Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/fwtografia/diktioti-peliosi-livedo-reticularis
Δικτυωτή πελίωση· έτσι ονόμασε ο γιατρός το σταχτόμαυρο δίχτυ που είχε απλωθεί στο δέρμα της Μύριαμ. Δεν ήμουν σίγουρος ότι είχα ακούσει σωστά και αναζήτησα τον όρο στο διαδίκτυο. Βρήκα αρκετές καταχωρίσεις: το κέντημα του θανάτου· αγγειοκινητικές βλάβες που υποδηλώνουν βαριά ή προθανάτια κατάσταση· και αρκετές άλλες. Ο θάνατος το στρώνει, έλεγε ένας ποιητής.
Η Μύριαμ έφυγε από τη ζωή ασπρόμαυρη, έτσι ακριβώς όπως ήρθε, όπως την έδειχνε η πρώτη της φωτογραφία, ένα ασπρόμαυρο μωρό στην αγκαλιά του ασπρόμαυρου πατέρα της και τριγύρω η γκρίζα πρασινάδα του κήπου τους. Τώρα πια μπορώ να πω με σιγουριά ότι από αυτή τη φωτογραφία έγινα φωτογράφος. Ήμουν ακόμα στην προσχολική ηλικία, όμως θυμάμαι ακριβώς την ημέρα, μια βροχερή Δευτέρα, όταν ο πατέρας έφερε τη φωτογραφία μέσα σε κορνίζα και την έστησε πάνω στο σύνθετο του σαλονιού. Η Μύριαμ βγήκε από την κουζίνα, με ροδαλό δέρμα και αλευρωμένα χέρια. Ευωδίαζε ανάκατα καμένη ζάχαρη, κανέλα και γαρύφαλλο. Αυτή τη μυρωδιά δεν την έχασε ποτέ. (Ακόμα και στο τέλος, η δικτυωτή της πελίωση μύριζε κανελογαρύφαλλο και καμένη ζάχαρη· και οι ίδιοι οι γιατροί είχαν απορήσει). «Τι πήγες κι έκανες, αγόρι μου;» ρώτησε τον πατέρα και μ’ ένα χάδι του αλεύρωσε τα γένια. Δεν μπορούσα να το χωνέψω πως ο πατέρας για τη γιαγιά ήταν «αγόρι»· το μοναδικό αγόρι του σπιτιού ήμουν εγώ.
Η φωτογραφία με την ασπρόμαυρη Μύριαμ έγινε δική μου από την πρώτη στιγμή, κάτι που δεν φανέρωσα σε κανέναν. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε κι η ίδια η Μύριαμ κατάλαβαν ποτέ την επίδραση που είχε επάνω μου. Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το βλέμμα εκείνου του μωρού με τόσο έντονη απορία, που είχε σχεδόν διαπεράσει το φωτογραφικό χαρτί. Έκανα βόλτες πέρα δώθε στο σαλόνι μετρώντας τις φορές που περνούσα μπροστά από τη φωτογραφία. Όταν η Μύριαμ ήταν κοντά μου, έριχνα κλεφτές ματιές, μια σ’ εκείνη και μια στο ασπρόμαυρο μωρό, προσπαθώντας να συλλάβω τον τρόπο και τον χρόνο της μεταβολής. Αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό μου, μέχρι σήμερα.
Καθώς μεγάλωνα, άρχισα να παρατηρώ με ενδιαφέρον όλες τις φωτογραφίες. Άλλες μου άρεσαν πολύ, άλλες λίγο κι άλλες καθόλου, όμως για όλες είχα ως μέτρο σύγκρισης αυτή την παλιά φωτογραφία.
Όταν πέρασα τις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, η Μύριαμ έβαλε τον πατέρα να μου κάνει δώρο μια φωτογραφική μηχανή. Ήταν μια φθηνή Kodak με φιλμ 35 mm, που χωρούσε στην τσέπη του μπουφάν μου. Με αυτήν έβγαλα τις πρώτες μου φωτογραφίες. Ήταν όλες έγχρωμες και είχαν μέσα τη Μύριαμ· κεφαλοδεμένη με χρωματιστό μαντίλι να ζυμώνει ψωμί στην κουζίνα, μισοκοιμισμένη στον καναπέ με το πλεχτό της στα γόνατα και το κουβάρι του νήματος μισοξηλωμένο στο χαλί, στον νιπτήρα του μπάνιου να πλένει τα δόντια της. Έφαγα ξύλο για την τελευταία αυτή φωτογραφία· και μη χειρότερα, έλεγε και ξανάλεγε.
Όταν ήμουν πια δεκαοχτώ, η Μύριαμ είχε αρχίσει να γίνεται μαυρόασπρη· μετά τον θάνατο του πατέρα φορούσε μαύρα, είχε αφήσει τα μαλλιά της λευκά και η άλλοτε ροδαλή της επιδερμίδα είχε γίνει χλωμή σαν πορσελάνη. Τότε σταμάτησα να της τραβάω έγχρωμες φωτογραφίες. Χρησιμοποιούσα μόνο ασπρόμαυρα φιλμ και πειραματιζόμουν στην εμφάνιση και την εκτύπωση.
Εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο έδωσα δύο φορές. Την πρώτη δεν πήγα καθόλου καλά, αν και προσπάθησα όσο μπορούσα. Τη δεύτερη, προσπάθησα όσο μπορούσα να μην πάω πολύ καλά, ώστε να μπω στο Τμήμα Φωτογραφίας κι όχι στο Πολυτεχνείο. Δεν ήταν δύσκολο. Η μαυρόασπρή μου Μύριαμ χάρηκε πιο πολύ για τον δικό μου ενθουσιασμό, παρά για τη σχολή. Εκείνη με ήθελε ναυπηγό, να φτιάχνω «γερά σκαριά, ταξιδιάρικα».
Η Μύριαμ έζησε αρκετά χρόνια, τόσα ώστε να προλάβει και την ψηφιακή φωτογραφία. Τα πορτρέτα που της έβγαζα, πάντα ασπρόμαυρα, τα επεξεργαζόμουν με τα πλέον εξελιγμένα προγράμματα. Εδώ και πολλά χρόνια είχε σταματήσει να αντιστέκεται στις φωτογραφικές μου ορέξεις. Πολλές φορές δεν ξέρω αν το έπαιρνε καν είδηση ότι τη φωτογράφιζα. Στα τελευταία έβαζα όλη μου την τέχνη, παρόλο που ήξερα ότι εκείνη δεν ήταν πια σε θέση να την εκτιμήσει. Ώρες ατελείωτες πάλευα να ξεχωρίσω με την τεχνική των στρωμάτων τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό της, χρησιμοποιώντας όλους τους τόνους της κλίμακας του γκρι.
Ήμουν πια διάσημος. Φωτογραφίες μου κυκλοφορούσαν σε διεθνείς εκθέσεις και βραβεύονταν σε διαγωνισμούς, όμως αυτές της Μύριαμ τις κρατούσα μόνο για τον εαυτό μου, αραδιασμένες πάνω στο γραφείο μου, δίπλα σ’ εκείνη την πρώτη φωτογραφία. Το βερνίκι της κορνίζας είχε ξεθωριάσει, όμως το ασπρόμαυρο της φωτογραφίας δεν είχε αλλάξει, ούτε στην ένταση των τόνων ούτε στην ευκρίνεια των γραμμών. Οι παλιές φωτογραφίες έχουν πανηγυρικά αποδειχτεί μακροβιότερες των ειδώλων τους.
Livedo reticularis. Αυτός ήταν ο τίτλος της τελευταίας μου σειράς φωτογραφιών, που βραβεύθηκε στον διαγωνισμό Monochrome Awards. Η φόρμα υποβολής δεν δεχόταν ελληνικούς χαρακτήρες, κι έτσι χρησιμοποίησα τη λατινική απόδοση του όρου δικτυωτή πελίωση· δέκα φωτογραφίες που απεικόνιζαν σε διαδοχικές λήψεις το δίχτυ του θανάτου πάνω στο δέρμα της Μύριαμ. Παρόλο που χρησιμοποίησα το πιο εξελιγμένο πακέτο φωτογραφικής επεξεργασίας, δυσκολεύτηκα πολύ να ξεχωρίσω και να αποδώσω με ευκρίνεια τους γκριζωπούς βρόγχους που επεκτείνονταν αργά αλλά σταθερά, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια από το λευκό της επιδερμίδας της. Ίσως να μην ήταν και οι λήψεις μου οι καλύτερες δυνατές, γιατί δούλευα υπό πίεση, αφού κάθε φορά που έμπαινα στον θάλαμο της Μύριαμ, ένιωθα τα καχύποπτα βλέμματα γιατρών και νοσηλευτών καρφωμένα στη φωτογραφική μου τσάντα.
Παρά τις δυσκολίες, οι φωτογραφίες της σειράς Livedo reticularis είναι η μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εμπορική μου επιτυχία μέχρι σήμερα. Προβλήθηκαν στους φωτογραφικούς κύκλους, συζητήθηκαν από τους κριτικούς, αγαπήθηκαν από το κοινό. Έχουν γίνει αφίσες, μπλουζάκια, σελιδοδείκτες, αυτοκόλλητα. Πρόσφατα, ένας επαγγελματίας σχεδιαστής τατουάζ μου ζήτησε μία από τις φωτογραφίες να τη «χτυπήσει» στο δέρμα μιας καλής του πελάτισσας. Αυτή τη φορά αρνήθηκα κατηγορηματικά. Από φόβο. Γιατί αυτό που μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει παρατηρήσει, ούτε και οι πιο έμπειροι θεωρητικοί φωτογραφίας που έχουν δημοσιεύσει μακροσκελείς αναλύσεις πάνω στο έργο μου, είναι πως σε όλες τις φωτογραφίες της σειράς, αν μεγεθύνει κανείς το δίκτυο με τους βρόγχους του και αυξήσει την ανάλυση, θα δει να σχηματίζεται αδρά, σε πολλαπλά αντίγραφα, εκείνο το ασπρόμαυρο μωρουδίστικο πρόσωπο της παλιάς φωτογραφίας, με την ίδια απορία στα μάτια, ακόμα αναπάντητη.