Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/poiisi-kai-pezografia/einoi
Το πρωί που ξύπνησε και αντιλήφθηκε, πως μπορούσε να μιλάει και να καταλαβαίνει όλες τις γλώσσες του κόσμου δεν ξαφνιάστηκε. Τελευταία τα όνειρά του κατακλυζόταν από άγνωστα σύμβολα και αλλόκοτες φωνές. Οι σιωπηλές σειρές των προγόνων που διάβαιναν άλλοτε τις σκιώδεις οροσειρές των ταραγμένων ύπνων του, είχαν αντικατασταθεί από ένα θορυβώδες συναπάντημα φωνών δίχως σώμα, από μια ανυπόστατη και αέρινη λεκτική συμφωνία. Τα πρώτα συμπτώματα είχαν βέβαια φανεί από καιρό, όταν κάθε πρόταση που διάβαζε στη γλώσσα του, μεταφραζόταν ακούσια και αυτόματα, λέξη προς λέξη, σε δεκάδες διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους. Σε μια ατέλειωτη παλέτα που εκτεινόταν από τις συνηθισμένες και κοινώς γνωστές γλώσσες, έως όσες είχαν χαθεί για πάντα στο χρόνο, χωρίς να αφήσουν ούτε ένα ίχνος να μαρτυρά την ύπαρξή τους. Το γεγονός τον τρόμαξε και προσωρινά έπαψε να διαβάζει. «Απαρχή τρέλας», σκέφτηκε.
Όλος αυτός ο συρφετός από λέξεις και φράσεις σε κάθε διάλεκτο του κόσμου, μπερδευόταν ακόμα περισσότερο και δημιουργούσε ένα ακατανόητο λεκτικό χάος, γιατί εκτός από αυτά που εξέφραζαν φανερά μέσω της γλώσσας οι άνθρωποι, έφταναν στα αφτιά του όλες οι δευτερεύουσες μύχιες σκέψεις, που συγκρατούσαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους, όλα τα συναισθήματα τους, συνειδητά και ξεχασμένα, όλοι οι καταπιεσμένοι πόθοι και οι επιθυμίες, που κρυβόταν στα απύθμενα βάθη της καρδιάς τους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Μπορούσε να ακούει και να καταλαβαίνει τα πουλιά και τα ζώα, να αναγνωρίζει τα μηνύματα που μετέφεραν οι ρίζες των δέντρων, να συμμετέχει στις πανάρχαιες μνήμες τους, δημιουργώντας πολυπρισματικά, παράλληλα σύμπαντα. Μπορούσε να διαβάζει μέσα στο μυαλό του τα μηνύματα του ανέμου, φερμένα από τις μακρινές ερήμους, δεμένα με την υγρασία των ωκεανών και το θρόισμα των δέντρων στις αδιάβατες κορυφές των βουνών. Αποκρυπτογραφούσε άθελά του, τους τριγμούς της γης και το θόρυβο από το αυλάκι που άφηνε η τροχιά των πλανητών στο σκοτάδι του σύμπαντος. Ήταν εκείνες τις στιγμές, που ο τόπος και ο χρόνος έχαναν την υπόστασή τους. Ανάμνηση και εξωτερικό ερέθισμα αναμιγνύονταν φτιάχνοντας έναν χαοτικό, πολυκέφαλο κόσμο, μια άτρωτη κοσμική Λερναία Ύδρα, που κανένα πυρ δεν μπορούσε να εξουδετερώσει. Το γεγονός αυτό καθιστούσε αδύνατη την τοποθέτηση μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου κάθε σταθερό σημείο είχε εξαφανιστεί. Στους συχνούς εφιάλτες του, έβλεπε κλαδιά δέντρων να ξεπροβάλουν μέσα από χάσκοντα στόματα, με τις λέξεις να κρέμονται πάνω τους σα μαραμένα φύλλα. Δίποδα υβριδικά κουφάρια ανθρώπων – δέντρων περιπλανιόνταν βουβά, κλυδωνιζόταν σα σακατεμένες κούκλες, μεταφέροντας ακατανόητα μηνύματα με τη σύγκρουση των κλαδιών τους.
Κάποτε ονειρεύτηκε πως υπήρχε συγκεκριμένος αριθμός λέξεων για τον κόσμο και πως όταν ξοδεύονταν όλες θα βασίλευε αιώνια σιωπή. Ακόμα και η βροχή θα έπεφτε αθόρυβα, οι άηχες βροντές δε θα τρόμαζαν πια κανέναν, τα ποτάμια θα σιγούσαν και τα πουλιά θα περιορίζονταν σε ένα βουβό ανοιγοκλείσιμο των φτερών τους. Τα μουσικά όργανα θα έπεφταν άχρηστα από τα χέρια των εκτελεστών τους, ο άνεμος θα παράσερνε την άμμο σε έναν κουφό κόσμο, τον οποίο τα φύλλα θα απαξιούσαν να τέρψουν με το θρόισμά τους. «Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι πρέπει να σέβεσαι τις λέξεις, έχεις ήδη χάσει το σεβασμό για αυτές. Η μόνη ένδειξη σεβασμού για τις λέξεις, είναι η χρήση τους», αντηχούσε κατά τη διάρκεια του ονείρου η φωνή της, από χρόνια χαμένης, γιαγιάς του. Η πρόταση ήταν εκπεφρασμένη στη μητρική του γλώσσα αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τη χροιά της φωνής της, ίσως γιατί στο όνειρο δεν υπήρχε χροιά, δεν υπήρχε φωνή αλλά ένα άμεσο τηλεπαθητικό μήνυμα στο υποσυνείδητό του, ένα μήνυμα που ο πομπός του ήταν η πέτρινη σιωπηλή μορφή της ανάμνησης ενός προσώπου χαμένου στα βάθη του άχρονου.
Οι παραισθήσεις, αν μπορούν να ονομαστούν παραισθήσεις οι εικόνες από χρόνους και τόπους περασμένους στους οποίους ποτέ δεν είχε υπάρξει, άρχισαν να τον επισκέπτονται ξαφνικά. Άρχιζαν ως μια παράξενη αίσθηση αιώρησης σε ένα παράλογα συμπαγές κενό και ολοκληρώνονταν με ξεκάθαρες εικόνες, ήχους, οσμές και συναισθήματα. Άλλοτε βρισκόταν στο πυρετώδες αποκορύφωμα μιας μάχης με το σώμα του να πάλλεται από το σφύζον αίμα που χανόταν, μέσα στη δίνη των αλαλαγμών και των ουρλιαχτών, υπό τη σκέπη που δημιουργούσε ο θόρυβος από τις κλαγγές των όπλων και τον καλπασμό των αλόγων πάνω στην άμμο. Άλλοτε πάλι βούλιαζε στην αδιαπέραστη σιωπή ενός σκοτεινού δωματίου, γέρος, κατάκοιτος και μόνος, εγκαταλελειμμένος από χρόνο και ανθρώπους, βορά στη φθορά ενός σώματος, που κάποτε είχε αποτελέσει το περήφανο όχημα του σε αυτό τον κόσμο. Τότε ένιωθε στα κατάβαθα της ψυχής του κάτι από την κοσμική μοναξιά ενός σύμπαντος στο οποίο δεν είχε λάμψει ποτέ κανένα φως, ούτε υπήρχε μέσα του η προσδοκία της ζωής έστω ακόμα και αυτής της ψευδεπίγραφης παράφρασης ζωής που βασίλευε παρασιτικά στο δικό του βεβηλωμένο κόσμο. Εκείνες τις στιγμές ο χρόνος έχανε την υπόστασή του και η αιωνιότητα μετατρέπονταν σε μια υπόσχεση ποινής, σε όργανο στα χέρια μιας σαδιστικά τιμωρητικής οντότητας, που αντλούσε υπέρμετρη χαρά από το πλεόνασμα του διαμοιραζόμενου πόνου. Τότε η ύπαρξή του μίκραινε και ένιωθε βαριά τη σκιά του κόσμου να τον καταπλακώνει, ένιωθε πως δεν είχε υπάρξει ποτέ και πως το χαρμόσυνο μήνυμα της μελλοντικής του γέννησης, θα παρέμενε μια κούφια υπόσχεση, ένα επαίσχυντο ψέμα τόσο φυσικά προφερμένο, τόσο αναπόδραστα αληθινό. Ένιωθε πως όλες οι λέξεις και οι έννοιες σμιλεύτηκαν από έναν πρωταρχικό, συμπαγή και συνεχώς αναγεννώμενο όγκο ψέματος. Προφητικές κουβέντες για ανυποψίαστους μωρούς, τιποτένιες ρητορείες για ευκολόπιστους, θύματα των αγυρτειών μιας ύπαρξης - παγίδας που εποφθαλμιούσε τη ζωή τους, που κατάστρωνε ύπουλα σχέδια για να ρουφήξει με τη συνοδεία απαίσιων συριγμών κάθε ικμάδα ζωτικότητας από ζωές παιγμένες στα ζάρια, σε τυφλά καταγώγια κατοικημένα από παραμορφωμένες τερατογενέσεις.
Υπήρχαν στιγμές μέσα σε αυτές τις παραισθήσεις, που η οντότητά του μετατρέπονταν σε ήχο ή σε μια απλή αίσθηση. Έβλεπε ότι βάδιζε δίπλα στην όχθη ενός ποταμού ένα ηλιόλουστο, γλυκό απόγευμα, οδηγημένος από τον απαλό άνεμο και ήταν ο ίδιος το δροσερό νερό ή ότι γινόταν η χαρούμενη κραυγή ενός μωρού ή απλά η υπόσχεση του ερχομού της άνοιξης. Γινόταν το πρώτο πρόσωπο που αντίκριζε το νεογέννητο άλογο και ήταν ταυτόχρονα και η ματιά του αλόγου. Γινόταν ο άνεμος που όργωνε τους ορυζώνες και επόπτευε τα όρη και τις ταραγμένες θάλασσες. Ήταν τα μισοτελειωμένα λόγια ανάμεσα σε δύο συντρόφους στο χάραμα της νέας μέρας και η αίσθηση ότι το κρύο που φωλιάζει στις σκοτεινές ψυχές των ανθρώπων μπορούσε να διαρραγεί. Τότε το είναι του εξακοντίζονταν σε φωτεινές σφαίρες και πλημμυριζόταν από την ανάμνηση του αιώνιου παρόντος, μια ανάμνηση ενός γεγονότος, που αδυνατούσε να προσδιορίσει, πότε το είχε ξαναβιώσει.
Το πρωί που βρήκαν το κρεβάτι του άδειο κανείς δεν ήξερε πώς είχε καταφέρει να φύγει ή που είχε πάει. Το μόνο στοιχείο που πρόδιδε την μακροχρόνια εκεί παρουσία του ήταν το γράμμα πάνω στο μαξιλάρι του με αποδέκτη τον αρχίατρο, διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής. Σε αντίθεση με τα συνήθη ορνιθοσκαλίσματα των υπόλοιπων τροφίμων η επιστολή ήταν γραμμένη με εξαιρετικά καλλιγραφικά
«Σου το γράφω έτσι ακριβώς όπως έγινε γιατί μόνο εσύ μπορείς να το καταλάβεις. Συνέβη το αξιοθαύμαστο. Να βλέπω ένα όνειρο και την ίδια στιγμή να ακούω (να πλέκω, να δημιουργώ) την εκ των υστέρων αφήγησή του. Τα παρακάτω λοιπόν είναι το αποτέλεσμα ονείρου, αναπαράστασης ονείρου και διήγησης της αναπαράστασης μέσα στο όνειρο (Κύριος οἶδε): Και μέσα στον ύπνο του είδε πως ενώ κοιμόταν άκουσε μουσικές, τον ήχο ενός ακορντεόν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κι έπαιζε ένα τραγούδι παλιό, που το άκουγαν σε παιδικές γιορτές. Παρόλο που το αναγνώρισε, ο πατέρας του, του φώναξε από το άλλο δωμάτιο, πώς έπαιζαν αυτό το παλιό κομμάτι και να βγει να το ακούσει. Και όταν βγήκε επιτέλους στο μπαλκόνι, είδε πως ο μικρός με το ακορντεόν ήταν αυτός ο ίδιος, ντυμένος με τα καλά του για μια γιορτή χρόνια πριν. Ένας πλάνητας που έπαιζε σε μια άδεια γειτονιά την ανάμνηση μιας μουσικής, μέσα σε ένα όνειρο που την ανάμνησή του σας αφηγούμαι».