Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/afierwma/mple-vathy-skoyro-ghkri-apokhrwseis-toi-mayroi-ston-ghinaikeio-monologho
To Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο (1985)[1] του Θανάση Βαλτινού, δραματικός, αναμνηστικός μονόλογος, κείμενο «σκηνοθετημένης προφορικότητας»,[2] περιέχει σπασμωδικά ανοίγματα προς τον ακροατή και σιωπηλό συνομιλητή, προσωποποιημένο έναυσμα, ενσαρκωμένη αφορμή της αφήγησης ή δοχείο όπου χύνονται οι λέξεις και οι αναμνήσεις – δοχείο με τρύπιο πάτο. Παρόλο που κάποιες φορές ο λόγος πασχίζει να βγει από το καβούκι του, οι ρόλοι παραμένουν περιχαρακωμένοι: Ο μονόλογος είναι εις εαυτόν – με τη μεσολάβηση μαγνητοφώνου – , ενώ η λειτουργία του παρόντα-απόντα αποδέκτη είναι να αναπαράγει την έλλειψη διαλόγου, να υπογραμμίζει τη μοναξιά της γυναίκας που μιλάει, να συντηρεί την ένδεια των διαπροσωπικών σχέσεων και να επιτείνει την επίγνωση της ματαιότητας, η οποία απειλεί να τινάξει ανά πάσα στιγμή την εξομολόγηση στον αέρα: «Έτσι κι αλλιώς δεν έχει αξία, και δεν καταλαβαίνω γιατί θέλεις να σου διηγηθώ» (34). Στο τέλος του μονολόγου, πριν αποφασίσει να αποσύρει τον εαυτό της ρίχνοντάς τον σε έναν ύπνο ηρεμιστικών, η αφηγήτρια λέει:
Δε με ενδιαφέρει τίποτε […] Αισθάνομαι σα να με έχουν αδειάσει από όλα, και σου είπα ότι δεν κάνω αφαίρεση, και σου είπα μηδέν εις το πηλίκον και τα λοιπά. Το θυμάμαι, και αισθάνομαι επίσης σα να έχω παγιδευτεί μέσα στη φλυαρία μου. Σα να με έχεις παγιδεύσει εσύ. […] Και αυτά τι θα τα κάνεις; Δεν πιστεύω ότι μπορούν να σου χρησιμεύσουν σε τίποτα, και θέλω τώρα να φύγω. (89)
Το ονοματεπώνυμο της γυναίκας που μιλάει ριγμένο τυχαία και χωριστά μέσα στη συνειρμική, αποσπασματική αφήγηση, για να το ψαρέψει ο αναγνώστης: Μαρί Μούδρου – μια παραφωνία, ήδη, ανάμεσα στο εξευρωπαϊσμένο Μαρί και το κάπως χοντροκομμένο Μούδρου· γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, μεσήλικη, κολωνακιώτισσα, κοσμογυρισμένη, μητέρα και σύζυγος, παντρεμένη για τρίτη φορά, σε γάμο συμβατικό. Το νήμα που διατρέχει την αφήγηση η μοναξιά – που μοιάζει να φύτρωσε μέσα σε μια παιδική ψυχή έγκλειστη σε αυστηρά καθολικά σχολεία, σε ιδιόκτητους πύργους συγγενών στη Γαλλία, με την αφθονία των υλικών αγαθών και την τσιγκουνιά των ενηλίκων, που ευδοκίμησε στη ζωή μιας γυναίκας φυλακισμένης, παρά τις κοσμοπολίτικες αποσκευές της, σε ασφυκτικά πατριαρχικά πλαίσια και στους κλειστούς κώδικες της πνιγηρής ελληνικής κοινωνίας, η οποία από τη δεκαετία του 1960 ακολουθεί την Ευρώπη ως προς τον καταναλωτισμό, όχι όμως όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό λόγου χάριν σχετικά με τους έμφυλους ρόλους ή τις σχέσεις των δύο φύλων.[3]
Το Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο στεγάζει έναν εξομολογητικό μονόλογο διάτρητο, διαβρωμένο από την αυτο-ακύρωση και την αβεβαιότητα,[4] ο οποίος κινδυνεύει να απορροφηθεί από τη μαύρη τρύπα του κενού, έναν λόγο που τρεκλίζει και αμφιταλαντεύεται διαποτισμένος από αυτό που η ίδια η αφηγήτρια αποκαλεί, στις πρώτες ήδη σελίδες, «οργή μνήμης» (12)· ένα κείμενο με χάσματα, αντιφάσεις και κενά, που συσσωρεύει γεγονότα, εικόνες, εντυπώσεις, συμπυκνώνοντας τα αίτια του προβλήματος στην αριθμητική της δυστυχίας: «Αλλά η μοναξιά τι είναι; Είναι η σούμα μιας κακής ζωής» (56).
Αλλά η «σούμα μιας κακής ζωής» έχει και άλλα ονόματα: μελαγχολία, κατάθλιψη. Και το Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο είναι βαμμένο με τα χρώματα της μελαγχολίας (το μπλε), της κατάθλιψης και του πένθους (μαύρο). Η Μαρί Μούδρου έχει περάσει το κατώφλι της μοναξιάς, πλησιάζει το άνυδρο τοπίο της άρνησης της ζωής (της) και της δυσπιστίας προς τη γλώσσα:
Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις […] Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δε σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουνε κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. (88-89)
Όπως γράφει η Τζούλια Κρίστεβα, το «μελαγχολικο-καταθλιπτικό σύνολο» χαρακτηρίζεται από την εμπειρία της απώλειας του αντικειμένου (που απηχεί τον αποχωρισμό από τη μητέρα) όσο και «μιας τροποποίησης των σημαινόντων δεσμών», από την υποτίμηση της γλώσσας και της ομιλίας, την αποδυνάμωση των σημείων, την επιβράδυνση ή τη μονοτονία, το κενό και το μάταιο του νοήματος, τη σιωπή ή την αφωνία.[5] Από ψυχαναλυτική οπτική, στο Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο η δυσπιστία προς τη γλώσσα σηματοδοτεί μια παλινδρόμηση στην προ-συμβολική θλίψη ως αδυναμία διαχείρισης της απώλειας: «Η κατάθλιψη μού δηλώνει ότι δεν ξέρω να χάνω».[6] Η μελαγχολία και η κατάθλιψη, εξάλλου, αντανακλούν τη «χρεοκοπία του σημαίνοντος για την εξασφάλιση μιας αντισταθμιστικής διεξόδου απέναντι στις καταστάσεις απόσυρσης, στις οποίες καταφεύγει το υποκείμενο έως την απραξία, μέχρι του σημείου να κάνει το νεκρό ή και μέχρι τον θάνατο τον ίδιο».[7] Ας θυμηθούμε το τέλος του κειμένου: «Τώρα θα πέσω σε μια μακρά σιωπή. Θα πάρω ένα ταβόρ και θα κοιμηθώ και δεν θα ξυπνάω – ως το πρωί.» (90). Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα τέχνασμα απενεργοποίησης της μνήμης, αφού το ταβόρ την «παραμερίζει προσωρινά», όπως λέει η Μαρί – τέχνασμα καταδικασμένο, βέβαια, στην αποτυχία, αφού «η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι -» (91). Έχουμε όμως να κάνουμε και με την αφωνία, την ανυπαρξία που επιτάσσει η κατάθλιψη, συνέπεια της έκθλιψης του νοήματος, με τη χρεοκοπία της γλώσσας και την ακύρωση της επικοινωνίας.
Στο Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο θεματοποιείται, εξάλλου, όπως σε κάθε γυναικείο μονόλογο που σέβεται τον εαυτό του, το ακανθώδες ζήτημα του γυναικείου ψυχισμού και ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ψυχανάλυσης, η σχέση μητέρας-κόρης – σχέση εξ ορισμού τραυματική. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, η σχέση της Μαρί με την ανταγωνιστική και καταπιεστική μητέρα της χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία, από τη «μισαγάπη»,[8] το μείγμα απέχθειας και θαυμασμού προς τη μητρική εικόνα, από την περίπλοκη διαλεκτική εξιδανίκευσης και υποτίμησης του εαυτού και του άλλου, που χαρακτηρίζει τον μηχανισμό της ταύτισης. Έχουμε να κάνουμε με μια τραυματική αποστέρηση, η οποία εκδηλώνεται ως στενοχώρια, που δεν είναι παρά «η προσωρινή αναβολή του μίσους ή της επιθυμίας κατακυρίευσης, που τρέφω για κείνον ή κείνην που με πρόδωσαν ή με εγκατέλειψαν».[9]
Η Κρίστεβα περιγράφει την αμφιθυμία του καταθλιπτικού ως προς το αντικείμενο του πένθους του: «Το αγαπώ, αλλά περισσότερο το μισώ. Επειδή το αγαπώ, για να μην το χάσω, το εγκαθιστώ μέσα μου, αλλά, καθώς το μισώ, αυτό το άλλο μέσα μου είναι ένα κακό εγώ, είμαι κακός, είμαι τιποτένιος, σκοτώνομαι»· το παράπονο εναντίον του εαυτού είναι λοιπόν το παράπονο εναντίον ενός άλλου και ο αφανισμός του εαυτού αποτελεί την τραγική μεταμφίεση της σφαγής ενός άλλου.[10] Στις ναρκισσιστικές προσωπικότητες, ωστόσο, η θλίψη θα μπορούσε να είναι το σημάδι, όπως γράφει η Κρίστεβα, ενός πρωτόγονου πληγωμένου ατελούς, κενού εγώ: «ένα τέτοιο άτομο δεν θεωρεί ότι έχει υποστεί βλάβη, αλλά νιώθει προσβεβλημένο από ένα βασικό έλλειμμα, από μια συγγενή ένδεια».[11] Στο Μπλε βαθύ η Μαρί ασκεί κριτική προς τον «εαυτόν» της, εσωτερικεύοντας τη φωνή της επικριτικής μητέρας, για το κακό άλλο μέσα της, από το οποίο θέλει να απαλλαγεί, το φορτίο εαυτού, που θέλει να ξεφορτωθεί, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίει κάποιο γενετικό σφάλμα ή απόκλιση:
Έλεγε όμως και κάτι ακόμα: Η κόρη μου που μπορεί τόσα πράγματα και δεν έκανε τίποτα. Το είχε καημό που δεν έκανα τίποτα και που δεν παντρεύτηκα όπως θα ήθελε εκείνη. Και είχε δίκιο, άσχετα αν δεν συμφωνώ μαζί της. […] Βέβαια μπορεί και να γεννήθηκα έτσι. Να είχα κάτι στο αίμα μου, κάτι χωριάτικο, όχι χωριάτικο, κάτι άλλο, από κανέναν μακρινό πρόγονο που έπρεπε να ξεχαστεί. […] Σαν μια σκύλα μου αργότερα, που, παρ’ όλα τα πιστοποιητικά της, τελικά δεν ήταν η ράτσα της. (68-69)
Καθώς αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, την αυτοκριτική και την αυτολύπηση, καθώς διαποτίζεται από την ποιητική της αποτυχίας και τη λογική της ματαιότητας, ο λόγος παραπαίει κοφτός και απογυμνωμένος, υποχωρεί κάτω από το βάρος της κατάθλιψης, ενώ η αφήγηση, χρεοκοπώντας ως τακτοποίηση γεγονότων και αναμνήσεων, θριαμβεύει ως ψυχική μαρτυρία.
Το μυθιστόρημα της Ελένης Γιαννακάκη Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο (2016) απηχεί ηθελημένα το κείμενο του Βαλτινού,[12] αλλά και παίρνει τη σκυτάλη από εκείνον, τοποθετώντας την ηρωίδα του σε οίκο ευγηρίας, με Πάρκινσον και άνοια, εγκατελελειμμένη από τα παιδιά της, με τη μοναξιά και τον φόβο του επικείμενου θανάτου στην ψυχή της – η εφιαλτική προοπτική που τρέμει η Μαρί. Και στα δύο κείμενα ο τίτλος αναφέρεται σε έναν πίνακα με σκοτεινά χρώματα, και στους δύο γυναικείους μονολόγους θεματοποιείται η δύσκολη σχέση μητέρας-κόρης, ο θάνατος, η κοινωνική πραγματικότητα (του 1960), η σεξουαλικότητα, η οικογένεια και οι παθογένειές της, η αναζήτηση εαυτού. Μόνο που, σε αντίθεση με τη Δήμητρα της Γιαννακάκη, η οποία αναζητά τον χαμένο της εαυτό, τον ακμαίο και ευπρεπή, η Μαρί ζητά να απαλλαγεί από τον εαυτό της. Τέλος, αν και στους δύο μονολόγους η μνήμη αποτελεί ευλογία και κατάρα, η αφηγήτρια της Γιαννακάκη είναι, παρόλο που πάσχει από άνοια, πιο εύγλωττη από τη Μαρί του Βαλτινού· η γλώσσα υπερνικά σχεδόν την αδυναμία του σώματος, ενώ στο Μπλε βαθύ η γλώσσα και το σώμα καταποντίζονται μαζί. Η κυριότερη διαφορά: Η Δήμητρα του Σκούρο γκρι εμπιστεύεται τις λέξεις, θεωρεί τη διατήρηση της γλώσσας και της μνήμης ζωτική ανάγκη· οι λέξεις όμως δεν την εμπιστεύονται πια. Η Μαρί, αντιθέτως, δεν εμπιστεύεται τη γλώσσα και δυσπιστεί προς τη μνήμη, επιθυμώντας την αμνησία και την αγλωσσία, την ηρεμιστική ανυπαρξία του ταβόρ.
___________
Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού είχε παρουσιαστεί σε εκδήλωση με τίτλο «Στην ενδο-χώρα του Θανάση Βαλτινού», η οποία πραγματοποιήθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής τον Μάιο του 2017, μετά από πρωτοβουλία του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ και με την παρουσία και ενεργό συμμετοχή του συγγραφέα. Επειδή η ομιλία μου του είχε κινήσει το ενδιαφέρον, χαίρομαι που βρίσκει, έστω καθυστερημένα, μια θέση στο αφιέρωμα του Χάρτη.