Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/tehnasmata/tria-keimena
Σκέψεις χωρισμού
Πόνος οξύς που βγαίνει από το στομάχι. Ένας κόμπος εκεί, σαν κάτι που δεν μπορεί να χωνευτεί, που ανεβαίνει, καίει τον λαιμό και φτάνει μέχρι τα μάτια. Τα μάτια πρησμένα, σαν να τα έχεις τρίψει με άμμο. Οι κόγχες πυρώνουν. Η καρδιά δεν χτυπάει – κοπανάει, όπως κοπανάει η τέντα του μπαλκονιού τις ημέρες με άνεμο. Το στόμα γεμάτο μέταλλο. Αίμα.
Σωθικά που πάλλονται ασταμάτητα σαν ντραμς σε live. Η ναυτία είναι μόνιμη. Ένα κύμα που δεν ξεσπά, αλλά δεν φεύγει ούτε. Η προδοσία πονάει πιο πολύ και από σπασμένα κόκαλα, από σάπια δόντια, όταν τα ακουμπάει η ζάχαρη. Μια πληγή διαρκώς ανοιχτή. Σαν μια παρανυχίδα που συνεχίζεις να την σκαλίζεις μέχρι να βγάλει αίμα.
Να μη νιώθεις ασφαλής. Να νιώθεις ξένος, μόνος, αδέσποτος, ορφανός.
Αναπάντητα ερωτήματα. Σκέψεις, εικασίες. Μια φαντασία που δουλεύει πυρετωδώς. Σενάρια, όνειρα. Αλήθεια, πραγματικότητα. Πόνος και Κλάμα. Ένας άνισος αγώνας μεταξύ μνήμης, λήθης και ενός κύματος συναισθημάτων.
Στο μυαλό ηχούν σε επανάληψη, οι λέξεις που ειπώθηκαν. Γυρνούν μέσα στο νου με το ρυθμό ενός ήχου αναμονής. Όχι μουσική – ένας βρόγχος, επίμονος, ψυχρός και επαναλαμβανόμενος. Ακούς όλους τους περασμένους διαλόγους. Ό,τι ειπώθηκε παίζει ξανά και ξανά σε λούπα. Όλα. Από τα πιο μικρά και ασήμαντα μέχρι τα πιο σκληρά. Αυτά που πόνεσαν και ξεχάστηκαν σχεδόν ακαριαία, μάλλον από αμυντικό αντανακλαστικό. Τώρα όλα επιστρέφουν. Τώρα όλα είναι εδώ.
Ο πόνος στο γόνατο είναι Ισοδύναμος με την Ελευθερία
Ο πόνος στο γόνατο είναι statement. Και η δήλωση είναι πως κάποτε ένιωσες ελεύθερος. Ή τουλάχιστον πως το προσπάθησες.
Πηγαίνεις για τρέξιμο στο άγριο μα γνώριμο περιβάλλον της πόλης. Οι ήχοι ανάμεικτοι. Κόρνες, φωνές, γέλια και κάπου στο background ακούς και κελαηδίσματα. Η ατμόσφαιρα γεμάτη καυσαέριο και σκόνη. Μετά από μια μικρή απόσταση, περίπου 1,5 χιλιόμετρο νιώθεις ένα οικείο κάψιμο στο γόνατο. Ένα αίσθημα σαν τσίμπημα. Ένα σταθερό καρφί που γνωρίζει καλά τη δουλειά του. Η διάθεση σου αυτομάτως αλλάζει και στο πρόσωπο σου αποτυπώνεται η δυσφορία. Η προπονήτρια σου σε κοιτάζει με ελαφρώς επικριτικό ύφος. Όπως κοιτάζουμε ένα παιδί που δεν ακούει τους γονείς του. «Δεν έσφιγγες τους δικέφαλους», σου λέει. «Πρέπει να κρατάς το σώμα σου ενεργό. Σφιχτό. Και να πατάς ελαφριά. Σαν ελάφι». Δεν μιλάς μα μέσα σου κάτι φλέγεται. Η αντίδραση φουντώνει. Δεν θέλεις να τρέχεις σαν ελάφι. «Μα καλά πως τρέχουν τα ελάφια;» αναρωτιέσαι. Θέλεις να τρέχεις ελευθέρα, άτσαλα και άρρυθμα σαν κάτι που δεν ανήκει εδώ. Θέλεις να λυγίζεις τη σπονδυλική σου στήλη, να ρίχνεις τους ώμους και να κουνάς τα άκρα σου σα να χορεύεις. Να παραπατάς, να ιδρώνεις, να αποτυγχάνεις. Να είσαι ελεύθερος.
Όμως, η ελευθερία έχει ένα τίμημα. Το γόνατο σου δεν συγχωρεί την αφέλεια. Ούτε σηκώνει αυθορμητισμούς.
Το τρέξιμο που σήμαινε ανεμπόδιστη κίνηση και ελευθερία τώρα σημαίνει συνείδηση, κίνηση με επίγνωση. Εσύ όμως ήθελες να τρέξεις μακριά. Να χορέψεις. Να χαθείς. Μέχρι που σε σταμάτησε το γόνατο.
Πόνος οξύς που βγαίνει από το στομάχι. Ένας κόμπος εκεί, σαν κάτι που δεν μπορεί να χωνευτεί, που ανεβαίνει, καίει τον λαιμό και φτάνει μέχρι τα μάτια. Τα μάτια πρησμένα, σαν να τα έχεις τρίψει με άμμο. Οι κόγχες πυρώνουν. Η καρδιά δεν χτυπάει – κοπανάει, όπως κοπανάει η τέντα του μπαλκονιού τις ημέρες με άνεμο. Το στόμα γεμάτο μέταλλο. Αίμα.
Σωθικά που πάλλονται ασταμάτητα σαν ντραμς σε live. Η ναυτία είναι μόνιμη. Ένα κύμα που δεν ξεσπά, αλλά δεν φεύγει ούτε. Η προδοσία πονάει πιο πολύ και από σπασμένα κόκαλα, από σάπια δόντια, όταν τα ακουμπάει η ζάχαρη. Μια πληγή διαρκώς ανοιχτή. Σαν μια παρανυχίδα που συνεχίζεις να την σκαλίζεις μέχρι να βγάλει αίμα.
Να μην νιώθεις ασφαλής. Να νιώθεις ξένος, μόνος, αδέσποτος, ορφανός.
Αναπάντητα ερωτήματα. Σκέψεις, εικασίες. Μια φαντασία που δουλεύει πυρετωδώς. Σενάρια, όνειρα. Αλήθεια, πραγματικότητα. Πόνος και Κλάμα. Ένας άνισος αγώνας μεταξύ μνήμης, λήθης και ενός κύματος συναισθημάτων.
Στο μυαλό ηχούν σε επανάληψη, οι λέξεις που ειπώθηκαν. Γυρνούν μέσα στο νου με το ρυθμό ενός ήχου αναμονής. Όχι μουσική – ένας βρόγχος, επίμονος, ψυχρός και επαναλαμβανόμενος. Ακούς όλους τους περασμένους διαλόγους. Ό,τι ειπώθηκε παίζει ξανά και ξανά σε λούπα. Όλα. Από τα πιο μικρά και ασήμαντα μέχρι τα πιο σκληρά. Αυτά που πόνεσαν και ξεχάστηκαν σχεδόν ακαριαία, μάλλον από αμυντικό αντανακλαστικό. Τώρα όλα επιστρέφουν. Τώρα όλα είναι εδώ.
Άνθρωποι μπροστά στους οποίους μπορείς να κλάψεις.
― Μεσίτης
― Υδραυλικός
― Κρεοπώλης
― Ενδοδοντολόγος
― Πρώην συγκάτοικος
― Αδερφή
― Ξαδέρφη
― Πατριός
― Φίλοι
― Αγροτικός γιατρός νησιωτικού ιατρείου
― Άγνωστος επιβάτης στο καράβι για Πειραιά
― Κυρία στο ασανσέρ
― Περιπτεράς
― Ταξιτζής
― Συνάδελφος
― Μητέρα
Την τελευταία φορά που έκλαψες μπροστά στη μητέρα σου, σε κοίταξε σαν να την ξύπνησες μέσα από βαθύ ύπνο. Σου είπε πως το κλάμα σου τη συγκλόνισε και την τάραξε βαθιά. Κάτι έσπασε μέσα της. Επειδή ζούσες μακριά, ήταν πάντα ήσυχη πως τα καταφέρνεις. «Θα σε έχω στο νου μου από εδώ και πέρα», σου είπε. Εσύ όμως δεν κλαις για να σε προσέχουν. Δεν είναι σινιάλο ούτε πρόσκληση. Δεν πηγάζει από αδυναμία. Είναι εκτόνωση. Αποφόρτιση από τα χιλιάδες συναισθήματα που σε πνίγουν. Δεν το πολυσκέφτεσαι. Απλά κλαις. Δεν το κάνεις για να σε έχουν έννοια αλλά περισσότερο για να μην έχεις εσύ έννοιες.
Η μητέρα σου πιστεύει πως είσαι σκληρή. Πως ο κόσμος σε ατσάλωσε. Πως αντέχεις. Το κλάμα σου – μια ανθρώπινη πράξη, κλόνισε αυτή την πεποίθηση. Κι όμως παλαιότερα σου είχε πει πως από πάντα ήσουν φοβιτσιάρα. Από μωρό παιδί.
«Δεν έκανες ποτέ μόνη σου τσουλήθρα» σου είχε πει. «Περίμενες πρώτα να πέσει η αδερφή σου για να βεβαιωθείς και μετά έπεφτες και εσύ».
Λες κι αυτό το στιγμιότυπο έκρυβε μέσα του την πρόβλεψη της ζωής σου: να παρατηρείς πρώτα, να μετράς, να ζυγίζεις και ίσως να διστάζεις. Και μετά, να πέφτεις κι εσύ. Πιο ήσυχα. Πιο συνειδητά.
Δεν είναι πως δεν φοβάσαι. Κάποιες φορές τρέμεις. Είναι πως έμαθες να μη δείχνεις το φόβο σου όταν δεν υπάρχει πια χώρος γι’ αυτόν. Κι όταν ξεχειλίζει, απλά να τον αφήνεις να κυλήσει. Όχι για να σε προσέξουν. Απλά για να μην τον κουβαλάς.