Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/afierwma/sirtarakia-ghrafis-kai-mnimis
Θυμάσαι, Αλέξη, τότε που κόντευε η ώρα να φέρεις βόλτα το δεύτερο συρταράκι με τα ατέλειωτα δελτία σου; Καλοκαιριάτικα ασχολιόσουν με την Προσωπογραφία σου σαν μανιακός. Αν έβλεπες κανένα πρωτάκουστο όνομα, έλεγες: η μαμά του μπορεί να μην τον ξέρει, εμείς όμως; Ε, εμείς έπρεπε να τον ξέρουμε. Και δώστου και αβγάταιναν τα σεντόνια των δελτίων. Τον ίδιο καιρό είχες χτυπηθεί από μια επίμονη κασομουλίτιδα και γύρευες διακαώς να αφουγκραστείς στον λόγο των απομνημονευμάτων τις χαμηλές φωνές που φτιάχνουν το αδιόρατο υφάδι για τις υψηλές αλήθειες της Ιστορίας. Μα ήταν ταυτόχρονα κι αυτό το ασυγκράτητο ποδάρι της ακρίδας, που σ’ έκανε να πετάγεσαι από τον ένα τόπο στον άλλον, με τεθλασμένες πορείες στον χάρτη, και ασταμάτητα. Πάντα απορούσα πώς τα κατάφερνες όλα μαζί και αδιάκοπα, διάβασμα, γράψιμο, έρευνες, ομιλίες, οικογένεια, μαστορέματα, μαγειρέματα, φίλους, ταξίδια. Και δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι, μήπως αυτό το εξωτικό νησί στην εσχατιά της Ελλάδας, που σου είχε δείξει πώς να κουμαντάρεις αμανίτες και φράπες, μαχαιρίδες και λαγουδόχορτα, μήπως ήταν αυτό που σου είχε μάθει και κάποια μυστική συνταγή πώς να διπλασιάζεις τον ανθρώπινο χρόνο· μήπως σου είχε ψιθυρίσει στο αυτί κάποια αρχέγονη γνώση πώς να τεντώνεις μαγικά τη μέρα σου στα άκρα, που την κρατούσες φυλαχτό για τον εαυτό σου. Αν έτσι τελικά συνέβαινε, τότε αυτή ήταν σίγουρα η μόνη γνώση που οι κρητικοί θεοί θα σε είχαν ορκίσει να κλειδώσεις σ’ ένα κρυφό συρταράκι του γραφείου σου. Γιατί όλα τα άλλα τα συρταράκια σου τα είχες ανοιχτά κι όλες τις άλλες γνώσεις τις μοίραζες απλόχερα, με εφηβικό ενθουσιασμό, σε γνωστούς κι αγνώστους, τόσο βαθιά που πίστευες ότι η γνώση είναι για να μοιράζεται. Και έδινες πάντα παραδείγματα πώς να είναι αυτή η μοιρασιά σωστή για να πιάνει τόπο, χωρίς ποτέ να βάζεις την αφεντιά σου μέσα. — Να το γράψεις ότι αυτό το πήρες από την Ανέμη, πρέπει να λέγεται. — Να στείλεις στην Πόπη τις πληροφορίες, να τις βάλει στη Βιβλιογραφία. Ούτε μια φορά δεν σκέφτηκες: — Να πεις πως αυτό το πήρες από μένα· κι ας έπαιραν όλοι τόσα από σένα.
Την προβολή σίγουρα δεν τη χρειαζόσουν, Αλέξη. Το χνάρι σου είναι βαθύ και στιβαρό από μόνο του, όχι βολεμένο με δανεικά από την οικογένεια, αλλά κατάδικό σου και από χρόνια πολλά σκαμμένο, με εργαλεία το κοφτερό μυαλό, τη γερή μνήμη και την ολιστική σκέψη· χαραγμένα στο χερούλι τους θα είχαν, δίχως άλλο, τη συμβουλή του Δημαρά, όταν ζητάμε ένα βιβλίο να παίρνουμε από το ράφι κι εκείνα που είναι αριστερά του και δεξιά του. Ίσως αργότερα να τα άγγιξε με το ραβδάκι της και η κρητική νεράιδα, την ώρα που σου τραγουδούσε για την ανταμοιβή που παίρνεις, όταν κρατάς στα χέρια σου κάτι με την προσήλωση που του αξίζει, χωρίς να βιάζεσαι να σου δώσει αποτελέσματα· τη φαντάζομαι να σου εκμυστηρεύεται με μαργιόλικες μαντινάδες πως, αν προτιμάς να τρίβεις το χαρούπι με χειροκίνητο μύλο κι όχι με ηλεκτρικό, θα καταφέρεις να κρατήσουν τα αρώματά του περισσότερο. Αλλά πρέπει να βοήθησε πολύ, και εξαρχής, το μακρύ μεσοπέλαγο ταξίδι σου στο δημοτικό τραγούδι· γιατί μελετώντας το κοινό αίσθημα και το διάβα του στον χρόνο, έμαθες σιγά σιγά να μην τρομάζεις με τις αυθεντίες και τα θέσφατα, κι έτσι να αποτολμάς νέες αναγνώσεις και ερμηνείες του κόσμου. Ύστερα πια, μπορούσες απελευθερωμένα να δαμάσεις τις φουσκονεριές των αντιδράσεων με την ήσυχη πεποίθηση πως η ενοχή βρίσκεται στον χώρο του συναισθήματος, όχι της γνώσης· αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι πολλοί που το καταφέρνουν.
Τώρα που τα ξανακουβεντιάζουμε, Αλέξη, μόνο ένα ψεγάδι μπορώ να σου βρω. Που δεν κατάφερνες να τιθασεύσεις τον υπολογιστή σου και τον είχες να σε τυραννά σαν καλικαντζαράκι, κάθε φορά που αποφάσιζε να κάνει τις σκανταλιές του. Μόνο αυτός σου ροκάνιζε τον χρόνο έξω από τα δικά σου μέτρα. Με όλους τους άλλους έβρισκες τα πατήματά σου, κι ήξερες κάθε φορά πώς να τους κρατήσεις στη ζωή σου ή πώς να τους αποπέμψεις, χωρίς να κουνήσεις ρούπι από τις αξίες σου για το πώς πρέπει να πορεύονται τα ανθρώπινα. Και όταν συμπορευόσουν, ήταν με τρόπο διαλεχτό και διαλεκτικό, βέβαια, με αναμενόμενες αλλά και με αναπάντεχες προκλήσεις, όπως το γιατί να γράφει κανείς το «γιατί» χωρίς τόνο, όταν δεν είναι ερωτηματικό, ή γιατί να σκέφτεται κανείς πως στην Ευρώπη όλα είναι πολιτισμένα, επειδή η βροχή της είναι απαλή και ευγενκή. Και με άλλες επίμονες προκλήσεις, φερμένες από το παρελθόν, σαν τον ρόλο του Αλ. Μαυροκορδάτου και των βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών, που θα ξαναζωντάνευαν αναμφίβολα, με νέο αίμα, αν είχαν προλάβει να ακουμπήσουν τη φρέσκια εκδοτική πραμάτεια τους στο γραφείο σου· κρίμα που δεν πρόλαβαν.
Λοιπόν, καιρός πια να σου εξομολογηθώ, Αλέξη, τις τρεις ακαδημαϊκές επιμονές σου που κρατώ περισσότερο στο μυαλό μου. Πρώτα που φροντίζεις τον αναγνώστη σου, που δεν του απευθύνεσαι περισπούδαστα, που μπολιάζεις τη σκέψη σου με χιούμορ, που τον πιάνεις από τον χέρι και τον προχωράς βήμα-βήμα, που δεν τον βασανίζεις με χιλιάδες λεπτομέρειες, αλλά του δίνεις το απόσταγμα της δουλειάς σου, που του ανοίγεις πάντα τα μάτια και σε όσα συμβαίνουν τριγύρω από το θέμα σου. Κρατώ ακόμη παραφρασμένα όσα κάποτε είχες γράψει για τον Hans, γιατί μου φαίνονται και δικά σου χαρίσματα· που δεν ξέρεις μόνο να διαβάζεις και να γράφεις, αλλά και να σκέφτεσαι, να παρατηρείς τα κείμενα με το μολύβι στο χέρι, όχι μόνο τί λέει το καθένα, παρά και τί μαρτυρεί ο τρόπος που γράφεται, το γιατί και το για ποιους γράφεται· και που μπορείς αριστοτεχνικά να ξεδιαλέγεις από τον εξοπλισμό της επιστήμης εκείνον που οδηγεί στο πάντρεμα της άμεσης εμπειρίας με την έμμεση γνώση. Τρίτο και πάνω από όλα κρατώ στο μυαλό μου, Αλέξη, τα συρταράκια με τα δελτία σου, που τα φρόντισες για χρόνια ολόκληρα, κόντρα στην ασύγγνωστη αδιαφορία της Πολιτείας· με την ιερή συγκίνηση εκείνου που ονειρεύεται ότι θα έρθει κάποτε ο καιρός να βγάλουν ζουμερούς καρπούς για όποιον θελήσει να τα γευτεί.
Μ’ αυτά και με κείνα, Αλέξη, αφήνεις πίσω σου εποχή, αν δεν το κατάλαβες.
[ 28.5.2025 ]