Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/theatro/na-min-to-vazeis-kato
Η Μιούριελ είναι μία γυναίκα με αποφασιστικότητα και κοινή λογική. Γύρω στα 60. Φοράει μία καρώ φούστα, ζακέτα και μια σειρά μαργαριτάρια. Κάθεται σε μια γωνιά του αναπαυτικού σαλονιού της. Απόγευμα.
Είναι περίεργη ώρα, 3 το μεσημέρι, πολύ αργά για φαϊ, μα λίγο νωρίς για το τσάι. Άσε που κάποιοι θαρραλέοι κουβαλήθηκαν μέχρι εδώ απ’ το Γουολφερχάμπτον, τόσο δρόμο. Αν τους είχα σερβίρει μόνο τσάι, θα είχαν παρεξηγηθεί. Εξάλλου είμαι πάντα της άποψης, ότι ο κόσμος προτιμάει να του προσφέρεις κάτι κι ας μην έχει αναγκαστικά όρεξη να φάει. Η πρώτη μου σκέψη, συνήθως, είναι να πάω κατευθείαν στον καταψύκτη και να βγάλω το καθιερωμένο quiche, αλλά είπα στον εαυτό μου: “Μιούριελ, αυτή είναι η λύση της τεμπέλας”, οπότε κατέληξα να προετοιμάζω διάφορες σπεσιαλιτέ μου μέχρι τις δύο τα ξημερώματα: λεμονάτο κοτόπουλο, μοσχαράκι en croute και βουνά από διάφορες σαλάτες. Η αλήθεια είναι ότι ο καιρός δεν ήταν ιδανικός για κρύα σαλάτα, για Απρίλη έκανε αρκετή ψύχρα, η Μέιμπελ όμως φρόντισε να θερμάνει την... ατμόσφαιρα με μία απ’ τις φημισμένες της σούπες, απ’ αυτές που φτιάχνει σχεδόν με το τίποτα, οπότε βγήκαμε ασπροπρόσωπες. Εντωμεταξύ κανείς δεν κατάφερε να μαντέψει τι είχε μέσα κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να γυρνάω γύρω γύρω ρωτώντας τους: “Μαντέψατε τη γεύση;” Κι αυτό έσπασε λίγο τον πάγο. Δεν ξέρω τι την έπιασε την Μέημπελ, αλλ’ αποφάσισε να ρίξει μέσα λίγο κάρυ κι αυτό τους μπέρδεψε όλους. Τελικά ήταν κουνουπίδι.
Πάντως ήταν γενικά λίγο άχαρα στην αρχή, όπως είναι συνήθως σ’ αυτές τις περιστάσεις. Ήταν μερικοί παντελώς άγνωστοι σε μένα (όλο αυτό το ασκέρι των Μάσι-Φέργκιουσον, για παράδειγμα, τελείως ξένοι) κι άλλοι που θα ‘πρεπε να τους θυμάμαι, αλλά ...τίποτα! Οπότε όταν έβλεπα κάποιον να περιφέρεται σαν χαμένος, σκεφτόμουν τι θα ‘κανε ο Ραλφ κι αρπάζοντας απ’ το μπράτσο κάποιον, που ήδη ήξερα, μ’ ‘ενα πλατύ χαμόγελο τους σύστηνα: “Αυτή είναι η Τζόσλιν. Είναι στη σχολή Καλών Τεχνών. Δεν ξέρω πώς σας λένε, αλλά κάτι μου λέει ότι ασχολείστε με γεωργικά μηχανήματα!” Κι έτσι τους άφηνα να τα πούνε. Είναι σα να παρέχεις τον σπινθήρα και μετά μπορείς να αποσυρθείς.
Είχαν έρθει ένα σωρό αταίριαστοι τύποι, αλλά έτσι ήταν ο Ραλφ. Κάποιοι απ’ το Αθλητικό Συμβούλιο κι ολόκληρος λόχος απ’ το Τάνμπριτζ, μερικοί ‘Φίλοι του Καθεδρικού Ναού του Νόριτς’ κι άλλοι απ’ την Υπηρεσία Βοήθειας Αποφυλακισμένων, η Ματζ και ο Πιρς που ‘χαμε γνωρίσει στο κρουαζιερόπλοιο τον μήνα του μέλιτος, ο Ντόναλντ κι η Τζόις Μπάνερμαν, που μάλιστα ταξίδευαν για το Άμπου Ντάμπι κι ο Ντόναλντ πήρε εφημερίδα στο αεροδρόμιο κι όταν το διάβασε στις αγγελίες, γυρίσανε άρον άρον πίσω κι ήρθανε εδώ κατευθείαν! Μέχρι κι απ’ το Μάργκεητ ήρθε ένας γλυκός γεράκος. Μου λέει: “Δε θα με θυμάστε, κυρία Κάρπεντερ, αλλά είμαι στέλεχος του υπόκοσμου!” Ξεκαρδίστηκα. Όπως είπε κι ο πάστορας, ο Ραλφ είχε μια μεγάλη γκάμα εμπειριών και γνωριμιών στη ζωή του.
Τα παιδιά φυσικά ήταν θαύμα, ο Τζάιλς τουλάχιστον. Ευτυχώς η Μάργκαρετ δεν εμφανίστηκε. Ο Τζάιλς όμως πήρε όλη την κομπανία της Βασιλικής Φρουράς να τους δείξει τον κήπο κι η Φίλιππα ανέλαβε όλα τα μεγάλα κεφάλια απ’ το Χρηματιστήριο. Άκουσα έναν απ’ αυτούς που της έλεγε: “Να σου συστήσω τον Τζόρτζ, είναι ο κέρβερος της εταιρίας μας, της Γκούντισον-Μπράουν”. Τα καημένα μου, τους αξίζει μετάλλιο. Κι ο Κρίσπιν με τη Λούσι, σωστά αγγελούδια, ο Κρίσπιν να μπερδεύεται στα πόδια των μεγάλων, προσπαθώντας να τους ξαναγεμίσει τα ποτήρια. Προσπάθησα να τα σταματήσω, αλλά ο Τζάιλς μου είπε: “Αφήστε τα να κάνουν κι αυτά κάτι. Λάτρευαν τον παππού τους”. “Πραγματικά τον λάτρευαν”, λέει κι η Φίλιππα, “όπως κι όλοι μας άλλωστε.”
Η εκκλησία ήταν φίσκα στον κόσμο και τα κατάφερα να μην κλάψω μέχρι που όλοι άρχισαν να τραγουδούν τον τελικό ύμνο, ‘Πατρίδα μου, σου τάζω’... Μετά όμως είχα τόσα να κάνω και ξεχάστηκα, μέχρι τη στιγμή που είδα αυτή την απαίσια την Άντζελα Γκιλέσπι να κάνει το τραγικό λάθος να πιάσει την κουβέντα με τον Φρανκ, τον βαρετό τύπο απ’ την εταιρία κι άκουσα τις μοιραίες λέξεις ‘περονοφόρα φορτηγά’ και σκέφτηκα τον Ραλφ και πόσες φορές χρειάστηκε να τον κάνω να σταματήσει παρόμοιες συζητήσεις κι αμέσως μόνο και μόνο η ιδέα ότι μάλωνα τον Ραλφ, μ’ έκανε να βουρκώσω κι έτρεξα στο μπάνιο να μη με δούνε, μετά από λίγο ακολούθησε κι η Μέιμπελ, που μόλις είχε σκοντάψει στις παλιές του γαλότσες και την είχε πνίξει κι αυτήν η συγκίνηση. Οπότε ρίξαμε ένα κλάμα εκεί μαζί, μετά γελάσαμε καμπόσο, φρεσκάροντας το μέικ-απ μας και ριχτήκαμε πίσω στον αγώνα.
Όταν φύγανε όλοι, κάθισα πέντε λεπτά στην καρέκλα πριν αρχίσω το μάζεμα και νά’σου κι η Μάργκαρετ που κατεβαίνει στην κουζίνα. Ρωτάει, Ποιοί ήταν όλοι αυτοί; Της λέω, Ήταν ένα είδος γιορτούλας για τον μπαμπά. Μου κάνει, Γιατί; Πέθανε; Αυτό το ξέρεις ήδη, Μάργκαρετ, της απαντάω. Και ποιός τον σκότωσε; επιμένει. Μην είσαιτ όσο γαιδούρα, της λέω κι εγώ. Έλα να βρούμε πού είναι τα χάπια σου. Μερικά απ’ τα φάρμακα του Ραλφ ήταν ακόμα στο ραφάκι της τουαλέτας. Μας πρόκοψαν κι αυτά, σκέφτηκα και τα ‘ριξα στην λεκάνη. Ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό.
Πάντως το χάπι τη βοήθησε. Την άκουσα που ήταν όρθια πάλι στις 2 το πρωϊ, αλλά δεν σηκώθηκα. Θυμήθηκα όμως ότι μ’ όλη τη φασαρία είχα ξεχάσει να ταϊσω τα σκυλιά κι αναγκάστηκα τελικά να το φροντίσω.
(Σκοτάδι)
Η Μιούριελ σε μιά πολυθρόνα. Βράδυ.
Όσους συναντώ, μου λένε να μην πάρω μεγάλες αποφάσεις γενικά. Κατάφερα να φτάσω μέχρι το Κοινοτικό Κέντρο φορτωμένη μ’ ότι βρήκα στη ντουλάπα του Ραλφ, που αυτή η καπάτσα η Άντζελα Γκιλέσπι τα ‘χε ήδη καπαρώσει για το φιλανθρωπικό κατάστημα της “Μυικής δυστροφίας”.
Στο λεπτό καταφτάνει και η Μπρέντα Μπάουσφιλντ, που τα ζητούσε για την “Κυστική ίνωση” και μόνο που δε βγάλαν τα μαχαίρια. Σχεδόν αναγκάστηκα να τις χωρίσω. Τελικά, απλά χώρισα τα ρούχα, τα κοστούμια στην Άντζελα, τα υπόλοιπα στην Μπρέντα. Όλα υπέροχα. Ακόμα κι ένα σμόκιν που ‘χαμε ράψει για τον Τζάιλς στους Χοζ και Κέρτις, μέχρι που πάχυνε και δεν του ‘κανε πια. Ούτε ήθελε τις γραβάτες του πατέρα του, μου είπε. Μην ανησυχείς όμως, τις ήθελε η Άντζελα. “Όμορφη γκαρνταρόμπα”, μου κάνει. “Εσύ πώς νιώθεις, να ξέρεις ότι δεν χρειάζεται να πάρεις μεγάλες αποφάσεις, δες πως θα πάει. μέρα με τη μέρα…παπούτσια δεν είχε ο Ραλφ;”
Ομολογώ ότι σε μιά στιγμή αδυναμίας είχα αποφασίσει να τα κρατήσω. Πάντα του τα γυάλιζα με προσοχή. “Ο μικρός μου λούστρος”, με αποκαλούσε. “Ότι κι αν τα κάνεις”, συνέχισε η Άντζελα, “μην τα δώσεις στην Μπρέντα. Έχουν ένα σωρό μάνατζερ και τα κρατούν οι ίδιοι. Αυτά είναι γνωστά! Εμείς πάντως έχουμε μεγάλη ανάγκη από παπούτσια.”
Αποφάσισα να μπω στη βιβλιοθήκη να ζητήσω απ’ την δεσποινίδα Ντάνζμορ να μου συστήσει κάποιο βιβλίο για το πένθος. Αυτό είναι κάτι που έμαθα απ τον Ραλφ: “Να επωφελείσαι απ’ την πείρα των άλλων.Μια καινούργια εμπειρία είναι σα να ταξιδεύεις σε μια άγνωστη χώρα. Αλλά να θυμάσαι, κοριτσάκι μου, κι άλλοι κάναν το ίδιο ταξίδι πριν από σένα και κατέγραψαν τις εμπειρίες τους. Οπότε η πρώτη ερώτηση είναι: Υπάρχει κάποιος χάρτης; Κι η δεύτερη: Εκμεταλλεύτηκα τις πληροφορίες που είναι στη διάθεσή μου; Δεν παίζει ρόλο αν θες να παντρευτείς, να κάνεις μιά διάρρηξη η να αγοράσεις σκυλάκι. Είναι πιο αποδοτικό να συγκεντρώσεις τις κατάλληλες πληροφορίες.” Αχ, Ραλφ!
Η δεσποινίς Ντάνζμορ έψαξε τα σχετικά, αλλά το μόνο βιβλίο που μπόρεσε να βρει, ήταν ένα αφιέρωμα στον τρόπο ταφής στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Ακόμα κι ο Ραλφ θα ‘χε εγκαταλείψει την προσπάθεια! Με συμβούλεψε όμως να ζητήσω απ’ το Κέντρο Υγείας κάποιο φυλλάδιο. που διαθέτουν για το πένθος. Μου κάνει, “Δεν σας το λέω για παρηγοριά, αλλά ακόμα κι οι ελέφαντες πενθούν, κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το ίδιο και οι λούτσοι.” Πιάσαμε λοιπόν την κουβέντα για το θέμα. Με συμβούλεψε να αποφύγω να πάρω σημαντικές αποφάσεις κι όταν αποφασίσω να δωρίσω τα βιβλία του, θα ήταν πρόθυμη να τα πάρει εκείνη, καθώς χρειάζονται υλικό για μιά ομάδα ανάγνωσης, που μόλις έστησε για τους ανάπηρους.
Πέρασα απ’ το Κέντρο Υγείας κι η κοπέλα στη ρεσεψιόν είπε ότι, ναι, υπήρχε ένα φυλλάδιο για το πένθος κι ότι είχανε συνήθως κάποια πάνω στο γραφείο, αλλά τα παιδιά τα παίρνουν συνέχεια και τα μουτζουρώνουν με τα μολύβια τους και της είχαν τελείσωσει. Κι είχε ξεχάσει να παραγγείλει άλλα. Μου ‘πε ότι του ‘χε ρίξει μια ματιά κι ότι βασικά η κεντρική ιδέα ήταν να μην παίρνει κανείς μεγάλες αποφάσεις και να ριχτεί σε κάτι. Της λέω, “Δεν εννοείτε το ποτάμι, ελπίζω.” Μου κάνει, “Πώς είπατε;” Βλέπεις όλοι ξαφνιάζονται όταν το αντιμετωπίζεις με χιούμορ. Όπως έφευγα, με φώναξε πάλι να με ρωτήσει αν ο Ραλφ φορούσε γυαλιά. Γιατί, αν φορούσε, μήπως θα μπορούσα, αντί να τα πετάξω, να τα χαρίσω στο νέο σύστημα ανακύκλωσης που άρχισαν μετά τις πρόσφατες περικοπές στα οπτικά;
Φτάνοντας στο σπίτι, μου λέει η Μέιμπελ ότι η Μάργκαρετ στρώθηκε όλη μέρα σε μιά καρέκλα πίσω απ’ την εξώπορτα, με γεμάτη τη βαλίτσα της και φορώντας το παλτό της μέσα στο σπίτι, κι όχι μόνο αυτό αλλά και...γαλότσες, Κύριος οίδε γιατί. Περίμενε, λέει, την αστυνομία. Την ανεβάσαμε στο δωμάτιο με το ζόρι και μετά από πολλή προσπάθεια κατάφερα να της γλυστρίσω στο στόμα ένα χάπι, που την ηρέμησε επιτέλους κι ώσπου να κοιμηθεί νά 'σου κι ο Τζάιλς, που χτυπούσε την πόρτα.
Είχε ακυρώσει όλα του τα ραντεβού, ξεγλίστρησε απ’ το γραφείο και ήρθε μέχρι εδώ σαν αστραπή, γιατί ένιωσε ότι χρειαζόμουνα να ξεσκάσω λίγο, να ’ναι καλά το παιδί. Πάντα είχε την Μέημπελ στο τσεπάκι του, από μικρός, οπότε την κατάφερε να μείνει λίγο ακόμα στο σπίτι. να φυλά τις επάλξεις, για να ’μαι ελεύθερη να με πάει κάπου για φαγητό. Ακριβό μου φάνηκε. Σκέφτηκα: “Ελπίζω να τα βλέπει ο Ραλφ από ψηλά, για να μάθει.” Βλέπεις, ο Ραλφ, για κάποιον λόγο, ποτέ δεν συμπάθησε τον Τζάιλς, ούτε πέντε λεπτά δεν άντεχαν μαζί, ενώ, παραδόξως, έδειχνε τρελή αδυναμία στην Μάργκαρετ.
Όταν πια γυρίσαμε σπίτι, ήμουν έτοιμη να ξαπλώσω, μετά από τόσο κρασί (κι επιδόρπιο από πάνω), αλλά ο Τζάιλς δεν έφευγε, μέχρι να υπογράψω κάτι χαρτιά που ‘χε φέρει. Απ’ ότι φαίνεται ο Ραλφ φρόντισε για όλα κι αν βάλεις το σπίτι, τις μετοχές κι όλα τα συμπαρομαρτούντα, είμαι μάλλον μιά αρκετά ευκατάστατη χήρα. Έβαλε κάτι στην άκρη αποκλειστικά για την Μάργκαρετ, τίποτε για τον Τζάιλς, αλλά λέει δεν τον πειράζει, αφού ούτε ανάγκη έχει κι όταν φύγω εγώ, θα τα κληρονομήσει όλα, έτσι κι αλλιώς. Το μόνο πρόβλημα, είπε ο Τζάιλς, είναι ότι δεν έχω αρκετά μετρητά και γι αυτό μου ‘φερε όλα αυτά τα χαρτιά να τα υπογράψω, για να λυθεί κι αυτό. Μετά πρότεινε ν’ αγοράσουμε ένα... δάσος, απ’ ότι κατάλαβα. Αρχικά ήμουν μάλλον διστακτική, τον ρωτάω: “Μπορώ να το σκεφτώ λίγο;” Μου λέει, “Και βέβαια μπορείς, αλλά οι τιμές δεν θα μείνουν σταθερές!” “Τι θα ‘λεγε ο κύριος Σέρλοκ;”, επιμένω. Μου κάνει, “Δεν τους ξέρεις τώρα τους δικηγόρους!” Μακάρι να μ’ έβλεπε ο Ραλφ από μιά μεριά να υπογράφω όλο αυτό το χαρτομάνι. Εκείνος ποτέ δε μου είχε δείξει τίποτα, ενώ ο Τζάιλς με κάθισε κάτω και μου εξήγησε το κάθε τι. Άλλη γενιά, άλλα μυαλά. Το μόνο που μ’ έκανε να νιώσω λίγο άβολα, ήταν που επέμενε να πάρει κάποια πολύτιμα αντικείμενα, 3-4 πίνακες, τα ρολόγια τοίχου, τέτοια, αλλά μου εξήγησε ότι όταν έρθουν οι καρχαρίες που υπολογίζουν το φόρο κληρονομιάς, ακριβώς σ’ αυτά θα είχαν εστιάσει, για να ανεβάσουν το ποσό. “Μα φαίνονται ήδη στη λίστα,έχουν καταγραφεί”, του λέω κι εγώ. “Μην ανησυχείς”, μου κάνει, “θα τα βολέψουμε. Όλοι το ίδιο κάνουν”, με καθησύχασε. “Θα τα κρατήσω για λίγο φυλαγμένα στο Τσέλσι, στο πατάρι, κι όταν ξεμπερδέψουμε, τα φέρνω γραμμή πίσω.”
Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο της, η Μάργκαρετ κοιμόταν ακόμα. Έτσι όπως είναι ήσυχη, δεν θα μάντευε κανείς τίποτα. Το κοριτσάκι του μπαμπά της. Όχι πια κοριτσάκι βέβαια, κοίτα πόσο πάχυναν τα πόδια της. Όπως όμως λέει κι η Μέιμπελ, “Τη βλέπω να γυρνάει στο νοσοκομείο.” Αν γίνει αυτό, ίσως να μπορέσω να πάω στη Σιένα. Αλλά δεν έχω κανένα να μου κάνει παρέα. Αυτό όλο το ξεχνάω.
(Σκοτάδι)
Η Μιούριελ καθιστή, γράφει γράμματα.
Το μέρος δεν είναι ιδανικό. Κανείς δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Ακόμα κι ο Τζάιλς το παραδέχτηκε. Είναι μάλλον κλασικό παράδειγμα ιδρύματος, που πάει για λουκέτο. Χτίστηκε την περίοδο των Ναπολεόντιων πολέμων, νομίζω, ίσως σαν φτωχοκομείο και σαν κτίριο, αυτό καθ’ αυτό, είναι αρκετά συμπαθητικό. Σαν ιδρυτικό, θα έλεγα, μέλος του Οργανισμού Εθνικής Κληρονομιάς και ικανή γνώστης της αρχιτεκτονικής, δεν θα άλλαζα ούτε ένα τουβλάκι. Θα μπορούσε να γίνει ένα εξαίρετο πολιτιστικό κέντρο, ας πούμε, η ακόμα καλύτερα, μουσείο βιομηχανικής ανάπτυξης. Η κέντρο χειροτεχνίας, για πλεκτά η και πήλινα, να μπορούν να έρχονται ανεξάρτητοι τεχνίτες να πουλάνε την πραμάτεια τους ― θα ήταν πραγματικά τέλειο! Αλλά για ψυχιατρείο, ε όχι!!
Το φαγητό, για παράδειγμα. Πρέπει να το κουβαλήσουν απ’ την άλλη άκρη της αυλής, η κουζίνα είναι τόσο μακριά, που δε θα μου έκανε εντύπωση, αν χρειαζόσουν διαβατήριο για να πας! Μόνο μία τουαλέτα σε κάθε όροφο! Έριξα μια ματιά στα δωμάτια και το μετάνιωσα αμέσως. Δεν υπήρχε τηλέφωνο πουθενά και τα κρεβάτια τόσο κολλητά, που αν δεν προσέχει κανείς, όπως σηκώνεται, μπορεί να πέσει κατευθείαν στο διπλανό.
Πώς να μην σκέφτομαι συνέχεια το Ρίτζγουεϊζ, το τσάι που μας σέρβιραν στο γραφείο της προϊσταμένης και το γκαζόν απέξω που ήταν άψογο. Ο Ραλφ θα είχε πάθει συγκοπή. Αλλά το Ρίτζγουεϊζ είναι ακριβό. Πάντα ήταν. Την πρώτη του μηνός, ‘παρακαλώ όπως καταβάλετε’, όλα πολύ ευγενικά, αλλά 600 ακατέβατα! Άσε τα έξτρα. Συνέχεια. Κι όπως λέει κι ο Τζάιλς, “Μαμά, α-πο-κλεί-ε-ται. Πολύ απλά, δεν έχουμε πια τόσα χρήματα.” Η μάλλον έχουμε, αλλά είναι κάπου δεσμευμένα.
Κι ενώ κάτω από κανονικές συνθήκες θα είχαμε παλέψει με νύχια και με δόντια να την κρατήσουμε στο ιδιωτικό, από σεβασμό στις επιθυμίες του πατέρα της, αν μη τι άλλο, τώρα πια το παιχνίδι, όπως λέει κι ο Τζάιλς, έχει αλλάξει ανεπανόρθωτα. Και δεν είναι ότι δεν ενδιαφέρεται. Το αντίθετο. Ο καημένος δεν ήθελε ούτε να πατήσει το πόδι του εδώ, όταν του ζήτησα να με συνοδεύσει, τόσο τον πείραξε, είπε.
Και για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ είχα όρεξη, αλλά κάποιος έπρεπε να τα κανονίσει. Σκέφτηκα τι θα ‘λεγε ο Ραλφ ―λες και κάνω και τίποτ’ άλλο τελευταία― κι είπα στον εαυτό μου, “Μιούριελ, κουράγιο. Χήρα είσαι, έχεις όλο το χρόνο στη διάθεσή σου να το αναλάβεις καλύτερα απ’ τον καθένα”. Οπότε σήμερα, αφού επισκέπτηκα την Μάργκαρετ, ρώτησα ποιός είναι ο γραμματέας του ιδρύματος και τον στρίμωξα στο γραφείο του. Ένας μουσάτος, που απ’ ότι φάνηκε δεν είχε και πολλά περιθώρια για πρωτοβουλία. Μου εξήγησε ότι είναι υπόλογος και για το παραμικρό, και για ένα ρολό τουαλέτας,που λέει ο λόγος. Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι έχει κάποιeς ιδέες για να βελτιωθούν τα πράγματα, δε φτάνει μόνο να πείσει τη διοικητική επιτροπή, αλλά είναι και στο έλεος των επιδοτήσεων του υπουργείου.
Του ζήτησα αν μπορούν να βάλουν τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Μου κάνει: “Εδώ σας θέλω!” Για να το αγοράσουν, πρέπει να πάει να ζητιανέψει απ’ την τοπική έδρα στό Ίψουιτς κι επειδή χρειάζονται, πρώτα απ’ όλα, καινούργιες χύτρες, καλύτερα να το αποφύγει. Κι όταν ακόμη κάτι είναι τελείως στη δικαιοδοσία του, ο σύλλογος συχνά του ‘χει δεμένα τα χέρια.
Με αποτέλεσμα να κάθομαι τώρα να γράφω ένα σωρό γράμματα σε γνωστούς και αγνώστους για να στήσω μια ομάδα υποστήριξης για το νοσοκομείο. Γιατί, όπως εξηγώ, οι ψυχικές ασθένειες είναι μια μάστιγα. Κι ένα μυστήριο παράλληλα. Μπορεί να συμβεί και στις καλύτερες οικογένειες. Πάρε εμάς, για παράδειγμα. Γιατί να μας τύχει αυτό; Αφοσιωμένοι γονείς. Παιδική ηλικία απόλυτα φυσιολογική. Και μετά...αυτό.
Όταν πέρασα να τη δω το απόγευμα, η Μάργκαρετ έπλεκε ένα καλάθι, δεν τα κατάφερνε και άσχημα, να πω την αλήθεια..για την περίπτωση της. Ευτυχώς μπήκα πάνω στην ώρα που έπρεπε να ενώσει το χερούλι με το υπόλοιπο και τα ‘χε κάπως χαμένα. Οπότε κάθισα να της εξηγήσω πως γίνεται και τελικά έφτιαξα μόνη μου και τα δύο χερούλια, που μάλλον την ανακούφισε. Ποτέ δεν έπιαναν τα χέρια της. Ο Τζάιλς πάλι, ήταν πραγματικός μάστορας.
Και μια που τον ανέφερα, έχουμε λέει κάποια προβλήματα με τα κεφάλαια. Τίποτα σοβαρό, βέβαια, κάποιος κολλητός του, λέει, τον άφησε εκτεθειμένο. Θα ‘πρεπε να ‘χε διαβάσει τους όρους πιο προσεκτικά. Να μην ανησυχώ, αλλά θα πρέπει να σφίξουμε λίγο ακόμα το ζωνάρι. Οπότε του λέω, “Έχω μια ιδέα, μ’ όλες τις γνωριμίες που είχε ο πατέρας σου στο χρηματιστήριο, γιατί να μην αρχίσω μια μικρή εταιρία κέτερινγκ για στελέχη επιχειρήσεων, παραδείγματος χάριv;” Καλή παραδοσιακή κουζίνα. Μεγάλες μερίδες. Ο Τζάιλς δεν ενθουσιάστηκε όμως. Μου ‘πε ότι τώρα προτιμούν κάτι πιο προχωρημένο. Γέλασα και του απάντησα ότι οι περισσότεροι άντρες είναι απλά μεγάλα σχολιαρόπαιδα. “Κοίτα πόσα χρόνια προσπαθούσα να πείσω τον πατέρα σου να τρώει σαλάτες, κατάφερα τίποτα;” Με διέκοψε: “Ξέχασες κάτι, μαμά. Πού θα βρεις το κεφάλαιο για την αρχή;” Έτσι πάει κι αυτό. Φταίει αυτή η καταραμένη η ρευστότητα. Περίεργο, αλλά ποτέ δεν θυμάμαι τον Ραλφ ούτε καν να την αναφέρει.
(Σκοτάδι)
Η Μιούριελ σε ένα άδειο δωμάτιο χωρίς έπιπλα. Μια ανοιχτή βαλίτσα, μια κούτα. Απόγευμα.
Σκέτος μπελάς να ξεχωρίσω τα ένα-δυο πράγματα που θέλω να κρατήσω, αν και για να είμαι ειλικρινής, δε λυπάμαι που ξεφορτώνομαι τα πιο πολλά εδώ μέσα. Νιώθω σα να με φέρνει πιο κοντά στον Ραλφ. Μη θησαυρίζετε επί της γης, που λένε. Τα κρίνα του αγρού και τα λοιπά, μ’ αυτό το πνεύμα το λέω. Τ’ ανέφερα και στον πάστορα που ‘χε έρθει να ρίξει μια ματιά. Θεώρησε πολύ υγιή τη στάση μου και με ρώτησε: “Πόσο λέτε να φτάσει το δρύινο τραπεζάκι, θα ήταν ιδανικό για το χολ μας”. Στήσανε ένα τεράστιο υπόστεγο μεσ’ στη μέση του γκαζόν. Ένα σωρό κόσμος να παρελαύνει μέσα στο σπίτι κι η Άντζελα Γκιλέσπι πανταχού παρούσα. Μου κάνει, “Πρέπει να είναι φριχτό να βλέπεις αγνώστους να ξεδιαλέγουν τα αγαπημένα σου πράγματα”. “Ναι”, της απαντάω, αλλά δεν είναι αλήθεια. Αυτή που λυπάμαι πραγματικά είναι η Μέιμπελ, που τα γυάλιζε όλ’ αυτά τα χρόνια. Πάλι καλά που τα βρήκε μια χαρά με τους βοηθούς της δημοπρασίας, όλοι τους τόσο προσεκτικοί και ευγενέστατοι, που αν κάποιος απ’ αυτούς μου έκανε πρόταση γάμου, θα δεχόμουν στη στιγμή. Η Άντζελα να γκρινιάζει ότι με τόσους ντίλερ που κουβαλήθηκαν, οι τιμές θα ανέβουν στα ύψη. Μακάρι, σκέφτηκα. Όσα κι αν πιάσουν πάντως, θα ‘ναι σταγόνα στον ωκεανό.
Κάποια στιγμή την τσάκωσα να ‘χει στριμώξει τους Ντάτον στη γωνία και να τους τα λέει με το νι και με το σίγμα. Κι ότι ο Τζάιλς πάντα ήταν κατεργάρης. Γυρνάω και της λέω: “Δεν ξέρεις τι λες!” Κι ότι απλά έκανε ένα λάθος. “Λάθος;” μου κάνει. “Κι οι εκαντοντάδες άνθρωποι που έχασαν όλες τους τις οικονομίες ― κι αυτό λάθος;” “Γιατί νομίζεις λοιπόν ότι ξεπουλάω τα πάντα”, της απαντάω. “Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο”, μου λέει, “γιατί να υποφέρεις εσύ; Αυτό με πειράζει, Μιούριελ, ότι είναι αδικία.” Αδικία η όχι, αυτό δεν την εμπόδισε να αγοράσει το σκρίνιο. Εδώ και χρόνια το ‘χε βάλει στο μάτι.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τζάιλς φέρθηκε επιπόλαια. Δε νομίζω όμως ότι το ‘κανε επίτηδες. Ίσως να μην είναι τελικά τόσο έξυπνος, αυτό είναι όλο. Ευτυχώς το σπίτι στο Τσέλσι είναι στο όνομα της Φίλιππα, κάτι είναι κι αυτό. Και τα δίδακτρα των παιδιών έχουν καλυφτεί εδώ και χρόνια, άρα δεν είναι κι όλα μαύρα. Κάθισα κάτω απ’ την καστανιά, όσην ώρα είχαν τη δημοπρασία, και σκέφτηκα, ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα ‘χε συμβεί, αν δεν είχε πεθάνει ο Ραλφ. Μετά, ήταν σαν να τον άκουσα να μου λέει, “Ψηλά το κεφάλι, κορίτσι μου”, και πήγα να βοηθήσω με το τσάϊ. Δεν το ‘χω πει ακόμα στην Μάργκαρετ. Ο ‘δεκαπεντάχρονος’ ψυχίατρος που της έδωσαν, πιστεύει ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Διέγνωσε σημαντική βελτίωση. Του έφερε λέει λουλούδια, τις προάλλες. Τουλίπες, τις ξερίζωσε απ΄τα παρτέρια του νοσοκομείου. Ζήτησα συγγνώμη και πρότεινα να του δώσω μερικούς απ΄τους δικούς μας βολβούς. Μου είπε να μην απολογούμαι κι ότι αντίθετα, το βλέπει σαν σημάδι ότι γίνεται πιό κοινωνική. Ήθελε να μάθει για τον Ραλφ και την Μάργκαρετ. Ρωτάω, “Τι εννοείτε”; “Τίποτε συγκεκριμένο”, απαντάει. “Όταν ήταν μικρή”. “Ο Ραλφ της είχε αδυναμία”, του λέω κι εγώ. “Ήταν το κοριτσάκι του”. “Ναι”, μου κάνει.
Πήγα τα σκυλιά βόλτα στο λόφο αργότερα. Την τελευταία τους, υποθέτω, πρέπει να τα δώσω αύριο. Ο βρωμοψυχίατρος.
(Σκοτάδι)
Η Μιούριελ στο δωμάτιο μιας πανσιόν. Λιτή επίπλωση. Βράδυ.
Σήμερα έβγαλα το καλό μου πράσινο πανωφόρι απ’ την ντουλάπα και βγήκα αξημέρωτα, για έναν όμορφο περίπατο, μισή ωρίτσα, κόντρα στον αγέρα. Το καημένο έχει πια παλιώσει για τα καλά και στο στήθος το ’χει φάει λίγο ο σκώρος, αλλά μια και δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, μόνο ένα-δύο θαρραλέοι με τα σκυλιά τους, δεν νομίζω να το πρόσεξε κανείς.
Γύρισα πεινώντας σαν λύκος, γι αυτό έβρασα ένα αυγό και κάθισα να το φάω με μια φρυγανιά δίπλα στο παράθυρο. Ο ήλιος πάντα το βλέπει εκείνη ακριβώς την ώρα κι είναι όμορφα. Συγύρισα το δωμάτιο, έκανα κάποιες δουλίτσες και μετά πέρασα απ’ τη βιβλιοθήκη και το φαρμακείο και μ’ όλα αυτά έφτασε το μεσημέρι, είναι απίστευτο πόσο γρήγορα περνάει η ώρα. Όταν σκέφτομαι πόσα έκανα παλιά μέσα σε μιά μέρα, πραγματικά απορώ πώς τα κατάφερνα.
Είμαι εδώ ένα μήνα τώρα. Το βρήκα από μια διαφήμιση σε περιοδικό. Το λένε Σλέντμιρ, ‘Μικρά στούντιο για τις διακοπές’. Μετά την καλοκαιρινή σαιζόν τα νοικιάζουν σε πολύ λογική τιμή. Ακόμα δεν έχω γνωρίσει καλά-καλά την πόλη. Είμαι σίγουρη, ότι κάπου θα υπάρχει μια αίσθηση κοινότητας εδώ γύρω, αλλά πού. Μιλούσα με μιά νεαρή υπάλληλο στο Δημαρχείο. Μπλε βερνίκι στα νύχια, αλλά αρκετά ευγενική. Με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι για τα γεύματα της επισιτιστικής βοήθειας. Και βέβαια, απαντάω. Ήμουν υπεύθυνη για την επισίτιση των ηλικιωμένων και απόρων σε όλο το Σάντμπουρι κι έχω μεγάλη πείρα. Δε μπορώ να γυρνάω η ίδια βέβαια, τώρα πια, αλλά οργανωτικά, έχω πολλά να δώσω, όποτε με χρειαστούν. Τελικά, εννοούσε αν ήθελα να λάβω εγώ βοήθεια. Της είπα, Καλύτερα να πεθάνω. Αλλά το μήνυμα ελήφθη. Πολύ μεγάλη πια.
Πάντως δεν το βάζω κάτω. Χαζεύω συχνά στα μαγαζιά κι αν είμαι τυχερή, πέφτω πάνω στην Άντζελα Γκιλέσπι, που έχει τη μάνα της σε ένα γηροκομείο εδώ κοντά και έτσι έρχεται που και που. Πάμε για καφέ και θυμόμαστε τα παλιά. Μόνο που δεν μπορώ να το κάνω αυτό και πολύ συχνά. Ο πρωινός καφές φαίνεται να κοστίζει πλέον ένα βασίλειο. Κι εξάλλου, εγώ δεν έχω ανάγκη τον καφέ. Μιλάω εύκολα στον οποιονδήποτε. Προχτές έπιασα συζήτηση μ’ έναν απ’ αυτούς τους νεαρούς ντυμένους στα πορτοκαλιά, που παίζουν με το ντέφι τους στην πλατεία. Με πλησίασε, κουνώντας το κυπελάκι του, ξυρισμένο κεφάλι, αλλά πάντως πολύ λογικός. Η άποψή του είναι ότι η ζωή αποτελεί μια πρόβα. Προετοιμασία. Για μιά καλύτερη αργότερα, σ’ ένα καλύτερο ρόλο. Έχει κι αυτό τη λογική του, όπως και κάθε τι. Του κάνω, “Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ‘ναι σ΄αυτή την κωμόπολη”. (Γελάει)
Το μόνο φωτεινό σημείο στον ορίζοντα είναι η Μάργκαρετ. Απρόσμενα καλύτερα, έχασε αρκετό βάρος, πέταξε αυτή την απαίσια ζακέτα που φορούσε συνέχεια κι είναι τώρα μιά όμορφη δεσποινίς. Σε ξενώνα, προς το παρόν, αλλά σκοπεύει να πάρει κάποιο διαμερισματάκι. Ήρθε να με δει πριν μια βδομάδα και μάλιστα είπε ότι την επόμενη φορά θα οδηγάει κιόλας, σε δέκα μέρες παίρνει το δίπλωμα. Έγινε θαύμα. Με έβγαλε για φαϊ, σαν μια κανονική κοπέλα. Μίλησε για τον Ραλφ κτλ. Δεν του ρίχνει ευθύνες, εύχεται να ήταν ακόμα ζωντανός. Εγώ δεν ξέρω καν τι νιώθω. Ίσως τον λυπάμαι. Πλήρωσε τον λογαριασμό κι άφησε φιλοδώρημα, σα να ΄ταν κάτι που ‘κανε όλη της τη ζωή. Φυσικά θα είναι σχετικά ευκατάστατη, ο Ραλφ τα κανόνισε έτσι, που ακόμα κι Τζάιλς δε μπορούσε να βάλει το χεράκι του στα δικά της. Ο κατεργάρης.
Δεν τον βλέπω και πολύ συχνά, αυτόν και την Φίλιππα, έχουνε πάνω από μήνα να φανούν. Δεν του αρέσει να ‘ρχεται, λέει, τον στεναχωρεί. Δεν ξέρω γιατί. Εμένα πάλι όχι. Μου λείπουν τα μικρά. Όχι και τόσο μικρά, η Λούσι θα ‘ναι δώδεκα τώρα. Δώδεκα είναι σχεδόν δεκαπέντε. Σύντομα θα ‘ναι παντρεμένη. Ήλπιζα να γίνω η τέλεια γιαγιά, να τα πηγαίνω σε παιδικές παραστάσεις η στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Αλλά δεν πρόκειται να συμβεί. Άλλο ένα όνειρο πήγε στράφι.
Το νέο μου πάθος είναι με την τηλεόραση. Παλιά, ούτε την άνοιγα. Τελευταία όμως, βλέπω συνέχεια. Κι ούτε είμαι ιδιαίτερα απαιτητική. Καθόλου μάλιστα. Ότι τύχει. Αυστραλέζικα σήριαλ τα μεσημέρια, τα πάντα. Κολλημένη στο γυαλί. Φανατικά.
Μέχρι το τέλος ο λόγος γίνεται όλο και πιο ασύνδετος.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν σκότωσα τον Ραλφ. Όλα αυτά τα ανθυγιεινά που ετοίμαζα κάθε πρωί.
Ο καιρός δεν ήταν και τόσο καλός τελευταία. Τρώω πολύ πιο ελαφριά τώρα πια. Ένα βουτυρωμένο ψωμάκι μου φτάνει και μου περισσεύει.
Παίρνει στα χέρια της ένα γουόκμαν και ακουστικά.
Αυτό εδώ, είναι το καινούργιο μου παιχνίδι. Είχα δεί παιδιά μ’ αυτά, μα δεν είχα ποτέ δοκιμάσει. Ζήτησα από ένα νεαρό στην πλατεία να ακούσω λίγο. Αποκάλυψη. Έκανα λίγες οικονομίες κι αγόρασα ένα. Δανείζομαι τις κασέτες απ’ τη βιβλιοθήκη. Αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι. Πολύτιμο.
Φοράει τα ακουστικά κι αρχίζει την ακρόαση, γι΄ αυτό μιλάει πιο αραιά και πιο δυνατά.
Δε θα ‘θελα να νομίζετε ότι αυτή είναι μία τραγική ιστορία.
(Παύση)
Δεν είμαι μια τραγική γυναίκα.
(Παύση)
Δεν είναι στον τύπο μου.
(Σκοτάδι, μουσική, πιθανώς Γιόχαν Στράους)