Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/poiisi-kai-pezografia/to-nero
Τη Δευτέρα το πρωί πέθανε ο πατέρας. Είναι βράδυ Πέμπτης, πια. Είναι που εγώ γράφω. Κυλάω βαριές, νεκρές λέξεις από το στόμα μου που πέφτουν στη χαράδρα του τετραδίου και ξαναγίνονται θνητές. Περίεργο. Θάνατος, ανάσα, κι ανάμεσά τους η γραφή.
Τη Δευτέρα το πρωί πέθανε ο πατέρας. Δεν ήταν καλός άνθρωπος. Δε με ήθελε πολύ. Κι όμως πέθανε. Πριν ένα μήνα, κατέβηκε από το άρμα του για να φιλονικήσει με το κενό. Θα περάσω πρώτος, είπε, και βούτηξε ανάμεσα στον συρμό και την αποβάθρα. Πάντα έτσι ήταν. Κι αντί να επωφεληθεί των αισθητικών προνομίων μιας μεταλλικής φλόγας, αντί ν’ αποδημήσει εις Κύριον καλλιτεχνικά, αυτός πήγε κι έζησε. Ο βλάκας. Ένα μήνα πεταμένος σαν αναποδογυρισμένος τζίτζικας σ' ένα παλιό κρεβάτι. Χέστα.
Ο πατέρας δε με ήθελε πολύ. Είχε τη ζωή του. Είχε περάσει δύσκολα. Ορφανός, πείνα, Κόμμα, Ανάφη να κοπανάει τη δήλωση μετάνοιας πάνω στον βράχο κι αυτή να μη σπάει. Τώρα παρελθόν χωλό. Που έσυρε η νύχτα μες στη λήθη. Τώρα είχε δουλειές. Το καλύτερο παντοπωλείο της γειτονιάς. Στεκόταν αγέρωχος πίσω από το ταμείο και πρόσταζε. Κατάπινε αντί για ήττες φασκιωμένες μαργαρίνες. Τώρα βασιλιάς. Άρχοντας. Θάνης, Κάουντορ, Γκλάμις. Με τις καλημέρες και τις καληνύχτες. Με τα δανεικά που μοίραζε δεξιά και αριστερά. Και τις γκόμενες που φτερούγιζαν σαν νυχτοπεταλούδες κάτω απ’ τη βαριά λάμπα του μαγαζιού. Στο μαγαζί είχαμε σοκολάτες. Είχαμε και τσιγάρα και εφημερίδες και περιοδικά και τηλεκάρτες και καραμέλες και μακαρόνια και γαριδάκια και καπότες και αλεύρια και τσίχλες και ζαχαρωτά και άζαξ που μας έκανε αόρατους απ’ τον έξω κόσμο και κονσέρβες και χαρτιά. Τα πάντα.
Εγώ ήθελα. Ήθελα τα πάντα. Αλλά ούτε καν τη μάνα δε μου έδινε για λίγο.
Εμένα με μεγάλωσε μια θεία. Παιδιά δεν είχε αυτή. Οι άλλοι όλη μέρα μες στα ράφια. Εγώ μες στο κελί της. Ανύπαντρη ήταν, σαραντάρα βασίλισσα της πίκρας και στρίγκλα ως τα μπούνια. Έμενε στο ισόγειο μιας κληρονομημένης τριώροφης κι αρνιότανε πεισματικά να ψοφήσει. Ολημερίς βρομούσε πρωινή εκκλησία και επίμονο όσπριο κατσαρόλας, απ’ αυτά που όταν τα τρως συστηματικά, μία φορά την εβδομάδα, για χρόνια, γίνονται κολόνιες. Τις μονές ημέρες έβριζε τον πατέρα μου και τις ζυγές του ζήταγε λεφτά. Είχε μέθοδο. Αγαπούσε την οδύνη. Αυτήν και τις κορινθιακές σταφίδες. Όταν μου μιλούσε, στα δόντια της μαύρα σιδεράκια. Αίματα. Βρικόλακες.
Έμενα συνήθως μαζί της, στο ισόγειο. Οι γονείς μου στο τρίτο. Οι γονείς στο τρίτο.
Μια μέρα, Αποκριές ήτανε, ντύθηκαν μασκαράδες και κατέβηκαν κάτω. Για να μας τρομάξουν. Γελούσαν και ήταν αισχροί. Μικρό παιδί ήμουν, δεν τους γνώρισα. Φοβήθηκα. Μικρό παιδί ήμουν. Άρπαξα το βάζο και το ‘φερα στο κεφάλι του πατέρα. Βρομιάρη, παλιοβρομιάρη, τώρα θα σου δείξω εγώ, και με πέταξε στις σκάλες. Ακόμα με πονά το πόδι σαν αλλάζει ο καιρός. Αλλά πιο πολύ, με σκίζει το βλέμμα της μάνας μου. Αυτό που μια φορά θα σε κοιτάξει και θα σε πετρώσει και θα σε διώξει για πάντα από τη Χώρα που λέγεται γιος.
Εγώ ήμουνα καλό παιδί. Σκέτο. Χωρίς το γιος. Λίγο ατίθασο, αλλά καλό. Σεβόμουν τον πατέρα μου τιμούσα τη μητέρα μου, πήδηξα δυο φορές τη θεία μου. Να βγει η υποχρέωση. Δεν απαντούσα σε προσβολές ούτε και έδινα σημασία στα λόγια του κόσμου. Κρατούσα ημερολόγιο. Αυτο-μαθήματα δημιουργικής σωτηρίας. Φρόντιζα να μην προκαλώ. Έκανα ό,τι μου λέγανε. Δεν έφερνα αντίρρηση. Φερόμουνα με μέτρο. Δε μίλαγα πολύ. Για να μην πληγώσω και να μην πληγωθώ. Κι όταν θύμωνα, έπνιγα τον θυμό μου λύνοντας αινίγματα. Πώς αλλιώς; Μεγάλωσα σκοτώνοντας τέρατα.
Με τα χρόνια ανέλαβα το μαγαζί. Κυβέρνησα δίκαια και συνετά: ξοφλημένοι λογαριασμοί, στοκ που έφευγε γρήγορα, βερεσέδες με μέτρο, φιλικές σχέσεις με τους πελάτες. Τις περισσότερες μέρες με βοήθαγε και η μάνα. Ήδη ο πατέρας μου είχε αρχίσει να πίνει πολύ, να ξεφεύγει. Είχε μάλλον συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει πάνω στη γη ένα σύστημα που μοιάζει με Θεό αλλά σ’ αντίθεση μ’ αυτόν, και ως προς έκπληξη ημών, είναι αδύνατο να υποφέρεις αν είσαι τρελός (έχει, ίσως, πολλά γέλια, περισσότερα απ’ τα κανονικά, και πολλές φτερούγες που δεν πειθαρχούν σε μια σειρά) και βασιλιάς (και πολλές εντολές, επιθυμίες-εντολές που αλληλοαναιρούνται). Τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά του Ζερικό η τέχνη, εκείνος ο πίνακας με τον τρελό που ονειρεύεται στρατιωτικά μεγαλεία. Ο βλάκας. Καμιά φορά, ούτε που μας γνώριζε μες στο μεθύσι του. Και οι δύο αποφεύγαμε να μιλάμε γι’ αυτό. Αρνιόμασταν ακόμα και εκείνο το εσύ τον αρρώστησες που έσπρωχνε στα σπλάχνα μας να βγει. Εξάλλου, σπάνια κοίταζα τη μάνα στα μάτια. Δείλιαζα. Ήμουν παντρεμένος. Δύο γιοι που φιλονικούσαν για το ίδιο βασίλειο και δύο κόρες.
Έπειτα οι γιατροί. Για το χάλι του πατέρα. Οι Πυθίες και οι χρησμοί. Θα ζήσει δε θα ζήσει αν ζήσει μπορεί να ζήσει. Φυλλομετρούσαμε τις αξονικές. Τις βάζαμε σε χρονολογική σειρά, σαν παιδικές φωτογραφίες. Βλέπαμε τα σωληνάκια των ορών να τεντώνονται και ν’ ανεμίζουν σαν χαρταετοί, τις νοσοκόμες να κάνουν σχοινάκι. Το πολύ λευκό, μια μέρα, μας τύφλωσε. Κόψαμε τις σοκολάτες ― μπας κι έφταιγε το ζάχαρο. Περιμέναμε. Κόσμος ερχότανε και μετά έφευγε πάλι. Στο διπλανό κρεβάτι ένα τζάνκι βύζαινε σε δόσεις κουλουριασμένο στο πλευρό του δικού του πατέρα τα τελευταία αποθέματα τεστοστερόνης. Συγχωριόταν για τα οιδιπόδειά του. Έβγαινα έξω. Έκλαιγα και γι’ αυτόν.
Σφίγγες νοσοκομείων τσιμπολογούσαν τις μαραμένες πόλεις των ανθρώπων. Δεν είχε άλλο.
Θυμάμαι τη μέρα που η γυναίκα μου μας είπε ότι ο πατέρας έπεσε στο κενό. Ήμασταν στο μαγαζί και τοποθετούσαμε εμπόρευμα στα ράφια. Η γυναίκα μου ξένη. Θυμάμαι που έδιωξα του πελάτες. Μάσησα φύλλα δάφνης. Θυμάμαι μια Ερινύα να χτενίζει αδιάφορη τα μαλλιά της με καπνιστή ρέγκα. Θυμάμαι τη μάνα μου που δάγκωσε τον αντίχειρά της για να μη φωνάξει. Θυμάμαι το αλεύρι να πέφτει απ’ τα χέρια της και να ποτίζει το μαρμάρινο δάπεδο με χιόνι. Καμία σπονδή όμως, κανένας κύκλος. Κανείς νεκρός δε φάνηκε για να κορέσει τη δίψα του. Η νύχτα, έπειτα, μας σκούπισε απ’ τη σκόνη.
Τι άλλο;
Δευτέρα πρωί πέθανε ο πατέρας. Ήρεμος, στο σπίτι. Καλός. Τον τελευταίο καιρό του έκοψα επίτηδες τα φάρμακα ―πως πεθαίνεις τους ήδη πεθαμένους;― Δεν είχε νόημα. Σήμερα το πρωί, λίγο πριν την κηδεία, πλησίασα το φέρετρο. Ένα καλοκαίρι περνούσε εκείνη τη στιγμή από πάνω του. Χάιδεψα απαλά το πρόσωπό του. Τον έστειλα στη σκιά. Είχε σταματήσει πια το τερέτισμα. Τώρα κρύο.
Τώρα είναι βράδυ Πέμπτης, πια. Είναι που εγώ πια γράφω σαν να θάβω. Χωμάτινοι σβόλοι λερώνουν τις φούχτες μου με λέξεις. Περίεργο. Γράφω χωρίς να ξέρω τι γράφω ή γιατί γράφω ή για ποιον γράφω και όπου γράφω πάει να πει κάτι άψυχο πασχίζω να γίνει ζωντανό. Μπαμπά; Γράφω για τον πατέρα, τη μητέρα, τον γιο και τη βαμπιριασμένη θεία τροφό. Για μια πανάρχαια νόσο σ’ ένα διαχρονικό βασίλειο, για ένα Κακό και μια ανθρώπινη κηδεία. Μπαμπά; Το πρωί, μετά την κηδεία, γύρισα σπίτι και μπήκα κάτω απ’ το ντους. Βρομούσα ολόκληρος. Βρομούσε το στόμα μου και οι μασχάλες μου και τα αρχίδια μου και τα πόδια μου και ο λαιμός μου. Ολόκληρος βρομούσα. Άνοιξα το νερό και πλύθηκα για ώρα. Τα μάτια κόκκινα, θολά. Μπαμπά; Μια φωνή. Είσαι καλά; Η κόρη μου ήτανε. Η καλή.
Η Αντιγόνη.