Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/klimakes/o-thrinos-ton-ereipion
Το να λες ψέματα χωρίς προσωπικό όφελος ή προκατάληψη δεν είναι υποκρισία. Είναι αφηγηματική τέχνη
ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΟ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ξανοίγεται μια έκταση σπαρμένη τυχαία κι εκχερσωμένη από τις βόμβες, που πέφτουν μέσα σε βαρέλια και εκρήγνυνται σε δρόμους, σπίτια, νοσοκομεία. Ο ποιητής το έχει ξαναζήσει αυτό, με το Γιομ Κιπούρ,1 όταν ήταν ακόμη έφηβος.
Και να που τώρα ατενίζει τον ορίζοντα και βλέπει πάλι τον ίδιο εφιάλτη, περιφερόμενα πυρομαχικά να πετούν στον αέρα, μαζί με drones. Είναι καλοκαίρι του 2019. Στα δυτικά προάστεια της Δαμασκού η συνοικία Μουχααντχαμίγια έχει περάσει στα χέρια της μουσουλμανικής αδελφότητας που αντιτάσσεται στον Άσαντ. Τεσσεράμισι εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται αποκλεισμένοι, ο πρίγκιπας Ζάιντ Ρά'αντ αλ Χουσεΐν δηλώνει στα Ηνωμένα Έθνη πως εδώ τελείται εθνοκάθαρση, ατελείωτες αυτοκινητοπομπές κατευθύνονται στη Μαντάγια και τη Ζαμπάντανι.
ΨΗΛΑ ΣΤΟΝ πίσω λόφο, μια ρωμαϊκή οχύρωση προγεφυρώματος έχει απομείνει όρθια μετά τον βομβαρδισμό του μυθικού κάστρου Κρακ ντε Σεβαλιέ,2 που λίγες μέρες πριν έκανε τη φαντασία του ποιητή να καλπάζει. Τώρα έχουν απομείνει μόνον οι λάκκοι από τις πρόσφατες ανασκαφές: κατασκευαστικά υλικά, κεραμεικά και χάλκινα μικροαντικείμενα σπασμένα και παραχωμένα, με τη σφραγίδα της Δέκατης Τέταρτης ρωμαϊκής Λεγεώνας.
Ο ποιητής ούτε που γυρίζει να κοιτάξει τα ερείπια του κάστρου, μην και γίνει στήλη άλατος, σαν τη γυναίκα του Λωτ. "Δεν θα γυρίσεις! Δεν θα γυρίσεις!" λέει από μέσα του. Και δεν θέλει ν'ακούσει τις ειδήσεις. Έχει αφήσει το τρανζίστορ πίσω στην πόλη, τώρα κάποιος θα το βρει ανάμεσα στα χαλάσματα. Δεν θέλει ν'ακούσει κι όλους αυτούς τους φασίστες που υποστηρίζουν το Ισραήλ. "Αει σιχτίρ!" λέει μέσα του, "Μιλάτε όσο θέλετε! Εγώ δεν σας ακούω!". Έχει πάρει μαζί του τα απολύτως απαραίτητα, τη Θεία Κωμωδία την έχει τυλιγμένη στον σάκκο του μαζί με το παγούρι το νερό και τα ξυριστικά του. Τρέχοντας σκυφτοί έρχονται, ξοπίσω του, φορώντας χακί κράνη με τυλιγμένες περικοκλάδες για παραλλαγή, τα αγαπημένα του ζευγάρια: ο Ακάμαντας και η Πλαγγόνα, ο Αυτόμολος και η Δορκάδα, ο Δασύς και το Χελιδόνιον, ο Λαύρος και η Φρουρά, ο Εύκνημος και η Μαγεία, ο Ισμαήλ και η Ραδαμάνθη, ο Επίζηλος και η Στικτή, ο Ορφέας και ο Κάλαης, ο Ακόντιος και η Κυδίππη, ο Άνηβος και η Γυρινώ, ο Δημοτικός και η Ενυδρίδα.3
Ένας ένας ανασηκώνουν το κεφάλι και προχωρούν με προφύλαξη ανάμεσα στους θάμνους. Σε κάθε βήμα που κάνουν ξυπνούν στα μάτια τους όλο και περισσότερες μνήμες, που όμως ξέρουν ότι είναι φάσματα και ψευδαισθήσεις. Μπροστά τους ξεπροβάλλουν ένας καταπέλτης κι ένας ανυψωτικός ρότορας. Το ανέφικτο του έρωτά τους είναι δεδομένο.4 Επικεφαλής αυτής της αλλόκοτης πομπής, κι ανάμεσα στις εκρήξεις των όλμων, ο ποιητής κρατά πεισματικά δεμένο ένα μαντήλι στους κροτάφους και προχωρεί προς το λιβάδι υμνώντας με τη λύρα σου τον Έρωτα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα:
Η αγάπη είναι πόθος που βγαίνει απ' την καρδιά,
σαν η καρδιά από απόλαυση είναι πλέρια.
Γιατί η αγάπη
από τα μάτια πιάνεται
κι απ' την καρδιά θρέφεται και θεριεύει5
ΟΣΟ ΒΑΘΥΤΕΡΑ προχωρεί στο λιβάδι ―γιατί, παρά την παρουσία όλων των ζευγαριών, ο ποιητής παραμένει ένας αμετανόητος μοναχικός περιπατητής―6 τόσο πιο πολύ σβήνει το τραγούδι του και χάνεται μέσα στην ταραχή της άτακτης μετακίνησης. Όμως αυτός δεν παύει να τραγουδά, παρόλο που στ'αυτιά του ηχούν τα τύμπανα της καταστροφής. Και όλο σκύβει στα ριζά των δέντρων αναζητώντας ένα κλαδάκι μαύρου ελλέβορου. Γιατί να πει την αληθινή ιστορία; Γιατί να θρηνήσει για τα θύματα τα γνήσια, για τα γεγονότα τα αυθεντικά; Αλλάζει τίποτε με την ψευδαίσθηση; Άλλωστε, πώς ν'αντέξει τόσο πόνο χωρίς την ψευδαίσθηση; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν, αυτή τη στιγμή, πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Πως δεν υπάρχει υψηλότερος βαθμός κακουργίας. Πως έπιασαν οριστικά πάτο.
Πόσο απατώνται... Αν μπορούσαν μόνο να κάνουν μια σύντομη προβολή στο μέλλον, έξι χρόνια αργότερα, και θα'βλεπαν τα ίδια ακριβώς πεινασμένα παιδιά, τα ίδια ακριβώς ξεκοιλιασμένα πτώματα, την ίδια υποκρισία του Άσαντ, την ίδια ακριβώς διεθνή αδιαφορία. Το κακό είναι πως οι νεκροί απουσιάζουν.
Οι νεκροί απουσιάζουν απ'αυτές τις έρημες εκτάσεις ― μόνο, κρυμμένα στις φυλλωσιές που σώθηκαν από τις φλόγες, αδέρφια που αλληλοσφάχτηκαν ψιθυρίζουν και ζητούν συγχώρηση στα Αραβικά, σιγομουρμουρίζοντας φράσεις από το Κοράνι, φράσεις που ξεχειλίζουν από μεταμέλεια και μεταφυσικό δέος. Καθώς νυχτώνει, μόνο οι βόμβες λευκού φωσφόρου μπορούν να ρίξουν φως στην κουστωδία των αμάχων που προχωρά αθόρυβα στην επίπεδη έρημο. Ένα σούρσιμο και ψίθυροι συνοδεύουν τον συριστικό ήχο των φύλλων που σπάνε κάτω από τα πόδια των ανθρώπων. Από λεπτό σε λεπτό το κάτασπρο φως θ'αποκαλύψει τη φιδίσια πομπή από ψηλά, θ'ακουστεί μια έκρηξη, κάποιες κραυγές και μετά πάλι θα επικρατήσει η σιωπή. Το λιβάδι θα μυρίσει πάλι χημεία και θάνατο. Πίσω απ'τα καμένα κλαδιά θα αργοκινηθούν με λυγμούς οι ψυχές και τα κλαδιά θα ξεράσουν στα κρυφά το ρετσίνι τους κάνοντας ένα υπόκωφο βουητό.7 Η παγκόσμια κοινότητα θα υποδυθεί για μιαν ακόμη φορά ότι τάχατες φρίττει μπροστά στη σφαγή. Και ο ποιητής θα πάρει και πάλι πεζός τον δρόμο για τα γύρω λιβάδια, ακολουθώντας τα κάρα με τις κουβέρτες και τα στρώματα, πίσω από τις ορδές των ξεσπιτωμένων.
Αντικρίζοντας από μακριά το περίγραμμα του ερειπωμένου κάστρου, θα μετουσιώσει τη φαντασίωσή του σε πένθος, χωρίς να είναι σε θέση να ξεχωρίσει αν η μελαγχολία του είναι αυτή που είχε η Λουίζ Μισέλ μετά την ήττα της Κομμούνας,8 αν είναι αυτή που είχε η Ρόζα Λούξεμπουργκ μετά τη συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού, αν είναι αυτή που εκφράζει ο Γκράμσι στη φυλακή ή αν είναι η μελαγχολία που ένιωσε εκείνο το γυμνό αγόρι όταν αρνήθηκε τη θητεία του κι άρχισε να περιφέρεται άσκοπα από τη Μονμάρτη έως το Jardin des Plantes.9
Μια χορεία ατέλειωτη από ρακένδυτους ανθρώπους κινείται με τα πόδια και με ζώα σε βατόδρομους και διαρκώς σκοντάφτει σε απομεινάρια και ράκη νοικοκυριών. O πόνος του ποιητή μετριέται μόνο "με στενή ματιά", όπως αυτός της Έμιλι Ντίκινσον.10 Γιατί το ξέρει καλά πως όλα αυτά τα καθάρματα, αυτοί οι κανάγιες, παίζουν με τα όπλα και διασκεδάζουν πάντα εις βάρος του λαού. Ούτε δισταγμός ούτε η παραμικρή αναστολή δεν τους σταματούν, θεωρούν τη δράση τους απόλυτα φυσιολογική και δεν αντιμετωπίζουν τους άλλους σαν ανθρώπους αλλά σαν ζώα, σαν παιχνίδια στα χέρια τους.
Ακούγονται, τώρα, οι κλαγγές των όπλων του Σαλαντίν που επιτίθεται στους Σταυροφόρους. Μαντηλοφορούσες γυναίκες λένε με σιγανό τραγούδι τα λόγια της οδύνης και της απώλειας, σφίγγοντας στην παλάμη ένα κομμάτι ξερό ψωμί και σέρνοντας τα λιγοστά τους υπάρχοντα ανάμεσα από κατεστραμμένα οδοστρώματα, σπασμένα πλακάκια, ξεχορταριασμένους κήπους και χαλάσματα από τοίχους, κουζίνες, παιδικά δωμάτια και καναπέδες.
Από το βύθισμα του χρόνου φτάνει, θαμπός και αλλοιωμένος, ο οδυρμός της οικογένειας των Λουζινιάν, ακούγεται ο γδούπος ο εκκωφαντικός από τα τείχη της Σιδώνος και της Τύρου που καταρρέουν. Και το Κρακ ντε Σεβαλιέ, το τελευταίο απόρθητο κάστρο, γκρεμίζεται τώρα κι αυτό στο βάθος.
Ο ποιητής υμνεί το χαμένο ίνδαλμα του έρωτα.
Και το φάσμα του ερειπωμένου κάστρου κλαίει πίσω, μακριά, πάνω απ'το κεφάλι του.
1. Ο τελευταίος αραβοϊσραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973) ήταν η αρχή μιας σειράς εισβολών (Λίβανος: 1982 και 2006, Γάζα: 2008, 2014 και σήμερα). Γιομ Κιπούρ είναι η ισραηλινή "Εορτή του Εξιλασμού" και, κατα κάποιον τρόπο, συνδέεται άρρηκτα με την ισραηλινή στάση απέναντι στο Μεσανατολικό, όπως κλιμακώνεται στη σημερινή εθνοκάθαρση της Γάζας.
2. Το κάστρο Crac des Chevaliers είναι το μεσαιωνικό ιπποτικό κάστρο Qalʿat al-Ḥiṣn. Aρκετές
δεκαετίες αργότερα (Α' Σταυροφορία) ο Ρεϊμόν της Τουλούζ εισέβαλε στο
κάστρο, το οποίο όμως κατελήφθη το 1110 από τον Τανκρέδο και εντάχθηκε
στην κομητεία της Τρίπολης. Το 1271 το ανοικοδόμησε το
Σουλτανάτο των Μαμελούκων. Κατά την οθωμανική περίοδο (1516-1918) το
κατοίκησαν γενίτσαροι και ανήκε στο εγιαλέτι της Τριπόλεως. Οι
πεντακόσιοι εναπομείναντες κάτοικοί του μετακινήθηκαν το 1993 και το
κάστρο αποκαταστάθηκε για πρώτη φορά μετά το 1946. Ωστόσο, καταστράφηκε
και πάλι από εναέριους και χερσαίους συριακούς βομβαρδισμούς το 2012/13,
παρά το γεγονός ότι η UNESCO διακήρυξε πως πρόκειται για μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
3. Πρόκειται για τα πρωταγωνιστικά ερωτικά ζευγάρια μιας σειράς διηγημάτων μου που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς στον Χάρτη.
4. Η ανεπιτυχής επιστροφή στο γενέθλιο έδαφος, ο ματαιωμένος νόστος, είναι
ζήτημα που σχετίζεται με την απώλεια του αγαπημένου προσώπου, σε ευθεία
αναφορά προς τη μελαγχολία του αποχωρισμού. Υπενθυμίζω εδώ το ποίημα
του Χάινε "Die Heimkehr XX".
5. "Amore è uno desio che ven da core per abondanza di gran piacimento; e li occhi in prima generan l’amore e lo core li dà nutricamento": πρόκειται για την αρχή του σονέτου "Amore è uno desio" του σικελού ποιητή του 13ου αιώνα Giacomo da Lentini, σε δική μου ελεύθερη απόδοση.
6. Ο promeneur solitaire (μοναχικός
περιπατητής που ονειροπολεί) είναι το κυρίαρχο μοτίβο του έργου του Ζαν
Ζακ Ρουσό «Ονειροπολήσεις μοναχικού περιπατητού» (Rêveries du promeneur solitaire). Στην όγδοη από αυτές τις ονειροπολήσεις ο Ρουσό μιλά για τον έρωτά του για τη Madame de Warens.
7. Οι ψυχές που «κρύβονται» στις φυλλωσιές είναι μοτίβο αντλημένο από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε Αλιγκιέρι: "Io sentivo levarsi lamenti da ogni parte, ma non vedevo nessuno che li emettesse; allora mi fermai, confuso.
Io credo che Virgilio credette che io credessi che tra quei cespugli
uscissero tante voci, emesse da anime che si nascondevano da noi." Στο ίδιο μοτίβο είναι γραμμένο το διήγημά μου «Ψυχές στο δάσος» (Χάρτης#71).
8. Αυτό είναι το θέμα του διηγήματός μου «Στην αγκαλιά της», σε προηγούμενο τεύχος του Χάρτη.
9. Πρόκειται για τον Olivier, τον ήρωα της γαλλικής ταινίας «Ο ήλιος γελάει κόκκινα» (Le soleil qui rit rouge) του Bruno Mario Kirchner.
10. 'I measure every Grief I meet With narrow, probing, eyes – I wonder if It weighs like Mine – Or has an Easier size. I
wonder if They bore it long – Or did it just begin – I could not tell
the Date of Mine – It feels so old a pain – I wonder if it hurts to live
– And if They have to try – And whether could They choose between – It
would not be to die – I note that Some gone patient long – At length,
renew their smile – An imitation of a Light hat has so little Oil – I wonder if when Years have piled – Some Thousands on the Harm – That hurt them early – such a lapse Could give them any Balm – Or would they go on aching still through Centuries of Nerve – Enlightened to a larger Pain – In Contrast with the Love ..."(Emily Dickinson, Selected Poems).