Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/klimakes/epta-ideologhika-poiimata
Ο άνθρωπος που ξέσχισε τις ειδήσεις
Παρασκευή 21.04.1967
Στον Μίμη Μαρωνίτη
Τον ήξερα απ’ τα βιβλία
Είχε το φόβο της ελευθερίας
Τον τυραννούσανε τα άσπρα γάντια
Κι έστηνε ανεμόσκαλα
Να σκαρφαλώσει σ’ άλλη κυριολεξία
Κείνη του δεκανέα στο Στρατό
Έμοιαζε ίδια – τώρα δα
Με τις φυλλάδες – τούτες ’δω
Που κροταλίζανε επίταξη
Τον πέτυχα στη Διαγώνιο
Κάτω απ’ τις ερπύστριες της Ιστορίας
Μουγκρίζοντας ξέσχιζε τις ειδήσεις
Αυτές σκορπίσανε στο κράσπεδο
Μωσαϊκό αμφίσημης συνέχειας
Κάποιες τις άρπαξε αγέρας
Τις ξέσυρε ως τον Καρακοβά ντερέ
Στις εκβολές των ποταμών
Που κάποτε τους λέγαμε Αιγός
Αλκιβιάδη
Τώρα κυβερνούν αυτοί
Εσύ είσαι εξόριστος
Έχεις ήδη εγκλεισθεί
Με σαφήνεια.
Οδός Βαλαωρίτου Θεσσαλονίκης
Του Δίπλα
που κρεμάστηκε με τη ζώνη του.
Να ματαιώσετε αμέσως την εκδήλωση
Ορίστε κι ο καφές σας
Για ’μας εδώ προς το παρόν
Είσαστε άσπιλοι κι αμόλυντοι
Λοιπόν προσέξτε και
Έδειξε τους φακέλους
Ήπια πικρή γουλιά
Πρέπει να συμμορφωθείτε
Με το που το ’πε
Γυρίζω το φλιτζάνι πάνω
Στους χαρακτηρισμούς
Πίσω τους φάνταζε μεγαλοπρεπής
Σαν τον επιλοχία στο στρατό
Σε λυπάμαι σκέφθηκα
Ή μάλλον σε σιχαίνομαι
Ωστόσο μια γυναίκα
Του πέφτει κι αυτουνού
Φαντάζομαι καμιά φορά
Του γλείφει και τ’ αρχίδια.
Οι δηλωσίες
Τώρα που τα ρολόγια δείχνουν
Πέντε και σαράντα πέντε
Αλλά η ώρα είναι έξη παρά τέταρτο
Ο Πατέρας πλύθηκε ξυρίστηκε
Έβαλε 4711 και μπριγιαντίνη με φιλέ
Τον βλέπω μέσα στον υδράργυρο
Είναι κομμένος σκέπτομαι
Και είμαι στο Ντεπό
Στης θείας της Σμαρώς
Έβαλε τον καφέ στο μπρίκι
Και δένει τη γραβάτα
Έτοιμος
Να βράσει το αυγό στον Άη ’Στράτη
Μετά θ’ αρχίσει
Να βάζει τις υπογραφές
Στη δήλωση και στ’ άλλα έγγραφα
Καταπώς ένας Διευθυντής
Που σέβεται τον εαυτό του
Φωλιάζουν χρόνια στη ντουλάπα
Φίδια με χρώματα ωραία
Οι γυναίκες τα βλέπουν’ σαν γραβάτες
Και απορούν γιατί δεν τις φορώ.
Δίκορφο
Με βρίσκουνε παντού
Μέσα στον ύπνο
Ακόμα κι όταν με ξεπλένει το νερό
Παραβιάζουν τάχα συναδερφικά
Πόρτες και αριθμούς
Πιο πεινασμένοι απ’ το δικό μου το μυαλό
Προχθές εισέβαλε ο Λάζαρος
Σαβανωμένος με ψευδαισθήσεις
Με πέτυχε γυμνό και ιδρωμένο
Κι όλο ρωτούσε επίμονα και δύσπιστα
Για τα χαμένα ένσημα
Για την αντίσταση
Και για την προδοσία
Αποζητάω τους δικούς μου
Μια θέση μες στο καταφύγιο
Όπως παλιά που πέφτανε οι βόμβες
Φτιάχνω και τη βαλίτσα μου
Για το βουνό
Ψηλά στα 1453
Δροσιά μέσα στον Μάιο
Εγγεγραμμένοι 29
Αυτοί ’ναι όλοι κι όλοι
Γέροι και έτοιμοι
Δεν ψηφίζουν
Δεν κάνουν δήλωση
Δεν οδηγούνε πια
Καρναβάλι του ’90
Εγώ δεν άλλαξα
Φορούσα πάντα ’κείνο το ναυτικό
Το κοστουμάκι με τα χρυσά κουμπιά
Και χάζευα τους άλλους
Να ταξιδεύουν στην πλατεία
Αυτοί που με παρέσυραν
Ήσανε πιο μεγάλοι
Μου ξύρισαν τα γένια και τις γάμπες
Με βάψανε προκλητικά
Μου φόρεσαν ζαρτιέρες και ποστίς
Έτσι με βρήκε
Ο υπομοίραρχος των παιδικών μου χρόνων
Φορούσε κράνος πάνω σε μοτοσικλέτα
Δε ζήτησε ταυτότητα – χαμογελούσε αινιγματικά
Οι προβολείς φώτιζαν τώρα μακριά
Κάπου στη Ρουμανία
Πλησίασε χωρίς να με χτυπήσει
Πέρασε τρυφερά το γάντι με το χέρι
Γύρω από τη μέση μου και έψαχνε το στόμα
Μέσα στο μισοσκόταδο και τις αναλαμπές
Ψεύτικα δόντια τα χρυσά
Και το βαρύ το χνώτο του
Μύριζε θαρρείς το αίμα του Πατέρα
Γυμνοί τραύλιζε λαχανιασμένος
Γυμνοί και ενωμένοι
Όλη η χώρα ενωμένη
Μες στο σκοτάδι
Με τις σερπαντίνες
Η δική μου Αγάπη
Ντύνεται από παλιά Βασίλισσα
Την επιβαίνει άλλος άνδρας.
Διάπορος
Μνήμη του φίλου Çan Yücel
Όλο και πιο αργά το πλοίο
Σχίζει τούτη τη θάλασσα
Πηχτή σα γάζα στην πληγή
Η Πόλη γύρω μας
Ανάβει κιλοβάτ για μια ακόμα Νύχτα
Σπαραχτικά μας οδηγούνε ξένοι πλοηγοί
Να βγούμε έξω απ’ τα στενά
Πατέρα φύγε απ’ τη γέφυρα
Γκρίζα ομίχλη ’τύλιξε το Γαλατά
Έλα κοντά μου και
Να σκέπτεσαι ευχάριστα
Ξάστερο, Μπαλιουκλή
Και Σκούταρη
Κι εγώ στους ανθισμένους κήπους του
Με το ποδήλατο που μ’ έδωσε η Ζωή
Δες με ισορροπώ ακόμα και τα καταφέρνω
Μας φωτογράφιζαν – θυμάσαι
Κρύβοντας από τότε το κεφάλι τους
Μέσα στις μαύρες τις κουκούλες
Εσένα στα ντουζένια σου
Κι εμένα το ζουζούνι σου
Κατρακυλάμε στεφανωμένοι χαμομήλια
Ματωμένες παπαρούνες
29 του Μάη στα 3541
Μόνο οι γλάροι πετούν’ πιο χαμηλά
Από τους φόβους μου
Ας κατεβούμε τώρα
Δε θέλω όταν κλαίμε
Να μας βλέπει ο Τούρκος.
Ταυτότητα
Της γιαγιάς
Πες μου το όνομα
Ποιά είσαι
Δε θυμάμαι πια
Ιφιγένεια
Λέγαν Εκείνη
Πέθανε τυφλή στον πόλεμο
Δε θέλησε να δει τους νικητές.