Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/afierwma/i-istoria-ghrafetai-me-gheghonota-i-loghotekhnia-me-lekseis
Το 1963 δημοσίευσα την Κάθοδο των εννιά. Ουσιαστικά ήταν το πρώτο μου έργο. Η ιστορία είναι απλή: Το 1949, στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, μια μικρή ομάδα ανταρτών, οι τελευταίοι επιζώντες του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού, καταδιωκόμενοι θα περάσουν από τον Ταΰγετο στον Πάρνωνα. Για μερικές εβδομάδες θα συρθούν ελισσόμενοι σε μια περιορισμένη περιοχή, προσπαθώντας να κατεβούν προς τη θάλασσα – που δεν είναι βέβαια λύση. Προοδευτικά θα αποδεκατιστούν. Επιβιώνει το νεότερο μέλος, ένας 18χρονος που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας.
Η Kάθοδος
έγινε δεκτή με ενθουσιασμό – ιδιαίτερα από τους αριστερούς. Αγαπήθηκα απ’ αυτούς γιατί άγγιζε προβλήματα που τους απασχολούσαν, εξέφραζε αμφιβολίες, καημούς που τους ένιωθαν και οι ίδιοι αλλά δεν τόλμησαν ποτέ να τους αρθρώσουν. Ακόμα επειδή οι ήρωες είχαν συγκεκριμένη καταγωγή, ήταν σαφές από πού έρχονταν και που πήγαιναν, ενσαρκώνοντας την έννοια της αξιοπρέπειας και της περηφάνιας μέσα σε συνθήκες άκρας απελπισίας.
Αρκετοί που δεν με ήξεραν θεώρησαν ότι η Κάθοδος είχε αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να αποδοθεί στην δύναμη της πρόζας. Τα πράγματα ωστόσο ήταν διαφορετικά. Η κάθοδος των εννιά, – η αναφορά στον Ξενοφώντα κραυγάζει – ήταν αποτέλεσμα μιας προσωπικής ερωτικής καταστροφής. Έγραψα την Κάθοδο των εννιά, γιατί μου ήταν αδύνατο να γράψω μια κλασσική ερωτική ιστορία, δεν θα μπορούσε να χωρέσει με τίποτα την απελπισία μου. Και έτσι περίπου κατακυρώθηκα ως αριστερός συγγραφέας. Ερήμην μου.
Το 1994 εξέδωσα την Ορθοκωστά. Είχαν μεσολαβήσει μερικά άλλα βιβλία κι’ από αυτά σημειώνω τα μυθιστορήματα «Τρία Ελληνικά Μονόπρακτα» και «Στοιχεία για τη Δεκαετία του ’60». Το τείχος του Βερολίνου είχε πέσει ήδη από πέντε χρόνια. Ο σάλος που ξεσήκωσε το βιβλίο δεν με ξάφνιασε ακριβώς.
Οι αριστεροί που, παρά την κριτική σκληρότητά της, είχαν αγκαλιάσει την «Κάθοδο των εννιά», με την «Ορθοκωστά»
φρίαξαν. Ο αριστερός συγγραφέας που έγινε ξαφνικά εξομώτης, αποστάτης ή προδότης, κατά περίπτωση. Για μερικούς πουλήθηκε αλλά σε ποιους;
Η Ορθοκωστά μοιάζει με το αρχείο ενός ερευνητή που ασχολείται με την προφορική ιστορία: αντί για τη συνεκτική μαρτυρία ενός μοναδικού πληροφορητή, το βιβλίο παρουσιάζει μια σειρά από μαρτυρίες, οι οποίες ποικίλλουν σε μέγεθος από τις λίγες γραμμές έως τις είκοσι σελίδες και αφορούν γεγονότα που έλαβαν χώρα στην περιοχή του συγγραφέα την περίοδο 1943 – 1944: το κάψιμο του χωριού του, από τους αριστερούς αντάρτες, τη φυλάκιση και την ανάκριση ανθρώπων που θεωρούνταν συνεργάτες των Γερμανών στο μοναστήρι της Ορθοκωστάς και την εκτέλεση ορισμένων από τους αιχμαλώτους.
Το μυθιστόρημα δανείζεται τον τίτλο του από ένα μοναστήρι στην Κυνουρία που, το 1943-44, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως «αντιδραστικών», από τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ ήταν το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Τύποις μετώπου – στην ουσία βρισκόταν κάτω από την συντριπτική κυριαρχία του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η Πηνελόπη Παπαηλία στο βιβλίο της: Cenres of recollection: Archival Poetics and Modern Greece (Palgrave Macmillan, Nέα Υόρκη 2005) στο κεφάλαιο “Reading (Civil) War, the Historical Novel and the Left” παρατηρεί ότι:
Το βιβλίο έγινε η αφορμή για να ξεσπάσει μια έντονη συζήτηση στους κόλπους της Αριστεράς, καθώς ενόχλησε ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσίασε τον Εμφύλιο Πόλεμο: σε μια περίοδο που η ελληνική Αριστερά βίωνε την κρίση που προκάλεσε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, το έργο εστίαζε στη βία των ανταρτών και ταυτόχρονα υποδείκνυε ότι τα κίνητρα πολλών από τις εμφύλιες συρράξεις δεν απέρρεαν αποκλειστικά από ιδεολογικές διαφορές αλλά και από προσωπικές έριδες και παρορμητικές πράξεις.
Η εθνική αντίσταση, όπως χαρακτηρίστηκαν οι αγώνες κατά των κατακτητών, μονοπωλήθηκαν από το ΕΑΜ. Με την εξαίρεση του ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα στην Ήπειρο, που κατάφερε να επιβιώσει μέχρι την απελευθέρωση, όλες οι άλλες απόπειρες συγκρότησης μάχιμων αντιστασιακών τμημάτων, εξουδετερώθηκαν ανελέητα, από τον ΕΛΑΣ. Η βία χρησιμοποιήθηκε απροσχημάτιστα. Για όσους, διαφωνούσαν με το ΕΑΜ απέμεναν δύο δρόμοι: εξόντωση ή καταφυγή στη σκέπη των δυνάμεων κατοχής. Τούτο και έγινε. Συγκροτήθηκαν τα τάγματα Ασφαλείας. Οι συνεργάτες των Γερμανών. Η ρετσινιά ήταν ανεξίτηλη. Και βεβαίως ηθικά αξεπέραστη. Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου είναι εκεί στη διετία 43-44. Ο εμφύλιος τέλειωσε το 1949. Η ήττα του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού, που ήταν καθαρά κομμουνιστικός στρατός, ήταν απόλυτη. Η χώρα βγήκε από αυτόν τον πόλεμο ερειπωμένη. Το εθνικόφρον κράτος, φοβικό και στενόμυαλο, επιδόθηκε σε ένα επίμονο κυνήγι μαγισσών. Αριστερός στην Ελλάδα ίσον κομμουνιστής. Γι’ αυτή την μονοσήμαντη ερμηνεία ευθύνονται οι κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας αλλά και οι ίδιοι οι αριστεροί. Οι ηττημένοι υπέστησαν διώξεις και περιορισμούς ασφυκτικούς. Έτσι άρχισε το μαρτυρολόγιο και η αγιοποίηση. Οι αριστεροί, συντετριμμένοι στο στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, θα κυριαρχήσουν ωστόσο στον πνευματικό χώρο. Τους βοηθάει ένα ευνοϊκό αεράκι που φυσάει από την Δυτική Ευρώπη. Κυρίως από την Γαλλία. Μεγάλο ρόλο ωστόσο σ’ αυτή την κυριαρχία θα παίξει το γεγονός ότι αυτοί κατακυρώθηκαν ως οι διεκπεραιωτές της Εθνικής Αντίστασης. Οι υπόλοιποι ήσαν προδότες. Συνεργάτες των Γερμανών. Πληθυσμοί ολόκληροι τούτοι. Η Πελοπόννησος π.χ. στην πλειονότητά της. Υπήρχε μια σκληρή, ανυποχώρητη επιμονή σ’ αυτή την γραμμή. Μια ιδιόρρυθμη μοχθηρία. Η βία, η αγριότητα, οι χαμένες ζωές αποσιωπήθηκαν. Η Ορθοκωστά δημιούργησε ένα βαθύ ρήγμα σ’ αυτή την παγιωμένη αντίληψη. Πολλοί από τους νεότερους ιστορικούς ομολογούν ότι η Ορθοκωστά στάθηκε αφορμή για μια διαφορετική ματιά σ’ αυτό το κοντινό, συσκοτισμένο παρ’ όλα αυτά, παρελθόν. Μια ματιά απαλλαγμένη από τις μανιχαϊστικές κατηγοριοποιήσεις. Η μελέτη της βίας εκείνων των χρόνων, από οπουδήποτε κι αν προερχόταν, έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας. Και τα συμπεράσματα ήσαν συχνά εκκωφαντικά. Κατά την επιγραμματική απόφανση ενός εξ αυτών των ιστορικών, για το ρόλο της Ορθοκωστάς, «η λογοτεχνία προηγήθηκε της ιστορίας». Εξού και το μένος κατά του βιβλίου.
Κατά την Παπαηλία:
οι αριστεροί αναγνώστες ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα με την Ορθοκωστά διότι κλήθηκαν να εξοικειωθούν με μια αφηγηματική οπτική διαφορετική από αυτήν του απογοητευμένου κομμουνιστή: την οπτική του πληγωμένου «εχθρού». Αυτή η δύσκολη, ενσώματη εμπειρία ―την οποία οι περισσότεροι αναγνώστες έτειναν να παραβλέπουν, καθώς η Ορθοκωστά έχει πολύ συζητηθεί και λιγότερο διαβαστεί― αποκαλύπτει κάποιες από τις βασικές παραδοχές σε σχέση με τις μαρτυρίες, οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί μέσα από διαφορετικά λογοτεχνικά και ιστορικά εγχειρήματα συλλογής μαρτυριών στην ελληνική κοινωνία.
Αναδεικνύοντας μάλλον παρά συγκαλύπτοντας τη διαμεσολάβηση της γλώσσας στην καταγραφή και ερμηνεία της μαρτυρίας, η Ορθοκωστά θέτει κάποια απλά αλλά κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τα προγράμματα συλλογής μαρτυριών και τους τρόπους με τους οποίους παράγουν τα εκάστοτε «θύματα» των ιστορικών συγκυριών (μετανάστες, πρόσφυγες, όλοι όσοι φέρουν τα τραύματα πολεμικών συγκρούσεων) ως ομιλούντα υποκείμενα της Ιστορίας. Μπορεί να κατασκευαστεί μια πειστική μαρτυρία μέσα από λογοτεχνικά σχήματα; Μήπως απαιτούνται ακριβώς λογοτεχνικά σχήματα προκειμένου να μετασχηματιστεί η ατομική μαρτυρία σε αφήγημα ενός συλλογικού παρελθόντος; Τι γίνεται όταν ο ερευνητής δείχνει πρόθυμος να ακούσει τη μαρτυρία των ανθρώπων της «άλλης πλευράς» και αυτή η μαρτυρία αποδεικνύεται εξίσου πειστική;
Η παρατήρηση για την διαμεσολάβηση της γλώσσας στην καταγραφή και ερμηνεία της μαρτυρίας είναι σωστή. Παραθέτει εδώ το εναρκτήριο κεφάλαιο της Ορθοκωστάς:
Όλη τη μέρα μας έφερνε ο αέρας αποκαΐδια. Αλλά ήταν ησυχία. Το βράδυ καθίσαμε έξω από το σπίτι και είδαν άντρες ότι από τα Μακρέκα ξεκίνησαν πέντε νοματαίοι και φεύγανε. Βγήκαν οι δικοί μας πιο κάτω στο ξάγναντο και είδαν τους δύο να χώνονται στο ρέμα του Κούρου, τους άλλους τρεις να ανεβαίνουν κατά τη Μασκλινέκη Βίγλα. Γύρισαν πίσω, λένε, κάτι γίνεται, θα φύγουμε γιατί θα μας πιάσουν απόψε. Θα μας σκοτώσουν. Και έφυγαν εκείνη την ίδια ώρα. Είπαν σε μας τις γυναίκες, μάστε τα πράματα, να βγούνε τα σφαχτά αύριο πάνω από την Κουμπίλα, να μη μείνει τίποτα εδώ. Γιατί κάτι γίνεται. Έφυγαν και μεις φύγαμε το πρωί, με το φώτιμα. Εγώ, οι γυναίκες των τσοπάνηδων, η συννυφάδα μου, του Γιώργου η γυναίκα. Του δικηγόρου. Είχε έρθει από την Τρίπολη, τον Γιώργο τον είχαν στο στρατόπεδο, τον είχανε πιάσει. Μαζέψαμε τα γίδια από τη Λάκκα. Ήταν η χήρα, η Λιου του Τσιούλου. Πήγε να πιάσει κάτι κότες να τις πάρει, είχε έναν κόκορα, της έφυγε ο κόκορας. Λέει, να μην αργούμε, αφού είπαν οι άντρες να φύγουμε, θα γυρίσω το βράδυ να τον πάρω. Γύρισε το βράδυ, ο κόκορας δεν ήταν στην κούρνια του. Βγαίνουν έξω να ψάξουν, είχε τα δυο μεγάλα παιδιά της κοντά, δέκα έντεκα χρονών, βλέπουν παρακάτω στο αλώνι πούπουλα. Λέει η Λιου, μας τον έφαγε αγρίμι τον κόκορα.
Αφηγείται γυναίκα. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ανήκει σε μια μικρή κοινότητα ημινομάδων κτηνοτρόφων. Υπάρχει μια βιβλική ατμόσφαιρα. Ένας αόριστος ακόμα, για τον αναγνώστη, κίνδυνος αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους. Μακρυά κάτι καίγεται. Είναι η ρίζα της ανησυχίας τους. Τούτο θα διευκρινιστεί λίγο αργότερα στο Τρίτο κεφάλαιο:
Την Αγιασοφιά την έκαψαν στον θέρο περίπου. Ήμαστουν στην Κουμπίλα ακόμα. Δεν πήγαμε, που να πάμε, αλλά ακούγαμε όλη νύχτα το τρίξιμο της φωτιάς. Ερχόταν και η μυρουδιά του καπνού, μας έπνιγε. Μάθαμε έπειτα ότι είχε μείνει η μητέρα του Αγγελή του Λαμπίρη. Εκείνου που είχε το γύφτικο. Οι άλλοι είχαν βγει έξω, κρυμμένοι, στο απέναντι μέρος. Πάνε οι καπεταναίοι; Που είναι ο γιος σου, που είναι ο γιος σου; Λέει αυτή, τι τον θέλετε, καμάρι, ανάπηρος άνθρωπος και έχει έξι παιδιά. Είχε το μάτι του. Το ’χε χάσει στην Αλβανία. Να κρύβεται ξέρει, λένε. Την πίεσαν να πει πού είναι και δεν είπε. Με το χωριό αγνάντια. Και όπως ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο την ντουφέκισαν και έτσι τη βρήκαν. Όπως έστεκε. Δεν έπεσε. Και τη βρήκανε πεθαμένη.
Το κάψιμο του χωριού Αγιασοφιά από τον ΕΛΑΣ είναι ιστορικό γεγονός. Έγινε το θέρος του 1944, ως τιμωρία στα «αντιδραστικά» φρονήματα των κατοίκων του. Ο μονόφθαλμος Αγγελής Λαμπίρης, που είχε πολεμήσει στην Αλβανία και είχε έξη παιδιά, δεν βρέθηκε. Ήταν ο παράγοντας του χωριού που έπρεπε να λείψει. Στη θέση του ντουφεκίστηκε η μάνα του. Το περιστατικό είναι βεβαιωμένο. Γίνεται υπό τα όμματα των κρυμμένων χωρικών. Αυτό που μένει αδιευκρίνιστο είναι η καταγωγή της βίας. Η ρίζα της. Ο Αγγελής Λαμπίρης πρέπει να εξουδετερωθεί γιατί είναι «αντιδραστικός» ή είναι «αντιδραστικός» ακριβώς επειδή κάποιοι θέλουν να τον βγάλουν από τη μέση;
Και στο κομμάτι αυτό η φωνή που αφηγείται είναι γυναικεία. Διαφαίνεται επίσης ότι ανήκει στην ίδια μικροκοινωνία των διάσπαρτων ημινομάδων ξομάχων.
Όσο για τον κόκορα του πρώτου κεφαλαίου, το μυστήριό του θα λυθεί 200 σελίδες αργότερα, στο κεφάλαιο 31:
΄Ηρθε ένας από τον Πλάτανο. Μου λέει, Αργυρίου λέγεσαι; Στην Κουμπίλα πάλι. Λέω, ναι. Είχε έρθει για τους τσοπάνηδες. Τότε είχαμε τσοπάνηδες από τον Πλάτανο. Μου λέει, τον Κλέαρχο τον Αργυρίου τι τον έχεις; Συγγενείς, λέω. Τα έχετε καλά; Τα έχουμε. Δεν ήθελα να δώσω αναφορά στον Πλατανίτη. Αμ, δεν τα ’χετε καλά, μου λέει. Με κοροϊδεύεις. Τα έχουμε. Ό,τι και να μου πεις, δεν σε πιστεύω. Είμαι σίγουρος δεν τα έχετε καλά. Ο Κλέαρχος ζούσε τότε. Πέθανε σε κάνα χρόνο. Και θα σου πω κάτι να του το πεις μου λέει. Εγώ λέγομαι Δημόγιωργας. Το όνομά μου είναι Δημόγιωργας. Να του πεις μου το ’πε ο Δημόγιωργας, άμα τον δεις. Ήμουνα δεκαεφτά χρονών και μου έδωσε ένα μπιστόλι εμένα και ένα άλλο σ’ ένα άλλο παιδί και μας είπε, θα φάτε και θα πάτε στο τάδε σημείο στην Κουμπίλα. Το κλειδί θα το ’χουν στα κεραμίδια. Θα αδειάσετε το σπίτι, θα πάρετε τα μουλάρια και όσους βρείτε εκεί με τις γυναίκες τους και θα τους φέρετε εδώ να τους δικάσουμε. Να μας σκοτώσουν δηλαδή. Ύστερα από τόσα χρόνια μου το ’λεγε. Και να του πεις και τούτο, μου λέει. Όταν ήρθαμε εδώ ψάξαμε και δεν βρήκαμε τίποτα. Ένας κόκορας έβοσκε μονάχα χάμω στο αλώνι. Του δώσαμε μία και τον σκοτώσαμε, και έφτασε εκεί κάτω γυρίζοντας και πήγαμε και τον πήραμε. Και τον πήγαμε του καπετάν Κλέαρχου και είπε: Έφυγαν τα καθάρματα; Τούτο ήτανε – και που μας έστειλε δεν βρήκαμε τίποτα άλλο. Ίσα τούτο: Έφυγαν τα καθάρματα;
Αφηγείται η ίδια γυναίκα του πρώτου κεφαλαίου. Ο Κλέαρχος Αργυρίου είναι εξάδελφος του άντρα της αφηγήτριας και στέλεχος του ΕΛΑΣ. Πεθαμένος ήδη.
Ο Εμφύλιος έχει λήξει. Η Άτις έχει απομακρυνθεί. Η σκηνή είναι σαν επιλογική «αναγνώριση». Στη λαϊκή παράδοση για να στεριώσει το γεφύρι έσφαζαν στα θεμέλια του τη γυναίκα του πρωτομάστορα. Αργότερα η ανθρωποθυσία σταμάτησε. Έφτανε το αίμα ενός κόκορα.
Τα ερωτήματα που θέτει η Παπαηλία, κατά πόσο δηλαδή μπορεί να κατασκευαστεί μια πειστική μαρτυρία μέσα από λογοτεχνικά σχήματα και κατά πόσο αυτά τα λογοτεχνικά σχήματα είναι απαραίτητα, προκειμένου να μετασχηματιστεί η ατομική μαρτυρία σε αφήγημα ενός συλλογικού παρελθόντος, είναι καίρια.
Ένα από αυτά τα σχήματα, σε άμεση συνάρτηση με την πειστικότητα της «μαρτυρίας» είναι η προφορικότητα του κειμένου. Ήδη υπάρχει ένα οξύμωρο εδώ. Προφανώς θα έπρεπε να μιλάμε για μίμηση προφορικότητας. Κάθε γραπτός λόγος είναι λόγος επιμελημένος, σε αντίθεση με τον προφορικό που είναι λόγος ατελής. Όσοι έχουν πείρα γραψίματος το ξέρουν. Συχνά οι ατέλειες του προφορικού λόγου μπορούν να αποδειχτούν προσοδοφόρες. Οι σιωπές του αφηγητή, η έκφραση του ματιού του, τα χάσματα στη σκέψη του, το χρώμα της φωνής και ο τόνος της, η υλικότητά της εν τέλει, τα στοιχεία δηλαδή με τα οποία σαρκώνονται οι φαντασιακές προβολές πάνω στο παρελθοντικό γεγονός, είναι ακριβώς τα στοιχεία που δεν μπορούν να περάσουν στο χαρτί. Σε τέτοιες περιπτώσεις το ζητούμενο παραμένει πάντα αυτές οι άμορφες προβολές να αποτυπωθούν με λέξεις, σε λόγο δραστικό. Τούτο προεξοφλεί την εξουσία του συγγραφέα, που προεκτείνεται και σε άλλες κατευθύνσεις: στην επιλεκτική αντιμετώπιση του υλικού του, στη χρονική του αναδιάταξη, στην πολλαπλότητα των εκδοχών του, που εν τέλει οδηγούν στην δική του ερμηνεία των γεγονότων. Ακόμα και όταν αυτά είναι φανταστικά. Καμιά αφήγηση ωστόσο δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν αποτελεί ταυτόχρονα πράξη δικαιοσύνης:
Κοντά στη Φρανκφούρτη κι αυτό. Δεκατρία χιλιόμετρα, επί του ποταμού Μάιν. Ιστορίες. Ήμαστουν από την Πελοπόννησο πέντε. Πήγαμε μετά στο Βισβάδεν. Τελευταία αυτό. Φλεβάρη ελευθερωθήκαμε. Φλεβάρη του ’45. Ναι. Τέλος Φεβρουαρίου. Στο Βισβάδεν μας βομβάρδισαν οι Αμερικανοί. Το στρατόπεδο. Ήσαν μεγάλες παράγκες, τεράστιες. Δύο βόμβες στην κάθε παράγκα. Τις πέρασαν για στρατώνες. Δεκατέσσεροι νεκροί. Από Βισβάδεν μας πήγαν Μπίμπλις. Εκεί ήσαν και οι άλλοι Έλληνες. Ύστερα ήρθε διαταγή να μας αποσύρουν. Ξεκινήσαμε οχτακόσιοι και μείναμε εκατόν τριάντα. Μερικοί κατάφεραν να το σκάσουν. Ο Μήτσος Κουτσογιάννης, της Ελένης Ζουμπούλη ο άντρας. Καλό παιδί. Με είχε βοηθήσει πολύ. Δεν ξέρω αν ζει. Οι Αμερικανοί μας βρήκαν καθ’ οδόν. Κοντά – δεν θυμάμαι πως το λέγαν το μέρος. Δεν θυμάμαι. Εφτά μήνες έκανα μετά να γυρίσω. Φτάσαμε στη Μασσαλία Αύγουστο. Και από Μασσαλία Νεάπολη. Οι θάλασσες ήσαν γεμάτες νάρκες. Βγήκαμε στην Πάτρα. Γνώρισα μια γυναίκα εκεί, Ευαγγελία. Ερχόντουσαν διάφορα αυτοκίνητα κρατικά, να μας μεταφέρουν. Ήταν σαν Ερυθρός Σταυρός. Διηύθυνε μια Αγγλίδα, μικρούλα, ξανθιά. Να την πιάσεις, έλεγες θα σπάσει. Οδηγούσε ένα μεγάλο φορτηγό, ένα τέρας. Έμπαινε μέσα, αυτό το τριμματάκι, και το έκανε έτρεμε. Υπηρεσία επαναπατριζομένων. Μου λέει, θα περιμένεις. Εμείς θα σου δώσουμε και ρούχα και τρόφιμα και χρήματα. Είχε γαλανά μάτια, κλαμένα. Δεν σ’ αφήναν να πεις όχι. Δέκα ημέρες.
Η δικαιοσύνη εδώ βρίσκεται στο ήθος της αφήγησης. Θα καταφύγω και πάλι στην Παπαηλία:
Καθώς δεν κατέχει μια «αμετάβλητη μορφή ως είδος», το μυθιστόρημα «συχνά παίρνει τη μορφή του ντοκουμέντου που εκλαμβάνεται κάθε φορά από την κοινωνία ως ο κατεξοχήν φορέας της αλήθειας». Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ορθοκωστά στηρίζεται στη «μαρτυρία», η οποία ακριβώς έχει αναδειχθεί σε σύγχρονη αυθεντία μέσα από την ιστοριογραφία της εμφυλιακής περιόδου. Εκκινώντας από τα παράπονα των αναγνωστών για το λογοτεχνικό ύφος του βιβλίου –την πολλαπλότητα των αφηγηματικών φωνών, την πληθώρα των ονομάτων, τη διαπλοκή των «συμβάντων» η Ορθοκωστά αποτελεί περισσότερο ένα σχόλιο πάνω στον ίδιο τον ιστορικό λόγο παρά σε μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Αυτή η διάσταση του μυθιστορήματος πιστεύω πως μπορεί να είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για όσους ασχολούνται με την τεκμηρίωση και την ανάλυση «πραγματικών» μαρτυριών. Διότι, αφενός, το μυθιστόρημα προβληματοποιεί την ίδια την ιδέα του «δίνω φωνή» και την αποκλειστική ταύτιση μιας μαρτυρίας με μια συγκεκριμένη ιδεολογική σκοπιά ή κοινωνική θέση. Αφετέρου, τονίζοντας την επιτελεστική μάλλον παρά την αναφορική διάσταση της μαρτυρίας, η Ορθοκωστά οδηγεί τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να αντιμετωπίσουν τη μαρτυρία ως λεκτική πράξη που απευθύνεται σε έναν Άλλο που ακούει, παρά ως την κλειστή εξιστόρηση ενός συγκεκριμένου αφηγητή: αντί να προσεγγίζει τη μαρτυρία ως την περιγραφική αφήγηση του «τι έγινε», το μυθιστόρημα φέρνει στο προσκήνιο τη μαρτυρία ως «μια πράξη απεύθυνσης», αναδεικνύοντας έτσι ζητήματα όπως το τραύμα, το πένθος, η (αντ)απόκριση και η εμπιστοσύνη. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία εμπλέκονται κεντρικά στη διαδικασία της συγκρότησης του ιστορικού λόγου και μνήμης, παρότι συχνά απουσιάζουν από σχετικές συζητήσεις.
Η εφηβεία μου συνέπεσε με τον εμφύλιο. Ποικίλες εικόνες, εντυπώσεις, ακούσματα συσωρεύτηκαν μέσα μου. Ένα υλικό εξαιρετικά τραχύ. Άρχισε να με ενδιαφέρει λογοτεχνικά πολύ αργότερα. Έπρεπε να μεσολαβήσει η αναγκαία απόσταση, ώστε αυτό το υλικό να χάσει την ωμότητά του. Η επώαση κράτησε αρκετά. Αναζήτησα τους ανθρώπους που στοίχειωναν ήδη τις αναμνήσεις μου. Βρήκα μερικούς. Πρόσωπα γερασμένα, απωθημένα στην άκρη του χρόνου. Για όσους δεν ζούσαν κατέφυγα σε συγγενείς τους ή σε κάποιους άλλους, που τους είχαν γνωρίσει –συχνά και υπό δυσάρεστους όρους.
Η έρευνα αυτή δεν απέβλεπε στη συλλογή ή διασταύρωση στοιχείων. Το συγγραφικό ζητούμενο δεν ήταν η στήριξη μιας άποψης πάνω στα γεγονότα αλλά η τραγική τους διάσταση. Η ανθρώπινη συνθήκη. Για το λόγο αυτό στο βιβλίο υπάρχουν αυθαίρετα ανοίγματα σε εποχές άσχετες με τα τεκτενόμενα:
Αποφάσισαν λοιπόν να οριστικοποιήσουν τα σύνορα. Και μάλιστα με όρκο. Μου φαίνεται εσύ τα μετακινείς, έλεγε ο ένας, όχι εσύ, ο άλλος. Αυτή η αμφίπλευρη καχυποψία τους οδήγησε πλέον να επικαλεστούνε τον θείο παράγοντα.
Έτσι ξεκίνησαν ο παππούλης με τον αδερφό του. Πήραν και τη μάνα μου κοντά. Ένα εικόνισμα στο ταγάρι, ένα ξεροκόμματο, δυο κρεμμύδια…
… Τότε η θρησκοληψία ήταν πολύ πιο ισχυρή από σήμερα. Ο κόσμος είχε σεβασμό και φόβο. Φόβο για την ανταπόδοση του κακού. Προχωρήσανε λοιπόν. Πήγαν στον Αγιώργη. Πήγαν στο Μελίσσι. Η μάνα μου κοντά με το ταγάρι. Σε κάθε επίμαχο σημείο σταμάταγαν. Εδώ είναι, όχι εκεί είναι. Βγάζανε την εικόνα και ορκίζονταν, αναλόγως ο ένας ή ο άλλος. Φτάσανε το μεσημέρι στη Γαλτενά. Απέναντι, Κραμπίτσα νομίζω το λένε το μέρος. Τώρα έχουν όλα ρημάξει. Το Ξεροκάμπι θα το άφηναν για την άλλη μέρα. Η μάνα μου είχε μείνει πίσω. Πέρασαν ένα νεράκι, έκατσε να πιει. Ψόφια από την πείνα, ψόφια από τη ζέστη, την πήρε ο ύπνος. Θα ήταν πόσο τότε, δώδεκα χρονών; Αυτά γίνονται πριν το ’907. Το ’907 παντρεύτηκε δεκάξι ετών. Πριν το ’905. Στις αρχές του αιώνα. Το τσουπί, είπε ο παππούλης. Και ήθελε να γυρίσει πίσω. Πρώτα να τελειώσουμε, λέει ο αδερφός του. Δεν έχουμε την εικόνα. Δεν την έχουμε. Σηκώνει αυτός μια πέτρα, τη βάνει στον ώμο του. Ήταν ένας άλλος τρόπος όρκου. Κι αυτό σήμαινε ότι έλεγε την αλήθεια. Άλλως, αν εψεύδετο, το βάρος αυτό της πέτρας θα το είχε αιώνιο βάρος στην ψυχή του. Τέλειωσαν. Γύρισαν πίσω, βρήκανε τη μάνα μου.
Δυο αδέρφια αποφασίζουν να οριοθετήσουν τις περιουσίες τους, για να αποφύγουν τις προστριβές. Στις αρχές του 20ού αιώνα αυτά. Καμιά σχέση με το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η Ορθοκωστά. Μια διαφορά περίπου μισού αιώνα, σε μια εποχή που λειτουργούν άλλοι κώδικες ζωής. Η ζωή ωστόσο είναι πάντα ίδια.
Ο ίδιος λόγος επέβαλε την οικονομία ορισμένων άλλων κεφαλαίων. Κεφάλαια μιας έως 8-10 σειρών. Το σκεπτικό ήταν αυτά τα κεφάλαια, φαινομενικά χωρίς καμιά συνάφεια με τα διαδραματιζόμενα, να λειτουργήσουν αιφνιδιαστικά ως έξοδος διαφυγής από το κλίμα παθών ενός αδελφοκτόνου πολέμου:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Οι Τσιβεριώτες! Αν δεν ερχόταν η λεμονιά κοκκάρι θα φύτευαν.
Η λεμονιά είναι το δέντρο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο χρησιμοποιείται σαν ερωτικό συμβολικό υποκατάστατο της γυναίκας. Το δημοτικό τραγούδι είναι γεμάτο με τέτοιες λεμονιές. Και το λεμόνι βεβαίως, σύμβολο της πίκρας αλλά συχνότερα του γυναικείου μαστού. Αυτή λοιπόν η λεμονιά έρχεται μέσα στο ζόφο εκείνων των σκληρών χρόνων να κουβαλήσει στους Τσιβεριώτες τον έρωτα. Να τους ορθώσει από το χαμάλικο σκύψιμο στο φύτεμα των κρεμμυδιών:
Στο άρθρο αυτό, λέει η Πηνελόπη Παπαηλία, έχω επιμείνει να συζητήσω την Ορθοκωστά σε σχέση με τον ιστορικό λόγο (όπως εμφανίζεται σε μη λογοτεχνικές μαρτυρίες) παρά σε σχέση με μια υποτιθέμενη ιστορική πραγματικότητα, την οποία κάποιοι θεωρούν ότι το βιβλίο υπηρετεί και άλλοι ότι παραποιεί. Η έμφαση ωστόσο που δίνει το μυθιστόρημα στη ρητορική κατασκευή της μαρτυρίας μέσω της παράθεσης των λόγων των άλλων αποδυναμώνει ουσιαστικά τη διάκριση μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας ως κεντρική προβληματική σε μια συζήτηση περί της ιστορικής μυθοπλασίας. Ένα όφελος αυτής της μετατόπισης είναι ότι εγκαινιάζει τη δυνατότητα για παραγωγικές αναγνώσεις του συγκεκριμένου βιβλίου (και όχι μόνο) σε κειμενοκεντρικές επιστήμες, όπως η ιστορία και η ανθρωπολογία. Η σύγκριση της χρήσης των μαρτυριών στην Ορθοκωστά με άλλες χρήσεις μαρτυριών και όχι με τα «γεγονότα» που περιγράφουν είχε και έναν επιπλέον στόχο: να αναδείξει, εκτός από την αναφορική, την επιτελεστική διάσταση της μαρτυρίας. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση της μαρτυρίας όχι ως κλειστής εξιστόρησης αλλά ως κατάθεσης προς έναν Άλλο έφερε στο φως ηθικά και πολιτικά ζητήματα σχετικά με την ιστορική και κοινωνική συνθήκη της συλλογής της μαρτυρίας, την πολιτισμική αναγνώριση του εκάστοτε «θύματος», την ευθύνη του ακροατή και τη δημόσια διαχείριση του πένθους. Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, η μαρτυρία που δεν καταφέρνει να μεταδώσει «πληροφορίες» δεν στερείται ιστορικής σημασίας. Αντίθετα, συχνά ορίζει και (ανα)παριστά εξαιρετικά αποτελεσματικά την τρομακτική και αγιάτρευτη εμπειρία του ίδιου του τραύματος.
Παραθέτω το καταληκτικό κεφάλαιο της Ορθοκωστάς. Είναι από αυτά των ολίγων σειρών. Μιλάει ένας ραβδοσκόπος. Και ο Μωυσής χτύπησε το βράχο και ανάβλησε νερό. Ένας από αυτούς που ισχυρίζονται ότι εντοπίζουν με την διαίσθησή τους, τα υπόγεια ύδατα. Κάτι ανάμεσα σε μάγο και τσαρλατάνο. Είναι θυμωμένος με τους συγχωριανούς του, πιθανόν γιατί δεν το παίρνουν στα σοβαρά ή τον λοιδωρούν:
Στα τριάντα πέντε μέτρα είναι. Είκοσι πέντε κυβικά το εικοσιτετράωρο. Στα εκατόν εξήντα μέτρα, διακόσια πενήντα κυβικά. Αλλά μου την έχουν φουσκώσει την κοιλιά οι Μασκλιναίοι. Δεν τους το μαρτυράω. Μονάχα αν με πληρώσουν. Αλλιώς εκεί θα κοιμάται το νερό.
Η ιστορία γράφεται με γεγονότα, η λογοτεχνία με λέξεις. Πέρα απ’ αυτό, που κάθε φορά αφηγούνται, οι λέξεις έχουν το δικό τους παρελθόν. Θυμούνται. Η λογοτεχνία είναι εκεί.