Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/metafrash/i-poli-tis-aghapis
Συλλογική μετάφραση φοιτητών Τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ:
Αριστείδης Καρεμφύλλης, Χριστίνα Λιαμαρκοπούλου, Αθηνά Βεκρή, Μαρία Μαρκοπούλου, Κατερίνα Γιασιράνη, Όλγα Καρκανεβάτου, Εύη Στεργιούλα, Ανδρέας Αθανασόπουλος, Ηλίας Σπυριδωνίδης
Η Ελληνοϊταλίδα συγγραφέας Matilde Serao γεννήθηκε στην Πάτρα στις 7 Μαρτίου 1856 από ιταλό πατέρα (Francesco Serao) και ελληνίδα μητέρα με καταγωγή από τη Χίο (Παυλίνα Βορέλη) και πέθανε στη Νάπολη της Ιταλίας στις 25 Ιουλίου 1927. Στο ίδιο ακριβώς σπίτι, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο Κ. Παλαμά, γεννήθηκε τρία χρόνια μετά, στις 13 Ιανουαρίου 1859, ο Κωστής Παλαμάς. Το 1860 η οικογένεια της Ματθίλδης μετακόμισε στην Ιταλία, όταν εκείνη ήταν δώδεκα ετών και εκεί συνέχισε την εκπαίδευσή της, ενώ στα δεκαέξι της από ορθόδοξη (όπως ήταν και η μητέρα της) έγινε καθολική. Η Ματθίλδη Σεράο έγινε ευρύτατα γνωστή στην Ιταλία ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, ενώ το 1891 ίδρυσε με τον σύζυγό της Edoardo Scarfoglio την σημαντικότερη εφημερίδα της Νάπολης και της Νότιας Ιταλίας την Il Mattino, η οποία παραμένει και σήμερα στην κυκλοφορία.
Η Ματθίλδη ήταν πολυγραφότατη τόσο ως δημοσιογράφος όσο και ως συγγραφέας, ενώ υπήρξε έξι φορές υποψήφια για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας κατά τη δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να το κερδίσει ποτέ. Το συγγραφικό έργο της περιλαμβάνει κυρίως μυθιστορήματα και διηγήματα, ενώ ήταν επηρεασμένο από τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής της, του Νατουραλισμού και του ιταλικού Verismo. Σε ορισμένα έργα της, όπως στην περίπτωση του Leggende napoletane [Θρύλοι της Νάπολης, από όπου το διήγημα που μεταφράζουμε], είναι σημαντική η επιρροή της ελληνικής μυθολογίας. Η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Μιλάνο το 1881, ενώ αποτελεί έναν ύμνο στην αγαπημένη της πόλη, τη Νάπολη. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στην ελληνική, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ελληνικό ενδιαφέρον λόγω της ίδρυσης της Νάπολης από Έλληνες αποίκους. Από τη συγκεκριμένη συλλογή μεταφράσαμε το πρώτο διήγημα με τίτλο La città dell’amore [Η πόλη της αγάπης], το οποίο αποτελεί έναν ύμνο στην Παρθενόπη, η οποία κατά την παράδοση ίδρυσε την Νεάπολη [Napoli] της Ιταλίας, αλλά ταυτόχρονα και έναν ύμνο στην αγάπη, στη δύναμη της φύσης, στην γυναίκα και μητέρα, σύμβολα αιώνια του μυθικού αρχετύπου της Παρθενόπης.
ΗΛΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΙΔΗΣ
Λείπουν από τα μέρη μας τα μαύρα δάση του Βορρά, τα μαύρα δάση των ελάτων που η θύελλα κάνει τα κλαδιά τους να λυγίζουν σαν χέρια απελπισμένων γιγάντων· λείπει η άσπιλη λευκότητα του χιονιού που η εκτυφλωτική λάμψη του προκαλεί αυτή τη ζάλη της φωτεινότητας· λείπουν τα γυμνά βράχια με τα σκληρά, τραχιά τους χαρακτηριστικά· λείπει η σκοτεινή και μανιασμένη θάλασσα. Στα υγρά από αχλύ λιβάδια μας δεν έρχονται να χορέψουν τα ξωτικά στο μαγικό κύκλο τους· δεν κατεβαίνουν από τους λόφους οι αμαρτωλές, ερωτευμένες με τους ανθρώπους βαλκυρίες· δεν εμφανίζονται στις άκρες των δασών οι πανέμορφες ρουσάλκες· εδώ δεν χτυπούν τα βρεγμένα ρούχα οι δύσμοιρες πλύστρες, πονηρές πλανεύτρες των ταξιδιωτών· τα στοιχειά κέλπιες δεν πηδούν στις πλάτες των περιπλανώμενων καβαλάρηδων.
Εκεί στο Βορρά μια σχεδόν ιδανική, ομιχλώδης, μελαγχολική φύση, που προκαλεί στους ανθρώπους παράξενα παραληρήματα της φαντασίας: εδώ στο Νότο μια φύση πραγματική, ανοιχτή, χωρίς ομίχλες, θερμή, άνυδρη, αιώνια λουσμένη στο φως, αιώνια όμορφη που κάνει τους ανθρώπους να βιώνουν τη χαρά ή τον πόνο της πραγματικότητας. Εκεί ζουν κάνοντας όνειρα, εδώ ζουν σε ένα όνειρο που είναι η ίδια η ζωή. Εκεί πάνω οι μοναχικές και θλιβερές απολαύσεις της φαντασίας δημιουργούν έναν εύθραυστο κόσμο· εδώ η υπέρτατη γιορτή της δημιουργίας του κόσμου. Και οι θρύλοι μας έχουν ένα χαρακτήρα βαθιά ανθρώπινο, βαθιά ευαίσθητο που τους κάνει να υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο. Μόνο που για να εξυψωθούν σε μια ιδανική κατάσταση χρειάζονται μυστικισμό: εκείνο τον μυστικισμό που είναι η τρέλα της ψυχής, μεθυσμένη φόνισσα του σώματος, εκείνου του μυστικισμού που είναι πίστη, σκέψη, αγάπη, τέχνη, στη διάρκεια των αιώνων σε κάθε τόπο. Εκείνου του μυστικισμού που είναι το ύψιστο θεϊκό σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια ύπαρξη απόλυτα ανθρώπινη. Αλλά μετά από αυτό το δράμα, απ’ αυτή την αδυσώπητη νίκη του πνεύματος πάνω στο σώμα, ακολουθεί ένα άλλο δράμα, πιο ανθρώπινο, πιο ισχυρό, όπου η σκέψη και το συναίσθημα δεν νικούν τη ζωή, αλλά διεισδύουν και ενώνονται μαζί της. Όπου ο άνθρωπος δεν σκοτώνει το ένα μέρος του εαυτού του για την εξύψωση του άλλου, αλλά εκεί που όλα είναι ύπαρξη, όλα είναι ανάταση, όλα είναι θρίαμβος: το δράμα του έρωτα. Οι θρύλοι μας είναι η αγάπη. Και η Νάπολη δημιουργήθηκε από αγάπη.
Ο Κίμων αγαπούσε μια νεαρή Ελληνίδα. Πράγματι ήταν πανέμορφη: ήταν η προσωποποίηση της δυνατής και ακμαίας ομορφιάς που είχαν η Ήρα και η Αθηνά, στις οποίες έμοιαζε. Το σαν θεάς μικρό μέτωπο, τα μεγάλα μαύρα μάτια, το φιλήδονο στόμα, η απόλυτη λευκότητα της επιδερμίδας, η εκπληκτική αρμονία της χάρης και της υγείας σε ένα θαυμάσια σχηματισμένο σώμα, η γαλήνη της μορφής, την έκαναν να μοιάζει με θεά. Την έλεγαν Παρθενόπη, που στη γλυκιά ελληνική γλώσσα σημαίνει παρθένος. Απολάμβανε να κάθεται στον πιο ψηλό βράχο, καρφώνοντας το περήφανο βλέμμα της στη θάλασσα, στη γαλάζια απεραντοσύνη του Ιονίου, χαμένη στις σκέψεις της. Δεν την ένοιαζε ο θαλασσινός αέρας που έκανε το πέπλο της να χτυπάει σαν φτερό ενός φοβισμένου πουλιού. Δεν άκουγε την υπόκωφη βοή των κυμάτων που έσκαγαν κάτω από το βράχο, σκάβοντάς τον λίγο λίγο. Η ψυχή άρχιζε να βυθίζεται σε μια σκέψη. Πέρα από εκείνη τη θάλασσα, πολύ μακριά, εκεί που ο ορίζοντας χάνεται, σε άλλες περιοχές, σε άλλες χώρες, στο άγνωστο, το θαυμαστό, το απροσδιόριστο. Σε αυτή τη σκέψη η φαντασία απλωνόταν σε ένα όνειρο χωρίς όρια, η κοπέλα ένιωθε να μεγαλώνει η δύναμη του πνεύματός της και, όταν σηκώθηκε όρθια στα πόδια της, της φαινόταν ότι άγγιζε τον ουρανό με το κεφάλι της και πως μπορούσε να σφίξει ολόκληρο τον κόσμο μέσα στην απέραντη αγκαλιά της. Αλλά αυτά τα όνειρα σύντομα χάθηκαν. Τώρα αγαπά τον Κίμωνα, με τον μοναδικό, δυνατό, θυελλώδη έρωτα του κοριτσιού που μεταμορφώνεται σε γυναίκα.
Μια καλοκαιρινή νύχτα, μια φωτεινή και φεγγαρόλουστη καλοκαιρινή νύχτα, ο Κίμων λέει στην αγαπημένη του:
― Παρθενόπη, θέλεις να με ακολουθήσεις;
― Πάμε, αγάπη μου.
― Ο πατέρας σου εναντιώνεται στο γάμο μας, ω γλυκυτάτη: θέλει τον Εύμαιο για άντρα σου και γιο του. Αγαπάς τον Εύμαιο;
― Εσένα αγαπώ Κίμωνα.
― Δόξα στην Αφροδίτη και σε σένα, την κόρη της! Σκέψου λοιπόν τι σκοτεινός εφιάλτης θα ήταν η ζωή, να μας έχει χωρισμένους, μακριά – και πώς, νέοι ακόμα, θα λαχταρούσαμε τις ζοφερές σκιές της Στύγας. Θέλεις να έρθεις μαζί μου, Παρθενόπη;
― Είμαι σκλάβα σου, αγάπη μου.
― Σκέψου: θα ξεχάσεις το πρόσωπο του πατέρα σου, θα σβηστεί το φιλί των αδελφών σου από το πρόσωπό σου, θα χάσεις τις γλυκές σου φίλες, θα εγκαταλείψεις το σπιτικό σου...
― Να φύγουμε, Κίμωνα.
― Θα φύγουμε γλυκιά μου, θα φύγουμε για ένα μακρύ, οδυνηρό ταξίδι, στην προδότρα θάλασσα, σε έναν άγνωστο δρόμο, σε έναν άγνωρο προορισμό. Θα φύγουμε χωρίς ελπίδα επιστροφής. Θα εμπιστευθούμε τα κύματα, εχθρούς παντοτινούς των εραστών. Θα φύγουμε για να πάμε μακριά, πολύ μακριά, σε αφιλόξενα και άγονα μέρη, όπου ο χειμώνας είναι αιώνιος, όπου ο χλωμός ήλιος καλύπτεται από σύννεφα, όπου ο άνθρωπος δεν αγαπά τον άνθρωπο, όπου δεν υπάρχουν κήποι, δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα, δεν υπάρχουν ναοί…
Αλλά στα μεγάλα μαύρα μάτια της Παρθενόπης φαίνεται η λάμψη μιας ανυπέρβλητης αγάπης και στην γεμάτη αρμονική φωνή της δονείται το πάθος:
― Σ’ αγαπώ, λέει, ας φύγουμε.
Είναι εδώ και χίλια χρόνια που η ανέγγιχτη παραλία τους περιμένει. Χίλια χρόνια τώρα η άνοιξη γεμίζει τους λόφους με τον ανεξάντλητο πλούτο της αναγέννησης της βλάστησης ― και από το βουνό έως τη θάλασσα απλώνεται η απέραντη, εκθαμβωτική, ασύλληπτη πολυτέλεια μιας εκπληκτικής φύσης. Ανθίζουν τα λουλούδια, ευωδιάζουν, μαραίνονται έτσι ώστε κάποια άλλα ομορφότερα να ξεδιπλώσουν τα πέταλά τους πάνω από το έδαφος. Εκατομμύρια μικρές ζωές ανθίζουν και αυτές για να αγαπήσουν, για να πεθάνουν και για να ξαναγεννηθούν.
Εδώ και χίλια χρόνια περιμένει η ερωτευμένη θάλασσα, εδώ και χίλια χρόνια περιμένουν τα ερωτευμένα αστέρια. Όταν οι δυο εραστές καταφθάνουν στη θεϊκή παραλία μια δόνηση χαράς κάνει τη γεννημένη για έρωτα γη να αναριγεί, που χωρίς αγάπη είναι καταδικασμένη να πεθάνει, καμένη και κατεστραμμένη από την επιθυμία της. Η Παρθενόπη και ο Κίμωνας φέρνουν την αγάπη. Αγαπήθηκαν παντού. Αγκαλιασμένοι σφιχτά, έφεραν την αγάπη τους στους λόφους, από το πανέμορφο και αιώνια ανθισμένο Ποτζιορεάλε έως το εκπληκτικό Παυσίλυπο. Έσκυψαν τα πρόσωπά τους στους φλεγόμενους κρατήρες, παρομοιάζοντας το άσβεστο πάθος της φύσης με το πάθος της καρδιάς τους. Χάθηκαν στις σκοτεινές σπηλιές που καθιστούσαν τρομακτική την παραλία του Πλαταμώνα. Περιπλανήθηκαν στις βαθιές κοιλάδες που κατέβαιναν από τους λόφους στη θάλασσα. Διέσχισαν την επιμήκη ακρογιαλιά, την λεπτή ζώνη που χωρίζει τη θάλασσα από τη στεριά. Αγαπήθηκαν παντού. Τις έναστρες νύχτες του καλοκαιριού, η Παρθενόπη ξάπλωνε στην παραλία κοιτάζοντας τον ουρανό, χαϊδεύοντας με το χέρι της τα μαλλιά του Κίμωνα που βρισκόταν στο πλάι της. Στα φωτεινά ανοιξιάτικα πρωινά μάζευαν στον εκπληκτικό κήπο τους λουλούδια και φιλιά, φιλιά και λουλούδια ατελείωτα. Στα πορφυρά ηλιοβασιλέματα του φθινοπώρου, την εποχή που η φύση φθίνει, ένιωθαν την αγάπη τους να μεγαλώνει περισσότερο. Στις σύντομες και όμορφες χειμωνιάτικες μέρες χαμογελούσαν χωρίς λύπη παρά το ότι λαχταρούσαν τη νέα άνοιξη. Το αιωvόβιο δέντρο δάνεισε την ευεργετική σκιά του σε πολλές γενιές νέων. Το τραχύ και καφέ έδαφος των Φλεγρέων πεδίων δεν πλήγωσε τα απαλά πόδια της Παρθενόπης. Η θάλασσα έγινε φιλική και τους τραγούδησε το τραγουδάκι της αγάπης, η πιστή φύση δεν τους επιφύλαξε άσχημες εκπλήξεις, στον γαλάζιο ορίζοντα ξεχώριζε η πανέμορφη θωριά της κοπέλας και η δυναμική μορφή του νεαρού. Όταν έσκυψαν και φίλησαν την ευλογημένη γη, όταν ύψωσαν το βλέμμα στον ουρανό, ένιωσαν ένα σκίρτημα καθώς γεννήθηκε και επιβεβαιώθηκε ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση η βαθιά, η ανίκητη αγάπη που τους ενώνει. Η Νάπολη, η πόλη της νεότητας, περίμενε την Παρθενόπη και τον Κίμωνα· πλούσια μα μοναχική, πλούσια μα θνητή, πλούσια μα δίχως συγκινήσεις. Η Παρθενόπη και ο Κίμωνας δημιούργησαν την αθάνατη Νάπολη.
Αλλά το πεπρωμένο δεν είχε εκπληρωθεί ακόμη. Η αγάπη της Παρθενόπης έχει πιο υψηλό σκοπό. Ιδού: κατέφθασαν από την Ελλάδα για χάρη της, ο πατέρας, οι αδελφές και φίλοι και συγγενείς για να την βρουν. Ιδού: είναι πραγματικά μυστήριο που διαδόθηκε ως την μακρινή Αίγυπτο, ως την Φοινίκη, το νέο γι’αυτόν τον ευτυχισμένο τόπο, όπου η ζωή κυλά μακάρια με γιορτές φρούτων και λουλουδιών μέσα στην ευωδιαστή γλυκύτητα του αέρα. Με επισφαλή σκαριά συρρέουν ολόκληρες αποικίες μακρινών λαών που κουβαλούν μαζί τους τα παιδιά τους, τις εικόνες των θεών, τα υπάρχοντά, τα κοινά αγαθά. Δίπλα στην καλύβα του βοσκού βρίσκεται αυτή του ψαρά. Η πρώιμη και πρωτόγονη τέχνη της γεωργίας, οι χειρωνακτικές βιοτεχνίες αμέσως μόλις γεννιούνται κάνουν με θέρμη το έργο τους. Πρώτα χτίστηκε το χωριό σ’ένα ύψωμα και σιγά σιγά επεκτάθηκε στην πεδιάδα· μια άλλη αποικία πηγαίνει σε έναν άλλο λόφο και το δεύτερο χωριό ενώνεται με το πρώτο· χαράχθηκαν οι δρόμοι, κατασκευάστηκαν τα τείχη με τη συνδρομή όλων και σιγά σιγά περιέκλεισαν μια ολόκληρη πόλη.
Όλα αυτά τα έκανε η Παρθενόπη. Αυτή θέλησε την πόλη. Όχι πια κορίτσι, μα τώρα ολόκληρη γυναίκα και τέλεια μητέρα: από το εύρωστο στήθος της δώδεκα παιδιά είδαν το φως της ζωής, χάρη στη δυνατή καρδιά της έδωσε συμβουλές, καθοδήγηση και εμψύχωση. Αυτή είναι η κατεξοχήν γυναίκα, η μητέρα του λαού, η ανθρώπινη και φιλεύσπλαχνη βασίλισσα, σ’αυτή προσφεύγει όλη η πόλη που από αυτή πήρε το όνομα της· από αυτήν προέρχονται οι νόμοι, από αυτήν τα έθιμα, από αυτήν το αέναο παράδειγμα πίστης και ευσπλαχνίας. Δύο ναοί αφιερώθηκαν στις θεές Δήμητρα και Αφροδίτη επικαλούμενες ως προστάτιδες της πόλης. Εκεί προσεύχονται, εκεί, ανάμεσα από τους κίονες, ανεβαίνει προς τον ουρανό ο καπνός του λιβανιού. Μια βαθιά και διαρκής γαλήνη επικρατεί στο λαό στον οποίο βασιλεύει η Παρθενόπη· και η κοπιαστική εργασία του ανθρώπου δεν είναι παρά μια ελαφριά ώθηση προς την γενναιόδωρη φύση.
Ο ομορφότερος από τους πολιτισμούς, εκείνος του ερωτευμένου πνεύματος· το μεγαλύτερο από τα συναισθήματα, εκείνο της τέχνης· η σύνθεση της φυσικής με την ηθική αρμονία, η αποτελεσματική, η θερμή, η παντοδύναμη αγάπη είναι το ζωογόνο περιβάλλον της νέας πόλης. Όταν η Παρθενόπη πήγε να καθίσει στον βράχο του όρους Έκια, όταν κάρφωσε το βλέμμα στο Τυρρηνικό πέλαγος, πιο αξιόπιστο από το Ιόνιο, η ψυχή της απορροφήθηκε από μια σκέψη. Η άγνωστη περιοχή εποικίστηκε, και ιδού το θαυμαστό, το απροσδιόριστο δημιουργήθηκε, είναι αληθινό, είναι δικό της έργο. Και ενώ η φαντασία απλώνεται, απλώνεται σε ένα όνειρο χωρίς σύνορα, η Παρθενόπη νοιώθει το πνεύμα της να γιγαντώνεται και ανασηκωμένη όρθια της φαίνεται ότι αγγίζει τον ουρανό με το κεφάλι και ότι κρατά σφιχτά τον κόσμο σε μια απέραντη αγκαλιά.
Αν ρωτήσετε έναν ιστορικό, καλοί και αγαπητοί μου αναγνώστες, θα σας απαντήσει ότι ο τάφος της όμορφης Παρθενόπης βρίσκεται πάνω στο λόφο του Σαν Τζιοβάνι Ματζιόρε, όπου τότε χάιδευε η θάλασσα τους πρόποδες του λοφίσκου. Κάποιος άλλος θα σας πει ότι ο τάφος της Παρθενόπης βρίσκεται στο ύψωμα του Σαντ’ Ανιέλο, προς την εξοχή, κάτω από το Καποντιμόντε. Λοιπόν, εγώ σας λέω ότι δεν είναι αλήθεια. Η Παρθενόπη δεν έχει τάφο, η Παρθενόπη δεν πέθανε. Ζει, υπέροχη, νέα και όμορφη, εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια. Τρέχει ακόμα στους λόφους, περιπλανιέται στην ακτή, ατενίζει το ηφαίστειο, χάνεται στις κοιλάδες. Αυτή είναι που κάνει την πόλη μας να μεθάει από φως και να τρελαίνεται από τα χρώματα· αυτή είναι που κάνει τα αστέρια να λάμπουν τις γαλήνιες νύχτες· αυτή είναι που κάνει το άρωμα της πορτοκαλιάς ακαταμάχητο· αυτή είναι που κάνει τη θάλασσα να λαμπυρίζει. Όταν τις μέρες του Απρίλη μια ζεστή αύρα μας κατακλύζει με ευδαιμονία είναι η δική της απαλή ανάσα. Όταν στα μακρινά καταπράσινα δάση του Καποντιμόντε βλέπουμε να εμφανίζεται μια λευκή σκιά ενωμένη με μια άλλη, είναι αυτή με τον αγαπημένο της· όταν ακούμε στον αέρα έναν ήχο από λόγια αγάπης, είναι η φωνή της που τα προφέρει· όταν ένας απροσδιόριστος, χαμηλός ήχος φιλιών μας κάνει να αναρριγούμε, είναι τα δικά της φιλιά· όταν ακούμε ένα θρόισμα ρούχων, είναι το δικό της πέπλο που σέρνεται στο έδαφος, είναι η δική της ανάλαφρη περπατησιά. Όταν από μακριά εμείς οι ίδιοι νοιώθουμε να καιγόμαστε στις φλόγες μιας τρομακτικής έκρηξης, είναι η δική της φωτιά που μας καίει. Αυτή είναι που κάνει την πόλη να τρελαίνεται· αυτή είναι που την κάνει να λιώνει και να αρρωσταίνει από αγάπη· αυτή είναι που την κάνει να φλέγεται από πάθος τις καυτές μέρες του Αυγούστου. Η Παρθενόπη, η παρθένα, η γυναίκα, δεν πεθαίνει, δεν έχει τάφο, είναι αθάνατη, είναι η αγάπη. Η Νάπολη είναι η πόλη της αγάπης.