Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/kinhmatografos/o-patir-damianos-karras-eksorkizei-tois-prosopikoys-toi-daimones
«Νομίζω πως ο στόχος του δαίμονα δεν είναι ο ίδιος ο δαιμονισμένος, αλλά εμείς, οι παρατηρητές. Και νομίζω πως στόχος του είναι να μας κάνει να απελπιστούμε, να απαρνηθούμε την ανθρωπιά μας». ― Father Merrin, “The Exorcist “ (1973)
Ένας από τους πιο σύνθετους και αντιφατικούς κινηματογραφικούς χαρακτήρες είναι αυτός του καθολικού ιερέα Damien Karras (τον υποδύεται έξοχα ο Jason Miller) στην ταινία του William Blatty “The Exorcist” (1973). Ο σκηνοθέτης με εξαιρετική μαεστρία φιλοτεχνεί το πορτραίτο ενός ιερωμένου που στροβιλίζεται μέσα στην προσωπική του δίνη, αμφιβάλλει για την πίστη του, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του, τεντώνει διαρκώς τα προσωπικά του όρια αντοχής —χωρίς να παύει ούτε στιγμή να είναι ένας πολύ «ανθρώπινος» χαρακτήρας που προσπαθεί διαρκώς να εξορκίσει τους δικούς του δαίμονες. Άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις και εσωτερικές συγκρούσεις (όπως οι περισσότεροι από εμάς), είναι ταυτόχρονα μια ολοκληρωμένη, πολυσχιδής και γοητευτικά ιδιάζουσα προσωπικότητα.
Μολονότι η μάνα του αργοπεθαίνει (την υποδύεται η Vasiliki Maliaros —που, δίχως να είναι ηθοποιός, απλώς μια Ελληνίδα που «ανακαλύφθηκε» από τον σκηνοθέτη William Friedkin σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, ανταποκρίνεται επάξια στον ρόλο της), ο Karras (“Dimmy” για την μάνα του) δεν είναι σε θέση να βρίσκεται στο πλευρό της· τα καθήκοντά του ως ιερέα δεν του το επιτρέπουν. Όταν μάλιστα περιποιείται το πόδι της φορώντας ένα λευκό t shirt (ας το αποκαλέσουμε «φανελάκι με μανίκι» δεδομένης της ελληνικής καταγωγής του), συνειδητοποιεί κανείς πως η ενδυματολογική υφή της συγκρότησης του «μέσου» ανθρώπου είναι ευφυέστατη στη σύλληψή της. Εξίσου βοηθητική προς την κατεύθυνση αυτή είναι και η μουσική υπόκρουση της ταινίας αφού ακούγονται δύο ελληνικά λαϊκά τραγούδια. Τόσο το πρώτο τραγούδι, το «Ιστορία μου, αμαρτία μου» ερμηνευμένο από τη Ρίτα Σακελλαρίου όσο και το δεύτερο, το «Παραμυθάκι μου» —με τον Γιάννη Καλατζή— συνεισφέρουν ιδιαίτερα στην σκιαγράφηση του Damien ως ενός «απλού», «μέσου», ελληνικής καταγωγής, Αμερικανού, στενά συνδεδεμένου με την λαϊκή του παράδοση.
Το χρέος του τελευταίου προς τον Θεό και την πίστη του έχουν κλονίσει όλη του την ύπαρξη σε βαθμό του να τρέχει πλέον μακριά απ’ ό,τι πίστευε. Σε μια εξαιρετικής έμπνευσης σκηνή τον βλέπουμε να τρέχει με την αθλητική του φόρμα στο couloir ενός γηπέδου της Georgetown μέσα σε ομιχλώδες τοπίο: θυμίζει πιο πολύ τον Rocky Balboa να προπονείται παρά έναν Ιησουίτη ψυχίατρο-ιερέα. Η ομίχλη, διόλου τυχαία αλληγορία της ψυχικής του κατάστασης, στέκεται πίσω του δίκην υπόμνησης της δυσδιάκριτης πορείας κάθε ανθρώπου που αναμετριέται με τον ίδιο του τον εαυτό. Σε μιαν άλλη συναφή σκηνή, εξάλλου, τον βλέπουμε να βγάζει όλη την εσωτερική ταραχή και τις συγκρούσεις που βιώνει —την «εγκατάλειψή» του από τον Θεό— σ’ έναν σάκο του μποξ κάποιου γυμναστηρίου της ίδιας πόλης. Με τα πυκνά κορακάτα του μαλλιά και το συλλογισμένο βλέμμα του (ελκυστικά αφοπλιστικό) έχει το ύφος ανθρώπου που, έχοντας ατενίσει το σκότος, αναζητά μία εφήμερη λύτρωση και ανακούφιση στις έξεις—πίνει σαν νεροφίδα και καπνίζει αρειμανίως. «Χτίζεται» με αυτόν τον τρόπο η προσωπογραφία ενός πολύ αντισυμβατικού, ωστόσο άκρως ενδιαφέροντος, κινηματογραφικού ήρωα.
Ο Karras, άλλωστε, δεν είναι μόνον ιερέας —είναι και ψυχίατρος (απόφοιτος του Harvard), στοιχεία που συνθέτουν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό πνευματικού και διανοούμενου ανθρώπου. Η στιβαρή ακαδημαϊκή του κατάρτιση περιλαμβάνει και την συγγραφή μιας επιστημονικής πραγματείας πάνω στην μαγεία υπό την οπτική της ψυχιατρικής, λεπτομέρεια που καθιστά έναν άνθρωπο του κλήρου πολύ «μοντέρνο». Ως μορφή παραπέμπει ευθέως σε αυτήν ενός ώριμου φοιτητή. Ο σκηνοθέτης έμμεσα μάς ωθεί στο να αναρωτηθούμε σχετικά με τον ρόλο της Γνώσης (δηλαδή της Επιστήμης) σε αυτήν την ιστορία —το ερώτημα επικρέμεται, εξάλλου, σε όλη την διάρκεια της ταινίας.
Ευτυχώς, ο Blatty δεν μπαίνει καν στην διαδικασία να σκιαγραφήσει τον «τέλειο» ιερέα —κατανοεί προφανώς το άτοπο και γελοίο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ο ιερέας δεν πρέπει (ούτε χρειάζεται) να είναι τέλειος, άσπιλος, ιδανικός. Πρέπει απλώς να σκύβει με αγάπη και κατανόηση πάνω στον ανθρώπινο πόνο. Αυτήν ακριβώς την κατανόηση (ανάμικτη με βαθιά θλίψη) βλέπουμε στο βλέμμα του Damien όταν τον πλησιάζει ένας άστεγος και του ζητά να τον βοηθήσει: “Mπορείς να βοηθήσεις ένα πρώην παπαδοπαίδι;» (“Can you help an old altar boy?”). Ο Kinderman, πάντως, (ένας άλλος χαρακτήρας της ταινίας) αναφέρεται σε αυτόν χαριτολογώντας χρησιμοποιώντας το προσωνύμιο «πατήρ παράνοια»: η «παράνοιά» του έγκειται στο ότι, μολονότι ορθολογιστής, «διψά» για ένα σημάδι από τον Θεό. Σκληρός —κι ευάλωτος ταυτόχρονα— οδηγείται με όλη την πορεία της ζωής του στην κορύφωση της τελευταίας δραματικής στιγμής, αυτήν της αυτοκτονίας-θυσίας του.
Ο «Εξορκιστής» δεν «διαβάζεται», εν τέλει, σαν μια ακόμη ταινία τρόμου, αλλά ως μια μελέτη των ορίων (και των κριτηρίων) της πίστης.