Χάρτης 77 - ΜΑΪΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-77/metafrash/italika-soneta
____________
Ο Σολωμός άρχισε να γράφει στα ιταλικά και τελείωσε στα ιταλικά. Άρχισε να γράφει εύκολα και κατέληξε να γράφει δύσκολα, καθώς πολλαπλασίαζε τις δυσκολίες, για να επιτύχει την εκφραστική εντέλεια, υποτάσσοντας φαντασία και πάθος, με καιρό και με κόπο, στο νόημα της τέχνης. Την ευκολία με την οποία στιχογραφούσε σονέττα στα ιταλικά την συναντούμε και στη γοργή εκτέλεση του Ύμνου. Κι αν τα αποσπάσματα της ωριμότητας οδηγούν στην πρώτη πραγμάτωση της καθαρής ποίησης, πολύ πριν τον Μαλαρμέ, αφού, όπως τονίζει ο Ελύτης, ο Σολωμός «πέτυχε αυτή τη μαγεία του λόγου, που θεωρήθηκε αισθητική επινόηση του Μαλαρμέ», με τη διαφορά πως “κάθε στίχος από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους έχει άπειρα μεγαλύτερη πνευματικότητα από το στίχο του Μαλαρμέ”,* τα τελευταία ιταλικά ποιήματα του Σολωμού είναι, όπως παρατηρεί ο Κωστής Παλαμάς, «ο άξιος αριστοτεχνικός, αείζωος και υπεράνω των πατρίδων επίλογος της σολωμικής μούσης»**
Τα ιταλικά ποιήματα του Σολωμού μεταφράστηκαν για πρώτη φορά έγκυρα από τον Γεώργιο Καλοσγούρο. Παρόλο που, όπως επισημαίνει ο Παλαμάς, και μ' όλη την ευσυνειδησία του μεταφραστή, υπολείπονται των πρωτοτύπων*** καμιά μεταγενέστερη μετάφραση δεν ξεπέρασε τον Καλοσγούρο ( ως εξαίρεση σημειώνω τη δουλειά του Στυλιανού Αλεξίου).
Στην πιο δυνατή στιγμή του, ο Καλοσγούρος υπερβαίνει τολμηρά τον μεταφραστή εαυτό του και συναντά τον δημιουργό ποιητή κληροδοτώντας μας ένα από τα πιο σημαντικά έργα της επτανησιακής σχολής, κατ’ εμέ εφάμιλλο με τα «Προλεγόμενα» του Πολυλά. Εννοώ την παράφραση των πεζών σχεδιασμάτων του ύστερου ιταλόγλωσσου Σολωμού σε ελληνικό στίχο με αξιοζήλευτη απομίμηση της σολωμικής στιχουργικής.
Ο δεκατρισύλλαβος, αντιθέτως, των μεταφρασμένων σονέτων δεν με πείθει πάντα. Αυτό το προβληματικό κληροδότημα του Πολυλά γέννησε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της γλώσσας μας―τη «Φοινικιά» του Παλαμά―, όπου η ελευθεριάζουσα ρυθμοποιία του αίρεται στον χώρο του καθαρού λυρισμού (θυμίζω πως ελευθεριάζοντες, ορισμένως, είναι κι οι αλεξανδρινοί του Μαλαρμέ), αλλά συνήθως οδήγησε στην προσωδιακή πλαδαρότητα (πριν τον χαλιναγωγήσει ο Σικελιανός στον «Δαίδαλο στην Κρήτη» και του δώσει μιαν απαράμιλλη ρυθμική εντέλεια).
Η ποιητική του Σολωμού, όπως και της κρητικής σχολής, στηρίζεται είτε στον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο είτε στην πιστή και αυστηρή εφαρμογή της ιταλικής μετρικής, με πιο λαμπρό παράδειγμα τις οκτάβες του «Λάμπρου».
Παρόμοια μεταχειρίζεται ο Χορτάτσης τις τερτσίνες στην «Ερωφίλη» και ο Τρώιλος το σονέτο στον «Βασιλιά Ροδολίνο»:
Στον Ουρανόν η Γνώση κυριεύγει
και κυβερνά το φως τση όλη τη κτίση·
εις την υποταγή τση στέκ' η φύση
κι αυτήνης το Μελλούμενο δουλεύγει
Τούτο το φως πάσ' αγαθό ερμηνεύγει.
φως άξο, απού ποτέ δεν κάμνει δύση,
φως, απού κάμνει αθάνατη τη ζήση
κι απού κι ο ίδιος ήλιος του ζηλεύγει.
Ετούτο δόξες άψευτες χαρίζει
κι απ' όλους που τσι ακτίνες του ακλουθούσι
μηδένας τύχης φόβο δε γνωρίζει.
Αμ' όσοι τέτοιες χάρες δεν ποθούσι
και τση Αγνωσιάς το σκότος τσι αμποδίζει
σκοντάφτουσι κι εις βάραθρα γλιστρούσι.
Για αυτούς τους λόγους θεωρήσαμε πως στην απόδοση των ιταλικών σονέτων του Σολωμού η μορφή (μέτρο και ρίμες) έπρεπε να αποδοθεί πιστά. Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η απόδοση των τετραπλών ομοιοκαταλήξεων. Αναπόφευκτα, χρειάστηκε να πάρουμε αρκετές ελευθερίες. Μια αντιπαραβολή με τις κατά λέξιν αποδόσεις του Λίνου Πολίτη δείχνει τα σημεία όπου «ελευθεριάσαμε». Θέλω όμως να πιστεύω πως το ποιητικό αποτέλεσμα δικαιώνει τις επιλογές μας.
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Συν τοις άλλοις, Αθήνα 2011, σ. 196
[2] Κωστής Παλαμάσ, Άπαντα, τόμος 13, Γκοβάστης 1960, σ. 432.
[3] Κωστής Παλαμάς, ό.π. σ. 432.
______
Βλ. και Διονυσίου Σολωμού, «Πέντε ιταλικά σονέτα, μτφρ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Χάρτης#73
________
Per noctes quaesivi quem diligit anima mea, quaesivi et on inveni
Άσμα Ασμάτων
Φτάνει όλο σκότος και σιωπή το βράδυ
σιγά, το σπίτι πιαδε με κρατάει.
Αυτόν ψάχνω η καρδιά μου που αγαπάει.
Φωνάζω, μ’ απαντάει το σκοτάδι.
Σε κάθε θρόισμα φύλλου κι αύρας χάδι
από ελπίδα το στήθος μου σκιρτάει.
Μα τρέμω, η ελπίδα σα με ξεγελάει,
γιατί με ζώνει η νύχτα σα μαγνάδι.
Τρέχω δρόμους, πλατέες στην ταραχή μου
«ποιος είδε την αγάπη μου;» φωνάζω,
ν’ αναθαρρέψει η δύστυχη ψυχή μου.
να ψάχνω πάλι αρχίζω και να κράζω,
μα όποιον και να ρωτήσω αυτός σωπαίνει,
πού θα τον βρω δε λέει, η δυστυχισμένη.
Surge, amica mea
Άσμα Ασμάτων
Σήκω, καλή μου, αγνή μου περιστέρα,
σήκω κι έλα, όμορφή μου αγαπημένη!
Τώρα η βοή της θύελλας σωπαίνει
και μόνο η αύρα πνέει στον αιθέρα.
Πια δεν βουίζει απ’ το χειμώνα η μέρα
κι οι ουρανοί γαλάζιοι είναι ντυμένοι.
Σήκω κι έλα, όμορφή μου αγαπημένη,
σήκω, καλή μου, αγνή μου περιστέρα!
Κοίταξε πόσο η γη μας τώρα ευφράνθη
από ρίγος γλυκό που προξενούνε
μύρια νερά και μύρια φύλλα κι άνθη.
Σήκω κι άκου στ’ αγέρι που ευωδάει,
καλή μου, κι οι φτερούγες της δονούνε,
τρυγόνα μοναχή να τραγουδάει.
Consurge, consurge, induere fortitudine tua, Sion
Ησαΐας
Σήκω, Σιών, κι ορθώσου πιο μεγάλη!
Οι εχθροί σου εσένα πια δεν πολεμάνε!
Σήκω, Σιών, και φόρεσε και πάλι
φορέματα στη δόξα σου που πάνε!
Βάλε ξανά κορόνα στο κεφάλι,
που οι ενάντιοι σου το φως της δε σκορπάνε.
Σηκώσου σα βασίλισσα όλο κάλλη,
και λαοί πιστοί θα ρθούν, κοντά σου νάναι.
Και ζώνοντάς σε όλοι οι πιστοί σου κι άξιοι
θα τραγουδάνε πάντερπνο άσμα επίσης
προσέχοντας κι ο Θεός τι θα προστάξει.
Και στον παλιό σου θρόνο όταν καθίσεις,
ο τύραννος, που σ’ είχε, ο άθλιος, μισήσει
τα πόδια σου, αν δε φύγει, θα φιλήσει.
Στον Άγιο Διονύσιο
(Σονέτο αυτοσχεδιασμένο τον καιρό των σεισμών που συνέβησαν στη Ζάκυνθο το Δεκέμβρη του 1820 και το Γεννάρη του 1821)
Διονύσιε, αγνή και πάνσεπτη ψυχή μας,
που πρώτο σε δοξάζει τ' άσμα εσένα,
το δύστυχο προστάτεψε νησί μας
να μην το ξαναβρεί δεινό κανένα.
Φόβο και δάκρυα είδα γεμάτα ολοένα
σπίτια κι οδούς: γιάτρεψε, απαντοχή μας,
τα συλλοϊκά μας συ τα τρομασμένα,
πως θέλει να χαθεί απ' τα πόδια η γη μας.
Στ' Αιώνιου το θρόνο τρέξε τώρα
και ζήτα του θερμά να μην αφήσει
τη Ζάκυνθο να σβήσει αυτή την ώρα.
Κι ο Κύριος σου, αν σε δεν απαντήσει,
να του θυμίσεις που έκρυψες, πατέρα,
το φονιά τ' αδερφού σου κάποια μέρα.
Στην Ανάσταση του Κυρίου
Με θείαν ο Χριστός λάμψη ντυμένος
σπάζει τις αλυσίδες του θανάτου
κι ―η παντοδυναμία όλη δικιά του―
σαν κέδρος στέκει σ’ όρος ριζωμένος.
Άγγελος υπερούσια φτερωμένος
περήφανα κουνώντας τα φτερά του
ΑΝΕΣΤΗ
κράζει, αστράφτει κι η θωριά του,
αστράφτει κι ο οφθαλμός του πυρωμένος.
Λάμπουν τα ουράνια πάνω κι άλλο ακόμη,
χαρά σκορπούν τα μάτια των πνευμάτων
και δάφνη πια στολίζει κάθε κόμη.
Από τη γη δεν βγαίνει η Χάρη η Θεία
η πιο βαθιά απ’ το λόγο των κτισμάτων
κι όσο έχει βάθος τόση έχει ηρεμία.