Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/metafrash/tria-poiimata
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΙΩΑΝΝΑ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ
Τα τρία ποιήματα του Ρεμπό, «Οφηλία», «Αίσθηση» και «Ο κοιμώμενος της κοιλάδας», συμπεριλαμβάνονται στα Cahiers de Douai (Τετράδια του Ντουέ) ή Receuil Demeny (Συλλογή Ντεμενί) και αποτελούνται από δύο δέσμες χειρογράφων τα οποία ο μόλις δεκαπεντάχρονος μαθητής γυμνασίου, μετά τις δύο αποδράσεις του από το σπίτι και τη διαμονή του στο Douai
(Ντουέ), Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1870, θα τα εμπιστευτεί στον Πολ Ντεμενί, ποιητή και συνιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Librairie
Artistique τον οποίο του είχε συστήσει ο δάσκαλός του της ρητορικής Ζορζ Ιζαμπάρ. Δεκαπέντε ποιήματα χρονολογούνται από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1870 και είναι καθαρογραμμένα σε δεκαεννέα φύλλα, ενώ άλλα επτά σε επιστολικό χαρτί μικρότερου μεγέθους. Με επιστολή του της 10ης Ιουνίου 1871, ο Ρεμπό ζητά από τον Ντεμενί να κάψει όλα τα ποιήματά του, αλλά ο τελευταίος τα κράτησε διότι, όπως δήλωνε, «ήταν τόσο περίεργα που άξιζε να τα κρατήσω». Η Συλλογή Ντεμενί θα αγοραστεί από τον Rodolphe Darzens το 1887 και θα κυκλοφορήσει στο σύνολό της στην αρχική έκδοση του Le Reliquaire de Rimbaud (Η λειψανοθήκη του Ρεμπό)στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1891 (ημέρα του θανάτου του Ρεμπό), από τον εκδότη Léon Genonceaux με πρόλογο του Ροντόλφ Νταρζέν και στη συνέχεια θα επανεκδοθεί σε μορφή fac-similé το 1919 από τον εκδότη Albert Messein.Τα πρώιμα αυτά ποιήματα του νεαρού Ρεμπό μαρτυρούν ήδη ένα αίσθημα εξέγερσης, φυγής και μια βαθιά επιθυμία για χειραφέτηση, ανεξαρτησία και ελευθερία μακριά από τις κοινωνικές συμβάσεις και τους φραγμούς της οικογένειας, περιλαμβάνουν όμως και μελαγχολικά ποιήματα καθώς και ποιήματα που αντανακλούν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του έφηβου (Première soirée, Les reparties de Nina). Γραμμένα υπό την επίδραση ακόμα των ρομαντικών και παρνασσιστών ποιητών που ανθολογούνταν στο Parnasse Contemporaine του εκδότη Alphonse Lemerre, μαρτυρούν ήδη ένα προικισμένο, ιδιοφυές πνεύμα, δοσμένο ολοκληρωτικά στην ποίηση. Μεταξύ των παρνασσιστών ποιητών του περιοδικού, ήταν και ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ στον οποίον είχε στείλει ο Ρεμπό επιστολή συνοδευόμενη από τα ποιήματα « Αίσθηση»
και «Credo in unam», παρακαλώντας τον «να του παραχωρήσει μια μικρή θέση στην ανθολογία», αλλά τελικά τα ποιήματα δεν θα δημοσιευτούν.
Αργότερα, ο Ρεμπό θα απομακρυνθεί από τους παρνασσιστές και θα επιφέρει μια ριζική τομή στην γαλλική ποίηση, εγκαινιάζοντας μια άκρως καινοτόμο και ριζοσπαστική ποιητική γραφή έχοντας ως credo του ότι ο αληθινός ποιητής είναι Προφήτης. «Αλλά ο ποιητής γίνεται Προφήτης μέσα από μια μακρόχρονη, απέραντη και λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων. Μέσα απ’ όλες τις μορφές έρωτα, οδύνης, τρέλας, ο ποιητής αναζητά τον εαυτό του, αντλεί από μέσα του όλα τα δηλητήρια, από τα οποία θα κρατήσει την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο για το οποίο είναι αναγκαίο να έχει ακράδαντη πίστη, υπεράνθρωπη δύναμη ώστε να γίνει ανάμεσα σε όλους ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος ―και ο Υπέρτατος Σοφός!― διότι θα φτάσει στο Άγνωστο! Αφού έχει καλλιεργήσει την ήδη πλούσια ψυχή του περισσότερο απ’ τον καθένα!» . Ο ποιητής-προφήτης, οφείλει, «αφού κάθε λόγος είναι ιδέα», να επινοήσει μια νέα «οικουμενική γλώσσα» που θα είναι «ψυχή για την ψυχή συμπυκνώνοντας τα πάντα, αρώματα, ήχους, χρώματα, σκέψη που γαντζώνει και τραβά την σκέψη», γιατί «Εγώ είμαι ένα άλλος[…], είμαι μάρτυρας της εκκόλαψης της σκέψης μου: την κοιτάζω, την ακούω: με μια δοξαριά μου, μέσα στα βάθη αρχίζει να αναδεύεται η συμφωνία, ή διαμιάς ανεβαίνει επί σκηνής» γράφει στην περίφημη επιστολή του Προφήτη προς τον Ντεμενύ, στις 15 Μαϊου 1871 όπου και συνοψίζει τη σύντομη διαδρομή του ως ποιητή. Μέσα σε έξι χρόνια, από το Veri erat του 1868 έως της Εκλάμψεις (1874) με τις οποίες αποχαιρετά την ποίηση σε ηλικία 20 ετών, ο Ρεμπό θα εφεύρει μια νέα γλώσσα με τις παρηχήσεις και τις συνηχήσεις της, την εσωτερική ρίμα και την μείξη της πρόζας με τον ελεύθερο στίχο και θ’ αλλάξει ριζικά το ποιητικό τοπίο της Γαλλίας.
Η «Οφηλία» και η «Αίσθηση», περιλαμβάνονται στην πρώτη δέσμη χειρογράφων της Συλλογής Ντεμενί και ο «Κοιμώμενος της κοιλάδα» στη δεύτερη.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕΟΝΤΟΡ ΝΤΕ ΜΑΝΒΙΛ1
Σαρλβίλ (Αρδένες), 24 Μαΐου 1870
Αγαπητέ Δάσκαλε,
Βρισκόμαστε στον μήνα του έρωτα· είμαι σχεδόν 17 ετών.2 Στην ηλικία των προσδοκιών και της χίμαιρας, καθώς λένε, και να που άρχισα, παιδί ακόμα που το άγγιξε το δάχτυλο της Μούσας συγγνώμη αν είναι κοινότοπο-, να εκφράζω τις μεγάλες μου πεποιθήσεις, τις προσδοκίες μου, τις αισθήσεις μου, όλες εκείνες τις υποθέσεις των ποιητών που εγώ τις ονομάζω Άνοιξη.
Αν σας στέλνω ορισμένους στίχους, (με την μεσολάβηση του Αλφ. Λεμέρ, του εξαίρετου εκδότη) είναι επειδή αγαπώ όλους τους ποιητές, όλους τους καλούς παρνασσιστές, διότι ο ποιητής είναι ένας Παρνασσιστής, παθιασμένος με την ιδανική ομορφιά· είναι επειδή αγαπώ σ’ εσάς, εντελώς αφελώς, έναν απόγονο του Ρονσάρ, αδελφό των δασκάλων μας του 1830, τον αληθινό ρομαντικό, τον αληθινό ποιητή. Να γιατί-, Είναι χαζό, δεν είναι έτσι, αλλά τέλος πάντων…
Σε δυο χρόνια, ίσως και σε ένα, θα είμαι στο Παρίσι. --Anch΄io3 κύριοι του περιοδικού, θα είμαι Παρνασσιστής! Δεν ξέρω τί έχω μέσα μου… που θέλει να βγει στην επιφάνεια….--Ορκίζομαι, αγαπητέ Δάσκαλε, να λατρεύω πάντοτε τις δύο θεές, τη Μούσα και την Ελευθερία. Μην κατσουφιάζετε διαβάζοντας αυτούς τους στίχους… Θα μου δώσετε απίστευτα μεγάλη χαρά κι ελπίδα, εάν θέλατε, αγαπητέ Δάσκαλε, να φροντίσετε ώστε να βρει το ποίημα μου «Credo in Unam» μια μικρή θεσούλα μεταξύ των Παρνασσιστών… Αν έμπαινα στο τελευταίο τεύχος του Παρνασσού… αυτό θα γινόταν το Credo των ποιητών!....Τι φιλοδοξία! Ω, τι τρέλα!
Αρθούρος Ρεμπό
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΛ ΝΤΕΜΕΝΙ4
[( Απόσπασμα ]
Σαρλεβίλ, 15 Μαΐου 1871
Όλη η αρχαία ποίηση καταλήγει στην ελληνική ποίηση. Αρμονική Ζωή. Από την Ελλάδα έως το κίνημα του ρομαντισμού --Μεσαίωνας--, υπάρχουν λόγιοι στιχοπλόκοι. Από τον Έννιο ως τον Θερόλδο, από τον Θερόλδο ως τον Καζιμίρ Ντελαβίν, τα πάντα είναι ομοιοκατάληκτη πρόζα, παιχνίδι, χαύνωση και δόξα αναρίθμητων γενεών ηλιθίων: ο Ρακίνας είναι ο αγνός, ο δυνατός, ο μέγας. Αν φυσούσες στις ρίμες του, αν απορρύθμιζες τα ημιστίχια του, τότε ο Θεϊκός Βλάκας θα ήταν σήμερα τόσο παραγνωρισμένος όσο και ο πρώτος τυχόν συγγραφέας των Απαρχών. Μετά τον Ρακίνα, το παιχνίδι μουχλιάζει. Διήρκεσε δύο χιλιάδες χρόνια!
Ούτε αστειεύομαι ούτε παραδοξολογώ. Η λογική για το θέμα, μου εμπνέει μεγαλύτερη βεβαιότητα από τον θυμό οποιουδήποτε Νέο-Γάλλου. Επιπλέον, ας είναι ελεύθεροι οι νέοι! να απεχθάνονται τους παλιούς: είμαστε στο σπίτι μας και έχουμε χρόνο.
Ποτέ δεν κρίναμε σωστά τον ρομαντισμό· ποιος να τον έκρινε; Οι κριτικοί!! Οι ρομαντικοί που αποδεικνύουν τόσο καλά ότι το άσμα δεν είναι ποτέ το έργο, δηλαδή η αδόμενη και κατανοητή σκέψη του αοιδού;
Γιατί το Εγώ είναι ένας άλλος. Αν ο χαλκός ξυπνά σάλπιγγα, δεν φταίει αυτός. Αυτό κατ’ εμέ είναι προφανές: παρακολουθώ την εκκόλαψη της σκέψης μου: την κοιτάζω, την ακούω: κρούω τις χορδές με το δοξάρι και η συμφωνία αναδεύεται στα βάθη, ή ανεβαίνει διαμιάς επί σκηνής.
[….] Λέω ότι πρέπει να είσαι προφήτης, να γίνεις προφήτης.
Ο Ποιητής γίνεται Προφήτης μέσα από την μακρόχρονη, τεράστια και λελογισμένη απορρύθμιση των αισθήσεων. Σε όλες τις μορφές, έρωτα, οδύνης, τρέλας, αναζητά τον εαυτό του, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο, γι’ αυτό έχει ανάγκη από μεγάλη πίστη και υπεράνθρωπη δύναμη, πρέπει να γίνει ανάμεσα σε όλους ο μεγάλος ασθενής, ο μεγάλος εγκληματίας, ο μεγάλος καταραμένος -- και ο Υπέρτατος Σοφός! Διότι φτάνει στο άγνωστο! Αφού καλλιέργησε την ήδη πλούσια ψυχή του, περισσότερο απ’ τον καθένα! φτάνει στο άγνωστο! Κι ακόμα κι αν, τρελαμένος, κατέληγε να χάσει την γνώση αυτών των οραμάτων, πάντως τα έχει αντικρίσει! Ακόμα κι αν αυτός, μες στην εκτίναξή του, πεθάνει από ανήκουστα και ακατανόμαστα πράγματα, θα έρθουν άλλοι τρομεροί εργάτες που θα ξεκινήσουν από τους ορίζοντες στους οποίους έχει βουλιάξει ο άλλος!
1. Rimbaud, Œuvres Comlètes, Flammarion 2010, σελ. 20
2. Ο Ρεμπό δεν ήταν ακόμα ούτε δεκάξι ετών
3. «Κι εγώ επίσης»
4. Rimbaud, ό.π., σελ. 94
Οφηλία
I
Πάνω σε κύματα ήρεμα όπου κοιμούνται αστέρια
Σαν τα μεγάλα κρίνα πλέει η Οφηλία η λευκή·
Πλέει απαλά πλαγιάζοντας πάνω στα μακριά της πέπλα .
―Και πέρα απ’ τα δάση ακούγονται του κόρνου ήχοι φονικοί.
Χίλια χρόνια τώρα η θλιμμένη Οφηλία
Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε ποτάμι μελανό·
Χίλια χρόνια τώρα η γλυκιά της η μανία
Τραγούδι μουρμουρίζει στον άνεμο το βραδινό.
Ο άνεμος τα στήθη της φιλά κι ένα στεφάνι πλέκει
Με τα μεγάλα πέπλα της που τα λικνίζουνε νερά νωχελικά·
Η τρέμουσα ιτιά στους ώμους της πάνω κλαίει
Και στο ονειροπόλο μέτωπο της υποκλίνεται η καλαμιά.
Γύρω της νούφαρα τσακισμένα αναστενάζουν·
Φορές-φορές, στον θάμνο όπου κοιμάται, μέσα στον ύπνο της ξυπνά
Κάποια φωλιά απ’ όπου ρίγη φτερωτά προβάλλουν
―Μυστηριώδες άσμα πέφτει από τ' άστρα τα χρυσά .
II
Ω, Οφηλία ωχρή! Όμορφη σαν το χιόνι
Που σε παρέσυρε ο ποταμός και πέθανες παιδί!
―Είν’ επειδή οι άνεμοι που φύσαγαν από της Νορβηγίας τα όρη
Σου είχαν κάτι ψιθυρίσει για την ελευθερία την στυφή.
Είν’ επειδή ένα φύσημα, στρίβοντας τα μακριά μαλλιά σου,
Στον ονειροπόλο σου το νου έφερνε ανοίκειους ήχους.
Είν’ επειδή της φύσεως το άσμα άκουγ’ η καρδιά σου
Μες στης νυχτιάς τους στεναγμούς και του δενδριού τους θρήνους.
Είν’ επειδή η φωνή των μανιασμένων θαλασσών, ρόγχος τρομερός,
Έσπαγε το παιδικό σου στήθος τ’ ανθρώπινο πολύ και τρυφερό.
Είν’επειδή ένα απριλιάτικο πρωί, ένας ιππότης όμορφος, χλωμός ,
Ένας φτωχός τρελός, στα γόνατά σου κάθισε βουβός.
Ω, Ουρανέ! Αγάπη! Ελευθερία! Τί όνειρο φτωχή τρελή!
Για το χατίρι του έλιωνες όπως το χιόνι στη φωτιά:
Τα μεγάλα σου οράματα σού στραγγαλίζαν τη φωνή
―Και το αχανές το άπειρο τον τρόμο έσπειρε στα μάτια σου τα γαλανά!
III
―Κι ο Ποιητής λέει, ότι στο φως των αστεριών
Τη νύχτα έρχεσαι να βρεις τα άνθη που έχεις δρέψει·
Και πως την λευκή Οφηλία την έχει δει να κείτεται πάνω στο νερό
Μέσα στα πέπλα της και σαν μεγάλος κρίνος να επιπλέει
(15 Μαΐου 1870)
Αίσθηση
Τα γαλανά βράδια του θέρους θα τριγυρνώ στα μονοπάτια,
Τσιμπημένος απ’ τα στάχυα, τα λεπτά χορτάρια θα πατώ:
Ρεμβάζοντας, στα πόδια μου θα νιώθω τη φρεσκάδα.
Τον άνεμο θ’ αφήσω το κεφάλι μου να λούζει το γυμνό.
Τίποτε δεν θα σκέφτομαι, δεν θα μιλώ:
Μα η απέραντη αγάπη στην ψυχή μου θ’ ανεβεί,
Και μακριά, πολύ μακριά, σαν ένας μποέμ θα πορευτώ
Μέσα στη Φύση ∑ σαν κάποιος που με μια γυναίκα ευτυχεί.
(Μάρτιος 1870)
Ο κοιμώμενος της κοιλάδας
Είναι μια τρύπα πρασινάδας όπου ένα ποτάμι τραγουδά
Με ζωηράδα πλέκοντας κουρέλια ασημένια στο χορτάρι,
Κι ο ήλιος απ’ το περήφανο βουνό λαμποκοπά:
Είναι μια μικρή κοιλάδα που απ’ τις ακτίνες αναβράζει.
Ένας νεαρός στρατιώτης, με γυμνό κεφάλι, στόμα ανοιχτό,
Ο τράχηλος του μέσα σε φρέσκο γαλάζιο κάρδαμο λουσμένος,
Κοιμάται: στης χλόης την αγκάλη με πρόσωπο χλωμό,
Κάτω απ’ τον ουρανό, στην πράσινη φωτοβρεγμένη κλίνη ξαπλωμένος.
Κοιμάται, τα πόδια μέσα σε γλαδιόλες. Χαμογελά,
Όπως ένα άρρωστο παιδί χαμογελά, παίρνει έναν υπνάκο:
Φύση, ζεστά νανούρισέ το, νιώθει παγωνιά.
Τα ρουθούνια του δε ριγούν από την ευωδιά,
Κοιμάται μες στου ήλιου την αγκάλη, το χέρι στο στήθος πάνω,
Γαλήνιος. Έχει δυο τρύπες κόκκινες στη δεξιά πλευρά.
(Οκτώβριος 1870)
___________
Arthur Rimbaud, Œuvres complètes, Présentation par Jean-Luc Steinmetzε, εκδ. Flammarion, Παρίσι 2010