Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/metafrash/elegheia-ghia-tois-ntopiois-froiroys
Η Natasha Trethewey διατέλεσε «τιμημένη ποιήτρια των Ηνωμένων Πολιτειών» (Poet Laureate of U.S.) από το 2012 έως το 2014. Η συλλογή της Native Guard κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ ποίησης το 2007. Τα έργα της διασταυρώνουν μια πλούσια τομή μεταξύ του ιστορικού και του αυτοβιογραφικού. Σε ποιήματα κομψά, ελεγχόμενα και που συχνά βασίζονται σε παραδοσιακές φόρμες, η Τρέθιουεϊ καταπιάνεται με τις δυαδικότητες και τις αντιθέσεις που καθορίζουν την προσωπική της ιστορία: Μαύροι και λευκοί, ντόπιοι και ξένοι, αγρότες και αστοί, τιμημένοι και λησμονημένοι.
Ελεγεία για τους ντόπιους φρουρούς
Φεύγουμε απ’ το Γκόλφπορτ το μεσημέρι∙ γλάροι πάν’ απ’ το κεφάλι μας
ακολουθούν το πλοίο –σαν κορδέλες με θορυβώδεις φανφάρες–
σ’ όλη τη διαδρομή προς το Νησί Σιπ. Βλέπουμε
πρώτα το φρούριο, τη στέγη του από γρασίδι, ένα ύψωμα–
μια μισοχαμένη θύμηση των ανδρών που υπηρέτησαν εκεί–
ένα φθαρμένο μνημείο για μερικούς από τους νεκρούς.
Ακολουθούμε μέσα τον δασοφύλακα, βιαστικά
αν και είμαστε για να φτάσουμε την παραλία. Μας μιλά
για τάφους που χάθηκαν στον Κόλπο, για το νησί που κόπηκε
στα δύο όταν χτύπησε ο τυφώνας Καμίλ
μας δείχνει τα καμαρίνια, τα κανόνια, το κατάστημα που πουλάει
αναμνηστικά, σημάδια της ιστορίας που έχουν θαφτεί εδώ και καιρό.
Οι Κόρες της Συνομοσπονδίας
έχουν τοποθετήσει μια πλάκα εδώ, στην είσοδο του οχυρού–
το όνομα κάθε στρατιώτη της Συνομοσπονδίας υψωμένο γερά
σε μπρούντζο. Δεν υπάρχουν ονόματα σκαλισμένα
για τους ντόπιους φρουρούς–
2ο Σύνταγμα, άνδρες της Ένωσης, μαύρη φάλαγγα.
Ποιο είναι το μνημείο κληρονομιάς τους;
Όλες οι ταφόπλακες, όλες οι χοντροπελεκημένες ταφόπλακες–
χάθηκαν απ’ το νερό. Τώρα ψάρια γλιστρούν στα οστά τους
και εμείς ακούμε τι θα πει το κύμα.
Μόνο το οχυρό έχει απομείνει, κοντά στα σαράντα πόδια ύψος
στρογγυλό, ημιτελές, μισάνοιχτο στον ουρανό
τα στοιχεία –άνεμος, βροχή– το επίμονο, άγρυπνο μάτι του Θεού.
Περιστροφή
Σαν το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα, ο πατέρας μου –
ένα σώμα μακρινό, λευκό και φωτεινό.
Πόσο μικρή ήμουν τότε,
κοιτάζοντας ψηλά σαν από σκοτεινή γη.
Μακρινό, το σώμα του λευκό και φωτεινό
ο πατέρας μου στεκόταν στην εξώπορτα.
Κοιτούσα ψηλά σαν να ήμουν από σκοτεινή γη,
τον είδα να ξεχωρίζει μέσα σε μια αχτίδα φωτός.
Ο πατέρας μου στεκόταν στην εξώπορτα
σαν να με πρόσεχε καθώς ονειρευόμουν.
Όταν τον είδα να ξεχωρίζει – σε μια αχτίδα φωτός –
είχε ήδη εξασθενίσει, γυρνώντας να φύγει.
Κάποτε, με πρόσεχε καθώς ονειρευόμουν.
Πόσο μικρή ήμουν. Τότε,
είχε ήδη αρχίσει να σβήνει, να φεύγει
όπως το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα – ο πατέρας μου.