Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/poiisi-kai-pezografia/tessera-trena
Ηλεκτρικός
Πάλι σε άφησαν απ’ έξω
Οι πόρτες έκλεισαν με κρότο
κι ίσα που πρόλαβες να δεις
στο τζάμι το είδωλό σου
ν’ απομακρύνεται
από το ρεύμα μιας ζωής εικονικής
Τα τρένα δε φτάνουν το πρωί
κι ο κόσμος στριμώχνεται στις πόρτες
πιασμένες άκρες ν’ ανεμίζουν
ένα περίσσευμα χαράς
αυτών που πρόλαβαν το έστω
τσαλακωμένων ερχομών
στην τελική τους λύση
πώς να χωρέσουν παρά φύσει
φορτία του ηλεκτρικού
―σε ένα θέμα του συρμού
Κηφισιά-Πειραιά
Τα τρένα δε φτάνουν
κι όπως πάντα
στο λίγο λιγώνεται η ζωή
κι εσύ στο επόμενο που έξω
πάλι το είδωλο με δόλο σε αφήνει
μένεις με χέρι απλωμένο στα γλυκά
μιας λάθος μέτρησης
συρμών, ανθρώπων, βαγονιών
λες κι είναι θέμα αριθμών
τα λίγα τρένα που δε φτάνουν
κι όχι ψευδαίσθησης του κύκλου
σε ευθεία
του τέλους που αλλάζει σε αρχή
ανάλογα την κατεύθυνση•
βαγόνι έσχατο σε πρώτο
κι ύστερα πάλι έσχατο
ανάλογα με τη φορά
ν’ αλλάζει θέση ο οδηγός
σε αρχή που δαγκώνει την ουρά
ενός συνειρμού από βαγόνια
να παραπέμπει το ‘να στ’ άλλο
κι όλα μαζί σε ουρανού
ουρά και νου του έκπτωτου
κόσμου που περιμένει
ηλεκτρικό του άγγελο
μιας άτοπης μεταφοράς
τρένων στο γάμο της Κανά
πολλαπλασιασμένων
κόντρα στη στείρα διαφορά
της κάθε ημέρας
Πως τα τρένα δε φτάνουν∙
πουθενά
Παράσιτα
Γαλάζιας αιθρίας
ανέφελης μέρας
τον τόνο πειράζει
αριθμός στο ραδιόφωνο:
πενήντα επτά
με ορίζοντα τέντωμα
να κουρδίζει το σιελ
ως το μπλάβο στιγμής
που ο τόνος ψηλά
συγχρονίζει τη μέρα
με μοίρας χορδή
πετονιάς με αγκίστρι
σαν τραβά αριθμός
του γαλάζιου το γάλα
η μέρα να φτύσει
κι ο ρυθμός να αλλάξει
σε τροχαίου το μέτρο
οι τόνοι ν’ ανέβουν
στο έγινε τράκα
στη φάκα γαλάζιου
υπόκρισης νύχτας
πως ήταν ημέρα
με είδωλο δόλωμα
ξανθιά Ιφιγένεια
του πώς μες στο φως
το χρήμα σε χρώμα
κι όχι το χύμα
της ώχρας στο χώμα
ατέρμονης δύσης
σε ειδήσεις του γκρίζου
έως μπλάβου στα σώματα
που ονόματα μείναν
Παρεκτός απ’ τα μάτια
μ’ αποχρώσεις και τόνους
που πιέζουν να παίζουν
από ζωές κομματιασμένες
κάποια κομμάτια
στο ραδιόφωνο•
κάποια αποσπάσματα
γαλάζιας εκτέλεσης
στης μέρας το φως
του πώς σ’ ένα βάθος
υπόκρισης χρώματος
από το χρήμα
πιάνεται λάθος
και κρίμα σταθμού
στων νεκρών τη συχνότητα
καταμεσής παρασίτων
ο φόνος του παίρνω
με μέσα αδηφάγα
σαν περνώ ―τόνος ήπιος―
την κάθοδο γι’ άνοδο
Φυγορραγία ή κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου
μνήμη P. Celan
Έρχεσαι, φτάνω, είν’ εδώ
αυτός που ποτέ δεν έφυγε
κι ας έληγε το σώμα
εκεί που στο στόμα τα λυγρά
―αυτή τη φορά ευρέως
γνωστά σαν Ολοκαύτωμα―της παιδικότητάς του
σπασμένα ονειρεύομαι
σε όνειρα και ρεύομαι
το κρέας μιας αγάπης
που πάντα θ’ αποσυντίθεται
σε ρίγη, ρωγμές και ράγες
να πάνω τους φυγορραγούν
των στοιβαγμένων τρένα
―περνούν πάντα μεσάνυχτα
και κουβαλούν Εσένα
Έρχομαι, φτάνεις, είν’ εδώ
αυτός που ποτέ δεν έφυγε
τον τόπο του μαρτυρίου
ο δεν χαρά, δεν λύτρωση
και αν και θα και θάνα-
τος με το άδειο πρόσωπο
φιδιού αυγό στους ώμους
να κεκαρμένοι το κλωσούν
πριν σπάσουν ποίημα κλειστό
μίσος μισό αν δεν τα τρένα
βγαλμένες ρέπλικες στο φως
ότι δεν έγινε ποτέ
―κέλυφος τρόπος να ανθίσουν
πρωθύστερα δόντια στον καρπό
πως μόνη τους τέχνη οι πιτσιλιές
από αίμα στο τελάρο
Έρχεται, φτάνεις, είμ’ εδώ
αυτός πού ποτέ δεν έφυγε
ακίνητο σκοτάδι
σαν χάδι απέθαντης στιγμής
πως όλο το τότε είναι τώρα
και το μετά για πάντα τότε
που πέρασαν τα κόκαλα
το δέρμα σαν χαρτί
γραφή του νωτιαίου
να ανεπίδοτη σοβεί
να στα κενά λανθάνει
ανάμεσα τούτων των στροφών
που πάντοτε θα βγάζουν
σε κλίβανου άσιγη σιωπή
Λιβάνου ύστερου ειρκτή
Έρχομαι, φτάνει, είσ’ εδώ
εσύ που ποτέ δεν έφυγες
να νυχτερίδα κρέμεσαι
ανάστροφα απ’ τη σιωπή τους
αν πόζα τελεσίδικη
μες στα συρματοπλέγματα
μια άφωνη θρησκεία
Schiboleth δίχως φωνήεντα
αδύνατον να προφέρεις
Schblth τρόπος ανήκεστος
το πλέγμα να διασχίσεις
που θα ‘ναι πάντα γλωσσικό
πως πρώτα σοβεί ὁ θάνατος
στη γλώσσα πριν το σώμα
ένα βουβό πλοκάμι
Μετά το Άουσβιτς υπάρχει
ακόμη μια σφαίρα στη θαλάμη
Κρύα κωμωδία
Κυλιόμενη σβήνει την ώρα
της καθόδου στην κλίμακα
μιας άλλης γλώσσας
να με χαμένο κωδικό διαδρομή
ως το καθαριστήριο•
μια στάση μόνο και πυκνώνει
τα ρούχα σ’ ανακομιδή
η δεν ωστόσο πιο απτή
σπουδή να καταλάβεις
πίσω απ’ τις παύσεις τα σημεία
ληγμένης οικειότητας
καθώς σου γνέφουν οι νεκροί
όλοι ένα βέλος προς τα κει
που αδειάζει ο βίος το κενό
σε συνειρμό των βαγονιών
με τελική τους λύση
συρμό με σύρμα την τροπή
γραφής σε γκράφιτις σπηλιών
αγκράφας μόνης που τα δένει
ράγα στα χείλη η σιωπή
ραφή που στέκει σαν αυτό-
γραφο αυτοχειρίας
τρενάροντάς σε ως το τρένο
σε τραύμα επίθεμα λινό
ράμματος σε επώνυμα
των αυτοκτόνων ποιητών:
πρώτος μ’ επίθετό του μαύρο
πρόβατο άπατων ριζών
δεύτερος με λαπά
(ποιος υπουργός;)
την ειρωνεία στην αρχή του
του τρίτου το κάρυ να τρολάρει
βίο άνοστο•
ρόγχος των ρούχων
σκιών και σιωπών ενδημία
τρέπει τ’ αφόρητο σ’ αφόρετο
και τα λινά διαβάζει
με κάτι Και μόνο εμείς θα ξέρουμε
με το τριζόνι νεκροπομπό,
Έτσι με σύντριψε το Φως
ή Κι όλοι να λένε τάχα
πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι
Κι εκεί που θα και να και τος
ρυθμός που ανοίγει τ’ άπλυτα
σε απειλητικά
με άλμα στην αφήγηση
μ’ αρπάζει η Μπεάτα
ο παιδικός μου έρωτας
και κυλιόμενος αρμός
σε ήμερο φως με βγάζει
κι αδειάζει τον πλεονασμό
να μετρώ στο μετρό
Μπροστά στο Μεταφερθήκαμε
Παράδεισος Αμαρουσίου
τ’ ασώματα ρούχα τους κρατώ
κατάστικτα απ’ τούς στίχους
κι αναλογίζομαι την πρόοδο
του καθαριστηρίου
πριν της ανθολογίας
στου ηλεκτρικού το πάτωμα
στο δρόμο για το μετρό
ο γδούπος με ξυπνήσει
σε ήλιου γέλιο κρύο
απ’ όνειρο αντεστραμμένο
πως κάθονταν στις μπροστινές
τρολάροντας που αδιάβατος
διάβαζα ως τον ύπνο
λίκνο του τρεναρίσματος
ζωής πάνω σε ράγες
πριν κωμωδία άδηλη
σ’ ανθολογία θείας σου
στο κομοδίνο πλάι
του νεκροκρέβατού της
λάθρα γίνει δική σου
παρέα σ’ εκτροχιασμούς
του πώς το μαύρο βγάζει φως
φυγορραγίας βιος οι σπίθες