Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/klimakes/o-anthropos-kai-to-gheraki
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κι επί πολλά χρόνια στη συνέχεια, ένας άντρας τριγυρίζει μονάχος καθημερινά στους υδροβιότοπους της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Παρατηρεί εμμονικά ένα είδος γερακιού, τον πετρίτη. Να ανεμοπορεί, να κυνηγά, να κάνει το καθημερινό του μπάνιο σε ρυάκια και νεροσυρμές, να σκοτώνει, να ξεπουπουλιάζει, να τρέφεται, να εκκολάπτει τα αυγά του, να παίζει εκπαιδεύοντας τους νεοσσούς του. Θαυμάζει αυτόν τον απαράμιλλο θηρευτή, το ταχύτερο πλάσμα στον κόσμο, που εξαιτίας του ανθρώπου κινδύνευε τότε να χαθεί από το πρόσωπο της γης. Τον ακολουθεί αδιάκοπα, καταγράφοντας σε μια πρόζα εκστατικής, βίαιας σαγήνης τις κινήσεις του πουλιού.
Σταδιακά υιοθετεί τη ματιά του πετρίτη, γίνεται μέρος του οπτικού του πεδίου, εντάσσεται στο οικοσύστημά του. Ο άντρας καταγράφει τα πάντα στο ημερολόγιό του και τα συμπυκνώνει, μυθοπλαστική αδεία, σε ένα αφηγηματικό εξάμηνο, δίνοντάς μας τελικά ένα φυσιολατρικό αριστούργημα της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, σε προσωδία πυκνή και τσεκουράτη, που ξανανακαλύφθηκε πρόσφατα εν μέσω της αναβίωσης του τελεολογικού τύπου ενδιαφέροντος για τη φύση.
«Το πιο δύσκολο πράγμα να δει κανείς, είναι αυτό που όντως υπάρχει» λέει ο συγγραφέας του κλασικού αυτού έργου της φυσιογραφικής γραμματείας Τζον Άλεκ Μπέικερ. Πράγματι, το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι ο Πετρίτης του προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουμε τη φύση· μια οπτική που μόνο με την άνευ όρων υποταγή του θεατή στο αντικείμενο της παρατήρησής του μπορεί να κερδηθεί. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο κείμενο πάνω στην φύση της γλώσσας και στο πώς οι λέξεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολότερη αποστολή: να μιλήσουν για «αυτό που όντως υπάρχει». Γιατί το όντως υπαρκτό μπορεί να συλληφθεί μέσα από τη μεταφορική χρήση του συνόλου των αισθήσεων. «Ο αέρας γλυκός, χωρίς γωνίες», σημειώνει κάποια στιγμή ο Μπέικερ. Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «Αθόρυβο το φως του ήλιου έκανε να λάμπουν τα νερά που κατέβαιναν». Ή ακόμη: «Τα ψαρόνια εξουρανίζονται βίαια». «Ο βοριάς γινόταν κοφτερός πάγος στο πλεχτό των θαμνοφραχτών. Και «γλάροι λευκοί σαν κόκκαλα μέσα σε ουράνιες στάχτες».
Τα ποιητικά, υπαρξιακού τύπου ξεσπάσματα της γραφής ισιάζουν ωστόσο μέσω της αμεσότητας της ρεαλιστικής παρατήρησης, και μιας πραγραμματικά κουραστικής επαναληπτικότητας που υπενθυμίζει τον μακρύ χρόνο της φυσικής ιστορίας, αλλά και την κυκλικότητα των οικολογικών λειτουργιών. Έπειτα, ξανά ένα δραματικό λεκτικό ξέσπασμα απογειώνει το κείμενο σε σαιξπηρικές σχεδόν σφαίρες, σαν ο πετρίτης να αποφάσισε να εφορμήσει στους αιθέρες με το μέγιστο των πτητικών δυνατοτήτων του: «Όρμηξα σε λεστεριανές εξοχές γοργού πράσινου φωτός».
Ο συγγραφέας είναι ένα δεξιοτέχνης του κενού. Πουλιά τον παρατηρούν, έπειτα πετάνε στο τίποτα. Οι σταχτιοί ορίζοντες του βορρά ξεδιπλώνονται στο πουθενά. Η θάλασσα αποτραβιέται κατά την αμπώτιδα σαν να αποσύρεται στα τενάγη της. Αλμυροί βάλτοι, άπειρα είδη πτηνών και άλλων όντων παρελαύνουν με τις συνήθειες και τα αναπαραγωγικά τους ήθη, και με το φυσικό στοιχείο να κυριαρχεί ακόμη τότε [δεκαετία του '60] στους υγροτόπους του Έσεξ, πριν η περιοχή αστικοποιηθεί και προσαρτηθεί ad hoc στην μείζονα μητροπολιτική περιοχή του Λονδίνου. Ακόμα κι αν ο αναγνώστης έχει άγνοια των φυσικών λειτουργιών, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τίποτα για φάσες και καλιακούδες, σταχτοτσικνιάδες και κότσυφες, πέρδικες και τουρλίδες, θα βρεί γοητευτικό τον κόσμο που ανοίγεται μπρος του καλύπτοντας με όσο πάθος διαθέτει τα κενά της άγνοιάς του.
Είχα ακούσει πολλά για το βιβλίο αυτό του Μπέικερ από τα χρόνια που διηύθυνα τη Νέα Οικολογία, αλλά δεν είχα καταπιαστεί μαζί του, φοβούμενος μεταξύ άλλων τον όγκο της πληροφορίας και της φυσιολατρικής ορολογίας που δεν ήταν ακόμα οικεία στον Έλληνα αναγνώστη. Έτσι η έκπληξή μου που το είδα τυπωμένο τώρα στα ελληνικά σε πραγματικά αξιέπαινη μεταφραστική και εκδοτική προσπάθεια [που συνοδεύεται μάλιστα με εξαιρετικά κριτικά κείμενα] υπήρξε μεγάλη. Και με συγκίνησε και πάλι η προκαταρκτική δήλωση του συγγραφέα:
«Πάντα λαχταρούσα να ζήσω την έξω ζωή, να είμαι στο όριο των πραγμάτων. Οι ανοιχτοί τόποι και η σιωπή να ξεπλύνουν από πάνω μου το ανθρώπινο άγος, όπως η αλεπού αποβάλλει τη μυρωδιά της μες στην ψυχρή αθωότητα του νερού. Να επιστρέψω στην πόλη σαν ξένος. Η περιπλάνηση σκορπάει μια μεγαλοσύνη που σβήνει όταν επιστρέφεις».
Όλα αυτά και άλλα πολλά γράφονται, σημειωτέον, από το μοναχοπαίδι αυτό που γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1926 στο Τσέλμσφερντ του Έσεξ και που σε ηλικία 9 μόλις ετών διαγνώσθηκε με ρευματοειδή πυρετό, οι επιπλοκές του οποίου θα τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή. Η ασθένεια εξαπλώθηκε και μετετράπη σε αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, που προκάλεσε σύντηξη των μυών, των οστών και των συνδέσμων της σπονδυλικής του στήλης. Χωρίς εξειδικευμένη μόρφωση, ο Μπέικερ αναγκάσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 να εργασθεί στην εταιρεία ασφάλισης Automobile Association της γενέτειράς του, όπου και γνώρισε τη γυναίκα του Ντορίν. Ήταν η περίοδος κατά την οποία πρωτοήρθε σε επαφή με την παρατήρηση πουλιών ― μακρά παράδοση στην Αγγλία. Τα κινητικά του προβλήματα δε θα αποτελούσαν εμπόδιο, μάλλον κίνητρο. Γιατί το όλο στοίχημα για τον ακαταπόνητο αυτό περιηγητή που έγραφε σαν ποιητής, κρυβόταν όχι σε αυτό που κοίταζε, αλλά σε αυτό που όφειλε να αποστάξει μέσα από την ποικιλότητα και την πολυπλοκότητα των φυσικών λειτουργιών.
Ο Μπέικερ πέθανε στα εξήντα του το 1986. Πρόφτασε να δει την αστική επέκταση, τους αυτοκινητοδρόμους και τα αεροδρόμια στο περιφερειακό Βόρειο Λονδίνο και να αντιταχθεί σε αυτά ως μέλος πρώιμων οικολογικών κινήσεων. Πρόφτασε ακόμη να δει τις συνέπειες της τοξικής επίδρασης των οργανοχλωριωμένων φυτοφαρμάκων στα κελύφη των πουλιών, σε σημείο που ο πετρίτης θεωρήθηκε προσωρινά είδος υπό εξαφάνιση. Σε μια τέτοια φάση περιέλαβε στο βιβλίο του τη φράση: «Δεν υπάρχει τίποτα τρομερότερο για ένα άγριο πλάσμα —ούτε ο πόνος, ούτε ο θάνατος— από το φόβο του ανθρώπου. Ένα κηλιδοβούτι, βουτηγμένο στα πετρέλαια, ακόμα κι αν μπορεί μόνο το κεφάλι του να κουνήσει, θα προσπαθήσει να τραβηχτεί με το ράμφος του και να πέσει απ’ την άλλη μεριά του αναχώματος, αν απλώσεις το χέρι να το πιάσεις, κι ας επιπλέει σαν ξερό κούτσουρο στα νερά της πλημμυρίδας. Ένα δηλητηριασμένο κοράκι που χάσκει και χτυπιέται ανήμπορο στα χορτάρια βγάζοντας κίτρινους αφρούς απ’ το λαιμό του, θα ριχτεί ξανά και ξανά στον τοίχο του αέρα έτσι και προσπαθήσεις να το τσακώσεις. Ένα κουνέλι, πρησμένο και άθλιο από τη μυξωμάτωση, ένας μικρός σφυγμός όλο κι όλο που χτυπάει μέσα σ’ ένα σακούλι από κόκαλα και γούνα, θα νιώσει τη δόνηση απ’ τα βήματά σου και θα σε αναζητήσει με μάτια γουρλωμένα και τυφλά. Κι ύστερα θα συρθεί σε κάποιο θάμνο, τρέμοντας από φόβο. Εμείς είμαστε οι φονιάδες. Ζέχνουμε θάνατο. Κουβαλάμε την αποφορά του. Κολλάει επάνω μας σαν παγετός. Αδύνατον να τον διώξουμε».
Ωστόσο τα περιέργως καλά νέα είναι ότι, ως συνέπεια της δράσης των περιβαλλοντικών κινημάτων και ποικίλων νομοθετικών παρεμβάσεων ο πετρίτης όχι μόνο επέζησε αλλά και φωλιάζει στις μέρες μας ακόμη και στον αστικό ιστό, ― σε γείσα, στέγες και καμπαναριά εκκλησιών, τουλάχιστον στην Αγγλία. Θα τον βρείτε σε ποικίλα μέρη και στην Ελλάδα αν αποφασίσετε να εγκαταλείψετε, πρόσκαιρα, έστω την ποίηση δωματίου [χωρίς παρεξήγηση]. Τον έζησα πρόσφατα σε μια εξόρμηση στο όρος Μπέλες, όπου υπό την καθοδήγηση και του βιβλίου του Μπέικερ σαγηνεύτηκα από το πέταγμά και τις ανεμοπορείες του, χώρια τις κάθετες εφορμήσεις του με 300 χιλιόμετρα την ώρα.
Ας τελειώσουμε ωστόσο με μια πιο ήπια εικόνα από τον περιηγητικό, λατρευτικό Μπέικερ: «Ο ήλιος έβαλε φωτιά στους παγωμένους θαμνοφράχτες, το λευκό κοράλλι τους απέκτησε μια λάμψη ψυχρή, βλοσυρή. Όλα ήταν ασάλευτα στη σιωπηλή κοιλάδα, μέχρι που οι κρύσταλλοι της ομίχλης έλιωσαν κι άχνισαν στον ήλιο, και τα δέντρα άρχισαν να στάζουν μέσα στη σπηλαιώδη καταχνιά. Τώρα αντηχούσαν μπερδεμένες φωνές και ήχοι απ’ τα αγροκτήματα που ξυπνούσαν. Ο πετρίτης πέταξε από μια θημωνιά πλάι στο δρόμο, όπου αναπαυόταν κάτω από τον ήλιο, και πήγε στο ποτάμι».