Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/biblia/o-talantoykhos-neronas
Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή του βραβευμένου ποιητή Κωνσταντίνου Νικολάου (η βράβευση δεν λέει πολλά, λέει όμως κάτι), που εκδίδεται δυόμισι χρόνια μετά τη Βιογραφία ενός χεριού –το έχουμε πει πως ο Νικολάου δεν βιάζεται, απολαμβάνει τη βραδύτητα. Ο Ταλαντούχος Νέρωνας καταρχήν φέρει έκτυπα τα χαρακτηριστικά της Βιογραφίας: την αφηγηματικότητα με όλα τα “όπλα” της (ευρηματικότητα, απρόοπτο, ανατροπή, καλός ρυθμός) –πόσα έχει προσφέρει εδώ ο Κ. Καβάφης– , τον φιλοσοφικό στοχασμό, που εν πολλοίς προκύπτει από την αναγωγή των περιφερειακών δράσεων γνωστών προσώπων στο παρόν, και βέβαια την ειρωνική θέαση.
Ο ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ ΝΕΡΩΝΑΣ
Διαβάζει ποίηση ανελλιπώς.
Γράφει ποιήματα δικά του.
Σαν μεγαλώσει, θα γίνει κιθαρωδός.
Σε κατάμεστα θέατρα ν᾿ απαγγέλλει ωδές
―το μεγαλύτερο όνειρό του.
Θα τα καταφέρει.
Οι δυο παιδαγωγοί του,
ένας χορευτής κι ένας κουρέας,
τον βεβαιώνουν.
Εύχεται μόνο
να ζει η μητέρα του.
Με φόντο τη φωταγωγημένη Ρώμη
θα χαλάσει κόσμο,
κι εκείνη δεν μπορεί να λείπει.
Επιπλέον, οι διακειμενικές συνάψεις με την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο είναι παρούσες, όπως και στη Βιογραφία ενός χεριού – αν και αισθητά λιγότερες. Ο Νέρωνας, ο Βιργίλιος, ο Μπάιρον, ο Λογγίνος, ο Κάρβερ, αλλά και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Λόρενς Ολιβιέ, ο καλός, ο κακός κι ο άσχημος του Σέρτζιο Λεόνε θεματοποιούνται ονομαστικά. Και βέβαια, ο Καβάφης, ο Χέρμπερτ, ο Βαγενάς, εξακολουθούν να αιματώνουν τις ποιητικές «αρτηρίες» του ποιητή συνδιαλεγόμενοι υπογείως μαζί του.
Όμως σ’ αυτήν τη συλλογή, η ποίηση του Νικολάου αποκτά σωματικότητα, γίνεται πιο γήινη και, ως εκ τούτου, πιο ανθρώπινη. Ο ποιητής μάς καταθέτει τους φόβους του σχεδόν άμεσα, χωρίς να καταφεύγει σε μαξιμαλιστικές αλληγορίες και ηχηρούς ιστορικούς συμβολισμούς. Ο χρόνος που «καταπίνει» τα πάντα, την παιδική αθωότητα αλλά και τους σημαίνοντες γεννήτορες – με τους οποίους υπάρχει μια σχέση αγαπητικής ρουτίνας αλλά και ζωτικού ανταγωνισμού – είναι προεξάρχων. Η παιδική ηλικία του ποιητή, τώρα που ως ενήλικας γνωρίζει τις απώλειες, την επελθούσα φθορά και το απευκταίο, προκαλεί επιθυμία επιστροφήςˑ νόστο ατελέσφορο.
ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΕ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ
[…Στὸν φουσκωτὸ Πύργο
φτάσανε ξυπόλυτοι
πιασμένοι χέρι χέρι.
Ἐκεῖ χοροπήδησαν γιὰ ὧρες
ζητωκραυγάζοντας
μέχρι ποὺ ἐξαντλήθηκαν.
[…] Θα φάνε σε πολύχρωμα πιάτα
το γλυκό τους
κι έπειτα
με παιδικά τραγούδια στη διαπασών
θα χορέψουν αδέξια
πάνω σε γιρλάντες κι αποφάγια.
Το τέλος της γιορτής
θα έρθει απροειδοποίητα.
Ξαναμμένοι τότε,
με στριγκές φωνές,
θ ̓ αρνούνται ν ̓ αποχωρήσουν.
Θα διαμαρτύρονται κλαίγοντας γοερά
ικετεύοντας να παραμείνουν λίγο ακόμα
χωρίς να καταφέρνουν τίποτα.
Πριν σκάσουν με κρότο,
ας υπάρχουν λίγα μπαλόνια
να μαρτυρούν την ανεμελιά των παιδιών.
Ο ποιητής μας φιλοσοφεί επί της καθημερινότητας, σχολιάζει σχεδόν με συμπάθεια τους τοξικά εγκλωβισμένους συναδέλφους και εν γένει τους συνανθρώπους, που στάζουν από «πικρή καθημερινότητα», διάψευση αλλά και χρέος. Κοντά σ’ αυτά, υπάρχει ένα ατόφιος μελαγχολικός λυρισμός
Οι Καρυάτιδες βαρέθηκαν
τα φλας και το λιοπύρι.
Τις νύχτες ονειρεύονται
πως είναι βότσαλα
και βρέχονται.
και ένας γλωσσικά ευφυής και παιγνιώδης έρωτας
Aντλώντας απ ̓ όλα τα τεχνάσματα
που η ευλυγισία της γλώσσας μού προσφέρει,
δεν χρειάζομαι λεξικό
για να μιλήσω στ ̓ ανοιχτά σου πόδια.
Ένα από τα καινούρια στοιχεία που κομίζει ο Νικολάου με αυτή τη συλλογή είναι οι νεοφορμαλιστικές δοκιμές – ελπίζω μόνο παρωδιακού τόνου, ως είθισται –, ο πειραματισμός με τις πιο αυστηρές ποιητικές μορφές και την ομοιοκαταληξία, καθώς και μια διαμορφωμένη, πλέον, σε σχέση με την πρώτη του συλλογή, τάση να συγκροτήσει το θεωρητικό ποιητικό του σύμπαν με ποιήματα Ποιητικής. Εδώ ας σταθούμε λίγο: με παρωδιακή διάθεση στρέφεται κατά του γριφώδους και [υψηλής άρθρωσης] κομπορρήμονος υπερρεαλιστικού ύφους, της υπερχειλίζουσας αισθηματολογίας αλλά και της ποιητικής οίησης του καιρού μας. Στηλιτεύει το κανονιστικό πλαίσιο της δημιουργικής γραφής και ειρωνεύεται δηκτικά τους «δαφνοστολισμένους» ποιητές που θεωρούν εαυτούς εμπνευστές της κοσμογονίας και – μάλιστα – της έβδομης ημέρας της δημιουργίας. Εκεί, όμως, που ο Νικολάου είναι απολαυστικός, εκεί που αποδομεί με αφηγηματική μεστότητα και μαεστρία, «με το γάντι», το μοντέλο του ταλαντούχου και εγωκεντρικού ποιητή είναι Τα ποιήματα του Ρευμόντ Κάρβερ
Μόλις διάβασα ένα ποίημα του Ρέιμοντ Κάρβερ
Νομίζω ότι μπορώ να γράψω ένα βιβλίο μέχρι το βράδυ.
Ένα ποιητικό βιβλίο που θα καταπλήξει τους πάντες.
Οραματίζομαι συνεντεύξεις σε ξένα τηλεοπτικά δίκτυα.
Ακολουθούν κι άλλα βιβλία όμοια με το πρώτο.
Σύντομα καθιερώνομαι.
Διδάσκω σε πανεπιστήμια.
Περιοδεύω στην Αμερική απαγγέλλοντας ποιήματά μου.
Με λατρεύουν.
Η γυναίκα μου δεν καταλαβαίνει.
Αποξενώνεται.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν χωρίς εμένα.
Η ποίηση τούς αηδιάζει.
Μένω σε ξενοδοχείο.
Πίνω μπέρμπον απ’ τις δέκα.
Τηλεφωνώ για να ̓ρθούν όσοι με γλείφουν.
Οι γυναίκες τους με βρίζουν.
Επιμένω όμως να ̓ρθούν.
Συνεχίζω να πίνω μόνος.
Σκέφτομαι ότι γερνάω.
Λέω: «Θα μείνουν τα ποιήματα».
Τα ποιήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ
προφανώς.
Κάτι ακόμα που ξεχωρίζει σε αυτή τη συλλογή είναι ο προσωπικός και εξομολογητικός τόνος αρκετών ποιημάτων της. Κείμενα γνήσιου ποιητικού τόνου, διαυγή, χωρίς λαβυρινθώδεις νοητικές διακλαδώσεις και γριφώδη τεχνάσματα, με μια –διαισθάνομαι περισσότερο– υπαρξιακή αγωνία, ένα αίσθημα διλημματικού χαρακτήρα που σχετίζεται όχι μόνο με την ποίηση αλλά και τη ζωή.
Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας, λοιπόν, επισημαίνω τα εξής:
1. Στον ταλαντούχο Νέρωνα, ο Κωνσταντίνος Νικολάου εμφανίζεται ωριμότερος· δεν έχει βεβαιότητες, κολυμπά στη θάλασσα των διαψεύσεων του. Δεν πνίγεται γιατί εν συνειδήσει του αυταπατάται.
2. Η ποίησή του δεν είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα μεγαλοϊδεατικών αναπαραστάσεων και προθέσεων. Είναι ποίηση κρυστάλλινων περιγραμμάτων, διαυγώς αφηγηματική, χωρίς πολυφωνικές υστερίες και χαρακτηρίζεται από μια διαφεύγουσα σκοτεινότητα που επιζητά λύτρωση.
3. Ο Κωνσταντίνος Νικολάου πιστεύει στη δύναμη της ποίησης, εκείνης της ποίησης που δεν φωνασκεί, δεν λυσσομανά σαν άνεμος, αλλά προστατευμένη στο τούβλινο σπιτάκι της και τα μονόφυλλά της, αντέχει.
4. Ως γιατρός γνωρίζει καλύτερα από όλους μας τον θάνατο, την προσωρινότητα και, ίσως, τη ματαιότητα του ανθρώπινου, τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος. Δεν αγνοεί την πραγματικότητα. Καλά κάνει.
Ούτε η πραγματικότητα θα τον αγνοήσει…