Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/zwologikos-khpos/khimaires-kai-oitopies-me-to-vlemma-sta-synnefa
Θέσει αταξινόμητο, το βιβλίο του Δημήτρη Μαστρογιαννίτη Ζώα από τα Άγραφα (εκδ. Το Ροδακιό) μοιάζει ίσως καταδικασμένο να αποτελέσει αντικείμενο παρανοήσεων, λόγω μιας απατηλής απλότητας που υποκρύπτει έναν εξόχως σύνθετο πυρήνα. Ή μήπως αυτές οι παρανοήσεις αποτελούν δομικό στοιχείο του ίδιου του έργου, προσεκτικά υπολογισμένου προκειμένου να μας παρασύρει σε πρόωρα συμπερασμάτα, προτού μας ξεδιπλώσει το βάθος της ευφυΐας του, την πυκνότητα των νοημάτων του; Για τον επίδοξο αναγνώστη, πάντως, οι όποιες προειλημμένες αντιλήψεις έχει, ειδολογικές, περιεχομενικές ή άλλου τύπου, καταλύονται εντός ολίγων σελίδων.
Ανοίγοντάς το και προδιατεθειμένος από τον τίτλο, νομίζει κανείς ότι έχει να κάνει, εκ πρώτης όψεως, με κάποιο είδος παραμυθιού ή μια σύγχρονη μεταγραφή αισώπειων μύθων. Η παιγνιώδης εισαγωγική πρόταση παραπέμπει ευθέως σε παραμύθι αλλά συνάμα εσωκλείει και μια δέσμευση ότι το ανά χείρος βιβλίο θα εκτραπεί, λίαν συντόμως, σε πολύ πιο αμφίσημες ατραπούς: «Μια φορά, ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ κοντά στο σήμερα, κι έναν καιρό που δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός...». Στη συνέχεια, φανταστικά όντα, κράματα ζώων και φυτών, παρουσιάζονται διαδοχικά από έναν από τους χαρακτήρες, το λεμονοπουλάκι, που λειτουργεί σαν κομπέρ που εισαγάγει το κάθε νούμερο.
Αναδρομικά, βέβαια, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το βιβλίο κινείται στην παράδοση του λεγόμενου ζωολόγιου ή θηριολόγιου, του λογοτεχνικού είδους που αποκαλούσαν στον Μεσαίωνα bestiarium vocabulum ή αγγλιστί bestiary: εικονογραφημένα βιβλία ζώων
που απεικονίζουν πραγματικά ή μυθικά ζώα και έχουν συνήθως αλληγορικό περιεχόμενο, με θρησκευτικές, συμβολικές, ακόμα και ηθικοδιδακτικές προεκτάσεις. Σύγχρονοι επίγονοι του είδους υπήρξαν πολλοί, με διαπρεπέστερο όλων Το βιβλίο των φανταστικών όντων του Μπόρχες, το οποίο σταχυολογεί μια πλειάδα φανταστικών ζώων από διάφορες μυθικές παραδόσεις. Και πράγματι, ο Μαστρογιαννίτης μοιάζει να μας προσκαλεί σε μια ανάλογη κατάδυση σε έναν μυθικό ζωολογικό κήπο. Με τη μόνη διαφορά ότι τα όντα του είναι όλα, ανεξαιρέτως, δικής του επινόησης. Αξιοσημείωτη δε είναι και η εικονοποίησή τους, μέσα από ένα γοητευτικό κολάζ από φυσικά υλικά και σχέδια του συγγραφέα με χρωματιστά μολύβια. Σε κάθε νέα σελίδα του βιβλίου ξεδιπλώνονται νέες διαστάσεις στο εγχείρημά του, καθώς παρακολουθούμε ένα γαϊτανάκι αλλόκοτων, μα και αναγνωρίσιμων, πλασμάτων να διαδέχονται το ένα το άλλο στο φως του προβολέα.
Ποιες είναι αυτές οι διαστάσεις; Η πιο εμφανής, αυτή που κατονομάζεται ρητά στο εισαγωγικό κείμενο, είναι αυτή του κλιματικού ολέθρου. Εκπρόσωποι των ζώων και των φυτών συνεδριάζουν, με άκρα μυστικότητα, με θέμα: «Πώς θα σωθούμε από την οικολογική καταστροφή που προκαλεί ο άνθρωπος». Σαν αντιστάθμισμα στον συνεχιζόμενο αφανισμό, προτάσσεται το όραμα ενός σύμπαντος που παύει να είναι ανθρωποκεντρικό. Ενός κόσμου στον οποίο επιβιώνουν τα προσαρμοστικά και ευέλικτα είδη, αυτά που προκύπτουν από τις ενώσεις της χλωρίδας και της πανίδας, όπως πιστοποιεί ένα τέτοιο υβρίδιο, ο καρυδόσαυρος, μείγμα δεινόσαυρου και καρυδιάς. Το διακύβευμα είναι σαφές: μόνον μέσα από απρόσμενες συμμαχίες έχουμε την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης. Προκειμένου να αποφύγουν την καχυποψία των ανθρώπων, τα νέα είδη μεταναστεύουν σε μια χώρα που ονομάζεται Άγραφα, ασφαλής ακριβώς επειδή παραμένει αχαρτογράφητη από τους ανθρώπους. Εκεί, τα εκτοπισμένα πλάσματα πασχίζουν να επιβιώσουν, θέτοντας μια νέα βάση συνύπαρξης που επιχειρεί, επανορθωτικά, να επανεγγράψει τις παθογένειες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Μπορούμε, άραγε, να φανταστούμε έναν κόσμο που να μην ορίζεται από τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο; Σύγχρονα κινήματα όπως ο οικοφεμινισμός και ο αντισπισισμός οραματίζονται έναν τέτοιον ετερόδοξο ορίζοντα, προτείνοντας μια ριζοσπαστική μυθοπλασία που αποτελεί συγχρόνως πολιτική υπόσχεση. Για παράδειγμα, απαντώντας στις θεωρίες ορισμένων επιστημόνων ότι διάγουμε πλέον την ανθρωπόκαινο εποχή, η φιλόσοφος Ντόνα Χάραγουεϊ αντιπροτείνει, με τη χαρακτηριστική ειρωνεία της, μια υποθετική «κθουλούκαινο εποχή», που θα ορίζεται από αναπάντεχες σχέσεις και συγγενειακότητες μεταξύ ετερόκλητων μορφών ζωής, με την ανθρώπινη δράση –και την ανθρώπινη επιβολή στα άλλα είδη– να σταματήσει να βρίσκεται στο επίκεντρο των πραγμάτων.
Με αντίστοιχη ειρωνεία, ο Μαστρογιαννίτης εξυφαίνει υπομονετικά το μήνυμά του: μήπως πρέπει να επινοηθεί μια νέα γλώσσα προκειμένου να υπερβούμε την παρωχημένη, καταστροφική, αυτοαναφορικά ανθρωποκεντρική συνθήκη; Υπέρ αυτής της έκκλησης για μια νέα γλώσσα συνηγορούν τα ονόματα των πλασμάτων που δημιουργεί, ευφάνταστοι συμφυρμοί ζωικών και φυτικών ονομάτων. Στο συνέδριο των ζώων και των φυτών, αποφασίζεται «τα ονόματα των νέων ειδών να είναι σύνθετες λέξεις και να μπαίνει πάντα πρώτο το όνομα του φυτού» –μια ιεράρχηση διόλου τυχαία, αφού τοποθετεί σε πρώτο φόντο τις πλέον αδικημένες, καθότι μη ομιλούσες και άρα βουβά δεινοπαθούσες, μορφές ζωής του κόσμου μας. Όπως επισημαίνει το φασολογάκι της Παναγίας, είναι επιτακτικό «να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τα ονόματα που μας έδωσαν οι άνθρωποι». Ως επιτελεστική ομιλιακή πράξη, η αυτο-ονοματοδοσία των νέων ειδών αποκτά ριζικές διαστάσεις, διανοίγοντας μια ρωγμή με το προηγούμενο καθεστώς των ανθρώπων.
Όμως, το βιβλίο δεν εξαντλείται σε μια αλληγορία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, η οποία χρησιμοποιεί τα φυτόζωα προσχηματικά, ως καύσιμο στην υπηρεσία μιας πολεμικής. Απεναντίας, ένας άλλος σημαντικός άξονας είναι ο ψυχολογικός, αφού βρίθουν οι ανθρωπομορφικές περιγραφές και οι ψυχαναλυτικές αναφορές. Η παιχνιδιάρικη, τρυφερή και καταφανώς βιωματική ματιά του συγγραφέα –το ίδιο το βιβλίο είναι άλλωστε προϊόν της ατομικής διαδρομής του με την ψυχοθεραπεία– είναι απτή και πάλλουσα σε κάθε σελίδα. Κάθε υβρίδιο εκπροσωπεί και έναν διαφορετικό τύπο προσωπικότητας. Και υπάρχει μια έκδηλη απόλαυση σε αυτό το ντετεκτιβίστικο παιχνίδι που καλούμαστε να υπηρετήσουμε ως αναγνώστες: πού παραπέμπει ο κάθε χαρακτήρας; Ποια δύναμη ή αδυναμία, ποιο ανθρώπινο πάθος σκιαγραφείται εδώ;
Η αθεράπευτη παρελθοντολαγνεία του καρυδόσαυρου, το πολιτικά ενεργό και αγόγγυστο κυνοροδομήγκι, το ελατογώνι που επιμένει να τραγουδά σε λάθος τόνο, το κυκλαμίνγκο με τους ακκισμούς του εις άγραν «λάικ», η καροτολούδα που πάσχει από ΔΕΠΥ, το ζερμπεριοντάρι που νιώθει βασίλισσα και προσπαθεί να μυήσει τους συμπολίτες του στη θεωρία του φύλου, το λεμονοπουλάκι που αποκαλείται, χαϊδευτικά, «προσφυλεμονόπουλο» από τους άλλους κατοίκους των Αγράφων επειδή χωρίστηκε από τους γονείς του, συνθέτουν μια πινακοθήκη από ανοίκεια οικείους χαρακτήρες. Αγορεύοντας και κουτσομπολεύοντας το ένα το άλλο, συχνά με χιουμοριστικό τρόπο, μας καθιστούν κι εμάς, τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, συνένοχους στο χαρακτηρολογικό παιχνίδι τους. Όπως συνένοχοι γινόμαστε και στην άλλη μεγάλη απόλαυση του βιβλίου, τη διάσταση της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής διακειμενικότητας στην οποία μας προσκαλεί ο συγγραφέας. Άλλωστε, το Ζώα από τα Άγραφα μπορεί να νοηθεί και ως ένα υπερ-κείμενο, διάστικτο από αναφορές σε βιβλία, αποφθέγματα, ιδέες. Κι εδώ καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε τις εκάστοτες αναφορές, προτού ανατρέξουμε στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, που περιέχουν όλες τις σχετικές απαντήσεις.
Πέραν, πάντως, της οικολογικής και πολιτικής ουτοπίας που συγκροτείται από τα παράδοξα και συγχρόνως σαγηνευτικά υποκείμενα του τίτλου, αυτό που τελικά συγκρατεί κανείς είναι το εκχύλισμα τρυφερότητας που αναβλύζει από τις σελίδες του βιβλίου. Την ανεκτικότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα στις χίμαιρες του έργου, καθώς οικοδομείται ένας νέος τρόπος συνύπαρξής τους, που βασίζεται στην αλληλεξάρτηση, στη σχεσιακότητα, στην κοινώς διαμοιραζόμενη ευαλωτότητά τους. Εδώ αξίζει ίσως να θυμηθούμε, για ακόμα μια φορά, την εγελιανή θεώρηση του εαυτού που προτείνει το Τζούντιθ Μπάτλερ. Εξελίσσοντας την έννοια της «αμοιβαίας αναγνώρισης» (Anerkennung) του Χέγκελ, της σύστασής μας δηλαδή ως κοινωνικών όντων μέσω της εκατέρωθεν αναγνώρισής μας, έξω από την οποία δεν υφιστάμεθα, το Μπάτλερ μιλάει για μια αλληλοέκθεση που μας συγκροτεί ως οντότητες, στον βαθμό που δεν μπορούμε να υπάρξουμε έξω από αυτήν την έκθεση: κάτι από τον Άλλο υπάρχει ήδη μέσα μας. Η ίδια η καταστατική μου τρωτότητα είναι αυτή που με διαμορφώνει ως κοινωνικοπολιτικό ον: κανείς μας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να αφεθεί, ως ενσώματη παρουσία, στη φροντίδα των άλλων, ακόμα και ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ στη ζωή μας, προκειμένου όχι μόνο να επιβιώσουμε, σε ένα πολύ πραγματικό επίπεδο, αλλά και να αναπτυχθούμε, ακόμα και να διαπρέψουμε.
Μια τέτοια αλληλοέκθεση προκρίνει και ο Μαστρογιαννίτης εδώ: ο καρυδόσαυρος
προειδοποιεί τα υπόλοιπα πλάσματα ότι αν εξαφανιστεί η πορτοκαλέλισσα, γόνος πορτοκαλιού και μέλισσας, θα κινδυνεύσει η ζωή όλων τους. Πρόκειται για μια διαφαινόμενη οντολογική απειλή στην οποία εξακολουθούν να κωφεύουν οι άνθρωποι: η δική σου ζωή, η δική σου προστασία, ως Άλλου, είναι και δική μου ευθύνη απέναντι στην οποία καλούμαι συνεχώς να λογοδοτήσω εντός μου· ο δικός σου επαπειλούμενος αφανισμός σηματοδοτεί και τον δικό μου, είτε λέγεσαι ευπαθής πορτοκαλέλισσα, είτε εκριζωμένο λεμονοπουλάκι. Στον αντίποδα ενός αγρίως νεοφιλελεύθερου ατομισμού, εδώ μας χαιρετά θριαμβευτικά μια κοινότητα που διασαλεύει τις καθιερωμένες ταξινομίες και τις συμβατικές επιστημολογίες.
Οι ήρωες του Μαστρογιαννίτη είναι χίμαιρες, κυριολεκτικά και μεταφορικά: η ίδια η αδυνατότητα της ύπαρξής τους, ως σύζευξη φυτικού, ζωικού και έλλογα ανθρώπινου, η ουτοπία τους, παρέχει μια πολιτική και κοινωνική, ενίοτε συγκινητική, υπόσχεση για ένα πιο βιώσιμο παρόν. Αυτές οι «περίεργες ενώσεις», όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας, αν και impossible, επιμένουν, όπως ακριβώς το κουνουπιδόβατο, αποκηρύσσοντας τις καταβολές του, την ένωση κουνουπιδιού και πρόβατου, κοιτάζει στον ουρανό και επιμένει ότι κατάγεται από ένα σύννεφο: «Δείτε! Αυτό το σύννεφο πρωταγωνιστής πρέπει να είναι ο ένας γονιός μου!». Αντί να ανατρέψουν αυτή τη ματιά, οι υπόλοιποι χαρακτήρες, λειτουργώντας ως φροντιστικό δίκτυο στήριξης, την επικυρώνουν: «Ναι, αυτός είναι· μοιάζετε». Κι αυτή ακριβώς η περιοχή της επιμονής στο απολύτως αδύνατον, αυτός ο νεφοσκεπής αναστοχασμός φανταστικών και ίσως μελλοντικών κόσμων, είναι η ίδια η διαφεύγουσα επικράτεια της λογοτεχνίας.