Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/diereynhseis/o-vomvistis-toi-parthenwna-toi-kh-khrisopoiloi-ena-paikhnidi-me-symvola-i-i-ghrafi-os-astathes-erotimatiko
Ένα απαιτητικό σχήμα μετα-συνεκτικού λόγου
Τι μας λέει – ίσως κυριολεκτικά κατά πρόσωπο – ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος στον Βομβιστή του Παρθενώνα; Περί τίνος πρόκειται; Τρομοκρατική ενέργεια; Βάναυση προσπάθεια για ορατότητα; Κομπλεξική απομάγευση του κόσμου; Διατρητική εκμετάλλευση ερεθισμάτων και σκοπών; Από πού μας κοιτάζει και πώς μας απευθύνεται; Αποφασίζει να συνομιλήσει μαζί με τον/την αναγνώστη/στρια για να μεταφέρει κάτι που ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας ή για να αναδείξει κάτι που εδράζεται σε όλους εμάς και εντός των ίδιων των ζωών μας; Ας αποπειραθούμε μια διατύπωση.
Ο Χρυσόπουλος, ως ένας από τους συγγραφείς του πολύπλοκου θα λέγαμε, μοιράζεται με το κείμενό του πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο εννοεί τη γραφή. Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, κείμενο μεταμοντέρνας κατεύθυνσης και προσανατολισμού, παρατηρούμε τις αντοχές και τα παιχνίδια της λογοτεχνίας – ή μάλλον εντρυφούμε στη σχέση αυτή – με την τελευταία να είναι πριν και πάνω απ’ όλα το τρίπτυχο: παραγωγή (ή και εκμετάλλευση), διαχείριση και οργάνωση συμβόλων. Δηλαδή; Στη γραφή του Χρυσόπουλου υπάρχει μια ιδιότυπη κίνηση, όπου ο λόγος δρα διασπασμένος, διάχυτος, αποκεντρωμένος, μετέρχεται μετέωρων ιδιοσυγκρασιών, φεύγοντας διαρκώς και με ποικιλία ταχυτήτων από τη συνεκτικότητα του επικοινωνιακού πλαισίου και περιβάλλοντος, κάνοντας κατιτί με τα πράγματα αλλά και στα πράγματα. Τι; Ένα λύγισμα διαρκείας, μια προσέγγιση ενεργητικής ωριμότητας όπου ο κόσμος μεταφέρεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως χωρίς ποτέ να εγκαθίστασαι ως τέτοιος. Εκείνο το οποίο (απο)μένει είναι το σύνολο της πρακτικής της μεταφοράς, δηλαδή ό,τι πέφτει, ξεφεύγει και χάνεται από αυτήν, ό,τι εν τέλει παραμένει σε – και με – αυτή και τέλος, η ίδια η επιτελεστική πρακτική της μεταφοράς.
Τι παρατηρούμε εδώ; Ο λόγος, δεν είναι πια μέσο (είτε παθητικής είτε ενεργητικής) επικοινωνίας, δεν εξασφαλίζει δηλαδή και δεν παρέχει πληροφορίες ακόμη κι όταν εμφορείται από τα καθήκοντα της συμμετοχής. Αντίθετα, αποσκοπεί θα μπορούσαμε να πούμε στην εύρεση μιας πολύχρωμης, άτακτης και ανορίωτης διαλεκτικής μεταξύ άβιων και έμβιων σημείων, μεταξύ χρόνων, μεταξύ χώρων, μεταξύ προσώπων, μεταξύ θέσεων. Με το λόγο αυτό, η (αλληλο)κατανόηση δεν επέρχεται από την οικοδόμηση μιας κάποιας αναπαράστασης και την επιβεβαίωση και εμπέδωση αυτής αλλά μέσα από την προώθηση της οπτικής ότι το όλον αποτελεί ένα απέραντο φυσικό κολάζ συντιθέμενο από άπειρες αναπαραστάσεις και όπου η κάθε μία από αυτές δεν είναι αποκομμένη και ξέχωρη από όλες τις άλλες αλλά βρίσκεται σε σχεσιακή αλληλεπίδραση και συνθήκη επαφής.
Στον Βομβιστή του Παρθενώνα ―το οποίο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα ευρηματικό και οριακό έργο― βιώνουμε ακριβώς αυτό. Λογοτέχνημα πολύτροπο, όχι μυστηριώδες και κρύφιο, αλλά αινιγματικό και υπαινικτικό, που θαρρείς ότι κάπου, σε κάποια γωνιά του χαρτιού, υπάρχει ένας όχι υποβολέας, αφηγητής ή/και καθοδηγητής που κινεί τα λογοτεχνικά νήματα και προσανατολίζει την πορεία των κειμενικών δρωμένων διευθετώντας την νοηματική αλληλουχία, αλλά ένας πολυεστιακός, πολυπρισματικός φακός που αλλάζει θέσεις συνεχώς και αποδομεί τη στείρα και σαθρή παρατήρηση ―οπότε και αποτρέπει την εξαγωγή άκαμπτων και ακλόνητων εννοιολογικών θέσεων― διατηρώντας το ευάλωτο των ισχυρισμών, έτσι που η ανάγνωση είναι όχι συγκομιδή εμπειριών τρίτων, αλλά μετατρέπεται σε εργαλείο βίωσης ―κι εν μέρει αγχωτικής ακρόασης― της ίδιας της ζωής.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για κείμενο-παιχνίδι, κείμενο-δραστηριότητα, κείμενο με αμέτρητους συνομιλητές, δηλαδή ανεξάντλητες κατευθύνσεις, κείμενο πολυφωνικό, δομικά ανοιχτό στην ερμηνεία, διαρκώς εν κινήσει και μεταβαλλόμενο, ασταθές, με μάτι ουράνιο, πανοπτικό, πανοραμικό και ταυτόχρονα διάχυτο ολούθε, σε κάθε διάσταση, με σώμα διακειμενικό,1
δανεικό, οικειοποιημένο, βεβηλωμένο από αλλεπάλληλες αφουγκράσεις, σώμα-παλίμψηστο και με πρόσωπο-προσωπείο, πρόσωπο απολογίας, εξομολόγησης, εμπαιγμού και ειρωνείας, όψη πολυδιάστατη, υπερκειμενική.
Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, ο/η αναγνώστης/στρια παρατηρεί ένα μωσαϊκό ποικίλων θεμάτων που ωστόσο, όλα υπάγονται σε ένα μοτίβο αντιθετικών, διπολικών συστημάτων εντός των οποίων τα άκρα – ή μάλλον, οι αναζητητικές τάσεις και εξάρσεις αυτών – ρευστοποιούνται, κατακερματίζονται, ενώνονται. Τούτο το μοτίβο, του οποίου ο/η αναγνώστης/στρια γίνεται κοινωνός, είναι η εμφάνιση της διαπλοκής του αινίγματος με την εξαρχής ολοφάνερη λύση/εξήγησή του, της διασύνδεσης της υπαιτιότητας με την συναιτιότητα, της ένωσης της έντασης της κατάστασης/διαδικασίας της ρήξης με τη νηνεμία που απορρέει από τη γαλήνη, της συσχέτισης του ουδέτερου με τον εμπαθή χαρακτηρισμό.
Θα ήταν άδικο, λάθος, άσκοπο ή παραπλανητικό να πει κανείς/καμιά ότι στο λογοτεχνικό κείμενο του Χρυσόπουλου, αντικατοπτρίζεται η ζωή μας, η κοινή ζωή, η ζωή όλων μας; Νομίζω πως όχι. Πιο συγκεκριμένα, ο Βομβιστής του Παρθενώνα, επιτελεί ακριβώς την προαναφερθείσα διατύπωση μέσα από την παρουσία (τουλάχιστον) τριών σύμβολων. Τα σύμβολα αυτά, θα επιχειρήσω να εξακριβώσω, μέσα από μια κειμενική ανατομία συνομιλίας. Τι εκπροσωπεί λοιπόν και τι αντιπροσωπεύει το καθένα απ’ αυτά τα σύμβολα;
Πρώτο σύμβολο: η πόλη ή η διεστραμμένη σύνθεση της ομοιομορφίας
Η πόλη του Χ.Κ. και του Χρήστου Χρυσόπουλου. Η πόλη (όλων) μας. Μια –ελαφρώς πιο τολμηρή – καφκική ατμόσφαιρα που αποτυπώνει με εύστοχο τρόπο την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κατάσταση που επικρατεί στα σύγχρονα δυτικά έθνη-κράτη, στα άλλοτε δημοκρατικά, πολιτισμένα και ανθρώπινα/ουμανιστικά περιβάλλοντα. Πόλη παράλογη και γι’ αυτό αποκρουστική. Πόλη ποικιλοτρόπως βίαιη. Πόλη-πηγή και αδιάλειπτη ροή υπαγορευμένων χαρακτήρων. Πόλη-πλέγμα αόρατων και άκαρπων επαφών. Πόλη-πληγή για τους ανθρώπους που περικλείει. Ας αναγνωρίσουμε την (κειμενική;) πόλη, μια πόλη-σύμβολο του αστικού ελέους, της αδιάφορης νοημοσύνης, της στάσης, της ακινησίας, της ατομικότητας, της ομοιομορφίας, της μηχανιστικής επανάληψης, της τυπολατρίας, της αναίτιας ροπής για θαυμασμό, των απρόσωπων και ουδέτερων σχέσεων, των αποτυχημένων – αλλά περισσότερο των ποτέ επιχειρημένων – προσπαθειών για συνειδησιακή ωριμότητα.
Επομένως, θα πούμε για την πόλη, ότι η τελευταία είναι το καθεστώς των αόρατων αδιεξόδων, ένα σύνολο παθητικών και αδρανών συγκλίσεων, όπου τα πάντα καλύπτονται αλλά και κινητοποιούνται από την απουσία διαφοράς: «η μία γειτονιά δίνει το χέρι στην άλλη, δημιουργώντας μια αδιάλειπτη αστική αλυσίδα. Το ένα σπίτι μοιάζει να ακουμπά στο άλλο. Ο ένας δρόμος δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο και μόνο το όνομα αλλάζει» (σελ. 16).
Σ’ αυτή την πόλη, τη «ζεστή και άνυδρη» πόλη όπου όλοι «σιγοτραγουδάμε στους εαυτούς μας τα ίδια τραγούδια. Ξανά και ξανά» (σελ. 15), η ζωή κυλά χωρίς να προχωρά με μνήμη, δηλαδή ρέει χωρίς αντίληψη, χωρίς να έχει συνείδηση του εαυτού της: «η Ιστορία εδώ έχει τη μορφή μιας τριπλής άρνησης. Μιας αμεριμνησίας την οποία η πόλη η ίδια μοιάζει να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά: δεν το θυμάμαι – δεν με αφορά – δεν το γνωρίζω» (σελ. 21).
Πρόκειται ακόμη, για μια πόλη – για να πούμε μια υπερβολή – όχι αντιαισθητική αλλά χωρίς αισθητικό περιεχόμενο, χωρίς αισθητικό αποτύπωμα. Μια πόλη που έχει απολέσει την κηροζίνη της ζωής. Υπάρχει μόνο το τεχνητό αστικό πνεύμα: «η ομορφιά στην πόλη μας έχει από καιρό χαθεί κάτω από τα πορτοκαλιά φανάρια που φωτίζουν συνεχώς τους δρόμους. Η ομορφιά είναι εκζήτηση και κολακεία. Η ομορφιά απουσιάζει. Είναι ξεχασμένη αρετή» (σελ. 19-20).
Επίσης, είναι μια πόλη ερμητικά περίκλειστη, επιθετικά περιχαρακωμένη, φοβικά οχυρωμένη από παντού και καλά φυλαγμένη από κακοτοπιές και άριστα προετοιμασμένη κι έτοιμη για άκρατη μελαγχολία και σκληρό απομονωτισμό. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Χ.Κ.:
ό,τι δεν γνωρίζουμε μας τρομάζει. Οχυρωνόμαστε πίσω από την οικειότητα και λουφάζουμε. Αγκαλιάζουμε τρυφερά όποιον μας μοιάζει και κοιτάμε με βλοσυρότητα όποιον διαφέρει. Και όσο οι άλλοι παραμένουν μακριά μας, συνεχίζουμε απλώς να κοιτάμε με βλοσυρότητα εν κρυπτώ. Πάντα εν κρυπτώ, διακριτικά, εμείς δεν είμαστε βάρβαροι… Πάντα εν κρυπτώ, μα κρατώντας σφιγμένη τη γροθιά στην τσέπη. Στην πόλη αυτή κατοικούμε μόνοι ανάμεσά μας, γιατί έχουμε από καιρό καταφέρει να τρομάξουμε όλους τους ξένους. Τους επισκέπτες δεν τους έχουμε πλέον ανάγκη, και όποιος έρχεται από μακριά μένει ξεκομμένος από εμάς. Κι έτσι, ακόμα και όταν δυστυχούμε, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν άλλον παρά μόνο τον εαυτό μας. Αποφεύγουμε τους ανθρώπους και δεν θέλουμε να ακούσουμε για καινούργια πράγματα. Δεν χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο από ό,τι έχουμε. Ξέρουμε τι μας είναι αναγκαίο και αποκηρύσσουμε τους νεωτερισμούς. Αν κάποιος θελήσει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους, δεν γίνεται ανεκτός – η πόλη μας δεν συγχωρεί τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Θα χλευαστεί. Θα απογυμνωθεί και κατόπιν θα ενδυθεί και πάλι την παλιά του φορεσιά (σελ. 24).
Δεύτερο σύμβολο: ο Παρθενώνας ή το δίπολο παντοδύναμη/αποκεντρωμένη εξουσία
Ο Παρθενώνας ως θεσμός. Ο Παρθενώνας φωτογραφίζεται ως το απόλυτο σύμβολο της εξουσίας. Είναι η κυριαρχία, η δύναμη, η επιτήρηση, ο φόβος, η πηγή από την οποία πηγάζει η εξουσία. Εδώ ο/η αναγνώστης/στρια έρχεται σε επαφή με την αναρχική και μαρξιστική σκέψη περί εξουσίας.2 Πώς περιγράφεται από τον Χ.Κ. αυτός ο Παρθενώνας;:
το σημάδι της πόλης μας είναι σηκωμένο στο ψηλότερο σημείο. Είναι ορθωμένο στο κέντρο και το φωτίζουμε, ώστε να μην χάνεται από το βλέμμα ούτε για μια στιγμή. Το σημάδι της πόλης είναι γένους αρσενικού. Έχει όνομα, αλλά εμείς το έχουμε αποπροσωποποιήσει. Κι έτσι λέμε «κοίτα Τον», ή «Τον είδα», ή ακόμα «δίπλα Του», και ούτω καθεξής (σελ. 17).
Πώς να αντιληφθούμε τον Παρθενώνα των Χρυσόπουλου και του Χ.Κ. που «διαφεντεύει» (σελ. 21); Μάλλον σαν το «μάτι της εξουσίας» (βλ. Φουκώ 1989̇ 2008), το αρχιτεκτόνημα του στυγνού και ψυχρού ελέγχου που διαβαίνει ολοκληρωτικά τα σώματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, προγραμματίζοντας τη στάση και τη συμπεριφορά τους. Η προσοχή που δίνει ολόκληρη η πόλη στο μνημείο είναι εξαντλητική. Η δύναμή του μνημείου, στην οποία υποτάσσονται όλοι/ες, συντηρεί τη φυσικοποίηση της υποταγής και της εξουθένωσης και νομιμοποιεί την αποβολή ετερόκλητων εκδηλώσεων.
Την πόλη δεν την ενδιαφέρει το παρελθόν και η ιστορία του Παρθενώνα. Τη νοιάζει μόνο να τον λατρεύει και να τον ακολουθεί ευλαβικά: «όλοι λένε πως είναι αριστούργημα. Συμβολίζει ό,τι πιο ψηλό και όμορφο. Ποιος τον έφτιαξε; Δεν έχει σημασία πια, αρκεί που υπάρχει» (σελ. 17-18). Λαμβάνει την απεριόριστη περιποίηση: «τον συντηρούμε αδιαλείπτως. Οι τεχνίτες δεν φεύγουν στιγμή από πάνω του. Εξεταστικά μάτια τον προσέχουν διαρκώς. Δεν θα τον αφήσουμε να καταστραφεί» (σελ. 22).
Υπάρχει αγάπη κι ενδιαφέρον φιλοβασιλικής φύσεως προς τον Παρθενώνα. Αν ο τελευταίος πληγεί ή ακόμη χειρότερα, λείψει, η πόλη καταστράφηκε, χάθηκε μεμιάς για πάντα. Έτσι, η πόλη γίνεται θύμα της μοιρολατρίας και βλέπει το μνημείο ως «το ύστατο καταφύγιο» (σελ. 26), ως το ζωντανό αντικείμενο που πρέπει να υπερπροστατεύεται και να υπερλατρεύεται. Η πλήρης υποταγή της πόλης στον Παρθενώνα, δημιουργεί μία ψευδαίσθηση ασφάλειας και ικανοποίησης. Κλασικό συμβάν εξουσιαστικής σχέσης, όπως διαβάζουμε εδώ:
αν για μια στιγμή νιώσουμε αμφιβολία, αν κάποια δυσάρεστη σκέψη περάσει από το μυαλό μας, αν η ίδια η πόλη αντιμετωπίσει μια δύσκολης στιγμή, αν τον χρειαστούμε για οποιονδήποτε λόγο, πρέπει να μπορούμε να ανεβούμε κοντά του αμέσως, χωρίς προβλήματα, χωρίς καθυστερήσεις. Γατί δίχως αυτόν δεν υπάρχει ελπίδα (σελ. 26-27).
Ή κι εδώ:
στην πόλη μας τον επικαλούμαστε συνέχεια, δεν περνά στιγμή δίχως κάποιος να αναφερθεί σ’ αυτόν. Θα νόμιζες πως όλοι ζούμε στον παρελθόν του. Τον επικαλούμαστε με θαυμασμό όταν νιώθουμε μικροί, κάτι που συμβαίνει συχνά, ή όταν συνειδητοποιούμε ότι έχουμε παραμείνει φτωχοί. Αυτό μας αρκεί. Έτσι βολευόμαστε. Γιατί δεν μας αρέσει να σκεφτόμαστε για τίποτα. Μόνο μας αρέσει να λέμε: «Κοίτα εκεί πάνω, κοίτα στην κορυφή της πόλης. Κοίτα τον!». Δεν μας ενδιαφέρει τίποτα άλλο (σελ. 28).
Βέβαια, απ’ όσα ειπώθηκαν ως τώρα, κάτι παραπάνω από υποψία αναφορικά με τη συναίνεση, τη συναλλαγή, είναι υπαρκτή και παρούσα. Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, θα μπορούσαμε να δούμε και μια άλλη όψη/εξήγηση των σχέσεων εξουσίας, και συγκεκριμένα αυτή που μας κληροδότησε ο Γάλλος μεταδομιστής στοχαστής Michel Foucault.3 Πιο αναλυτικά, ο Χ.Κ., έπειτα από τις πάμπολλες επισκέψεις και τις εξονυχιστικές παρατηρήσεις που πραγματοποίησε στο χώρο της αρχαιότητας, συνειδητοποίησε πως δεν πρόκειται για εμμονή εκπορευόμενη από τη δύναμη της συνήθειας και της ιστορίας. «Όχι. Αλλού βρισκόταν η δύναμή του. Διαφορετική ήταν η εξουσία του» (σελ. 21), σκέφτηκε ο Χ.Κ. «Θα είμαι ειλικρινής. Είχε εξουσία» (σελ. 22), ομολόγησε στον εαυτό του. Εδώ είναι που διαρρηγνύεται η προηγούμενη αντίληψη για την εξουσία, με το συμβάν που καταθέτει ο Χ.Κ., έπειτα από μια από τις πολλές αποχωρήσεις του από τον Παρθενώνα και στο οποίο παρατηρούμε και πάλι τη συναλλαγή:
κατέβαινα τα σκαλιά αφήνοντάς τον πίσω μου και τα φώτα της πόλης έμοιαζαν σχεδόν γοητευτικά. Ένιωθα την παρουσία του να βαραίνει στις πλάτες μου και οι πορτοκαλιοί προβολείς του ήταν τόσο ισχυροί, που χρύσιζαν τις στέγες των σπιτιών τριγύρω. Τότε ξαφνικά μου αποκαλύφθηκε. Τον είδα τυπωμένο στο στήθος της μπλούζας ενός μικρού παιδιού. Πιο κάτω, το όνομά του αναρτημένο σε έναν δρόμο. Στην επωνυμία κάποιου γυάλινου κτηρίου. Ένας αναπτήρας με το όνομά του γραμμένο με λατινικά στοιχεία. Η εικόνα του σε ένα τσαλακωμένο χαρτί πεταμένο στον δρόμο. Βρισκόταν παντού (σελ. 22-23).
Ο Παρθενώνας δηλαδή, ή μάλλον η δύναμή του, δεν συνίσταται στον ίδιο, στις προθέσεις και τις επιδιώξεις του, στις ικανότητές του και στην απεριόριστη επιρροή του (δεν είναι δηλαδή ο Παρθενώνας μια εστία εξουσίας) αλλά στην ανοχή, την εμπιστοσύνη, τη συναίνεση δηλαδή που δείχνουν και δίνουν τα υποκείμενα στη δράση του. Όπως λέει και ο ίδιος ο Χ.Κ.: «είχε για σύμμαχο την γενική ομοφωνία: «Σιωπή! Αυτός μας αντιπροσωπεύει! Αφήστε τον» (σελ. 23). Ακόμα μία κειμενική ένδειξη, εν είδει αποδεικτικού στοιχείου: οι πολίτες, βουβοί επισκέπτες της ζωής (τους), τύραννοι και τυραννημένοι συναλλάσσονται ευχάριστα με τον Παρθενώνα, διατηρώντας τόσο την κυριαρχία του όσο και την προσωπική τους υπεροχή:
αν μας ρωτήσουν, σιγοψιθυρίζουμε μεταξύ μας πως δεν θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα καλύτερα απ’ ό,τι είναι. Γιατί λέμε: «Κοίτα εκεί πάνω. Κοίτα στην κορυφή της πόλης». Και αισθανόμαστε την ίδια στιγμή και νάνοι και γίγαντες. Κι όταν αισθανόμαστε νάνοι, λέμε πως οι άλλοι μας φοβούνται γι’ αυτόν εκεί πάνω, στην κορυφή της πόλης. Κι όταν νιώθουμε γίγαντες, πάλι εκεί πάνω κοιτάμε με προσδοκία (σελ. 29).
Το καδράρισμα αυτό της γραφής του Χρυσόπουλου στην εξουσία, υπονομεύει την ίδια την πρακτική του καρδαρίσματος: η εξουσία, έτσι όπως εμφανίζεται τώρα, απέχει από την υπό «μονολιθικούς όρους» (πρβλ. Κακολύρης, 2008: 217) εξέταση. Τώρα, η εξουσία δεν έχει κέντρο, δεν νοείται ως «θεσμός» ή ως «ένα σύνολο θεσμών και μηχανισμών που εξασφαλίζουν την υποταγή των πολιτών» ούτε ένα αφηρημένο και «γενικό σύστημα κυριαρχίας που ασκείται από μια ομάδα πάνω σε μια άλλη, και που οι επενέργειές του διατρέχουν, χάρη σε μια αλληλουχία αντιδράσεων, ολόκληρο το κοινωνικό σώμα» (Foucault, 1982: 115). Δεν πρόκειται για κάτι που κατακτείται και κατέχεται και ασκείται – από τα πάνω – από προνομιακά υποκείμενα. Αντίθετα, η εξουσία «είναι παντού» (Foucault, 1982: 116), διάχυτη σε ολόκληρο το σώμα της κοινωνίας:
πανταχού παρουσία της εξουσίας: όχι επειδή έχει τάχα το προνόμιο να συγκεντρώνει, αλλά επειδή έρχεται από παντού. Και «η» εξουσία σε ό,τι διαθέτει το σταθερό, το επαναληπτικό, το αδρανές, το αυτοαναπαραγωγικό, δεν είναι παρά το συνολικό αποτέλεσμα που διαγράφεται με βάση όλες αυτές τις κινητικότητες, η αλληλουχία που βρίσκει στήριγμα σε καθεμιά απ’ αυτές και πού προσπαθεί, από τη μεριά της, να τις στερεώσει […] η εξουσία δεν είναι θεσμός, ούτε δομή, δεν είναι μια συγκεκριμένη δύναμη που κατέχουν μερικοί, είναι το όνομα που δίνουμε σε μια πολυσύνθετη κατάσταση σε μια δοσμένη κοινωνία (Foucault, 1982: 116-117).
Τρίτο σύμβολο: ο Χ.Κ. ή η υπαρξιακή ανάγκη/αγωνία για εμπρόθετη δράση
Και τι είναι τώρα ο Χ.Κ.; Πώς να τον αναγνωρίσουμε και πώς να τον χαρακτηρίσουμε; Γιατί οραματίστηκε, εργάστηκε κι εν τέλει πραγματοποίησε την ανατίναξη του Παρθενώνα; Θα πρότεινα για τη λύση του προβλήματος αυτού την μέθοδο που φαίνεται να ακολουθεί και ο ίδιος ο συγγραφέας. Στον Βομβιστή του Παρθενώνα, ο/η αναγνώστης/στρια αντλεί πληροφορίες για το προφίλ του Χ.Κ. μέσα από δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι η αυτοπροσωπογραφία που κάνει ο ίδιος στον εαυτό του (βλ το πρώτο κεφάλαιο) και ο δεύτερος τρόπος είναι η προσωπογραφία που κάνουν τρίτοι (όπως διάφοροι πολίτες, οι αρχές, ο φύλακας του Παρθενώνα, ο φαντάρος) στον Χ.Κ. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ο Χ.Κ., μιλά για τον εαυτό του μάλλον ειλικρινώς και ευκρινώς. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις. Αναφερόμενος στα κίνητρα και τις προθέσεις της πράξης του, ο Χ.Κ. είναι πεισμένος για «το γκρέμισμα του συμβόλου» και ότι «έπρεπε να πέσει όποιο κι αν ήταν το τίμημα» (σελ. 31). Λέει: «φοβόμουν πολύ να μην παρεξηγηθώ. Αυτό με έκανε να δειλιάσω πολλές φορές και να την αναβάλλω. Δεν ήθελα να στιγματιστώ ως ένας ακόμα τερατόμορφος εγκληματίας. Ένας γοητευτικός παρανοϊκός. Ένας παράφρων. Ένα βολικό στερεότυπο» (σελ. 14-15). Ήταν η επικρατούσα κατάσταση που τον τροφοδοτούσε:
αρκεί ένα και μόνο αναπάντεχο συμβάν για να διαταραχθεί η ομοιόσταση μιας ζωής που κυβερνάται από τους νόμους της εντροπίας̇ και τότε θα αποκαλυφθεί η αλλόκοτη φύση του οργανισμού που γίνεται ο ξενιστής μας και θα απαλλαγούμε από αυτό που μας δυναστεύει (σελ. 26).
Έπειτα, εκφράζει τη σχέση του με το μνημείο, της οποίας η αρχή είναι η ίδια σε όλους/ες: η ακούσια προσαρμογή στην κατεστημένη κοινωνική οργάνωση, ο εντοπισμός της θέσης και του ρόλου και η υιοθέτηση του αντίστοιχου αξιακού συστήματος:
από μικρό παιδί τον έβλεπα να διαφεντεύει από εκεί πάνω. Και άκουγα από όλους πόσο εξαίσιος είναι, πόσο ελαφρύς και αρμονικός. Πόσο αριστοτεχνικά ταιριασμένος με το τοπίο και υψωμένος σε μέτρα ανθρώπινα. Όλοι λένε πως είναι αριστούργημα. Συμβολίζει ό,τι πιο υψηλό και όμορφο (σελ. 17-18).
Ωστόσο, κάποτε ορισμένοι/ες συναντιούνται με τον διωγμένο ‘άλλο’, τους απόκληρους του χωροχρόνου και αμφισβητούν το καταπιεστικό περιβάλλον και τότε είναι που εισέρχεται η υπαρξιακή ανάγκη/αγωνία και γκρεμίζει την αγάπη προς το μύθευμα:
ανέβηκα πολλές φορές τα σκαλιά που οδηγούν κοντά του. Υποκρινόμουν πως δεν είχα ακούσει τίποτα γι’ αυτόν, ξεχνούσα όλα τα εγκώμια που έχουν πλεχτεί γύρω του και τον δοκίμαζα. Έλεγα: «Να, εδώ είμαι, Κατάκτησέ με. Είμαστε μόνοι εδώ. Κατάκλυσέ με με τη γοητεία σου». Δεν τα κατάφερε. Τον είδα ξανά και ξανά. Με όλους τους καιρούς, όλες τις ώρες. Είδα τον ήλιο να ξεπροβάλλει από μέσα του. τον είδα σκυθρωπό, πασπαλισμένο με σύννεφα. Φωτισμένο από τους προβολείς που τροφοδοτούν την αύρα του με πορτοκαλί φως. Του έδωσα όσες ευκαιρίες ζήτησε. Κι όμως, απέτυχε (σελ. 18).
Και κάπως έτσι, γυρνάμε και πάλι στην πόλη, στην πόλη-φρούριο που εργάζεται για τη βίαιη επαναπροσαρμογή των άτακτων κι επιβάλλει την αποβολή της διαφοράς και ως πλήθος, αναλαμβάνει να συνετίσει τους/τις παρεκκλίνοντες/ουσες ως προς την διατήρηση της παρανοϊκής ακολουθίας:
συμβαίνει με αυτόν ό,τι συμβαίνει πολλές φορές με τις προσφιλείς μας εξιδανικεύσεις. Ακούς συνέχεια γύρω σου πόσο τέλειος είναι, όλοι τονίζουν πως δεν υπάρχει ψεγάδι επάνω του, όλοι τον λατρεύουν. Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Ζητάς να σου εξηγήσουν και εκείνοι επαναλαμβάνουν τα ίδια βαρύγδουπα επίθετα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Στο τέλος το πιστεύεις και εσύ. Ακόμα κι αν έχεις ενδοιασμούς, αργά η γρήγορα θα συναινέσεις. Γιατί είναι δύσκολο να διαφωνείς εκεί όπου όλοι συμφωνούν, και όλοι υποδεικνύουν εμφατικά πως είναι άριστος, στο τέλος συμφωνείς, γιατί δεν αντέχεις να σε κατατάσσουν στους αδαείς, στους ανόητους ή στους αντιδραστικούς. Έτσι λοιπόν αρχίζεις κι εσύ το παραμύθι, και τελικά όχι μόνο το πιστεύεις, μα γίνεσαι υπερασπιστής του μύθου του (σελ. 19).
Από την άλλη, οι διάφοροι/ες που τοποθετούνται για τον Χ.Κ., μας εισάγουν στην άγνοια, μας αφήνουν να προσπαθούμε εκεί και στο τέλος, μας εγκαταλείπουν. Από τα λόγια τους, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για σκιώδες πρόσωπο. Κάποιες μαρτυρίες πολιτών για τον Χ.Κ.:
«Πρέπει να τον αφήσουν ήσυχο. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αντέχουν τους άλλους για πολύ. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να μένουν μακριά από τους ανθρώπους. Πρέπει να τον αφήσουν ήσυχο» (σελ. 36).
«Μένει μόνος και δεν τον βλέπουμε συχνά. Δεν κυκλοφορεί όπως όλος ο κόσμος. Σπανίως μιλά̇ και τότε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και με τα μάτια κατεβασμένα. Δεν ξέρουμε το όνομά του» (σελ. 32).
«Δυστυχώς, είναι ένα ξεροκέφαλο παιδί που αρνείται να κάνει πίσω. Δυστυχώς, γιατί πληγώνει τους γύρω του. Είναι νευρωτικός. Έχει διαφορές με ανθρώπους και αντικείμενα. Διαπληκτίζεται με άψυχα πράγματα και αφηρημένες ιδέες, λέξεις ή φράσεις. Υπάρχει κάτι απόκοσμο επάνω του. Αυτή είναι η γοητεία του» (σελ. 36).
«Ο άνθρωπος που ζητάτε δεν υπάρχει» (σελ. 34).
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι αρχές: «πρόκειται περί ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας […] ο Χ.Κ. δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει λογικά την ενέργειά του. Η πράξη του ήταν – στην ουσία της – άσκοπη» (σελ. 43).
Ο φύλακας του Παρθενώνα, άτομο μάλλον αρνητικού θεατρινισμού που βρήκε την ευκαιρία να επιδοθεί στην κάμερα, εξιστορεί τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις παρατηρήσεις που έκανε στον Χ.Κ., προωθώντας την εικόνα της προμελέτης αναφορικά με την πράξη του Χ.Κ. Στην αρχή, αναφέρει ότι ό Χ.Κ. «ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα» (σελ. 60), «ήταν επίμονος. Απλώς κοιτούσε. Παρατηρούσε με σπουδή» (σελ. 61). Όμως, αργότερα άλλαξε η συμπεριφορά του:
περπατούσε σπιθαμή προς σπιθαμή όλο τον χώρο. Με σταθερό βήμα, λες και μετρούσε την απόσταση ή τον χρόνο. Και παρατηρούσε με άγρυπνο βλέμμα. Τον έβλεπα που έσκυβε να κοιτάξει καλύτερα μια γωνιά, που σκίαζε τα μάτια με την παλάμη όταν τον τύφλωνε ο ήλιος. Είχε μαζί του ένα μικρό σημειωματάριο. Έγραφε. Σημείωνε συνεχώς. Περπατούσε λίγα βήματα και ξάφνου σταματούσε για να καταγράψει κάποια σκέψη ή κάτι που είδε. Μετά πάλι το ίδιο. Λίγα βήματα και μετά πάλι κάποια σημείωση (σελ. 61).
Ο φαντάρος, άτομο με διαταραχές, πιθανόν λόγω της στρατιωτικής ζωής και της αδυναμίας προσαρμογής σε αυτήν, περιγράφει ό,τι είδε στην εκτέλεση: «κοίταξα μέσα από το σκόπευτρο. Ο νεαρός έμοιαζε με κούκλα, με ανδρείκελο. Στεκόταν ακίνητος, με τα χέρια κρεμασμένα και μια χακί, στρατιωτική μαξιλαροθήκη δεμένη στα μάτια» (σε. 79). Μετά την εκτέλεση, δηλαδή μετά τη δολοφονία του Χ.Κ., έσπευσε να απενοχοποιηθεί: «προς στιγμήν δίστασα, όμως καθησύχασα τον εαυτό μου ότι στην πραγματική ζωή θα κατέβαζα το όπλο και θα αρνιόμουν να ακολουθήσω αυτήν την εντολή» (σελ. 80).
Αντί επιμυθίου
Με την ανατίναξη του Παρθενώνα, ο Χ.Κ. αιτείται μια αλλαγή στην πρόσληψή του από Παρθενώνα σε παρθενώνα ή ακόμα και σε Παρθενώνα και προσδοκά να διαταράξει το καθεστώς της παθητικότητας, να διαβρώσει τη λογική (;) της τυποποιημένης μορφής της ζωής, να ταράξει σαν εκσφενδονισμένη μικρή πέτρα τα λιμνάζοντα νερά του εφησυχασμού και να απευθύνει γενικό κάλεσα για ανάληψη πρωτοβουλιών, για εμπρόθετη δράση. Τόσο η ίδια η πράξη της καταστροφής του μνημείου όσο και η επίμονη, σχεδόν εμμονική, προσπάθεια φαντασίωσης της πράξης αυτής από μέρους του Χ.Κ. σηματοδοτεί ενδεχομένως το τέλος μιας εποχής που ποτέ δεν θα’ πρεπε να έχει αρχίσει. Ποια είναι αυτή εποχή; Η δική μας.
BIBΛIOΓΡΑΦIA
Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (μτφρ. Ρ. Βασιλάκη, επιμ. Μ. Σεβαστιάδου), εκδ. Gutenberg.
Foucault, M. (1982). Ιστορία της σεξουαλικότητας, 1: Η δίψα της γνώσης (μτφρ. Γ. Ροζάκη, εκδ. Ράππα.
Foucault, M. (2016). Για την Εξουσία και την Ταξική Πάλη, Συζήτηση με τέσσερα μέλη της LCR (μτφρ. Χ. Βαλλιάνος, επιμ Ι. Μπαρτσίδη), Αθήνα: Εκτός Γραμμής.
Κακολύρης, Γ. (2008). «Μισέλ Φουκό: Υποκείμενο, Γνώση, Εξουσία». Στο Β. Καλδής (επιμ.), Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης Φιλοσοφίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008 (σσ. 213-225).
Καραγιαννίδου, Ε. (2019). «Χάσαμε την ψυχή μας στους συνωστισμούς, κύριε Γιώργο Μακρή: Μπαίνοντας με δέος στο οστεοφυλάκιο ενός ακατάτακτου ποιητή και φιλόσοφου». Ασσόδυο. Ανακτ. 8.3.2025.
Κενό Δίκτυο (2013). «Είμαστε οι προάγγελοι του χάους». Γιώργος Μακρής: Αφιέρωμα εις μνήμην του ποιητή της Αβύσσου. Void Network. Ανακτ. 8.3. 2025.
Newman, S. (2019). Από τον Μπακούνιν στον Λακάν: Ο αντιεξουσιασμός και η εξάρθρωση της εξουσίας (μτφρ. Α. Αγγελής, επιμ.Τ. Γκόνης & Δ. Παπαγιαννοπούλου), Κέλευθος.
Φουκό, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (μτφρ. Λ. Τρουλινού), Ύψιλον.
Φουκό, Μ. (1989). Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής (μτφρ. Κ. Χατζηδήμου & Ι. Ράλλη), Ράππας.
Φουκό, Μ. (2008). Το μάτι της εξουσίας (μτφρ, Τ. Μπέτζελος), Βάνιας.
Χρυσόπουλος, Χ. (2010). O βομβιστής του Παρθενώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη.
___________
Η έκδοση που ακολουθεί το κείμενο είναι η εξής: Χρυσόπουλος, Χ. (2010). O βομβιστής του Παρθενώνα, εκδ. Καστανιώτη.
1. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο διακειμενικότητας στον Βομβιστή του Παρθενώνα είναι η ίδια η σύστασή του ως αφήγημα. Όπως πληροφορείται ο/η αναγνώστης/στρια από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο Χ.Κ. «ακολουθεί τα χνάρια μιας συσκοτισμένης μορφής που κρύβεται στις λιγότερο φωτεινές πτυχές της νεοελληνικής Ιστορίας. Ενός σκιώδους ποιητή και φιλοσόφου που αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του την 31η Ιανουαρίου 1968, αφήνοντας πίσω ένα κάλεσμα σχεδόν τρομαχτικό». Πρόκειται για τον Έλληνα ποιητή και στοχαστή Γιώργο Μακρή, ο οποίος το 1944 γράφει την προκήρυξη του Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων (Σ.Α.Σ.Α.) με την οποία καλεί σε γενική βεβήλωση αρχαίων μνημείων. Περισσότερα γι’ αυτό, βλέπε στο ίδιο το βιβλίο και στα ακόλουθα: Καραγιαννίδου, Ε. (2019). Χάσαμε την ψυχή μας στους συνωστισμούς, κύριε Γιώργο Μακρή: Μπαίνοντας με δέος στο οστεοφυλάκιο ενός ακατάτακτου ποιητή και φιλόσοφου. Ασσόδυο. Ανακτ. 8.3.2025, και Κενό Δίκτυο (2013). «Είμαστε οι προάγγελοι του χάους». Γιώργος Μακρής: Αφιέρωμα εις μνήμην του ποιητή της Αβύσσου. Void Network. Ανακτ. 8.3.2025
2. Ευρύτερα πάνω σε αυτό το θέμα, βλέπε Newman, S. (2019). Από τον Μπακούνιν στον Λακάν: Ο αντιεξουσιασμός και η εξάρθρωση της εξουσίας (μτφρ. Α. Αγγελής,επιμ. Τ. Γκόνης & Δ. Παπαγιαννοπούλου), εκδ. Κέλευθος.
3.Περισσότερα γι’ αυτό, βλέπε τα ακόλουθα: Foucault, M. (1982). Ιστορία της σεξουαλικότητας, 1: Η δίψα της γνώσης (μτφρ. Γ. Ροζάκη), εκδ. Ράππα· Φουκό, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (μτφρ. Λ. Τρουλινού), Ύψιλον· Foucault, M. (2016). Για την Εξουσία και την Ταξική Πάλη, Συζήτηση με τέσσερα μέλη της LCR (μτφρ. Χ. Βαλλιάνος, επιμ. Ι. Μπαρτσίδη), εκδ. Εκτός Γραμμής· Newman, S. (2019). Από τον Μπακούνιν στον Λακάν: Ο αντιεξουσιασμός και η εξάρθρωση της εξουσίας (μτφρ. Α. Αγγελής, επιμ. Τ. Γκόνης & Δ. Παπαγιαννοπούλου), εκδ. Κέλευθος· Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (μτφρ. Ρ. Βασιλάκη, επιμ. Μ. Σεβαστιάδου), εκδ. Gutenberg· Κακολύρης, Γ. (2008).« Μισέλ Φουκώ: Υποκείμενο, Γνώση, Εξουσία». Στο Β. Καλδής (επιμ.), Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης Φιλοσοφίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008 (σσ. 213-225).