύνσεις και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες· κοίτα όσο προχωράς, κοίτα κι όταν ξεκουράζεσαι· κοίτα όταν κολατσίζεις ή όταν ανάβεις τσιγάρο· πάνω, κάτω, πίσω από κει που ήρθες, στις κορυφές των λόφων, στους γκρεμούς και τα λαγκάδια, με κιάλια ή με γυμνό μάτι και πάντα να ‘χεις στο νου πως άμα ξέρεις πώς να κοιτάς, το θεριό που δεν εμφανίστηκε εδώ και οχτώ ώρες κοπιαστικής αναζήτησης, μπορεί να εμφανιστεί στα εκατό μέτρα τη στιγμή του σούρουπου που κάθεσαι μπροστά στην τέντα να βγάλεις τις μπότες σου για να φροντίσεις τα πονεμένα σου πόδια και εξουθενωμένος καταριέσαι το χόμπι σου. Είναι καλή συμβουλή».[15]
Από την άλλη, για την Donna Haraway η σωματική λειτουργία της όρασης, γίνεται ενσώματη φύση και εργαλείο απελευθέρωσης. Η όραση απαλλάσσει το σώμα –θηλυκό ή μη– από την Ιστορία και συνδέεται ως αισθητηριακό σύστημα, με τη φεμινιστική σκέψη και τη σωματικότητα. Επιχειρηματολογεί για μία όραση μέσα από το σώμα, ένα σώμα αντιφατικό, πολύπλοκο που δομεί και ταυτόχρονα δομείται.[16]
Τα υποκείμενα είναι συμμέτοχα. Τα πλάσματα όλα –χλωρίδα και πανίδα– είναι συμμέτοχα. Κανένα σώμα δεν έχει μόνο μία ιστορία. Κανένα σώμα δεν είναι
υπό κατοχή. Κι αν υπάρχει κάτι που ενδεχομένως να ξενίσει τον αναγνώστη διαβάζοντας τα έργα και τις ημέρες της ηρωίδας της Tokarzcuk, είναι που περιφέρει με μεγάλη επιμονή την αντι-πλατωνική και αντι-χριστιανική της φιλοσοφία της ισότητας των ψυχών σε κάθε διαφορετικό σώμα –ανθρώπινο και μη ανθρώπινο. Και πώς αλλιώς, όταν βρίσκεται στο liminality πολιτισμού και φύσης μέσα από ενέργειες, αποστάσεις, δολοφονίες και ανθρώπινες ταφές σε ζώα; Και βεβαίως η συγγραφέας χωρίς ίχνος αυτολογοκρισίας παρουσιάζει τη μισαλλοδοξία που εκφράζουν οι [άνδρες] κυνηγοί, οι θεσμικοί, οι περιθωριακοί και ίσως και οι αναγνώστες.
Η θυμωμένη Duszejko συμμετέχει πότε ως άνθρωπος, πότε ως ζώο – παίζει έτσι με τη γιουνγκιανή έννοια της anima[l] moralia: το θηλυκό μέρος του ασυνειδήτου ταυτίζεται με του ζώου, για να μπορέσουμε να δούμε μεταφορικά τη βαθειά σύνδεση της γυναικείας και της ζωικής υποκειμενικότητας που είναι απαραίτητη για την ανάδυση ενός νέου βιο-ηθικού συστήματος. Ο θυμός της Duszejko στοχεύει προς την παράνομη, βίαιη (βία είναι το υπολογισμένο σκότωμα, είτε το άμεσο [τόσο ακαριαίο] που γίνεται παρόν, είτε το έμμεσο [τόσο αργό] που καταλήγει άχρονο) και δολοφονική πραγματικότητα της επαρχίας. Η πατριαρχία σού ζητάει να μην θυμώνεις, να μην αγωνιάς, να μην συμμετέχεις και κυρίως να μην αγωνίζεσαι, αλλά να συμβαδίζεις και να συζείς με την αποδοχή και τον φόβο της αρσενικής βίας.
«Θα ήθελα να γνωρίζω τη γραφή των Ζώων» συνέχισα «…τους χαρακτήρες, με τους οποίους θα μπορούσα να τους γράψω προειδοποιήσεις: Μην πλησιάζετε εκεί. Αυτό το φαγητό είναι θανατηφόρο. Μείνετε μακριά από τους άμβωνες, δε θα διαβαστεί κανένα ευαγγέλιο, δε θα ακούσετε τον καλό λόγο, δε θα σας υποσχεθούν σωτηρία μετά θάνατον, δε θα δείξουν έλεος για τη φτωχή ψυχή σας, γιατί δεν έχετε ψυχή. Δε θα σας δουν ως πλησίον, δε θα σας ευλογήσουν. Ψυχή έχει ο χαμερπέστερος εγκληματίας, αλλά όχι εσύ, όμορφη Δορκάδα, ούτε εσύ Αγριογούρουνο, ούτε εσύ, άγρια Χήνα, ούτε εσύ, Γουρούνι, ούτε κι εσύ, Σκύλε. Το να σκοτώνεις δεν τιμωρείται πια. […]»[17]
Στο βιβλίο της The Cultural Politics of Emotion (2014), η Sara Ahmed προσφέρει μία σημαντική εικόνα για τα συναισθήματα, υποστηρίζοντας ότι είναι καθοριστικές δυνάμεις στην πολιτική και τον πολιτισμό. Παρουσιάζει τον θυμό ως εγγενώς συνδεδεμένο με τον φεμινισμό. Τα συναισθήματα είναι κρίσιμα στην πολιτικοποίηση των υποκειμένων.[18] Ο θυμός είναι μία μορφή «εναντίον».[19] Ο φεμινιστικός θυμός απορ-ρέει από την ερμηνεία του κόσμου· είναι δημιουργικός· λειτουργεί για να δημιουργήσει τη γλώσσα με την οποία να απαντά σε αυτό που είναι ενάντια.[20] Είναι ο δίκαιος θυμός της Stefania Lucamante (2020), τον οποίο βλέπει ως το αποκορύφωμα της αγανάκτησης για την αδικία που παράγει αντανακλαστικές εντυπώσεις από τις οποίες πηγάζει η θέληση για καταγγελία των πραγμάτων και του τρόπου με τον οποίο ζούμε.[21]
«[…] υπήρξα Ζώο: έζησα κι έφαγα· βόσκησα σε πράσινα λιβάδια, γέννησα Μικρά, τα ζέστανα με το σώμα μου· έχτισα φωλιές, έκανα ό,τι μου αναλογούσε. Όταν τα σκοτώνουν και πεθαίνουν μέσα στον Φόβο και στη Φρίκη, όπως εκείνο το Αγριογούρουνο που το σώμα του κειτόταν εχθές μπροστά μου κι ακόμη βρίσκεται εκεί, ταπεινωμένο, λασπωμένο, πασαλειμμένο με αίμα, ένα ψοφίμι πια, τότε τα καταδικάζουν στην κόλαση και όλος ο κόσμος μετατρέπεται σε κόλαση. Δεν το βλέπουν αυτό οι Άνθρωποι; Ο νους τους δεν είναι σε θέση να βγει από τις μικρές, εγωιστικές απολαύσεις; Το χρέος των ανθρώπων απέναντι στα Ζώα είναι να τα οδηγούν –στις διαδοχικές ζωές τους– προς την Απελευθέρωση. Όλοι πηγαίνουμε προς την ίδια κατεύθυνση, από την επιρροή στην ελευθερία, από το τελετουργικό στην ελεύθερη επιλογή».[22]
Με άλλα λόγια: υπήρξα Ζώο. Έζησα, βασανίστηκα, πέθανα. Κι αυτά τα λόγια απλώνονται σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Ένας εκδικητικός υβριδισμός της γυναικείας φύσης διαφαίνεται απέναντι στο ανδρικό κατεστημένο, εκεί όπου συντηρούνται η «αντρική οσμή από κατεργασμένο δέρμα, λαδωμένα μονόκαννα, αλκοόλ και ιδρώτα. Χειρονομίες κυριαρχίας, διακριτικά εξουσίας»[23] και κάπως έτσι μας οδηγεί η Tokarzcuk προς το τέλος της ιστορίας της: μέσα από μία φωτογραφία κυνηγών. Δεν το ξεχνάμε ότι όλη η ιστορία προσπαθεί μέσα από την θυμωμένη και υπερευαίσθητη Duszejko να χαλάσει τα ίχνη του ανδρικού ορθολογισμού. Ο κυνηγός τελετουργεί σ’ αυτό που θεωρεί τη μεγαλύτερη δόξα του: το μονοπώλιο του φόνου και της βίας – να δει το θεριό και να το σκοτώσει, με την πατριαρχία ακούραστα να κανονικοποιεί την ύπαρξη θηραμάτων – από το σώμα του ζώου, μέχρι το μυαλό και το σώμα της γυναίκας. Ο Konrad Lorenz στην Επιθετικότητα (1978),[24] ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα της δολοφονικότητας του ανδρώπου επιδεινώνεται από την ανωνυμία και τη σωματική – συναισθηματική αποστασιοποίηση που του παρέχουν τα τεχνητά και τηλεμεταχειριζόμενα όπλα. Κανένας λογικός άνθρωπος, μας λέει ο Konrad δεν θα πήγαινε για κυνήγι κουνελιών από ευχαρίστηση, αν είχε πλήρη συναισθηματική συνειδητοποίηση αυτού που στην πραγματικότητα [επιθυμεί να] κάνει.[25] Μιλάει λοιπόν για μία συναισθηματική αποκόλληση / απονέκρωση που επιτρέπει την αντικειμενοποίηση ενός πλάσματος. Για μία ψυχοπάθεια, εν συνόλω. Κι όμως στο Οδήγησε το αλέτρι σου, η γυναίκα είναι αυτή που αντιμετωπίζεται ως η ευέξαπτη, παρανοϊκή και ενοχλητική παρουσία: «Ξέρω, ξέρω, είμαι νευρωτική, υπερβολικά ευαίσθητη και χρειάζομαι θεραπεία».[26]
Συμφωνώντας με την Virginia Woolf, αν και βλέπουμε τον ίδιο κόσμο, τον βλέπουμε με διαφορετικά μάτια. Και έχουμε δει τον κόσμο για πάρα πολύ καιρό μέσα από τα μάτια του άνδρα.[27]
Πόσες φορές μπορεί να δει κανείς νεκρά σώματα; Δεν έχουν τελειωμό;[28]