Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/afierwma/o-tropos-toi
Από όσους είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά τον Θανάση Βαλτινό, συμφωνώ μ’ εκείνους που πιστεύουν ότι ο δημιουργός ξεπερνούσε το έργο του, καθώς επίσης και μ’ εκείνους που πιστεύουν ότι το έργο του ξεπερνάει τα όρια του δημιουργού του. Κι ενώ, στο πλαίσιο αυτής της παραδοξολογίας, το μέγεθος του ενός συνεχώς υπερβαίνει στα μάτια μου το μέγεθος του άλλου –φανερώνοντας σε κάθε ευκαιρία το καθένα την δύναμη και την ξεχωριστή του αξία–, έργο και δημιουργός παραμένουν στα μάτια μου δεμένα άρρηκτα.
Ο Θανάσης Βαλτινός θα ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, ακόμη κι αν δεν γινόταν συγγραφέας∙ το να πιεις έναν καφέ μαζί του θα εξακολουθούσε να είναι μια ευλογημένη, μια «κερδισμένη», όπως έλεγε ο ίδιος, στιγμή. Kαι βέβαια το έργο του θα εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη κι αν είχε άλλου υπογραφή από κάτω, κάποιου ίσως ελεεινού ή βαρετού για σένα ανθρώπου που δεν θα του χαλάλιζες ούτε μια γουλιά από τον καφέ σου. Όμως ο Βαλτινός δεν γινόταν να μην είναι συγγραφέας, ακόμη κι αν στη ζωή του τελικά αποφάσιζε να μην γράψει λέξη στα χαρτιά του.
―Κι αυτή η αλυσίδα στον καρπό;
―Αλυσίδα (χαμόγελο).
―Σημαίνει κάτι;
―Προσωπικό (στραβό γελάκι).
―Ερωτικό;
―Ερωτικό (γέλια, σηκώνουμε ταυτόχρονα κι οι δύο το φλιτζάνι μας να πιούμε, μικρή παύση).Μια συμμαθήτριά μου απ’ το δημοτικό, είχα αρρωστήσει από έρωτα μαζί της. Τη βρήκα πάλι πριν από λίγο καιρό. Επιδίωξα να τη δω, σχεδόν αυτοπροσκλήθηκα στο σπίτι φίλων, αστών, όπου έμαθα πως θα πήγαινε κι εκείνη. Ήρθε με τον άντρα της.
―Και;
―Ήταν πολύ δυνατό αυτό που βίωσα. Τόσα χρόνια μετά, απ’ τη μια με τάραξε η αντανάκλαση εκείνου του πρώτου, άγουρου, συναισθήματος. Απ’ την άλλη, απογοητεύτηκα. Γύρισα σπίτι απογοητευμένος.
―Απογοητεύτηκες έτσι που την είδες; (Συγκρατημένο μειδίαμα.)
―Όχι για το πώς ήταν εκείνη (σοβαρός). Εκείνη ήταν όπως θα έπρεπε να ήταν, μια κυρία τόσων χρόνων, καλοβαλμένη, η κυρία τάδε, κυρία ενός επιφανούς μέλους της κοινωνίας, μαλλί κομμωτηρίου, ταγιέρ, είχε και μια από αυτές τις καρφίτσες, εδώ στο πέτο, ένα λουλούδι, κάτι.
―Τότε, τι; Γιατί;
―Για ό,τι στο μεταξύ μεσολάβησε. Ήμουν ο Σούλης Σπανός κι έγινα ο Θανάσης Βαλτινός.
―Απογοήτευση γι’ αυτό που έγινες;
―Όχι, όχι για εμένα ή για εκείνη.
―Αλλά;
―Για το ότι τα πράγματα καταλήγουν να γίνουν κάπως, ερήμην σου. Περνούν όλα από κάποιου είδους μετασχηματισμό, τον οποίο εσύ πρέπει να δεχθείς με τα χέρια κατεβασμένα. Δεν υπάρχει το περιθώριο ν’ αντισταθείς στη διαδικασία αυτής της μεταμόρφωσης. Είναι κάτι που με θλίβει αυτό όταν το βλέπω μπροστά μου.
―Κάποια πράγματα όμως μένουν σταθερά, ε; (Πλάγια ματιά στην αλυσίδα με γελάκι.) Ώστε, δική της.
―Όχι. Άλλης.
―Τι άλλη; Δεν έχει να κάνει με τη συμμαθήτρια;
―Είναι από άλλη. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, έχει να κάνει και μ’ αυτήν.
―Με τον τρόπο που όλα έχουν να κάνουν με τον πρώτο μας, ας πούμε, έρωτα;
―Με τον τρόπο που όλα έχουν να κάνουν με τις αλυσίδες! (Δυνατό γέλιο, παρατεταμένο.)
Ο Θανάσης ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που νομίζεις πως ποτέ δεν πρόκειται να πεθάνουν, παρά το προχωρημένο της ηλικίας και την εμφανή αδυναμία του σώματός τους. Που όσο κι αν υποψιάζεσαι ότι κατά πάσα πιθανότητα θα γίνεις μάρτυρας του θανάτου τους, δυσκολεύεσαι όταν έρχεται η ώρα ν’ αποκόψεις τον φθαρτό δημιουργό από το άφθαρτο έργο του. Κι ίσως η δική σου αυτή δυσκολία, κρίκος της ίδιας αλυσίδας με τη δυσκολία σου να καταλάβεις το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου πάνω σ’ ένα ξένο σώμα που κάπου, κάποτε, μόχθησε πολύ πάνω σε μια ξένη για σένα σελίδα, είναι που σε κάνει να πιστεύεις ότι και τα δύο αυτά, δημιουργός και έργο, συνεχίζουν να υπάρχουν μ’ έναν τρόπο που τα ’χει κάνει για πάντα δικά σου.