Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/zwologikos-khpos/o-simaiwn-kai-i-khelwna
Ζούσε στον βυθό της Ψιμύθου.
Από τη θέση μου δίπλα στον κάδο με τις σημαίες, την έβλεπα να βγάζει το κεφάλι της στην επιφάνεια του νερού.
Έτρωγε εντόσθια ψαριών, που καθαρίζονταν στη θάλασσα για τους πελάτες μιας ταβέρνας. Το καθάρισμα ήταν και ατραξιόν, αφού οι τουρίστες, πριν δοκιμάσουν φρέσκο ψάρι, μπορούσαν να φωτογραφήσουν ένα άγριο ζώο καθώς πλησίαζε στον μόλο για να τραφεί.
Έτρεχαν πίσω της για μεγάλο διάστημα με σελφοκόνταρα και υποβρύχιες φωτογραφικές μηχανές. Ώσπου, η ειδοποίηση «Έρχεται η Χελώνα» άρχισε να ακούγεται συχνά στην παραλία. Κι αμέσως μετά, ανυποψίαστοι τουρίστες χοροπηδούσαν στα βράχια κρατώντας τα δαγκωμένα τους ψαχνά, λίγο πριν πάρουν τον δρόμο για το κέντρο υγείας.
Λόγω της σαρκοβόρας δράση της, οι ντόπιοι σταμάτησαν να κολυμπούν, εκτός αν υπήρχε κάποιος διαθέσιμος, για να παραφυλάξει στο μπαλκόνι και να ειδοποιήσει την κρίσιμη στιγμή ότι «το τέρας» περιπολεί στην περιοχή. Μερικοί, προτίμησαν διπλανές παραλίες, όπου οι χελώνες παρέμειναν «φυτοφάγα ερπετά διατρεφόμενα με θαλάσσια φυτά και ασπόνδυλα είδη». Αλλά οι πιο γενναίοι, έβαζαν μάσκες με αναπνευστήρες και αναζητούσαν τις αναμνήσεις τους στα λιβάδια με τις ποσειδωνίες και τις φουντωτές φυκιάδες.
Όμως, ο βυθός της Ψιμύθου είναι από καιρό έρημος και σιωπηλός. Ούτε ψάρι, ούτε φύκι, ούτε πεταλίδα, ούτε κοχύλι, ούτε αχινός υπάρχει πια σε αυτό το μέρος και τα βράχια απλώνονται φαλακρά, σκεπασμένα με μια πρασινωπή γλίτσα, διάσπαρτη από σκουπίδια, ντενεκεδάκια και άλλα υπολείμματα της τουριστικής περιόδου. Οι ψαράδες λένε ότι τα ψάρια μένουν τώρα στα ανοιχτά, για να αποφύγουν τη μόλυνση και τη φασαρία. Κι εγώ, νοσταλγός του παλιού κήπου της Εδέμ, τα φαντάζομαι να απομακρύνονται φωνάζοντας «Να η Ταρασκών!»
Είμαι ο Γάτος των Σημαιών. Περνώ τον καιρό μου στην παραλιακή οδό της Ψιμύθου, σε μια καλή θέση, κάτω από την τέντα ενός μπακάλιου. Ο ιδιοκτήτης έχει μόνιμα εκεί έναν ξύλινο κάδο γεμάτο ελληνικές σημαίες. Δίπλα σε αυτές, στο βάθος της τέντας, αράζω και παρακολουθώ την κίνηση.
Αλλά δεν παρακολουθώ μόνο την κίνηση. Καθισμένος ανάμεσα στις γλάστρες με τους βασιλικούς και τις σημαίες, μπροστά στον ασβεστωμένο τοίχο, δείχνω φολκλόρ και αποπνέω ελληνικότητα. Οι τουρίστες σταματούν για να με φωτογραφήσουν και στη συνέχεια μπαίνουν στο μαγαζί και αγοράζουν ρίγανη, τσάι του βουνού, ελιές Καλαμών, ούζο και φέτα. Ντόπιοι και ξένοι, ξέρουν ότι είμαι ο μαύρος γάτος της ακτής. «Αυτός εκεί μωρέ, ο γάτος των σημαιών» λένε συνήθως όταν πρόκειται για μένα και συνεννοούνται. Με γνωρίζουν όλοι, με ταΐζουν και με χαϊδεύουν κι εγώ τους ανέχομαι για το καλό του ελληνικού τουρισμού, αλλά καμιά φορά εκνευρίζομαι.
Όταν χορτάσω λιχουδιές, αφήνω την τέντα και περνάω από το μικρό βιβλιοπωλείο του χωριού. Πουλάει χάρτες, μαγνητάκια, καρτ ποστάλ, τουριστικούς οδηγούς και βιβλία κάθε είδους. Ο ιδιοκτήτης μ’ αφήνει να σκαρφαλώνω στους πάγκους και να χαζεύω τις χρωματιστές εικόνες των εξωφύλλων. Άλλες φορές, ανεβαίνω στο γραφείο του. Διαβάζω οτιδήποτε διαβάζει, ακόμα και το μυθιστόρημα Ταρταρίνος, ο εκ Ταρασκώνος (μτφρ. Αλέξ. Παπαδιαμάντη, εκδ. της «Εστίας») κάποιου Αλφόνσου Δωδέ.
Έτσι έμαθα ότι οι κάτοικοι της Ταρασκόνης, υπήρξαν φανατικοί κυνηγοί, απόγονοι των ηρωικών διωκτών του τέρατος Ταράσκα. Τις καλές εποχές, οι παππούδες τους “διοργάνιζον θηρευτικάς συνοδίας εναντίον του φοβερού θηρίου”, αφήνοντας πίσω τους βαριά κυνηγετική κληρονομιά. Τόσο βαριά, ώστε το εντατικό κυνήγι να συνεχιστεί επί δεκαετίες αφανίζοντας όλα τα ζώα και τα πτηνά της περιοχής. Όμως, ακόμα κι αν δε υπάρχουν πια θηράματα, το κυνήγι συνεχίζεται στην πόλη μέσω κυριακάτικων εξορμήσεων στην εξοχή. Οι κυνηγοί ξαπλώνουν στο χορτάρι, πίνουν κόκκινο κρασί και τρώνε μεζέδες πετώντας στον αέρα και σημαδεύοντας τα κασκέτα τους. Αυτό κρατάει μέχρι αργά το απόγευμα, όταν επιστρέφουν στην Ταρασκόνη με τον νικητή του «κυνηγετικού» διαγωνισμού να προηγείται ανεμίζοντας στην κάνη του όπλου του το κατατρυπημένο κασκέτο του.
Για ευνόητους λόγους, τα «διαβατικά» πουλιά της ιστορίας, αλλάζουν δρόμο μόλις δουν τα καμπαναριά της πόλης, φωνάζοντας «Να η Ταρασκών!» Αλλά κι εγώ, καθισμένος στη θέση μου κάτω από την τέντα, καθώς ποζάρω για τους τουρίστες, φαντάζομαι, φώκιες, χελώνες, ψάρια και θαλασσινά θηλαστικά να φθάνουν κατάκοπα στα νερά μας ύστερα από μακρύ ταξίδι. Κι αμέσως μετά, λίγο πριν αλλάξουν δρόμο, τα ακούω να φωνάζουν τρομοκρατημένα «Να η Ψίμυθος!».
Ακριβώς όπως οι Ταρασκόνιοι, έχουμε κι εμείς τις εθνικές μας γιορτές. Για καλή μας τύχη, εδώ, στο χωριό του Γάτου των Σημαιών και της Χελώνας Ταράσκας, οι επέτειοι πέφτουν μετά από το τέλος της τουριστικής σεζόν, ή πριν από την αρχή της. Κι έτσι, μπορεί κανείς να συμμετέχει σε αυτές με την άνεσή του.
Πολλοί Ψιμυθιανοί, μέλη τοπικών συλλόγων με ιστορικά ονόματα, την ημέρα της γιορτής αφήνουν τα μαγαζιά τους, φορούν βράκες και φέρμελες και ζώνονται τα καριοφίλια των παππούδων τους. Καταστηματάρχες, γκαρσόν, μπάρμαν και εστιάτορες, μεταμφιεσμένοι σε οπλαρχηγούς, φθάνουν στην πλατεία για να κάνουν την αναπαράσταση του ιστορικού γεγονότος.
Η λήξη της αναπαράστασης είναι το σύνθημα για να ανοίξουν οι επιχειρήσεις. Η κεντρική διαδρομή, γίνεται ένα στενό μονοπάτι, στα δεξιά και τα αριστερά του οποίου στοιβάζονται τραπεζοκαθίσματα. Οι μουσικές των μαγαζιών μπερδεύονται. Οι επισκέπτες στριμώχνονται για να περάσουν. Οι καθιστοί σπρώχνονται από τους περαστικούς. Μια μυρωδιά αναδύεται από τους υπονόμους και οι κράχτες των μπαρ αναζητούν υποψήφιους πελάτες. Κι ενώ οι ανεμογεννήτριες φτάνουν νύχτα, για να εγκατασταθούν στα γύρω βουνά, οι άνθρωποι αφήνουν τα καριοφίλια και πιάνουν τους δίσκους σερβιρίσματος.
Λίγα πιο πέρα, τα καινούργια λάβαρα γράφουν Water Sports και Amstel Beer. Βράχια και ελαιώνες στρώνονταν με μοκέτες – γρασίδι για να φιλοξενήσουν ξαπλώστρες. Κοτέτσια και στέρνες γίνονταν ενοικιαζόμενα δωμάτια και οι τελευταίοι ντόπιοι παραθεριστές κλείνουν συμφέρουσες συμφωνίες και παραχωρούν τα σπίτια τους σε δραστήριους επιχειρηματίες.
Όμως εγώ ανησυχώ για κάτι άλλο. Κι έτσι αφήνω συχνά το πόστο μου και περιπολώ στην παραλία. Βολτάρω στα βράχια και στην αμμουδιά κοιτώντας προς τη θάλασσα μήπως και διακρίνω τον ογκώδη ίσκιο της Χελώνας. Έχει πολύ καιρό να φανεί. Την τελευταία φορά, έβγαλε το κεφάλι της και με κοίταξε για δευτερόλεπτα. Σταθήκαμε έτσι, σαν να πάγωσε για λίγο ο χρόνος, και ύστερα καταδύθηκε και χάθηκε στα βάθη. Νομίζω ότι με αποχαιρέτησε με αυτόν τον τρόπο κι ότι δεν πρόκειται να την ξαναδώ στα μέρη μας. Όσο το σκέφτομαι, τόσο σιγουρεύομαι ότι η τελευταία κάτοικος του έρημου βυθού μας αναχώρησε οριστικά.
Κάπως έτσι, εμείς εδώ στην Ψίμυθο, εξοντώσαμε τη δική μας Ταράσκα. Και τώρα καθόμαστε εδώ και πυροβολούμε τα κασκέτα μας.
Γυρνώ και φεύγω από την παραλία. Παίρνω τον δρόμο για τη δουλειά. Το βλέμμα μου σκοντάφτει στους θεόρατους ίσκιους των ανεμογεννητριών.
Δεν είμαι θεός. Ένας νησιώτης γάτος είμαι, που εργάζεται στον τουρισμό.