Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/poiisi-kai-pezografia/ghia-oso-kratisei-i-nykhta
Κρυφά, οι άντρες βγάλαν τα πλουμίδια, φόρεσαν τα μαύρα και βαστήξαμε γιορτή. Έτσι τ΄ ονομάζουμε πάντα όταν βρισκόμαστε πολλοί μαζί. Αλλά τώρα, εδώ στην υπόγα του σπιτιού μας, όπου μαζευτήκαμε όσοι είχαμε απομείνει, η γιορτή αυτή ήταν βουβή. Με τα κεφάλια μας σκυμμένα και τα μακριά μαλλιά πια χυτά, βρόμικα και μπλεγμένα, πού καιρός, πήραμε θέση γύρω απ' το τραπέζι. Τα στόματα όμως παρέμεναν ραμμένα κι άνοιγαν μονάχα για να πιούν, ώστε τα βλέμματα, που βούταγαν τρελαμένα το ένα στ' άλλο, να πάρουν πορεία να θολώσουν. Να θαμπώσουν.
Τόσο ώστε να μην γράφεται τίποτα άλλο πλέον μέσα τους.
Ήδη την καρδιά μας την είχαμε παραδώσει σε μια κυρά· την εκδίκηση. Η δίψα μας γι' αυτήν ήταν τόσο φουντωμένη, που όλο το πιοτό που 'χαμε ανάμεσα κι απέναντι μας δεν έφτανε να την σβήσει. Θα 'λεγε κανείς πως ήμασταν κιόλας αλλοπαρμένοι έτσι όπως τα κεριά, που φώτιζαν την υπόγα, έφτιαχναν σκιές θηρία στους τοίχους πάνω. Αλλά όχι μάνα μου, ο σκοπός ο αποψινός ήταν να γεννούν όλοι τους σκοτάδι. Για να γλιστρήσουν έπειτα όξω οι μαύροι για ν' αρπάξουν εκείνο που άρπαξε τις γυναίκες τους και τις έκαμε ν' αφήσουν πίσω την δεύτερη τους φύση, την ζωώδη, ώστε να συνεχίσουν ύστερα να ζούνε μονάχα ως άνθρωποι. Κάτι που, εκτός από μιαρό, μας ήταν τόσο αδιανόητο, όσο το ότι είχαν πάει κάποιες και το κάμαν με την θέληση τους.
Εμένα μου τα 'χε ψιθυρίσει η μάνα μου όλα. Κάθε λέξη μου την έριξε στ' αυτί στάλα στάλα σαν το φαρμάκι, κρυφά όμως από τον πατέρα, όπως της το 'χε σταλάξει πρώτα εκείνος ο άγνωστος, με το πρόσωπο το ρευστό και την μονότονη φωνή. Πως ήταν, τάχα μου, αμαρτία να ζεις σαν το κτήνος, έλεγε. Πως ήταν κακιά κατάρα κι ότι τ' άγρια ζώα ήταν μόνο για το κλουβί, πίστευε. Κι άλλα αισχρά που στο δικό μου στόμα δεν τα βάνω γιατί σιχαίνομαι.
Στο δικό μου το κορμί αφέντης είμαι εγώ κι άλλος κανείς.
Όταν όμως άρχισαν να φεύγουν απ' τις εστίες τους οι πρώτες γυναίκες παίρνοντας μαζί τους τα παιδιά σκιάχτηκα, κι είπα του πατέρα να με πάρει να πάμε για κυνήγι πέρα στα βουνά. Πως ήταν φυσικό στην ηλικία μου να θέλω να μάθω την τέχνη κι ας είμαι κορίτσι πράμα. Ευτυχώς για μένα τον πατέρα μου δεν τον άγγιζαν τέτοιες έγνοιες και συμφώνησε ευθύς αμέσως με χαρά. Σαν επιστρέψαμε έπειτα από μερικές ημέρες, η μάνα είχε αφήσει πίσω της τα ζωντανά απότιστα και την πόρτα του σπιτιού μας τέρμα ανοιχτή.
«Θα γίνει απόψε χαλασμός, κι αν είναι να πάμε στον χαμό μας, καλώς να πάμε», είπε ο πατέρας κι έσπασε το ποτήρι που έσφιγγε στο χέρι του. Κοίταξα τις χούφτες του να ραντίζουν αίμα το τραπέζι και θαύμασα πόσο άπληστα το ρούφαγε το ξύλο σαν να ήταν λειτουργιά. Ο Δήμος του έχωσε εκεί το μαντίλι που του 'χε χαρίσει το περασμένο Πάσχα η κόρη του κι εκείνο ρόδισε ώσπου πήρε το χρώμα της πορφύρας.
Για κάποια ώρα ακούγονταν μόνο τα ποτήρια που έσκαγαν με δύναμη στο τραπέζι πάνω σαν άδειαζαν κι ορκίζομαι ότι όλων οι σκιές είχανε θεριέψει κι έδιναν παράσταση δική τους. Εγώ ήμουν εκεί χαριστικά, καθώς ήμουν το μόνο παιδί που δεν είχαν πάρει οι γυναίκες κι έπρεπε να με φυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού. Δεν έπινα κι ούτε συμμετείχα στις κουβέντες για το τι δρόμο ήταν ανάγκη να χαράξουμε. Η δική μου δουλειά ήταν τον καπνό που είχε γιομίσει το δωμάτιο, να τον μάζευα με την βεντάλια μου και να τον γύριζα πάλι πίσω στα στόματα τους, ώστε η κάθε εκπνοή που έβγαινε ξανά με λόγο να μοιάζει με χρησμό.
Ο Παυλής ξάφνου έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε πάνω προς την πόρτα, έτοιμος να την σπάσει όπως είχε σπάσει άθελα του κι εκείνος. Σηκώθηκα να τον κρατήσω αλλά με χτύπησε στο πρόσωπο με τον αγκώνα, να το ήθελε δεν ξέρω, κι έπεσα πίσω σαν να ήμουν αχυρένια κούκλα. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και όρμησε στα αδέρφια του που έστεκαν εκεί φρουροί, αλλά ούτε οι δυο τους μαζί
δεν μπόρεγαν να τον κάνουν ζάφτι έτσι όπως κοπανιόταν με μια λύσσα ασύλληπτη, ενα πράμα δαιμονισμένο, όλο σάλια κι αφρούς στο στόμα και μάτια κόκκινα από το κλάμα και την οργή.
Σηκώθηκε τότε ατάραχος ο πατέρας και τον τράβηξε δυνατά από τα μαλλιά του πίσω. Αφού τον έφερε μια σβούρα και του 'χωσε δυο χαστούκια απανωτά, του φώναξε, «Σύνελθε μωρέ, τι θα 'λεγε η Λένη αν σ' έβλεπε έτσι τώρα;» Ο Παυλής έκανε ν' απαντήσει κι ο πατέρας τον ράπισε ξανά. Δεν του άφησε του έρμου κανένα περιθώριο ν' αντιδράσει.
Τότες χτύπησαν την πόρτα απ' έξω. Σαν την άνοιξαν μ' επιφύλαξη μια χαραμάδα, ο Πετρής έδωσε μια και χύθηκε μέσα. Έτρεξε σε μια γωνία και ζάρωσε σαν γατί που μόλις το 'χαν κολοβώσει.
Ο Λάμπρος, που ήταν θείος του, τον σήκωσε πάνω και του έδωκε να πιει, να στυλώσει μια πιθαμή κουράγιο να μπορέσει να μιλήσει. Κι ο Πετρής μίλησε αλλά ανάθεμα για αυτά που είδε και ξεστόμισε.
«...στον κάμπο μετά του δάσους τις δυο στροφές, εκεί ήμουν από νωρίς τ' απόγευμα, προτού ο ήλιος πυρώσει για στερνή φορά στη μέρα και κρυφτεί έπειτα πίσω από τις διχάλες των βουνών, εκεί στην βαλανιδιά σου Λάμπρο είχα κουρνιάσει, σαν να 'μουνα πουλί χωρίς λαλιά, και τις είδα τις γυναίκες όλες, με μαντίλες στο κεφάλι να έχουν μπει σε σειρά, η μια πίσω απ' την άλλη, η κάθε μια όμως να βαστά κι από ενα παιδί στ΄ αριστερό τους χέρι, ενώ στ' άλλο πυρσό αναμμένο. Κι όπως προχωρούσαν, δεν υπήρχε τίποτε το φυσικό επάνω τους, άκουγα ενα μουρμουρητό τόσο δυνατό όσο το ποτάμι τον χειμώνα ύστερα από βροχή, μόνο που δεν έπιασα καμία λέξη που να ξέρω. Το πόσο τρόμαξα ντρέπομαι να πω, αλλά έπρεπε να ξέρω κι έτσι κατέβηκα και τις πήρα στο κατόπι.
Με το που μπήκαν στο χωριό, άρχισαν οι πόρτες και τα παραθύρια να κοπανιούνται μόνα τους, σαν να χτυπούσαν παλαμάκια τα μικρά παιδιά. Αλλά δεν έμειναν εκεί, αλλού ήταν ο σκοπός τους. Σαν έφτασαν στην εκκλησιά, στάθηκαν στης αυλής το κέντρο και μια, η Λένη πρέπει να ήταν θαρρώ αλλά δεν τ' ορκίζομαι κιόλας, άρχισε να χτυπάει την καμπάνα μ' έναν ρυθμό που δεν έχω ξανακούσει. Και ήταν η Μαρία που πήρε την κόρη σου Δήμο, της έβαλε μια δάδα στο χέρι, της άνοιξε την εξώθυρα και την έσπρωξε μέσα απαλά. Όλες οι άλλες τότε γύρισαν να φύγουν αφήνοντας την μια την αφορισμένη να συνεχίζει να χτυπάει την καμπάνα και την μικρή στα Θεία μέσα. Δεν ήξερα προς τα που να πάω, αλλά σαν είδα την πρώτη λάμψη μέσα από το βιτρό, ήξερα πως έβαζε φωτιά. Όρμησα και την έβγαλα με μεγάλο ζόρι, γιατί δεν μ' αναγνώριζε, και μου ανέμιζε την δάδα με τον ίδιο τρόπο που κρατούμε τα θηρία μακριά...»
«Αρκετά», είπε ο πατέρας. «Δε χρειάζεται ν' ακούσω τίποτ' άλλο». Σήκωσε την μπουκάλα κι αφού την στράγγιξε την έσπασε στο πάτωμα. Άστραψε μια το μάτι του και πήρε και το δικό μας. «Πάμε», φώναξε, «Όλοι όξω. Για όσο κρατήσει ακόμα η νύχτα», είπε και την φωνή του δεν την είχα ξανακούσει έτσι, δεν ήξερα από ποια βάθη την ανέσυρε για να δώσει έτσι τέτοιο πρόσταγμα.
Οι άντρες του έκαμαν χώρο να περάσει ανάμεσα τους αλλά προτού προλάβει να πατήσει το τελευταίο σκαλοπάτι, είχε προκάμει κιόλας να γδυθεί. Σαν βγήκε έξω ήταν πια γυμνός, άρχοντας, και πήγε να λουστεί στου φεγγαριού το φως για ν' αρχίσει να αλλάζει. Ψήλωσε και φούσκωσε το κορμί του κι από τα μεριά του πετάχτηκε η περήφανη ουρά του ενώ η μούρη του έγινε μουτσούνα λύκου και γιόμισε τρίχα σγουρή παντού. Οι άλλοι ακολούθησαν ευθύς το παράδειγμα του και γυμνώθηκαν για ν' αλλάξουν με την σειρά τους, τα έξω με το μέσα που περίτεχνα κρατούσαν δαμασμένο. Στήθια χτυπήθηκαν, δόντια και νύχια μάκρυναν κι όταν ήταν έτοιμος πια ο μαλλιαρός στρατός παρατάχθηκε στην αυλή μας σαν ενα σώμα.
Εμένα δεν μ' έπαιρνε ούτε να το δοκιμάσω γιατί δεν μπορούσα ακόμα να το ελέγξω, ξέρεις ότι μέχρι και την μάνα σου σκοτώνεις όταν σε βάζει εκείνο κάτω κι όχι εσύ, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως θα έμενα πίσω. Πριν ο πατέρας πάρει την τελική μορφή ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, «Αντίο, μικρή μου Μόρφω. Θα τα πούμε την αυγή», είπε κι έσκυψε για να τον φιλήσω. «Παυλή μείνε εδώ να την προσέχεις», του γάβγισε κι ύστερα έκανε ενα βήμα πίσω κι έγινε ο μέγας μαύρος λύκος. Το χνώτο που έβγαζε μπορεί να έσερνε αλκοόλ, μίσος και χολή, αλλά και πάλι με έγλειψε στο πρόσωπο σαν να 'μουν ακόμη το μικρό του κουταβάκι. Στράφηκε τότε στο ασημένιο φως κι έβγαλε
μια κραυγή τέτοια που σου σήκωνε την πέτσα. Όταν κόπασε ο απόηχος της, έδωσε έναν σάλτο, πήδησε ψηλά και χάθηκε. Το σήμα δώθηκε. Οι άλλοι ξεχύθηκαν ξοπίσω του ίδιος μαύρος χείμαρρος έτοιμος να σαρώσει στον διάβα του τα πάντα.
Μείναμε εκεί με τον Παυλή και περιμέναμε. Αλλά γυρνούσαμε ανήσυχοι, σαν να ήμασταν σκυλιά δαρμένα που τα έχουν δέσει με κρίκο ασημένιο και βαρύ, κι όχι λύκοι.
Άρχισε να βρέχει. Αλλά μια βροχή αχαμνή, σαν το κουβεντολόι που κάμει κάποιος στα στερνά του και χωρίς ανάσα, αλλά αν ήξερα να ορμηνεύω τα σημάδια ολόγυρα σωστά, τότε η μπόρα που σίμωνε γοργά θα ήταν από κείνες που μέχρι και τα περήφανα έλατα τσακίζουν. Κι εμείς εκεί, στην ίδια θέση, ν' αγναντεύουμε αχόρταγα και να περιμένουμε σημάδι πως όλα θα είχαν αίσιο τέλος. Τι θα ήταν αυτό και με τι μορφή θα 'ρχόταν δεν το ξερα, αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν θ' αργούσε να φανεί.
Όμως ο χρόνος, που γλίστραγε πια σε άγνωστο για μας αυλάκι, περνούσε κι η μπόρα ήρθε τελικά κι έπεσε μ' ορμή περίσσια. Ήταν τόσο δυνατή που ο ήχος της κάλυπτε τα πάντα και δεν άκουγες πράγμα άλλο, σαν να είχες έναν καταρράχτη μέσα στο αυτί σου. Αλλά όσο κι αν εκείνη μαίνονταν στα πρόσωπα και στα κορμιά μας, τόσο δεν μας άγγιζε, κι έτσι στέκαμε βρεγμένοι και βουβοί, όχι πως είχαμε και τίποτα να πούμε.
Όταν όμως το χώμα ποτίστηκε με το πρώτο αίμα, το μυρίσαμε αμέσως. Μια αντάρα γιόμισε τα σωθικά μου, καθώς προτού προλάβω να ξεχωρίσω σε ποιόν άνηκε η πρώτη μυρωδιά, ήρθε αυτή της δεύτερης κι έπειτα της τρίτης να την καλύψει. Ήταν των δικών μας ή των ανθρώπινων θεριών; Δεν είχε σημασία. Δεν μετρούσε έτσι η αξία των σωμάτων, είτε τα γνωρίζεις είτε όχι. Έτσι με είχαν μεγαλώσει. Εκείνο που δεν μπορούσα, ήταν να μένω αμέτοχη. Γίνονταν σφαγή, αυτό ήταν σίγουρο και σαν να ήταν αυτό το ξόρκι που αναμέναμε, σπάσαμε μεμιάς την αλυσίδα που ήταν του πατέρα η προσταγή.
Ο Παυλής άλλαξε γοργά και έπειτα χαμήλωσε για να με πάρει στην πλάτη του. Όπως ήμουν
γραπωμένη από την χαίτη του και καλπάζαμε μανιασμένα προς το δάσος, έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα την μάνα μου. Πως με ξύπναγε αχάραγα και μου πρόσφερε στο στόμα το βυζί της γιατί ήξερε με τι λαχτάρα έπινα το γλυκό της γάλα ώσπου να καλοξημερώσει. Πως με ζέσταινε στην γούνα της τις κρύες νύχτες του χειμώνα που ο πατέρας έφευγε για κυνήγι και μέναμε οι δυο μας μόνες. Πως με κοίμιζε πάντα με τους θρύλους τους παλιούς και τα κατορθώματα της αγέλης μας. Αλλά έπειτα θυμήθηκα τις ντροπές που ο άλλος έβαλε στο μυαλό και στο στόμα της κι άνοιξα μεμιάς τα μάτια μου σαν να περίμενα να τον δω μπροστά μου. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά τα δόντια μου να κατεβαίνουν επιτέλους. Και τη δίψα μου για το αίμα του να μεγαλώνει μέσα μου, σαν την λαχτάρα που είχα κάποτε για το πρώτο εκείνο γάλα.