Χάρτης 78 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-78/afierwma/elakhisto-anthologhio-ki-akoma-lighotera-loghia-ghia-tin-poiisi-tis-anteias-frantzi
Η ποίηση της Άντειας Φραντζή κινήθηκε ανάμεσα στον υψηλό μοντερνισμό και στο λυρικό παίγνιο. Ο υψηλός μοντερνισμός (όπως τον υπηρέτησαν, φερειπείν, οι μεγάλες Ελληνίδες ποιήτριες Ελένη Βακαλό (1921-2001) και Μαντώ Αραβαντινού (1926-1998), με το έργο των οποίων η Φραντζή είχε ασχοληθεί και ως φιλόλογος) ήταν ένα ύφος ήδη ‘ντεμοντέ’ και καταφρονημένο από την ‘γενιά του 1970’ στην οποία βιβλιογραφικώς εντάσσεται η Φραντζή. Ομοίως και τα παίγνια λυρισμού (είδος που θα ‘επανανομιμοποιούνταν’ σε κατοπινές δεκαετίες): είτε με την σποραδική χρήση μέτρου και ομοιοκαταληξίας, είτε με την υιοθέτηση παραδοσιακών, ‘κλειστών’ ποιητικών μορφών, όπως το σονέτο – πόσο μάλλον η στεφάνη σονέτων (Στεφάνι, 1993).
Όσο ξηρά θελκτική είναι η μοντερνιστική αυστηρότητα κάποιων ποιημάτων της Φραντζή, άλλο τόσο γοητεύει η παιδικότητα, η αγνή χάρη, η καθαρότητα των λυρικών παιγνίων της. Η Φραντζή δεν μεγαληγορεί όταν είναι σοβαρή – και δεν ακκίζεται όταν παίζει. Αυτή η δίκοπη διαύγεια είναι, νομίζω, βασική αρετή της ποίησής της. (Ο «στιμμένος από ζουμιά» –για να μνημονεύσω την εντολή του αείμνηστου Βασίλη Διοσκουρίδη– αλλά παραμένων χυμώδης και μεστός χειρισμός της σωματικότητας, είναι μια άλλη αρετή της.)
Το ότι η ποίησή της δεν συζητήθηκε επαρκώς –αν δεν σφάλλω– όσο η ποιήτρια ζούσε, είναι ένα από τα ουκ ολίγα σκάνδαλα αποσιώπησης γυναικείων, κυρίως, φωνών της νεοελληνικής ποίησης. Εύχομαι το ποιητικό μνημόσυνο του οποίου μικρό τμήμα αποτελεί το παρόν κείμενο, να ξανανοίξει την συζήτηση για την ποιήτρια Άντεια Φραντζή όπως της αξίζει.
Στο ελάχιστο ανθολόγιο που ακολουθεί, διάλεξα ένα ποίημα από καθένα από εννέα ποιητικά βιβλία της – το δε ‘σονέτο’ που «εκπροσωπεί» το προτελευταίο βιβλίο της, 7 νυχτερινά σονέτα + 1 στροφή
(2012), έχει συντεθεί από τετράστιχα και τρίστιχα τεσσάρων εκ των σονέτων του βιβλίου. Μοναδικό κριτήριο, ο προσωπικός μου θαυμασμός. Πιστεύω, ωστόσο, ότι, παραταύτα, λάμπει όλο το φάσμα των ποιητικών τρόπων και επιτευγμάτων της Άντειας Φραντζή.
Ας αρχίσουμε με ένα ποίημα από το Μετά τη σιωπή (1975), τίτλο που μ’ αρέσει να διαβάζω ως σε πρωθύστερο διάλογο με τον κατοπινότερο επίτιτλο στα άπαντα της Βακαλό: «Πριν από το λυρισμό». Κι αν ενδεχομένως, κατά τόπους, ακούγεται ακόμα μια κάποια σεφερική ‘καταγωγή’, πόσο ωραία χωνεμένη είναι αυτή, και πόσο απογυμνωμένη απ’ οποιονδήποτε εγωτικό αυτο-οικτιρμό:
Στάση [αποσπ.]
1.
Ο καιρός φούσκωσε τις μασχάλες μας
άναψε τις φωτιές του
και τις έσβησε
έριξε τα δίχτυα του
και τα μάζεψε·
οι πέτρες
ρυτιδώσανε την αναμονή.
2.
Γυμνή αφή των δέντρων – καλοκαίρι·
το χέρι σου παλάμη απλωμένη
στεγνώνει και στεγνώνει τον ιδρώτα.
Χωρίς φωνή – σπάραχνα ψαριού ξερά
κι ένα σταμνί επάνω στο περβάζι
μονάχο λογαριάζει τον καημό του.
Αιώνες πατημένο χώμα γύρω
παρέλαση σκιών πια πεθαμένων
πομπές νεκρών – μεμβράνες πουλιών·
ο θεός σου πεταμένος
με μια εικόνα μέδουσας στα μάτια.
Από το ‘ποίημα θανάτου’ που είναι συνολικά το βιβλίο Η περιπέτεια μιας περιγραφής (1978), ένα ποίημα όπου σαν να ‘συναντώνται’ η Βακαλό με τον Σαχτούρη – με ευτυχώς κατεβασμένους όμως τους τόνους του δεύτερου:
Με το κλαδευτήρι
Μέρα τη μέρα βλέπω
τα πόδια μου να φουσκώνουν
έτοιμα να βλαστήσουν·
χυμοί υποκίτρινοι
ανεβαίνουν
κατά τη μέθοδο τη γνωστή
των συγκοινωνούντων δοχείων.
Μια ρίζα εδράζεται στο στέρνο μου
απλώνει τα πλοκάμια της
αναρριχάται ώς τον οισοφάγο μου·
εκεί καραδοκώ και πάλι εγώ
με το κλαδευτήρι
μεταμφιεσμένη σε κηπουρό.
Από την Μεταποίηση υλικών (1978), ένα ποίημα που εύχομαι να εξηγεί γιατί στο εισαγωγικό μου σημείωμα αναφέρθηκα στον «χειρισμό της σωματικότητας», και όχι απλώς του «σώματος»:
Μεταμορφώσεις [απόσπ.]
3.
Να τη λοιπόν η νυχτερινή ευδαιμονία
η ώρα που μιλάει ο τοίχος με το φεγγάρι·
το σεντόνι πονάει ακόμα
απλωμένο ανασαίνει.
Από την Μεταγραφή ημερολογίου (1984) :
Η ευλογία [απόσπ.]
Ευλογημένη η μουσική
το ποδήλατο και όλα τα πηγάδια
όπου μέσα τους καθρεφτίζεται η κυρά-Φροσύνη.
Και να κουρδίσουμε όλα τα μοναχικά βιολιά
να είναι το μακρόσυρτο θρηνητικό ατελείωτο
ν’ αργήσει ο θάνατος
να εκτελέσει το δικό του μέρος.
Όπως ατελείωτη είναι η πίστη
η βαρβαρότητα και η γνώση.
[…]
Από το Σχεδόν αίνιγμα (1987) :
δ.
Καίρια ρωγμή ώρας καλοκαιρινής
όπου γέρνει ο ώμος της νύχτας
και πέφτει καταγής η τσάντα
με όλα τα όνειρα.
Απ’ το Στεφάνι (1993), όπου επιστρατεύεται η στενόχωρη φόρμα του σονέτου (και μάλιστα μ’ άλλο ένα στρίψιμο της μαστορικής βίδας: την συγκρότηση μιας «στεφάνης» έντεκα σονέτων, όπου καθένα αρχίζει με τον τελευταίο στίχο του προηγούμενου – και το πρώτο, με τον τελευταίο του ενδέκατου), για να δεχθεί, συγκρατώντας τον, τον πόνο μιας ασύλληπτης απώλειας:
Ι
Καθώς μικρή σιωπή, ψίχουλο ψέμα,
απ’ τα λειψά φιλιά γέρνουν τα στήθια,
λυπήσου με, φωνή, ξερή αλήθεια
και δες τον θαυμασμό· κρύβει το αίμα,
σέρνει στο φως νεκρό αθώο βρέφος·
δεν έχει πια νερό, πικρή σταγόνα·
ο στήμονας στεγνός μισόν αιώνα
τα πέταλα σκορπά μέσα στο νέφος.
Αν είναι εδώ κορμί μέσα στο σκότος,
αν είναι η μοναξιά της κολυμπήθρας,
ώθησε δυνατά μες στης τσουλήθρας
τα γλιστερά υγρά· κατηφορίζουν
τα μάτια σου σιγά και φωσφορίζουν,
στην άκρη του γκρεμνού ξερός ο κρότος.
Κι ένα πεζόμορφο ποίημα από την Τελετή στο κύμα (2002), με αμείωτη την χαρακτηριστική μουσικότητα της Φραντζή – το ενδιαφέρον και την προσοχή τόσο στους φθόγγους όσο και στον ρυθμό:
Τελετή στο κύμα [απόσπ.]
3.
Ξύπνησα και καθώς ο ήλιος διαπερνούσε τη σκούρα κουρτίνα άκουσα τους ψιθύρους που τριγύριζαν το σώμα μου και το ψηλαφούσαν ανακριτικά. Λιγοστοί εραστές με το βλέμμα τους δυσδιάκριτο, παρ’ όλα αυτά εκεί. Αγνοούσα τις κινήσεις σου που έρχονταν κύματα κύματα και μ’ άφηναν έκθετη σ’ όλους τους φόβους και τις ηδονές. Μετά αποχωρούσαν οι στρατιώτες κι έμεναν μόνον ένας ιππέας, δύο πύργοι και η βασίλισσα. Συνέχισα να παίζω ώς την πλήρη εξάντληση. Εσύ να με παρατηρείς με το χρονόμετρο στα χείλη σου και τη γλώσσα εκκρεμές. Μετά μου έδωσες λίγο νερό να πιω και πήρες σιγά σιγά την κατηφόρα με τους πύργους αφύλαχτους. Βυζαίνω το μαξιλάρι, σφίγγω την κουβέρτα, αγγίζω το στρώμα και τυλίγομαι στο σεντόνι. Κατηφορίζω κι εγώ να σε βρω. Βουτώ τα πόδια στο νερό, προσεχτικά να περάσω το ποτάμι ώς εκεί που βγαίνει η βαρκούλα. Εσύ μου κρατάς το χέρι και μου λες να ησυχάσω. Ο κόσμος γίνεται η τελετή στο κύμα.
Από τα Φευγαλέα (2010) :
Tης σιωπής
Μετά ή πριν τη σιωπή
πάλι σιωπή ήσυχος τόνος
ίσως άηχος βόγκος δάκρυα
κυλούν προς τα μέσα
χέρια να σφίγγονται και
στήθος που κρύβει
την έσχατη ανάσα.
Ναι. Της σιωπής
το κύμα σωπαίνει
το ανάγνωσμα ανοίγει
τρύπα στη γη.
Να κρυφτεί.
Από τα 7 νυχτερινά σονέτα + 1 στροφή (2012) :
Στου γάμου την ημέρα έλα, φως μου
στην αγκαλιά – μες στην αθώα μέρα
να πούμε στην αυγή μια καλημέρα.
Να ‘ναι ξανά η ανάσταση του κόσμου.
Στο στόχαστρο της νύχτας η ματιά μου
χαράζει την ανάσα μου στα δυο:
στη θάλασσα τα κύματα κοιτώ
στα δάχτυλα κρατώ ζέστα της άμμου.
Στη θάλασσα ακουμπώ μια προσευχή
να σκάσει μες στο νου σαν θρυαλλίδα
φιτίλι να καεί απ’ την αρχή.
Για ν’ ακουστεί ξανά το άσμα
να ροβολήσουν πέτρες εν-δυο-τρία
ν΄αγκαλιαστεί και πάλι με το χάλασμα.
[ Οι στροφές προέρχονται από τα εξής σονέτα: α’ – «VI», α΄ στρ.· β΄ – «ΙΙ», α΄ στρ.· γ΄ – «ΙΙΙ», γ΄ στρ.· δ΄ – «IV», δ΄ στρ.. ]
Τέλος, από το Στιχάρι (2014) :
Δίχως μου
Δεν είναι ώρα –
τώρα ξέρω στον ύπνο μου
είναι βράδυ κι εσύ λες
αγάπη και φεύγεις.
Βλέπω φως
στον καθρέφτη εκεί μέσα εσύ
βλέπω το χέρι να ψαύει
το σκοτεινό δίχως σου
δίχως μου, ναι.
Καλοκαίρι που λείπει
λέξη στα πλήκτρα
ξεκούρδιστη.
Δίχως μου λείπει.
Η Άντεια Φραντζή διαβάζει το ποίημα «Στεφάνι» στην εκπομπή της ΕΡΤ «Η φωνή της Ελλάδας»