Χάρτης 80 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-80/klimakes/vrakhos-sidero-thalassa
Α
Βράχος, σίδερο, δέντρο, θάλασσα, diesel service, προς Σπάτα, police, γέφυρα, είσοδος, μια νταλίκα δίπλα σου, ο οδηγός καταβροχθίζει μια τυρόπιτα, γλάροι, γκαζάδικο για επισκευή, καπνοδόχος, τσιμέντα, θάλασσα λεία σαν πίστα στριπτιζάδικου, ΕΚΟ, καφές-σάντουιτς-σουβλάκι, Aegean, οροσειρά που τη χτυπά καινούργιος ήλιος, γεφυροπλάστιγγα, cosmote, τροχόσπιτα, είδη κήπου, Κρίθαρης, Αφοί Καπετανίδη, ανυψωτικά, Αλαφογιάννης, Χαλυβουργική, Περδικάρης, φρένο απότομο και ισιώνει το σακάκι του, Shell, βγάζει απ’ τη τσάντα μια μπανάνα και την ξεφλουδίζει, κοιτάζει την κοπέλα μπροστά του, βλέμμα να εκραγεί και λίγο χνούδι στο απάνω χείλος της, το τζιν και τα μποτάκια τον βάζουν σε σκέψεις, ένα κομμάτι του μυαλού του είναι εκεί, το άλλο κοιτά στο δρόμο, την εναλλαγή, αδύνατον να αλλάξει κανάλι, άλλος κινεί τα νήματα, κλείνει τα βλέφαρα κι αφήνεται στον άλλον, καλό να μην έχεις έγνοια, έτσι δεν ήταν πάντα;
Η Μαριλένα τον κρατούσε στην αγκαλιά της και του χάιδευε τα μάτια ―μια πλαγιά απέναντι, κι η θάλασσα, σαν κήπος που ξεχορτάριασες μονάχος σου― η γλώσσα της κατεβαίνει στη βάση του αυτιού του, αφήνει το σάλιο της εκεί να τον ζεσταίνει ―ένας ανεμόμυλος― το δεξί της χέρι τον κρατά σφιχτά πάνω απ’ το παντελόνι, η Τρέμη κοιτά τον Πρετεντέρη σαν να ‘χε μόλις φέρει τους καφέδες και περιμένει πουρμπουάρ, το κρεβάτι τών από πάνω τρίζει, οι δουλειές, η εφορία, το χέρι της κινείται ―ήλιος ανεβαίνει κι οι βράχοι έξω κοκκινίζουν― σηκώνει το φουστάκι της και κάθεται ―γαλάζιος ουρανός απέραντης τρυφερότητας― είναι βαθιά μέσα της και ανασαίνει τον κόσμο σαν κεραία, όλα τα σήματα τον ακουμπούν από παντού ―ΑΚΤΩΡ― και το υγρό της βλέμμα χύνεται στον κόσμο του-σήραγγα, και ο κόσμος όλο και βαθαίνει.
Ο Αναστάσης ήταν καλό ανθρωπάκι, σκέφτηκε.
―Ξέρετε μήπως τι ώρα φτάνουμε;
Κατέβασε τα γυαλιά, να κερδίσει χρόνο. Έγειρε προς το μέρος της. Επίθεση από άρωμα πλούσιου κόρφου τον ακινητοποιεί. Μια ίλη αμαζόνες τον βρίσκει γυμνό στο ποτάμι. Κλείνει τα μάτια και τινάζει τα ρουθούνια του, θηλαστικό μέσα στο σπήλαιο της Αλταμίρα. Τα ξανανοίγει και βυθίζεται στην αριστερή της κόρη. Γαλήνιος δακτύλιος την αγκαλιάζει -τι να γνωρίζουν και οι κόρες! σκέφτηκε-, το βλέμμα του τρίβεται στους μηρούς της ξεδιάντροπα. Ούτε που το κατάλαβε. Το ανασηκώνει και βουτά στις καστανές της μπούκλες σαν κολυμβητής.
―Στις εντεκάμιση. Νομίζω ...
Η φωνή του επιβραδύνει ανάμεσα στις συλλαβές. Αν ήταν όλος κι όλος αυτός ο χρόνος που του δόθηκε, τουλάχιστον ας προλάβαινε να τον γνωρίσει. Όχι μονάχα την εικόνα του, την ιστορία του, το αρσενικό που έσερνε πίσω του σαν αχθοφόρος, τον λίγο λυρισμό και τη μικρή σοφία του που εξαργύρωνε δραχμή-δραχμή μην πάει τίποτα χαμένο, το οργωμένο οικόπεδο της φαντασίας, και κάποια ακόμα λίγα δυσανάγνωστα, αυτά κυρίως. Εκείνος, με την τόση μοναξιά μέσα στο σώμα του, ήξερε ήδη.
―Ευχαριστώ.
Όπως γύριζε στη θέση της, μια μπούκλα καστανά μαλλιά ξάπλωσε ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Την άφησε εκεί, λες και το έκανε επίτηδες. Αυτός την κοίταξε κατάματα, σαν να του είχε μόλις υποβάλλει ―αυτή, η μπούκλα― μια ερώτηση. Γύρω κανείς. Άφησε τον αριστερό του δείκτη να κυλήσει. Άγγιξε απαλά, με την εξωτερική πλευρά, λες κι ήταν ξάφνου νόμιμο αυτό, τον θησαυρό, που τώρα έπαιζε με δυο ακτίνες ήλιου. Κάποιος ψιθύρισε: προικιό, βγαλμένο απ’ το συρτάρι της νύφης. Την άφησε να κυλήσει στην παλάμη του. Τώρα θα μέτραγε το βάρος της, εμπειρογνώμονας άλλου καιρού, τότε που ακόμα υπήρχε χρόνος για τα εγκυμονούντα, έσκυψε να αναλύσει την ποιότητα, το μεταξένιο σθένος της, τα παραδείσια ξέφωτα που λαμπυρίζαν πάνω στο νησί του ύπνου του. Για ό,τι θα ακολουθούσε τώρα, θα ‘φταιγε αυτή. Μια ξένη.
Β
Αδύνατον να κλείσει τα βλέφαρα, να βυθιστεί στα συνήθη. Κάποιος εκεί μπροστά θα παρακολουθούσε, θα μάντευε τις μύχιες προθέσεις του, θα τις παρεξηγούσε ασφαλώς, ποιος τα καταλαβαίνει τέτοια πράγματα στις μέρες μας; Εκείνος όμως δε θα σπαταλιότανε στις λεπτομέρειες, ήξερε να ονειρεύεται και στο καταμεσήμερο, αιώνες μοναξιάς τού έμαθαν τον τρόπο που επιταχύνει το αόρατο, τότε που απελπίζεται κι αφήνει το σημάδι του στον κόσμο μας, έναν λυγμό, ένα παράπονο που δεν το βλέπουνε, μια εκπνοή σ’ άδειο δωμάτιο μες στη νύχτα, μια μαρτυρία πως υπήρξε κάποτε κι αυτό, σε έναν κόσμο που κατέρρευσε, αλλά υπήρξε!
Έσκυψε πάνω απ’ τη στιγμή και περίμενε. Ήτανε τότε που είδε μοναχό το χέρι του να σέρνεται πάνω απ’ το παντελόνι, θα ορκιζόταν πως το ονειρεύτηκε, έφηβος αρχιστράτηγος σε στύση πλήρη, ροπαλοφόρος Ηρακλής πριν από την οδό των Φιλελλήνων, πριν απ’ τις εμπειρίκειες βομβίδες, πλήρεις γλυκασμών, τις άχραντες, τις διαστέλλουσες, το χέρι πάνω απ’ το παντελόνι του, κι αφέθηκε με εμπιστοσύνη στον κυματισμό αυτής της θάλασσας που για άλλη μια φορά μες στη ζωή του τον κατέκλυζε. Αποκοτιά, να πεις, ούτε κι ο ίδιος το περίμενε, είχε τους νόμους της ετούτη η ζωή, πώς να διαφωνήσει; ήταν εχέφρων, πώς να το αρνηθεί; τους νόμους των καλών νοικοκυραίων. Ήτανε όμως κι άλλοι νόμοι, παλαιοί, οι από πάντα, οι αρχαίοι των ημερών, εκείνοι που κανείς ποτέ δεν τους εδίδαξε, αλλά μας τους ψιθύριζε τη νύχτα σαν κοιμόμασταν, καβάλα πάντα στις εξάρσεις, ο ίδιος Άγγελος που κάποια μέρα θα μας έκανε το νεύμα του, να τον ακολουθήσουμε στην ερημιά των κορυφογραμμών. Το ήξερε κι αυτός εκείνο που δεν ήταν για να ξέρει, και αφηνόταν στο αδιαίρετο, στο μέσα σ’ όλους τους καιρούς ακέραιο, το με ισχύ συντάγματος, το μέσα από μυριάδες πράξεις ύπουλα επικυρωμένο.
Εκείνη όμως θα τον καταλάβαινε; Ή μήπως τον είχε ήδη καταλάβει; και τώρα θα κατέβαινε, ακόλουθος, μες στη στρατιά των άχραντων συμμαχητών, αυτών που με ζεστή καρδιά και μια αδιόρατη υπόκλιση κάνανε χώρο να διαβεί ο παντοκράτωρ του νοήματος, ο που ζητούσε χίλια σώματα για να χωρέσει; Έμοιαζε πάλι να βυθίζεται σε πέλαγος διχογνωμίας. Κι ο καστανός της θύσανος, ώρα την ώρα έγερνε στο μέρος του, αφήνονταν να αιωρηθεί πάνω απ’ το χαράκωμα του όσιου Ιβάν και του Αντρέι, που άνοιγε το στόμα κάτω από τα πόδια της, κι Εκείνος την κρατούσε αγκαλιά μέσα στο όνειρο, με τις ψηλές του μπότες, το πηλήκιο και τη στολή, με όλη την αρσενική σκευή του μαχητή που ξεφυλλίζει την αξία των δευτερολέπτων του και τα ξοδιάζει με σοφία, κι ύστερα την περνούσε απέναντι, παραλυμένη απ’ το δηλητήριο της αγκαλιάς του, στον έναν δρόμο, τον δίχως επιστροφή, τον δρόμο με τα ήδη μαγεμένα βλέφαρα. Η μυρωδιά απ’ τη σχισμή του στήθους της μπερδεύτηκε με πιο πολύπλοκα αρώματα, ιερογλυφικά εξίσωσης, που ήταν παντελώς ανίκανος να παρακολουθήσει, πάλι και πάλι, σαν πρωτάκι άμαθο ― τα τέτοια πράγματα τα ήξερε μονάχα η ψυχή του. Η μόνη δικαιοδοσία που του δωριζόταν σε αντάλλαγμα, ήτανε να κοιτά το αυτονομημένο χέρι του και να ονειρεύεται: πώς θα ‘ταν τώρα άραγε αν γλίστραγε, ορθός κι ανυπεράσπιστος, μέσα στο άνθος της;
Γ
Ο Αναστάσης ήταν λένε καλός άνθρωπος.
Κι η Μαριλένα είχε βρει ένα καταφύγιο εκεί ―έτσι δεν είναι;― τότε που εκείνος πάλι έφυγε για λίγο, δε θυμόταν πότε. Όταν την είδε, μήνες ύστερα απ’ το χωρισμό, ένιωσε πάνω της τα ξένα χέρια να ξεσκίζουν σάρκες κατευθείαν μέσα απ’ την ψυχή του. Κι ήταν κι εκείνη η σιγουριά που αυτή κινούσε τους γοφούς της, που τον αναστάτωνε. Η σκιά του ξένου σώματος την περιτύλιγε όπως γιγαντιαίο καλαμάρι που πήδηξε απ’ τον ύπνο του πλοιάρχου Νέμο, αγκάλιασε με εύκαμπτους βραχίονες το κέλυφος του βαθυσκάφους, και το τραβούσε σταθερά, βαθιά σε κόσμους έτοιμους να διαρραγούν. Αυτό αποδείχτηκε απροκάλυπτα εθιστικό γι’ αυτόν. Την έσπρωχνε στο πάτωμα και τη γαμούσε επί ώρες, άλλοτε συγκρατώντας την ορμή, άλλοτε επιταχύνοντας ξυστά στο χείλος του γκρεμού, άλλοτε δραπετεύοντας από το ίδιο θα ‘λεγες το σώμα του, πριν κατατροπωθεί απ’ των λυγμών την τρυφερότητα, απ’ την επέλαση της οικειότητας, από τον ίδιο τον κυματισμό του που επέστρεφε σαν άμπωτις, στο τέλος όμως κάτι μέσα του θα αντιστεκότανε, θα αρνιόταν στον διεσταλμένο κόσμο του να εκραγεί πάνω απ’ τα λάμποντα σκοτάδια της ηπείρου της, ή έστω μες στις λίμνες των μετονομασιών, στο ξαναμμένο κέλυφος ενός προσώπου που δεν ήταν πια εκείνη ακριβώς, παρά μια συγχορδία με κραυγές από το παρελθόν του, που αναδυόντουσαν για λίγο κάτω από τους προβολείς, και ύστερα χανόντουσαν στης λήθης την ανάγκη. Εκεί, στο βάθος της ψυχής, στα όρια της σφραγισμένης μνήμης, πλάι σε φλεγόμενες παραισθητικές βάτους, δοκίμασε πρώτη φορά στον ουρανίσκο του τα λόγια του αοράτου. Κι ήτανε τότε που, ας ήταν και για λίγο, διέκρινε τον λόγο που περπάτησε στη γη: να γίνει μάρτυρας ετούτης της διάνοιξης, μπρος στις διεσταλμένες κόρες της, μες στον αιμάτινο καθρέφτη της, μέσα στην αγκαλιά της, που, σταγόνα τη σταγόνα, συλλάβιζε τους τρόπους που ο γερο-θάνατος μονολογεί τον πύρινο έρωτά του για ζωή.
Αργότερα εκείνη θα του μιλούσε για όσα αυτός φοβότανε. Κι ήτανε τότε που ο ήχος της λεπίδας, με όλα της τα σίγμα εκκωφαντικά πολλαπλασιασμένα, θα διερρήγνυε τα απώτατα της ακοής του όρια, θα μεταγλώττιζε με μιας, μόνο για τα δικά του αφτιά, το αρχαίο τραγούδι των Σειρήνων, που, κάποιοι είπαν ότι ισοδυναμεί με αστραπή που διαμελίζει όλους σου τους κόσμους. Τώρα το βάραθρο άνοιγε μπροστά στα μάτια του, οι γέφυρες κατέρρεαν, κι αναδυόταν από αλλοτινό παρόν η μνήμη του λυγμού της γκιλοτίνας, τότε που αλλάζει γνώμη αλλά είναι αργά, η ψύχρα του ατσαλιού της και η φτήνια του, ο τρόπος που θερίζει τα σπαρμένα λόγια με το έτσι θέλω, το αναντίρρητο της εξουσίας της και η κοιλάδα των σπαταλημένων μας δακρύων, κι είδε ξανά το σώμα του μέσα στη λίμνη με τα ερωτηματικά -σε τίνος αίνιγμα να βυθιστώ;- σώμα που ήταν ήδη σώμα ενός άλλου, σώμα σε ισόβια αργία, σώμα που εγκυμονούσε τον ίδιο του τον δολοφόνο, κι εκείνος με ακύμαντη ματιά κι ένα νυστέρι στην παλάμη, γεωμετρούσε τις δικές του σάρκες, ιατροδικαστής σε διατεταγμένη υπηρεσία, σώμα στυμμένο από ζωή, σώμα θανάτου δίχως κτητικές αντωνυμίες. Τώρα το κοίταζε που σέρνονταν ανάμεσα στα έπιπλα και δεν το αναγνώριζε. Κι εκείνη το νανούριζε μέσα στην αγκαλιά της, μετανιωμένη σε μια γλώσσα που δεν είχε λέξη για μετάνοια, εκλιπαρώντας μια συγχώρεση εκεί που χώρος δεν υπήρχε να σταθείς, μία συγνώμη υπό το μηδέν, που ξεδίπλωνε τη λευκή της σημαία πριν αποσυρθεί στα αποδυτήρια, συγνώμη δίχως ονοματεπώνυμο, χωρίς μια βέρα έστω στο δεξί, έναν αποστολέα κι έναν αποδέκτη, συγνώμη στο αυτί ενός νεκρού.
Το επόμενο εξάμηνο θα τη γαμούσε τρεις φορές τη μέρα, επί ώρες, σε κάθε απίθανή τους ευκαιρία, τόσο που το εξαίσιο άνθος της έμοιαζε τώρα με ανοιχτό βερίκοκο, που το κοιτούσαν και οι δυο γελώντας και το παίζανε. Τη θεωρούσε όμορφη.
―Ποτέ δεν ήμουνα μαζί του αλήθεια, πάντα εσένανε σκεφτόμουνα.
Αυτές οι ειλικρινείς, όπως θα ήθελε να ξέρει, διαβεβαιώσεις, εκείνες οι ξεδιάντροπες τρικλοποδιές, τον φούντωναν. Του ήταν πια αδύνατον να διανύσει ένα μισάωρο δίχως η σκέψη του να γύρει και να ξεχαστεί στην τρυφερότητα των οπισθίων της, το χέρι του να μετεωριστεί πάνω απ’ τη σχισμή της, να βυθιστεί μες στον μυστηριώδη κόσμο της. Είχε ένα γέλιο σαν πηγή βουνού. Και επιδερμίδα με γλυκύτητα που σε αγκάλιαζε. Και οι βραχίονές της τον αναστατώνανε. Κι οι γάμπες της, που κοίταζαν ελαφριά προς τα έξω, προτείνοντας του μια λεκάνη ειδικά για αυτόν. Ακόμα σήμερα, του ήταν αδύνατον να μην τη σκέφτεται. Τώρα όμως; Τώρα που θα τη συναντούσε ύστερα από τόσον καιρό; Πώς θα ‘ταν τώρα άραγε;
Άφησε την μπούκλα της να πέσει απ’ την παλάμη του. Έγειρε πίσω να ονειρευτεί.
Δ
Πού ήταν; Έκανε το ταξίδι προς την κωμόπολη που ζούσε τα τελευταία χρόνια, όχι για να τη δει, όχι για να μάθει σε ποιανού την αγκαλιά παρηγοριέται. Το πιο πολύ καιγότανε να κλείσει το κεφάλαιο Μαριλένα ―να ‘χει άραγε και η ψυχή ένα delete που το πατάς κι αδειάζει ο τόπος απ’ τα αχρείαστα;―, να απογοητευτεί απ’ τα σημάδια ενός κόσμου που μέσα του ήτανε απών, κάθετα απών, χυδαία απών, βαθιά και ανεξίτηλα απών, ως τα πιο τρυφερά του φύλλα απών, να απομαγευτεί με μιας και δια παντός απ’ την επέλαση του ανοίκειου.
―Θα ήταν έτσι;
―Έτσι θα ‘ταν σίγουρα!
Η προσμονή κουνούσε τρυφερά χεράκια μέσα στο στομάχι του. Ξύπναγε ώρα με την ώρα απ’ τον λήθαργο κι ετοιμαζόταν να γιορτάσει. Στιγμή-στιγμή, σκέψη τη σκέψη, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, το επερχόμενο κυρίευε κάθε ορίζοντα, ντυμένο όλες τις αστείες μάσκες του, άγνωστο και μαζί οικείο, μητέρα που μετά απ’ τη γέννα σε εγκατέλειψε.
Πλησίαζαν. Έβλεπε τα σπίτια να πυκνώνουν. Όπου να ‘ναι θα φτάνανε. Βιαζόταν τώρα να αποστηθίσει τις λεπτομέρειες ενός στενάχωρου μέλλοντος, να πληρώσει την οφειλή του, το χρέος που στοίχειωνε και τώρα το κουρεύαν οι αρμόδιοι μέσα από επίπονες διαπραγματεύσεις, ίσως όμως και δίχως διαπραγμάτευση καμιά, να πάει στο καλό.
Ε
Ο ήλιος ήτανε ψηλά και η καστανομάλλα ξύπνησε. Του έμοιαζε τώρα άσχημη. Κάθε ώρα κι άλλη ώρα για μας, κάθε ώρα κι άλλη ώρα. Οι πρώτοι επιβάτες κατεβήκανε στο δρόμο και περπατήσανε προς τα εξοχικά τους. Μια αδιόρατη ανησυχία τον κατέλαβε. Το λεωφορείο έμοιαζε τώρα με ξεκούρντιστο τζουρά που ανακάλυψε στο βάθος της ντουλάπας του, και πάνω στις σκουριασμένες του χορδές έπρεπε τώρα να συνθέσει τον καλύτερο σκοπό του, όλα όσα τα χρόνια του τον είχαν δασκαλέψει. Αλλά πώς να κουρντίσεις έναν τέτοιο τζουρά; ένα βαρύτιμο ερείπιο; κήτος που σε βυζαίνει και που σε κατασπαράσσει; Πώς να περιφρουρήσεις τα φιλάσθενα αισθήματα, να τα φασκιώσεις με μετάξια ψεύδους, να μην γνωρίζουν τίποτα από πραγματικότητα, κι εκεί, μες στη σιωπή, όπως μες στο σακούλι του μεταξοσκώληκα, να αφήσεις τα αυγά μιας πτήσης άξιας, ας ήτανε και πτήση πάνω απ’ το Ικάριο πέλαγος;
Είχε κρατήσει τη διεύθυνση σ’ ένα χαρτί. Χτύπησε το κουδούνι. Κανένας δεν απάντησε. Και τα τζιτζίκια σώπασαν για λίγο μήπως κάτι ακουστεί. Καμιά ζωή γύρω απ’ το σπίτι δεν τον καθησύχαζε. Είχε αποφασίσει να μην της τηλεφωνήσει. Ήθελε να ‘ναι μάρτυρας της πρώτης έκπληξης, ας ήταν και καταστροφή, να δει βαθιά στα μάτια της τον ίλιγγο του χρόνου που επέστρεφε ακάλεστος, ζητιάνος Οδυσσέας μέσα σε μνηστήρες και ξεχειλωμένους αργαλειούς, με μνήμες γέρικα σκυλιά που γλύφουνε τα πόδια του αφέντη τους, να πέσουν οι κουρτίνες που σκιάζουνε τους κόσμους, να κλείσει όπως-όπως το κεφάλαιο, θριαμβευτικά να επιστρέψει στα καθημερνά, στην αποξένωση που γνώριζε καλά, στην υπνωτιστική ροή των ερωμένων μέσα στις κρεβατοκάμαρες, στα μείζονα και στα ελάσσονα που στόλιζαν με κάλπικα κοσμήματα τον μακρύ ανεόρταστο βίο του.
Είχε γυρίσει ήδη λίγα βήματα για να απομακρυνθεί, όταν ο ήχος της ξύλινης πόρτας τον ξύπνησε απ’ τον λήθαργο. Διέκρινε την καστανή της μπούκλα να προβάλλει πίσω από το φως του ήλιου. Άπλωσε την παλάμη να σκιάσει τη στιγμή. Το σώμα του έγειρε προς τη γυναίκα κι ένιωσε ένα χέρι να τον αγκαλιάζει. Όλα σκοτείνιασαν.
¶
Το πρώτο πράγμα που θυμόταν όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν πως είχε ζήσει μια ζωή με τη γυναίκα αυτή, πως τον τριγύριζαν παιδιά κι εγγόνια μες σε μια γιορτή, πως τα μαλλιά της ήταν άσπρα όπως όνειρο νεράιδας, η υγραμένη της σχισμή μια διαρκής ανάμνηση, και πως ό,τι υπήρξε σαν έφηβος, σαν άντρας, σαν μεσήλικας και σαν ωραίος τώρα άρχοντας, το χρώσταγε σ’ εκείνη την στιγμή που κάποτε, μέσα σ’ ένα λεωφορείο, ένα κορίτσι τον ερώτησε τι ώρα φτάνουνε και μες στη διάρκεια εκείνου του απέραντου δευτερολέπτου είχε προλάβει να ονειρευτεί το μέλλον του μες στο χιλιόστομο άρωμα τού κόρφου της.
[ 8/12/15 και 17/7/25, τμήμα σπονδυλωτού ανέκδοτου κειμένου ]