Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/biblia/to-traghoydi-toi-eaitoy-moi
Ό,τι σημειώνω για δικό μου να το ισοζυγιάζεις με το δικό σου
αλλιώς ήταν χαμένος χρόνος που με άκουσες.
Σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης ο Μέρουιν (W.S. Merwin) λέει: «Eξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν ξέρω να μεταφράζω, και ότι κανείς δεν ξέρει. H μετάφραση είναι μια διαδικασία αδύνατη, πλην όμως απαραίτητη».
Ο Savory ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '50 ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχουν γενικώς αποδεκτές αρχές της μετάφρασης, μιας και οι έμπειροι μεταφραστές μάς έχουν κληροδοτήσει μια σωρεία συγκεχυμένων σκέψεων˙ κάτι που δεν έχει όμοιό του σε άλλους κλάδους της λογοτεχνικής έρευνας». Και τα προβλήματα που ανακύπτουν αφορούν στα γνωστά ερωτήματα:
Mια μετάφραση πρέπει να αποδίδει τις λέξεις ή τις ιδέες του πρωτοτύπου; Ν’ αντανακλά το ύφος του πρωτοτύπου ή το ύφος του μεταφραστή; Να δίνει την αίσθηση ότι ανήκει στην ίδια εποχή με το πρωτότυπο ή στην ίδια εποχή με τον μεταφραστή; Να προσθέτει ή ν’ αφαιρεί στοιχεία από το πρωτότυπο. Ο μεταφραστής κάποτε αποφασίζει την παράφραση και κάποτε την απομίμηση.
Ο Αντρέ Λεφεβέρ (Lefevere) υποστηρίζει πως το έργο του μεταφραστή συνίσταται:
στο να αποδώσει με ακρίβεια το κείμενο - πηγή, την εκ μέρους του συγγραφέα ερμηνεία ενός δεδομένου θέματος εκφρασμένου σε έναν αριθμό παραλλαγών, με τρόπο ώστε αυτό το κείμενο να γίνει προσιτό στους αναγνώστες εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτές τις παραλλαγές. Kι αυτό επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των αρχικών παραλλαγών του συγγραφέα με τις ισοδύναμές τους σε μια διαφορετική γλώσσα, χρόνο, τόπο και παράδοση.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς και στη μεταφραστική απόπειρα του Χρήστου Εμμανουηλίδη πως το εγχείρημα της μετάφρασης είναι μια διαρκής διακινδύνευση. Και εξηγούμαι: Πρόκειται για μια διαδικασία στη διάρκεια της οποίας ανά πάσα στιγμή καλείσαι να απορρίψεις και στη συνέχεια να αποφασίσεις, αποφεύγοντας την αντιπαραβολή άλλων μεταφράσεων και αρχικού κειμένου ακολουθώντας την προσωπική σου μοναχική πορεία στο δάσος του λόγου, με την ελπίδα να βρεθείς κάποια στιγμή στο ξέφωτο. Όπου ξέφωτο δεν σημαίνει να αποδώσεις αυτή καθεαυτή τη φράση της άλλης γλώσσας στη δική σου αλλά να σταθείς ικανός να αποδώσεις την ουσία του ίδιου του κειμένου.
Κι αυτό δεν απαιτεί απλώς άρτια γλωσσομάθεια ούτε και μόνο γνώση της ποίησης.
Θέλει να αλλοιωθείς τόσο από το κείμενο που πλέον ως άλλος, ως καινούργιος και έκπληκτος να το αποδώσεις στη δική σου γλώσσα. Να ξαναγράψεις δηλαδή το ήδη γραμμένο σε γλώσσα σημερινή που δεν θα προδώσει την αρχική.
Ευτυχώς, οι μεταφραστές ξεκινούν με άγνοια του κινδύνου. Τι εννοώ;
Ο Holmes επισημαίνει ότι η αγριομέλισσα, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είναι ικανή να πετάει, μιας και το σώμα της είναι πολύ βαρύ για τα μικρά σε μέγεθος φτερά της. Όμως, η αγριομέλισσα δεν το ξέρει αυτό, και έτσι πετάει. Καταλήγει, μάλιστα, λέγοντας ότι «Eπί αιώνες οι μεταφραστές πέταγαν όπως ακριβώς και οι αγριομέλισσες, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, ότι έχουν καταφέρει κάτι το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο». Όσο για τον δικό μας τον Γιάννη Τσαρούχη είχε πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Η λέξη: Οι «πιστές» μεταφράσεις είναι ένα ψέμα, και μας απομακρύνουν από το βαθύτερο νόημα του πρωτότυπου. Ενώ κυκλοφορεί και σαν ανέκδοτο η άποψη πως η μετάφραση μοιάζει με τη γυναίκα. Αν είναι πιστή δεν είναι όμορφη, κι αν είναι όμορφη δεν είναι πιστή. Προσωπικά, πιστεύω πως η μετάφραση δεν είναι απλώς υπόθεση γλωσσομάθειας και εφαρμογή τεχνικής αλλά κατά βάση πράξη πολιτισμική. Ο David Connolly σημειώνει: «Δεν ασχολούμαι με τη ρητορική και τετριμμένη πια ερώτηση αν η ποίηση μεταφράζεται. Η πεποίθησή μου είναι ότι η μετάφραση ποιείται». Και για να καταλήξουμε, ας κάνουμε μια διευκρίνηση. Όσοι επικαλούνται τον αφορισμό του Robert Frost: «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», για να προδικάσουν την αποτυχία της μετάφρασης, ας μην μπερδεύονται. Με τον αφορισμό αυτόν ο Frost έδινε τον ορισμό της ποίησης και όχι της μετάφρασης.
Και ας πάμε τώρα στον Ουίτμαν και το παράτολμο διάβημα της μετάφρασής του, δεδομένου ότι ο ίδιος ο Ουίτμαν δήλωνε: «είμαι αμετάφραστος».
Η μετάφραση πάντως του Εμμανουηλίδη κατορθώνει να μεταγγίσει με θαυμαστή λιτότητα και ακρίβεια τη ρέουσα δυναμική του λόγου που σημαίνει και ηχεί με σεβασμό στο πνεύμα και τη γλώσσα σεβόμενη την ποιητική λειτουργία.
Ειπώθηκε πως τα Φύλλα χλόης είναι για την ποίηση ό,τι ήταν για το μυθιστόρημα ο Μόμπι Ντικ. Ο Ουίτμαν δεν σπούδασε, ήταν αυτοδίδακτος. Όλη τη γνώση που συσσώρευσε την πέρασε μέσα στην ποίησή του έτσι που να αφορά τον αναγνώστη. Στην πρώτη έκδοση ο Ουίτμαν ήταν πολύ τυχερός. Λίγα χρόνια πριν είχε γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο ο περίφημος Έμερσον σχετικά με την ποίηση που είχε τίτλο: «Ο ποιητής». Εκεί ο Έμερσον κάποια στιγμή αναφέρει ότι η Αμερική περιμένει τον ποιητή της, που θα μιλήσει για τη χώρα, τα προβλήματα, την πραγματικότητά της. Μόλις λοιπόν πέφτει στα χέρια του η συλλογή το 1855 χωρίς όνομα ποιητή ενθουσιάζεται και γράφει μια επιστολή στον άγνωστό του η οποία λέει τα εξής: «Αγαπητέ κύριε, δεν είμαι τυφλός ως προς την αξία του θαυμάσιου δώρου που είναι τα Φύλλα χλόης. Βρίσκω ότι είναι το πιο εντυπωσιακό δείγμα ευφυίας και σοφίας που έχει προσφέρει η Αμερική έως σήμερα. Χαίρομαι την ελεύθερη και γενναία σκέψη σας. Βρίσκω ασύγκριτα πράγματα ειπωμένα με ασύγκριτο τρόπο».
Ο Ουίτμαν αμέσως δημοσιεύει την επιστολή σε εφημερίδα, αφού οι κριτικές που είχαν γραφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή για το βιβλίο ήταν φρικαλέες.
«Το Τραγούδι του εαυτού μου» είναι ακατάταχτο και αποκαλυπτικό όπως ακατάταχτη και αποκαλυπτική είναι η επιφοίτηση.
Ο Ουίτμαν δεν είναι απλώς ένας ποιητής. Είναι η ίδια η ποίηση στην αρχετυπική της μορφή, είναι η χειμαρρώδης αναρχία της γλώσσας που διαπερνά τους ήχους, τα φωνήματα, τις συλλαβές και τον ρυθμό. Τα διαπερνά σαν ξίφος που ανοίγει το σώμα του Λόγου στα δυο, για να αναδυθεί το ατμίζον αίμα των σωθικών του κόσμου.
Ο λόγος του είναι συγγενικός με την καταιγίδα της νύχτας αλλά και την πυρακτωμένη μάζα του ήλιου την ημέρα. Είναι συγγενικός με τον κόσμο στη γέννησή του που αενάως ανανεούται και μεταλλάσσεται και διασχίζει την οικουμένη σαν αστρικό φως.
Όλα αυτά ο Ουίτμαν;, θα μου πείτε. Ναι, όλα αυτά και άλλα τόσα μέσα σε μια μουσική που ο μεταφραστής οφείλει να αφουγκραστεί με σύνεση και ταπεινότητα, με δέος και έκσταση, μέχρι να διαισθανθεί τον απόηχο αυτής της μεγαλειώδους κατάθεσης που σαν ψαλμός και σαν μανιφέστο, σαν δοξαστικό και σαν φωνή υδάτων πολλών ακούγεται και συνταράσσει.
Θέλει σεβασμό και επιμονή, πλήρη υποχώρηση του «εγώ» και σχεδόν ξυπόλητος να μπεις στο ιερό της γλώσσας του. Να μπεις με τη συνείδηση του ιερέα ο οποίος βλέπει κάποιον να του γεμίζει το δισκοπότηρο με φως και εκείνος να πρέπει όλο αυτό να το κρατήσει μυστικό, να μην το μαρτυρήσει αλλά να συνεχίζει να κοινωνεί τα πλήθη υποδυόμενος πως το κουταλάκι του έχει απλώς κρασί.
Αντιλαμβανόμαστε πως είναι μεταφραστικός άθλος αυτό που αποπειράθηκε ο Εμμανουηλίδης όπως και κάθε μεταφραστής του Ουίτμαν. Γιατί;
Μα, γιατί στον Ουίτμαν σκιαγραφείται και μας παραδίδεται η μακέτα της νέας γης. Ένα οραματικό, προφητικό θα έλεγα, συνθετικό ποίημα που θραύει τα όρια του ουτοπικού και συνενώνει όλες τις ευχές σε δυνατότητες. Είναι το όραμα για την Αμερική; Ναι αλλά και όχι. Δεν περιορίζεται. Είναι ύμνος στη φύση της Αμερικής; Ναι αλλά και όχι.
Δεν παραληρεί ο Ουίτμαν, ούτε ονειρεύεται. Ο κόσμος που περιγράφει είναι μια συνθήκη εξωτερικής αλλά και εσωτερικής ώσμωσης. Όλα υπάρχουν, τα πάντα επιτρέπονται, όλα είναι δυνατά ως ένωση των μέχρι τούδε διεστώτων.
Η γραφή του ευαγγελίζεται τον νέο κόσμο ως αρχιτεκτόνημα, που δεν θα οικοδομηθεί έξω από εμάς. Είναι η αποκάλυψη προϋπάρχουσας πόλης που υφίσταται όχι σε σχέδια αρχιτεκτονικών γραφείων αλλά περιέχεται ήδη στο κύτταρό μας. Και πώς το κατορθώνει αυτό; Θα μου πείτε ποιητής είναι και ποιητική αδεία ό,τι θέλει κάνει και μάλιστα το καθιερώνει και αισθητικά με τρόπους εκφραστικών ευρημάτων.
Κι όμως δεν είναι τόσο απλό. Ας δούμε τι κάνει. Το 1855 κυκλοφορούν τα Φύλλα χλόης, το πρωτοποριακό ωκεάνιο συνθετικό ποίημα, στο οποίο περιέχεται και το Τραγούδι του εαυτού μου. Μα πόσο ναρκισσιστικός τίτλος θα μπορούσαν κάποιοι να πουν; Κι όμως εδώ συντελείται ένα κοσμογονικό εγχείρημα. Οι πρώτοι στίχοι:
Υμνώ τον εαυτό μου,
Και καθετί που νιώθω θα το νιώσεις και συ,
Γιατί κάθε μόριο δικό μου είναι και δικό σου.
Η πρόταση του Ουίτμαν λοιπόν είναι πως ο άλλος, ο κάθε άλλος, είμαι εγώ.
Το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι εκείνος, εκείνος το ενεργητικό εκείνος και το παθητικό. Το λυρικό «εγώ» δεν υπερίπταται. Είναι ένα «εγώ» που συνεχώς διαλέγεται με τον κόσμο και τον εαυτό του. Το αδιαίρετο ένα που αποσπάστηκε από το Όλον και έκτοτε χαμένο παραδέρνει ανάμεσα στον έρωτα και τον πόλεμο. Ο Ένας είναι Όλοι. Ο Ένας είναι το Εμείς και η συλλογική συνείδηση γίνεται η ταυτότητα που εύχεται να έχει το έθνος της ανθρωπότητας. Το Μανχάταν, η Αμερική δεν είναι αποκλειστικά και μόνο το Μανχάταν και η Αμερική. Γίνονται ο πολυχώρος της ένωσης στον οποίο πέρα από φύλα και φυλές, πέρα από σώμα, πνεύμα και ψυχή εγκαινιάζεται η θρησκεία της ισότητας των πάντων. Μοιάζει η φωνή του να θέλει να ξεπλύνει να καθαρίσει την ενοχή της Αμερικής βάζοντας και πάλι στη θέση της τη δημοκρατία που έπεσε από το βάθρο της ενώνοντας τη φαντασία με την επιστήμη, τη Φύση με το σώμα και τον Θεό. Ναι, μπορεί ο βατήρας στον οποίο στέκεται και μιλά να είναι η Αμερική όμως δεν παραμένει εκεί βιδωμένος. Τι νόημα θα είχε; Δίνει βουτιά και μπαίνει στα ωκεάνια βάθη της ανθρωπότητας, κολυμπά σε νερά που ελευθερώνουν και δεν πνίγουν. Με λόγο μυσταγωγικό και καθημερινό δείχνει τον δρόμο σαν Μεσσίας που καταργεί όλους τους Μεσσίες.
Το όραμα της νέας γης που μας παρουσιάζει ο Ουίτμαν το συναντούμε πολύ μεταγενέστερα στον δικό μας Ανδρέα Εμπειρίκο με την εμβληματική του «Οκτάνα». […]
«Η Νέα Πόλις θα κτισθεί και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθεί στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθεί Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθεί η πόλις αυτή Οκτάνα. […] Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει. […] Οκτάνα θα πει το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελεί την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πει η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νιώθεις, να καταλαβαίνεις όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.
Οκτάνα θα πει η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνει αμέσως το κάνει εντέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής».
Αν θα θέλαμε να εικονογραφήσουμε τους στίχους του Ουίτμαν θα μας ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Γιατί οι στίχοι του δεν κρατούν ένα κουδουνάκι ούτε ένα ξυπνητήρι για τους ανίδεους και ναρκωμένους. Δεν το καταδέχονται αυτό. Αρνείται ο Ουίτμαν να ειδοποιήσει ευγενικά, να αφυπνίσει. Οι στίχοι του δεν είναι τηλεβόας ούτε συναγερμός. Είναι σεισμός εγκάτων και κατακρήμνιση του παλαιού. Είναι ευαγγέλιο πασών λαών και θρησκειών, πέρα και πάνω από λαούς και από θρησκείες, καταργώντας κάθε μορφή εξουσίας, θραύοντας την παραμικρή αίσθηση αλαζονείας και μεγαλείου που προέρχεται από τον έναν και δυναστεύει τους πολλούς ή τους διαχωρίζει. Επισημαίνει όλα εκείνα που μας διαφεύγουν και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Γράφει:
Νομίζεις ότι ιδιοποιήθηκες τα χίλια στρέμματα αγρού; Ότι κατέκτησες ολοκληρωτικά τη γη;
Νομίζεις ότι για αρκετό χρόνο εξασκήθηκες να μάθεις να διαβάζεις;
Έχεις νιώσει περήφανος που πιάνεις το νόημα των ποιημάτων;//
Μείνε αυτή τη μέρα και τη νύχτα μαζί μου και θα κατακτήσεις την πηγή όλων των ποιημάτων, θα μάθεις να κατέχεις την αξία της γης και του ήλιου… υπάρχουν μύριοι ήλιοι ακόμα, θα πάψεις να δέχεσαι τα πράγματα από δεύτερο ή τρίτο χέρι… ή να βλέπεις μέσα από τα μάτια των νεκρών… ή να τρέφεσαι με τα φαντάσματα των βιβλίων, Ούτε μέσα από τα μάτια μου θα δεχτείς να βλέπεις ούτε θα παίρνεις από μένα τα πράγματα. // Μόνος σου θα ακούς τα πάντα ολόγυρα, και θα τα ξεδιαλέγεις για τον εαυτό σου.
Ο Ουίτμαν δεν κατευθύνει, δεν διδάσκει, δεν καθοδηγεί. Ο Ουίτμαν προτείνει να γίνει ο καθένας οδηγός του εαυτού του, να βρει την αλήθεια που είναι ήδη καταγεγραμμένη μέσα του από τη γέννησή του. Διονυσιακός και απολλώνιος υμνεί την αιώνια αρχή της ζωής, την ένωσή μας με ό,τι αποκαλούμε ξένο και διαφορετικό έρχεται από ένα μέλλον για να μας απαγγείλει την ουσία και το χαμένο νόημα. Το πρόσωπο της οικουμένης είναι τα πρόσωπα όλων αδιαίρετα:
Η βαθύτονος κι ο ξυλουργός, οι παντρεμένοι κι ο πλοηγός, ο φαλαινοθήρας και ο κυνηγός αγριόπαπιας, ο διάκονος και η πόρνη, οι ειδήμονες και οι εργάτες στην αποβάθρα, ο αναμορφωτής χριστιανός και ο εκδότης εφημερίδας, ο μαουνιέρης και ο πρόεδρος στον Λευκό Οίκο, ο σκλάβος και οι γυμνοί νεαροί στα ποτάμια.
Μέσα από μένα πολλές φιμωμένες φωνές,
Φωνές από αναρίθμητες γενεές σκλάβων,
Φωνές από πόρνες ή σακατεμένους,
Φωνές πρόωρα πεθαμένων και απελπισμένων, κλεφτών και νάνων,
Φωνές από αέναους κύκλους κυοφορίας και αύξησης
Και από τα νήματα που ενώνουν τα αστέρια... και από μήτρες και από υλικά πατρότητας,
Και των δικαιωμάτων αυτών που τους τα καταπατούν,
Και του ελαφρόμυαλου και του βαρετού και του ανερμάτιστου και του αποδιωγμένου,
Και της ομίχλης στον αέρα και σκαραβαίων που σπρώχνουν μπαλάκια κοπριάς.//
Από μέσα μου οι απαγορευμένες φωνές,
Φωνές συνουσιών και λαγνείας… φωνές πίσω από το παραπέτασμα, το τραβάω και αποκαλύπτω,
Φωνές αισχρές που τις εξαγνίζω και τις μεταμορφώνω.
Δεν βάζω το δάκτυλο στα χείλη,
Δίνω τόση προσοχή στα σπλάχνα όσο στο κεφάλι και την καρδιά,
Η συνουσία δεν μου είναι πιο βαριά από τον θάνατο.
Ο Ουίτμαν καθαγιάζει την ολότητα και δεν διαχωρίζει υλικό και πνευματικό, υψηλό και τιποτένιο. Η μυρωδιά αυτής της μασχάλης, θα πει, είναι άρωμα πιο λεπτεπίλεπτο από προσευχή. Αυτό το κεφάλι είναι πιο σπουδαίο από εκκλησίες και βίβλους και δόγματα. Όμως, βάζοντας στη θέση τους τα πράγματα θίγει την αλαζονεία της εξουσίας και την ουσία της απλότητας.
Υπάρχω όπως είμαι, είναι αρκετό. Ακόμα και αν κανείς στον κόσμο δεν με προσέχει, είμαι αυτάρκης, Και αν όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά με προσέχουν, είμαι το ίδιο αυτάρκης. […] Έχεις ξεπεράσει τους υπόλοιπους; Έγινες ο πρόεδρος; Είναι ασήμαντο… θα έρθουν και άλλοι εκεί που είσαι και θα περάσουν και αυτοί.
Τα ίδια έλεγε και ο Ελύτης με τη φωνή της Μαρίας Νεφέλης: «Κρίμας κρίμας κόσμε
Σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·/ και κανείς κανείς δεν έλαχε / δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη / καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών / καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα».
Στο τραγούδι του εαυτού μου ο Ουίτμαν μιλά με τη φωνή του για εμάς, ο εαυτός του διευρυμένος γίνεται εμείς, η γλώσσα του είναι η σκέψη μας. Γίνεται η φωνή όλων μας. Γράφει:
Τα λόγια μου θα βομβαρδίζουν τα αυτιά σας μέχρι να τα καταλάβετε.//
Για ένα δολάριο δεν τα λέω αυτά, ούτε για να γεμίσω τον χρόνο περιμένοντας
το πλοίο, Εσείς μιλάτε όσο και εγώ…γίνομαι η δική σας γλώσσα,
Ήταν στο στόμα σας δεμένη…σε μένα άρχισε να λύνεται.
Η γλώσσα του, σπάνιο κράμα επικού και λυρικού λόγου, καθημερινής ομιλίας και προφορικότητας, συνδυάζει την αργκό με τον φιλοσοφικό στοχασμό, τις θετικές επιστήμες με τον ονειρικό λόγο. Ομοιοκαταληξία και μέτρο απουσιάζουν.
«Κάποιες φορές νομίζω πως τα Φύλλα χλόης είναι ένα γλωσσικό πείραμα», ομολογούσε ο ίδιος. Πολλά χρόνια μετά, η γλωσσική του απελευθέρωση μεταγγίζεται στους μπίτνικς.
Η Πηνελόπη Ντάνκαν αδερφή του Σικελιανού μεταφράζει Ουίτμαν καθώς και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο Σικελιανός στον πρόλογο που έγραψε για τη μετάφραση του Προεστόπουλου θα πει για τον Ουίτμαν:
«Του ποιητικού αυτού γενάρχη ελάχιστα τραγούδια γνωρίζουμε στα Ελληνικά. Για να ακουστεί ο τονικός τους φθόγγος και στη γλώσσα μας – ο τονικός εκείνος φθόγγος που ’χουνε τα δάση όταν φουσκώνουνε σαν κύμα από τον άνεμο την άνοιξη, την ώρα που σκορπίζουνε σα σύννεφα τη γύρη τους στον κόσμο, ο ανοιχτός ωκεανός ή οι μυστικά ξεχειλισμένοι ποταμοί – εχρειαζόνταν ένα αίμα νέο που ν’ αφεθεί σ’ αυτό το φθόγγο με λατρεία και με διάρκεια, ώσπου να νιωστεί σε μιαν απέραντη συνήχηση μαζί του».
Ο Ουίτμαν μια ολόκληρη ζωή έγραφε και ξαναέγραφε τα ποιήματά του με αποτέλεσμα τα 12 αρχικά ποιήματα στην τελευταία έκδοση να γίνουν 389. Όταν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αμερική το 1867-68, συνάντησε τον Ουίτμαν χαρακτήρισε τα ποιήματά του «παραφρονούσης μούσης τερατολογήματα». Όμως εκείνος δεν περιορίζεται σε χαρακτηρισμούς, δεν χωράει στη συμβατική αντίληψη των πραγμάτων. Πώς να χωρέσεις σε σπιρτόκουτο μία ολόκληρη οικουμένη; Στον Ουίτμαν όλη η ύπαρξη όλη η ζωή και ο θάνατος μαζί κατοικούν στο ελάχιστο. Μου θυμίζει τον Όμηρο που με αφορμή την ασπίδα του Αχιλλέα στη ραψωδία Σ΄, στην Ιλιάδα στους στίχους 478-608 παρουσιάζει όλο τον κόσμο σε περίοδο ειρήνης και όχι μόνο. Γίνεται λοιπόν η ασπίδα το πρόσχημα για μια φυσική ενθυλάκωση του κόσμου. Ο Ουίτμαν κάτι ανάλογο κάνει παίρνοντας αφορμή από ένα απλό χορταράκι. Ακούστε:
Ρώτησε ένα παιδί: Τι είναι το χορτάρι; καθώς μου το έφερνε με τα δυο του χέρια,
Πώς να απαντήσω στο παιδί; …Δεν ξέρω καλύτερα από αυτό τι είναι.//
Λέω πως πρέπει να είναι η σημαία της ψυχής μου, υφασμένη από πράσινη ελπίδα.//
Ή λέω ότι είναι το μαντήλι του Κυρίου,
Δώρο αρωματισμένο, ενθύμιο ριγμένο σκόπιμα,
Με το σήμα του κατόχου κεντημένο στις άκρες, για να το βλέπουμε και να
απορούμε, και να λέμε: Τίνος είναι; //
Ή μήπως το χορτάρι είναι το ίδιο ένα παιδί…το βρέφος της δημιουργίας;//
Ή μήπως είναι ένα μοναδικό ιερογλυφικό,
Που σημαίνει, να βλαστήσουν το ίδιο μικρές περιοχές και μεγάλες περιοχές,
Να βλασταίνει το ίδιο σε μαύρους ή σε λευκούς ,
Κανούκ, Τάκαχοου, Βουλευτής, Καφ. Το ίδιο τους θεωρώ και τους δέχομαι
το ίδιο.// Και τώρα μου φαίνεται να μοιάζει με το όμορφο ατημέλητο χορτάρι των
τάφων. // Θα σε αδράξω τρυφερά, σγουρό χορτάρι,
Ίσως είσαι ο αέρας που βγαίνει από τα στήθη νεαρών ανδρών,
Αν ίσως τους είχα γνωρίσει, θα τους είχα αγαπήσει.
Μπορεί να είσαι από γέρους, από γυναίκες και παιδιά που γρήγορα τα πήραν από την αγκαλιά των μανάδων τους,
Και εσύ έγινες εδώ, οι αγκαλιές των μανάδων τους, // Το χορτάρι αυτό είναι πολύ σκούρο για να βγαίνει από τη λευκή κεφαλή
μανάδων που γέρασαν,
Πιο σκούρο από τα ξασπρισμένα γένια των υπερηλίκων,
Σκούρο που βγαίνει κάτω από τον κοκκινωπό θόλο των στομάτων.//
Ω, νιώθω τόσες πολλές γλώσσες να αρθρώνουν λαλιά!
Και δεν μπορεί να κινούνται κάτω από τον θόλο των στομάτων για το τίποτα!//
Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να ερμηνεύσω τα κρυφά μηνύματα για τους
νεκρούς, νέους ή γυναίκες,
Και τα κρυφά μηνύματα για τους γέρους και τις μητέρες και για τα παιδιά που γρήγορα τα πήραν απ’ τις αγκαλιές τους.//
Τι νομίζεις να απέγιναν οι νέοι και οι γέροι;
Και τι νομίζεις να απέγιναν οι γυναίκες και τα παιδιά τους;//
Κάπου ζουν σώοι και αβλαβείς,
Το μικρούλι φύτρο μάς δείχνει ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια θάνατος,
Ακόμα και αν υπήρχε, θα γεννούσε τη ζωή, και δεν θα περίμενε το τέλος για
να τη διακόψει, /Και θα έπαυε ο ίδιος μόλις γεννιόταν η ζωή. //
Όλα συνεχώς προχωρούν πάντα μπροστά...τίποτε δεν χάνεται.
Το τραγούδι του εαυτού μου είναι ο σεισμός που γκρεμίζει το παλαιό και ανεγείρει το νέο. Τον νέο εαυτό μας. Και όπως λέει ο Ουίτμαν κανείς δεν μπορεί να το αναλάβει αυτό για χάρη μας. Μόνοι μας θα το φέρουμε εις πέρας. Το αριστερό του χέρι είναι τυλιγμένο γύρω από τη μέση μας, και με το δεξί του μάς δείχνει εκτάσεις και ηπείρους και έναν δρόμο απλό που θα μας οδηγήσει σε ένα ύψος που μόλις φτάσουμε θα πρέπει να συνεχίσουμε πέρα από αυτό.
Μιλώντας για τον Θεό διευκρινίζει:
Γιατί να θέλω κάποτε να δω τον Θεό πιο πολύ από τούτη την ημέρα;
Βλέπω κάτι από τον Θεό κάθε ώρα του εικοσιτετράωρου και κάθε στιγμή.
Στα πρόσωπα των ανθρώπων βλέπω τον Θεό, όπως και στο δικό μου πρόσωπο στον καθρέφτη
Βρίσκω γράμματα από τον Θεό ριγμένα στους δρόμους, και το καθένα έχει την υπογραφή Του,
Και τα αφήνω στη θέση τους, γιατί ξέρω ότι και άλλα θα έρθουν στην ώρα τους, στον αιώνα των αιώνων.//
Και εσύ λοιπόν θάνατε, πικρή αγκαλιά της θνητότητας…είναι μάταιο να προσπαθείς να με τρομάξεις.
Πού βασίζεται; Τι τον παρακινεί; Από πού αρδεύει το φως του; Είναι ιερή τρέλα; Είναι ιερή μανία; Παραληρεί και εκστασιάζεται; Τι είναι όλα αυτά που βλέπει; Μας δίνει κάποια εξήγηση;
Υπάρχει αυτό το κάτι μέσα μου… δεν ξέρω τι είναι… αλλά ξέρω πως είναι μέσα μου.// Στριφογυρνά και ιδρώνει… μετά το σώμα μου ηρεμεί και χαλαρώνει.
Κοιμάμαι… κοιμάμαι για πολύ.// Δεν το ξέρω…όνομα δεν έχει…είναι μια λέξη που δεν λέγεται, / Δεν υπάρχει σε λεξικά, δεν γράφεται, δεν προφέρεται.// Κάτι που γυρίζει πολύ περισσότερο από τη γη που με στριφογυρνά,
Η πλάση είναι ο φίλος του, και ο εναγκαλισμός του με αφυπνίζει.// Ίσως να πω περισσότερα… Ορισμοί! Προσπαθώ υπέρ των αδελφών μου.// Βλέπετε, ω αδελφοί μου και αδελφές μου!
Δεν είναι χάος, ούτε θάνατος…είναι μορφή και ένωση και σχέδιο...είναι
αιώνια ζωή… είναι ευδαιμονία.
Ας αναρωτηθεί μόνος του ο καθένας τι είναι αυτό που δεν έχει όνομα.
Εγώ γνωρίζω.