Χάρτης 79 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-79/klimakes/therino-iliostasio
Το καλοκαίρι είχε καταφθάσει ανελέητο. Η μέρα απλωνόταν να γνωρίσει τη γεωγραφία του κορμιού. Όλα τα δευτερόλεπτα επιβεβαίωσαν την υπεροχή της. Λέξεις καλοσυνάτες και παρθένες αναπνοές κύκλωναν τον θόλο της ψυχής, επικυρώνοντας την οριστική διείσδυση ετούτης της στρατιάς φωτός μες στο σκοτάδι. Εκείνος έσκυβε ανεπαίσθητα πάνω απ’ την ησυχία του κήπου, τη θηλυκή πλημμύρα μιας σιωπής που εγκυμονούσε τη διάρρηξη. Ήτανε τώρα φανερό ότι ετούτη η επέλαση χάραζε πάνω στη μορφή ακόμα και των δύσπιστων τη διαφάνεια του φωτοστέφανου. Τι ήταν όμως αυτό που μέσα του ησύχαζε, την ίδια ώρα που ο έξω κόσμος διαστελλόταν, να κυριεύσει κάθε κύτταρο της νύχτας, να σύρει αλυσοδεμένες τις σκιές, να κατασπαταλήσει κάθε κρύπτη σκότους;
Α
Του ‘χε από νωρίς δοθεί, σε γενναιόδωρες στιγμές, μια δόση ομορφιάς να πεις σε ιδιωτική μορφή, μια ακρόπολη κλεισμένη στην παλάμη του που ακόμα δεν την είχε ξεφυλλίσει, μια περιουσία στη μορφή παιδιού που βύζαξαν γειτόνισσες μες στη μεγάλη του ανάγκη. Η εποχή του τότε δεν κρατούσε σημειώσεις, τον έσερνε από το χέρι και τον πήγαινε σε μέρη νέα. Κι όμως ένας αιώνας άλλος άφηνε τα ραβασάκια του ― «να μην ξεχάσω», επάνω στου ματιού του το λευκό, μορφή μητέρας που δε γνώρισε κι ίσκιος πατέρα που πολέμησε όλους τους πολέμους. Και όλα αυτά σε ένα μέλλον που δεν είχε ακόμα φτάσει, σε ένα παρελθόν βίας ανεξερεύνητης στην τρυφερή ψυχή του, φάντασμα επιτελάρχη που θυσιάστηκε για το καλό κι ύστερα λέει στα αρχεία εξαφανίστηκε το όνομά του. Τώρα η μορφή του θα στοιχειώνει το μεταίχμιο, τη χαράδρα με τις υφασμάτινες σκηνές, εκεί που η ελπίδα κι η απελπισία κατοικούν σε όμοιες ποσότητες, χρόνος βαθύς που ψιχαλίζει ήλιους θρυμματισμένους μες στην τσέπη σου, από αυτούς που πυρακτώνουν την ύλη των ονείρων. Στη διάρκεια της σύντομης νύχτας ενός τέτοιου διεσταλμένου ηλιοστάσιου τού αποκαλύφθηκε, δίχως να ξέρει ακριβώς γιατί, πως ήταν άλλος απ’ αυτόν που πάντα πίστευε, και ότι μέσα στα στενά που του απομέναν περιθώρια έπρεπε με μια γομολάστιχα να σβήσει όλα του τα πεπραγμένα, να αναστήσει με χέρια γυμνά τον παρθένο χρόνο, δίχως προίκα, δίχως περιουσία άλλη απ’ τη γύμνια του. Κι ήτανε τότε που για μια στιγμή κατάλαβε τον τρόπο που κοιτά την έρημο ο βεδουίνος, όπως γεράκι που μετεωρίζεται πάνω απ’ τον ίδιο του τον θάνατο. Κι είδε ότι μοναδικό του όπλο μες σ’ αυτή την ερημιά ήταν ένα κλωνί βασιλικός πάνω στους χιονισμένους όγκους μιας Νορβηγίας που είχε για την περίσταση μετακομίσει στο νότιο ημισφαίριο. Μες στην ωραία παραζάλη ετούτης της πραγματικότητας θα επέστρεφε, προσκυνητής αλλοτινού καιρού, με το κεφάλι του σκυφτό, να δει τι ήταν εκείνο που όλες οι γενιές είπανε θάνατο. Και τούτο με κραυγές χαράς, σαν βρέφος άμαθο στις δυστυχίες. Έτσι κι αλλιώς το ήξερε: Όταν θα φτάνανε οι ληστές, θα ‘ταν ένα λαμπρό ξημέρωμα, όπως σκοτάδι ακόμα ακατέργαστο μες στο αρνητικό του ουράνιου φωτογράφου.
Β
Τώρα επέλευναν οι ληστές, να πάρουν με το έτσι θέλω ό,τι μες στη μοναξιά του φυλλομέτρησε, άξιες σκέψεις σαν ράβδοι χρυσού μες στα σεντούκια του γερο-Λαδά, να ‘χει για τη στερνή την ώρα -ποιος ξέρει να την πει και ποιος αλήθεια την ορίζει; Φέρετρα απόρθητα τα είπαν κάποιοι, μα αυτός δεν άκουγε. Αυτός τον θησαυρό του τον σπατάλησε στην αγορά, δεν καταδέχτηκε να τον εξαργυρώσει. Ήταν νωρίς ακόμα άλλωστε, δεν είχε έρθει η ώρα, δεν είχε έρθει να τον βρει σαν σιαμαίος αδερφός ο θάνατος, που ήταν άλλο πρόσωπο για τον καθένα, σου μοιάζει λένε, μα σε ηλικία που ποτέ της δεν υπήρξε, και σε κοιτάζει όπως θα κοιτούσες κάποτε το είδωλό σου μέσα σε μια λίμνη, που κρύβει ό,τι η ψυχή σου δεν αντέχει. Έτσι κι αλλιώς όταν ο επισκέπτης θα ερχότανε αυτός θα έλειπε, τον είχε η πείρα δασκαλέψει για τα τέτοια. Όμως οι άλλοι γύρω του θα ήξεραν, και θα κοιτούσαν πίσω απ’ τις σκιές εκείνον και τον επισκέπτη του, ώσπου οι κόσμοι τους να διασταυρωθούν. Κι ήταν ο επισκέπτης τώρα ίδιος κι απαράλλαχτος ο πεθαμένος. Μα ίσως οι ληστές φορούν τη μάσκα όταν κάνουν τη δουλειά τους, κι έχουν τα σύνεργα ραμμένα μες στα ρούχα τους, σπαθιά και όπλα και μικρούς σουγιάδες όλο αθωότητα, από αυτούς που κάνουν τη ζημιά με μια ανάσα, σκοτώνουνε να πεις μονάχα με την πρόθεση, γιατί έχουν χρόνια μείνει αμίλητοι μέσα στις τσέπες, κι άλλο πια δεν αντέχουν τη σιωπή.
Όμως δεν είχε κι ο ληστής μια θλίψη να τον περιμένει σπίτι του; Δεν είχε τις κακές του ώρες και ο θάνατος; Δεν τον τυλίγει η μοναξιά κάθε που σκαρφαλώνει μόνος του τις κορυφογραμμές, κι ακούει πίσω του το ίδιο πάντα τύμπανο να δίνει τον βηματισμό, και προχωράει η στρατιά των πεθαμένων πάνω από τη θάλασσα, πάνω από των βουνών τα πέτρινα αινίγματα και πάνω από των βράχων τις σπηλιές; Δεν έχει άραγε κι ο θάνατος έναν καημό, να τόνε λυπηθείς και να του κάνεις συντροφιά μια μέρα, τότε που θα ‘ναι κουρασμένος από τις υπερωρίες -κακότροπο το αφεντικό, οι τελευταίοι απεργοί μείνανε έξω απ’ τον παράδεισο κι ακόμα περιμένουνε, αλλά πού χρόνος τώρα για διεκδικήσεις;-, να του κρατήσεις συντροφιά, να θυμηθείτε τα παλιά σαν φίλοι που χαθήκανε στον πόλεμο και τώρα ξανασμίξαν, φίλοι που πολεμούσαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, είχανε όμως μπέσα, και να που τώρα σμίγουν μια ζωή μετά, με εγγόνια και δισέγγονα και με γυναίκες και με ερωμένες, σμίγουν μέσα στη μέση της πλατείας -να ‘ρχεται πάντα το απρόσμενο μες στην πλατεία ή να έρχεται και μες σ’ ένα δωμάτιο; τότε που δεν τους περιμένεις λένε τις ατάκες τους οι πρωταγωνιστές, πατούν με βήμα σταθερό στα διαμερίσματα και οι φρουροί κοιμούνται-, φίλοι παλιοί και από πού να πιάσουν τώρα την κλωστή να ξαναξεκινήσουν παραμύθι, χρόνο δεν έχουν άλλο να τον σπαταλήσουν με χλιαρή καρδιά, είναι κι εκείνος αφιλότιμος, σου λείπει όταν τόνε θες και περισσεύει όταν αλλού κοιτάζεις, φίλοι καλοί που κάθισαν αντικριστά για μια παρτίδα σκάκι, όπως ο μαυροφόρος κύριος Μπενγκτ Έκεροτ και ο ιππότης Μαξ φον Σίντοφ μες στην Έβδομη Σφραγίδα, που μίλαγε στους άρχοντες με αξιοπρέπεια, έτσι, με μια κουβέντα του να σου ξεπληρώσει δυο ζωές, αν έτυχε να ξέρεις γραφή κι ανάγνωση, να παίξουν μια παρτίδα κι ύστερα να πουν όχι για θάνατο, μα για τα ασήμαντα που ομορφαίνουνε τον κόσμο. Κι όλα ετούτα όχι να τον ξεγελάσει, μακριά από κείνον οι τέτοιες μικρότητες, ήτανε έτοιμος, γεμάτος περηφάνια, χορτάτος από άγνωστο κι άλλο τόσο γενναίος, να ‘χει κι ο θάνατος τις μαύρες μέρες του, έτσι που σέρνει τη σκιά του στα σκισίματα των βράχων, και το φεγγάρι ψιχαλίζει το ασημένιο του τραγούδι πάνω στα μαλλιά του; Κι όλοι θα έχουν λέει τότε κοιμηθεί, θα γέρνει η μέρα στις χαράδρες κουρασμένη, θα αναγνωρίζει ο λύκος το βαρύ περπάτημα στις ρεματιές και θα σηκώνει το ωραίο κλάμα του στον ουρανό, να ‘χει κι εκείνος ώρες που είναι απελπισμένος, που ακούει τη μηχανή του χρόνου να αλυχτά, και όλα τώρα τρέχουν μόνα τους, και αδιαφορεί ο θεός, και ξεκουράζεται κι ο θάνατος;
Γ
Κοίτα. Ένα χαμόγελο φωτίζει τη στιγμή. Αγάπη μαχμουρλού φασκιώνει του αχινού τις σκοτεινές βελόνες, γιατρεύονται οι παλιές πληγές και το φιλί είναι πάλι αλμυρό σαν τότε. Μικρούλες γέφυρες τεντώνονται πάνω απ’ τον γκρεμό με τα νεκρά παιδιά. Κλείνει με τρομερές παλάμες η σπηλιά το στόμα της -σςς!- μην τρομάξει ο κόσμος και χυθούνε οι χυμοί του σε καταβόθρα ποντισμένη μες σε ξένα όνειρα, μαζί μ’ όλα τα δευτερόλεπτα που αποταμίευες, κουκί-κουκί τον θησαυρό σου, να γύρουν και να ξεχαστούν στης λήθης το χρυσό αλωνάκι. Ανοίγει τώρα κάτω από τα πόδια σου η τρύπα που έσκαψες μικρός, τότε που ήσουνα κι εσύ θλιμμένος. Θα πέσεις μέσα. Όλα εκεί θα είναι γλιστερά, όλα σε σπρώχνουν στον βυθό με τα πολλά του μυστικά. Κι όμως το πόδι σου θυμότανε τις λεπτομέρειες, αλλά εσύ δεν πρόσεξες. Θα ‘ταν η μοίρα σου να ξεχαστείς. Η καταβόθρα τώρα θα ρουφά τις πράξεις μία-μία, κι ύστερα εκείνα που δεν έκανες, έχουν κι αυτά τα δικαιώματά τους, κι αν κάτι τελικά μείνει εδώ, θα ‘ναι η μνήμη ενός φιλιού που πρόλαβες να σώσεις όπως σκίτσο καταζητούμενου, και μια αγκαλιά στο σώμα που από πάντα μέσα σου ποθούσες. Ίσως κι ετούτη η παράξενη χαρά που οδηγεί τις προσευχές τότε που τις έχεις ξεχάσει, κι αναμασάς ακατανόητες κραυγές όπως ο μεθυσμένος το πρωί, και ανατέλλει από τη δύση ήλιος χάρτινος, όπως εκείνο το παλιό φεγγαράκι του Γκάτσου και του Χατζιδάκι, και λάμπει η μέρα μ’ όλα τα σκοτάδια της, και κατοικεί όλες τις γλώσσες του θεού η καλοσύνη κι ο καιρός περνά.
Δ
Κοίταξε τώρα που οι παλάμες του μετρούν με παλαμάκια τον καινούργιο χρόνο, κι αγουροξυπνημένες ευτυχίες τεντώνουν τα κορμάκια τους, και τραγουδάνε τα πουλιά όλα τα ακατανόητα. Αλλά κι εκείνος κάποια μέρα θα καταλάβαινε, και θα διαλαλούσε τα μαντάτα, και κάποιος μέσα του πάλι θα άρχιζε το μαρς, ένα και δυο, και η ζωή ξανά την ανηφόρα θα τραβά, σαν τότε που ήτανε κι αυτός παιδί, κι άνθιζε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο στήθος της, κι αγκαλιαζόντουσαν οι ερωτευμένοι στα παγκάκια, κι ο νους δεν ήτανε ο τσιγκούνης που έγινε μετά, παιάνιζαν συνθήματα μες στις πλατείες, και το κορμί του το συγκλόνιζε ο καημός μιας άνοιξης, κι ήταν το αίμα του έτοιμο να προσφερθεί, και πάλι η ζωή θα τράβαγε την ανηφόρα της με τις σημαίες και με τα νταούλια πάντα, κι οι ποιητές θα κυματίζαν στίχους πάνω απ’ τα αναστατωμένα τους μαλλιά, έτσι θα ήταν, κι όλα τότε θα τον συνέπαιρναν, γιατί ήταν λίγα τα χρόνια του κι η καρδιά του πολλή, και για ένα δευτερόλεπτο θα κράταγε μετέωρο τον χρόνο, όπως ο δύτης την αναπνοή πάνω απ’ την άβυσσο, για ένα δευτερόλεπτο που θα κρατούσε αιώνες μα εκείνος δεν το ήξερε, και θα ‘ταν τότε άτρωτος, και θα ‘χε μες στην τσέπη του συνθήματα όπως παράνομα τσιγάρα να κεράσει δεξιά κι αριστερά, και θα ‘τανε κι αυτά όπως σουγιάς μες στη μεγάλη την ανάγκη, τότε που δυσκολεύουνε τα πράγματα και τον τραβάς να κόψεις Γόρδιους δεσμούς της κάθε μέρας σου, έτσι απλά, όπως καθαρίζεις ένα πορτοκάλι από περιβόλι της Μεσαράς, περιβόλι που βρέχει το ένα του πόδι στο Λυβικό και που το λαμπραίνει πίσω απ’ τα θερμοκήπια ήλιος Αφρικάνος, που ‘χε κι εκείνος κάψει το δέρμα του στο ίδιο όνειρο που μας συνέπαιρνε, ήλιος προστάτης, ήλιος μάχιμος και θάλασσα ακαταμάχητη, κι ας γέμισε ληστές ο τόπος μας και δολοφόνους, και ας ουρλιάζουν τα ερπυστριοφόρα της αυθάδειας μες στα ερείπια της Παλαιστίνης, κι ας τρίζουν τα σπασμένα κόκαλα των νεογέννητων κάτω απ’ τους οδοστρωτήρες της ευμάρειας, κι ας σκίζουν βόμβες μεγατόνων τους αρχαίους ουρανούς της Περσίας, ήλιος γενναίος Αφρικάνος βρέχει το σώμα του στα νερά της πατρίδας μου, κι αρχίζει νέο παραμύθι.
Ε
Ας μείνουν έρημες οι παιδικές χαρές. Ας φοβερίζουνε τα λιόφυτα της χώρας μου. Ας σκίζει η ανάγκη τη ζωή και ας επαίρονται οι δολιόφρονες. Κόλασης κραυγές στοιχειώνουν το μαγγανοπήγαδο των ημερών τους. Ήλιος αντάρτης ψιθυρίζει τους χρησμούς: «... τώρα εξαπλώνω ισχυράν δεξιάν...» Κρυφή δικαιοσύνη λύνει τους καημούς. «... τώρα την άτιμον σφίγγω πλεξίδα...» Ξεστρατισμένο σήμαντρο μας οδηγεί. «...πλεξίδα των τυράννων δολιοφρόνων». Μερακλωμένος πρωτοχορευτής φωτίζει τη γιορτή. Δεν είναι θάνατος σε τέτοια μέρη. Μόνο των Νορβηγών η νύχτα είναι ατελείωτη. Τίμια σκέψη θα ξεπλύνει όλους τους πολέμους. Καταποντίζεται η φάρα των ληστών μέσα σε πέλαγος λήθης.
ΣΤ
Ο ήλιος πάτησε την πυρωμένη του πατούσα στα βουνά. Σύρθηκε στην τσουλήθρα κι άρχισε να κατεβαίνει. Έτσι καθώς την πρώτη μέρα των καιρών, που ήταν η γη όλη κι όλη ένα ζαλισμένο λιθαράκι που τριγυρνούσε στο σύμπαν. Κι ήσουν κι εσύ ένα χιλιοστημόριο προθέσεων μες στη μεγάλη των κυττάρων βιβλιοθήκη. Μες στις σπηλιές αυτού του γαλανού φτερού, που θα το αγκαλιάσει κάποτε μ’ ένα θανάσιμο φιλί αυτός που μας γεννά και που μας καταλύει.
Ο κόσμος τώρα περπατούσε αγκαλιά μ’ όλους τους άλλους κόσμους του. Υπνωτισμένοι υπηρέτες χτύπησαν τα τύμπανα. Για μια στιγμή το πλήθος σύσσωμο κυμάτισε προς μια κατεύθυνση. Θάλασσα φουσκωμένη περηφάνεια.
21 Ιουνίου 2025, Θερινό ηλιοστάσιο