Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/pyxides/o-vern-o-ghoiels-kai-ta-antipala-feghgharia-tois
Προς το τέλος του 19ου αιώνα δύο συγγραφείς κυριαρχούσαν στον τομέα της λογοτεχνικής φαντασίας. Τόσο εντυπωσιακοί, ώστε συχνά θεωρούνται οι ιδρυτές ενός από τα πιο συναρπαστικά ρεύματα της σύγχρονης λογοτεχνίας που καθόρισε και διαμόρφωσε μια νέα σχολή, αυτή της επιστημονικής φαντασίας. Ο Ιούλιος Βερν (1828-1905) και ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866-1946), αν και έζησαν και έγραψαν αμφότεροι στη βικτωριανή περίοδο, διέφεραν σε πολλά. Βλέποντάς τους μέσα από τα έργα τους μοιάζουν με τις δύο όψεις ενός νομίσματος. Μαζί και ταυτόχρονα χωριστά, σχηματίζουν μια ακούσια συνύπαρξη στο ίδιο πεδίο. Οι μελετητές όρισαν την επιστημονική φαντασία ως «τον τύπο της ιστορίας του Ιουλίου Βερν και του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς: Μια γοητευτική αφήγηση που συνδυάζεται με επιστημονικά δεδομένα και προφητικά οράματα». Πρώτα εμφανίστηκε ο Βερν και λίγο αργότερα ο Γουέλς, προικίζοντας τη λογοτεχνία με κλασικά έργα σε αυτό το πεδίο. «Με τον Βερν φτάνουμε στον πρώτο μεγάλο πρόγονο της επιστημονικής φαντασίας», έγραψε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και κριτικός Κίνγκσλεϊ Άμις. Αναφερόταν στον συγγραφέα και στον όγκο του έργου που παρήγαγε σε διάστημα σαράντα ετών, μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα: «Η σημασία του Βερν είναι ότι ενώ τα θέματά του είναι συνήθως απίθανα, ή απλώς βαρετά στις λεπτομέρειες, προαναγγέλλουν πολλά στοιχεία της σύγχρονης σκέψης, τόσο εντός όσο και εκτός επιστημονικής φαντασίας». Υπερθεματίζοντας, ο λόγιος και ιστορικός Ιγκνάτιους Φέντερικ Κλαρκ, έχει πει ότι ο Βερν είναι σημαντικός επειδή «το έργο του αντιπροσωπεύει την υψηλή παλίρροια της ευρωπαϊκής σκέψης για τα θαύματα και τις δυνατότητες της επιστήμης».
Από την άλλη πλευρά, αν κάποιος διαβάσει το έργο του Γουέλς προκειμένου να αναδείξει τις ρηξικέλευθες ιδέες και έννοιες που ανέπτυξε στα κείμενά του, γίνεται προφανές ότι εξακολουθεί να έχει τις περισσότερες «πρωτιές» στον κατάλογο με τις βασικές ιδέες επιστημονικής φαντασίας. Δεν ήταν μόνο ότι έγραψε πολλά, αλλά ότι τα βιβλία του καταπιάστηκαν, περιέγραψαν και παρουσίασαν ρεαλιστικά κάποια βασικά συστατικά της επιστημονικής φαντασίας, όπως ταξίδι στο χρόνο, ή η επίθεση από εξωγήινους, που έκτοτε έχουν επαναληφθεί χιλιάδες φορές. Συζητώντας για τις διαφορές στην κατεύθυνση του ενδιαφέροντος μεταξύ Βερν και Γουέλς, ο Κίνγκσλεϊ Άμις έχει επισημάνει: «Κύριο μέλημα του Βερν ήταν, όπως το είχε θέσει ο ίδιος, οι “πραγματικές δυνατότητες” της ίδιας της τεχνολογίας, ενώ, σύμφωνα με τον Γουέλς, ήταν εκείνο της “πρόσκλησης και της ανακάλυψης”. Κάτι που ισχύει εξίσου, όταν οι πιθανότητες αυτές είναι αδύνατες, ή και αλλόκοτες απιθανότητες για εμάς». Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο συγγραφέων ίσως βρίσκεται στα λόγια του Γερμανού ανθολόγου και μελετητή της επιστημονικής φαντασίας, Φραντζ Ροτεστάινερ: «Στον Βερν, το ταξίδι είναι το παν. Στον Γουέλς αυτό που μετράει είναι ο στόχος του ταξιδιού, τι θα βρει στον τερματισμό του».
Οι διαφορές μεταξύ Βερν και Γουέλς είχαν τονιστεί, με κάθε τρόπο, από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους. Ο Γουέλς έβρισκε απεχθή την ιδέα ότι ήταν ένας «Άγγλος Ιούλιος Βερν». Στο λογοτεχνικό του βίο αρνήθηκε οποιαδήποτε επιρροή από τον Γάλλο ισότιμό του. Δεν είχε, δε, καμία αμφιβολία ότι αυτό που είχε πει ο Βερν ήταν αλήθεια: «Δεν βλέπω τη δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ του έργου μου και του δικού του». Οι βαθιές διαφορές των δύο συγγραφέων συναντήθηκαν στο πεδίο ενός φανταστικού (τότε) ταξιδιού στη Σελήνη. Ούτε ο ένας, ωστόσο, ούτε ο άλλος ήταν οι πρώτοι που το εμπνεύστηκαν. Αιώνες πριν, το ταξίδι αυτό πυροδοτούσε την ανθρώπινη φαντασία με αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, συμπεριλαμβανομένης της εκδοχής του συγγραφέα του 17ου αιώνα, Συρανό ντε Μπερζεράκ. Τα δύο φεγγάρια στα οποία ταξίδεψαν τους αναγνώστες τους ο Βερν και ο Γουέλς, τα διαφορετικά διαστημικά οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και όσα είδαν και βίωσαν τα δύο πληρώματα, ορίζουν τη γραμμή που χωρίζει τον ένα συγγραφέα από τον άλλο.
Πρώτος ο Ιούλιος Βερν, κυκλοφόρησε το 1870 το μυθιστόρημα Γύρω από τη Σελήνη. Επί της ουσίας αποτελούσε συνέχεια του μυθιστορήματός του «Ταξίδι από τη Γη στη Σελήνη», που είχε εκδοθεί πέντε χρόνια νωρίτερα (αργότερα, τα δύο μυθιστορήματα ενώθηκαν σε ένα βιβλίο χωρισμένο σε δύο μέρη, στη συλλογή Εκπληκτικά Ταξίδια του μόνιμου εκδότη του Βερν, Πιέρ-Ζιλ Ετζέλ). Στο πρώτο μέρος της δίπρακτης περιπέτειας, το προεδρείο του «Τηλεβολικού Συλλόγου» της Βαλτιμόρης αρχίζει την κατασκευή ενός γιγαντιαίου κανονιού, της «Κολομπιάδας». Στο τέλος και μετά από πολλές δυσκολίες η διαστημική οβίδα, με επιβάτες τους Ίμπεϋ Μπαρμπικέιν, Μισέλ Αρντάν (αναγραμματισμός του επιθέτου του φωτογράφου και στενού φίλου του Βερν, Ναντάρ) και του πλοιάρχου Νίκολ εκτοξεύεται από την Φλόριντα των ΗΠΑ, αλλά η κατάληξη του ταξιδιού αφήνεται αδιευκρίνιστη. Η συνέχεια περιγράφεται στο δεύτερο μυθιστόρημα, που αφηγείται τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του πενθήμερου ταξιδιού τους. Το όχημα μπαίνει σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη, αντί να προσεδαφιστεί όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Οι τρεις αστροναύτες περιορίζονται σε σεληνογραφικές παρατηρήσεις. Αντικρύζουν από το παράθυρο θεαματικές εικόνες, όπως του «αχτιδοβόλου» βουνού και του κρατήρα Τύχωνος, ενός από τους εντυπωσιακότερους της Σελήνης. Οι επιβάτες συζητούν για την πιθανότητα ζωής στη Σελήνη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Γουέλς θα επαναλάμβανε το ταξίδι σε ένα δικό του μυθιστόρημα, δίνοντας μια τελείως διαφορετική εκδοχή τόσο για το διαστημικό όχημα όσο και για την πιθανότητα ζωής εκεί. Οι πρώτοι άνθρωποι στη Σελήνη (ή στο Φεγγάρι, ανάλογα με την έκδοση) δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό The Strand Magazine από το Δεκέμβριο του 1900 μέχρι τον Αύγουστο του 1901, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού στη Σελήνη που ανέλαβαν δύο πρωταγωνιστές: ο επιχειρηματίας και αποτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, Μπέντφορντ, και ο εκκεντρικός επιστήμονας Κάβορ. Όλα ξεκινούν όταν οι δυο τους γνωρίζονται τυχαία σε ένα χωριό στη νότια ακτή της Αγγλίας, το «πιο άστατο μέρος στον κόσμο», σύμφωνα με το κείμενο. Ο Μπέντφορντ μαθαίνει από τον Κάβορ ότι αναπτύσσει ένα νέο υλικό, τον καβορίτη, ο οποίος μπορεί να αναιρέσει τη δύναμη της βαρύτητας. Ο Κάβορ καταλήγει στην ιδέα ενός σφαιρικού διαστημοπλοίου φτιαγμένου από καβορίτη και πείθει τον Μπέντφορντ να επιχειρήσουν να κάνουν μαζί ένα ταξίδι στη Σελήνη. Όπως οι προγενέστεροι αστροναύτες του Βερν, έτσι και ο Κάβορ είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ζωή εκεί. Τα γεγονότα τον διαψεύδουν καθώς, φθάνοντας ανακαλύπτουν ότι η Σελήνη κατοικείται από τους Σεληνίτες: Μια εξωγήινη φυλή εντομοειδών πλασμάτων που έχουν πάρει τα όνομά τους από τη θεά Σελήνη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
Οι συγκρίσεις (και αποκλίσεις) του μυθιστορήματος του Βερν με εκείνο του Γουέλς ήταν αναπόφευκτες. Το ίδιο και η διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ τους. Δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του Γουέλς, ο Βερν δήλωσε σε μια συνέντευξή του: «Δεν βλέπω τη δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ της δουλειάς μου και της δικής του. Δεν προχωράμε με τον ίδιο τρόπο. Μου φαίνεται ότι οι ιστορίες του δεν βασίζονται πολύ σε επιστημονική βάση. Εγώ χρησιμοποιώ τη φυσική. Αυτός την επινοεί. Εγώ πηγαίνω στο φεγγάρι με μια οβίδα που έχει εκτοξευθεί από κανόνι, και εδώ δεν υπάρχει καμία επινόηση. Θα μπορούσε να έχει συμβεί. Αυτός αντίθετα, πηγαίνει χρησιμοποιώντας ένα μέταλλο, που το ονόμασε “καβορίτη” και υποτίθεται ότι καταργεί το νόμο της βαρύτητας. Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, αλλά δείξτε μου αυτό το μέταλλο. Αν μπορεί, ας το φτιάξει». Η αντιπαλότητα μεταξύ Βερν και Γουέλς είναι καλά τεκμηριωμένη. Οι πρώτοι άνθρωποι στη Σελήνη βασίστηκαν στην ανακάλυψη ενός ψευδοεπιστημονικού υλικού με ιδιότητες κατά της βαρύτητας. Η επιστημονική βάση της ιστορίας, δηλαδή ο μηχανισμός με τον οποίο οι πρωταγωνιστές φτάνουν στο φεγγάρι χρησιμοποιώντας κάποιο είδος μετάλλου κατά της βαρύτητας, δεν είναι πειστική. Ωστόσο, η ιστορία εξακολουθεί να είναι συναρπαστική λόγω της πληρότητας με την οποία ο Γουέλς αντιμετώπισε τις πρακτικές λεπτομέρειες ενός τέτοιου ταξιδιού, εμπλουτίζοντας το κείμενο με μια πληθώρα εκπληκτικών ανακαλύψεων μόλις οι ήρωές του φτάσουν στον προορισμό τους. Περιμένουν ένα νεκρό κόσμο, αλλά αντ’ αυτού βρίσκουν σεληνιακά φυτά που αναπτύσσονται σε μια μέρα, γιγάντια βοοειδή, αλλά και τους Σεληνίτες, εντομοειδείς κατοίκους αυτής της ουτοπικής κοινωνίας που ζουν στα έγκατα του φεγγαριού.
Η αντιπαλότητα με επίκεντρο τη Σελήνη λύθηκε τελικά με τον πλέον απρόβλεπτο τρόπο. Ήταν μια λύση η οποία δεν δόθηκε στα χωρικά ύδατα της λογοτεχνίας, αλλά στα αχαρτογράφητα νερά του νεογέννητου, τότε, κινηματογράφου. Το 1902, ένα χρόνο μετά την έκδοση του μυθιστορήματος του Γουέλς σε βιβλίο και τριάντα δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία των αντίστοιχων βιβλίων του Βερν, στα δύο αντίπαλα φεγγάρια των σελίδων προστέθηκε ένα τρίτο. Της οθόνης αυτή τα φορά. Το «Ταξίδι στη Σελήνη» που σκηνοθέτησε ο (σύγχρονός τους) πιονιέρος του σινεμά και μάγος των κινηματογραφικών τρικ, Ζορζ Μελιές (1861–1938), αποτέλεσε ελεύθερη διασκευή και ευφάνταστη προσαρμογή των μυθιστορημάτων του Βερν Από τη Γη στη Σελήνη, Γύρω από τη Σελήνη και του Γουέλς Οι πρώτοι άνθρωποι στη Σελήνη Στην κινηματογραφική ερμηνεία για το ταξίδι του Ιουλίου Βερν, ο Μελιές πρόσθεσε τα οράματα του Γουέλς για τα πλάσματα του φεγγαριού, τους Σεληνίτες. Ένα τμήμα της ταινίας έγινε με την τεχνική των κινουμένων σχεδίων, καθιστώντας την μια από τις πρώτες του είδους. Με επικεφαλής της διαστημικής αποστολής τον καθηγητή Μπαρμπενφουιγίς (τον υποδύεται ο ίδιος ο Μελιές) και πέντε ακόμα μέλη, η ομάδα προετοιμάζεται για το ταξίδι, με την κατασκευή του σκάφους και τον μηχανισμό εκτόξευσης (οβίδα και κανόνι αντίστοιχα, στα πρότυπα του Βερν). Φτάνοντας στον προορισμό τους, και χτυπώντας με το σκάφος τους στο μάτι της Σελήνης (μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες στην ιστορία του κινηματογράφου), ανακαλύπτουν πολλά υπέροχα και φανταστικά, όπως τους Σεληνίτες που τους υποδύθηκαν ακροβάτες των Φολί Μπερζέρ. Οι στολές τους, σχεδιασμένες από τον Μελιές, αποτελούν πιστό αντίγραφο της εμφάνισης των Σεληνιτών στην πρωτότυπη εικονογράφηση του μυθιστορήματος του Γουέλς.
«Το οπτικό τρικ που εφαρμόζεται έξυπνα, μας επιτρέπει να κάνουμε ορατό το υπερφυσικό, το φανταστικό, ακόμα και το αδύνατο», είχε πει ο Μελιές. Όταν προβλήθηκε η ταινία του, επαινέθηκε τόσο για την ευρηματική σύνδεση των έργων του Βερν και του Γουέλς, όσο και για τα εντυπωσιακά για την εποχή ειδικά εφέ και τη χρήση κινουμένων σχεδίων. Ο Ζορζ Μελιές χρησιμοποίησε τα κινηματογραφικά τρικ, τα σκηνικά, τα κοστούμια και την καλλιτεχνική διεύθυνση σε ιδιαίτερα ευφάνταστο βαθμό. Μπορεί η ταινία του να είναι αδύναμη από άποψη τεχνικής τελειότητας, αλλά καλύπτει αυτή την έλλειψη με τη ζωντάνια και το σφρίγος της. Σήμερα θεωρείται ως η πρώτη ταινία επιστημονικής φαντασίας στην ιστορία του κινηματογράφου και κανείς σκηνοθέτης κατάφερε, έκτοτε, να φτάσει τη γοητευτική και ειλικρινή προσέγγιση του πρωτοπόρου Μελιές.