Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/afierwma/o-valtinos-kai-o-roidis-skholio-sta-tria-ellinika-monoprakta
Ο Θανάσης Βαλτινός άφησε βαθύ και ευδιάκριτο αποτύπωμα στη νεοελληνική λογοτεχνία με τον τολμηρό πειραματισμό του που φτάνει ως τον μεταμοντερνισμό. Το πολυδιάστατο έργο του τον αναγόρευσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς μεταπολεμικούς πεζογράφους.
Στον περιορισμένο χώρο που μου αναλογεί επέλεξα να σχολιάσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της γραφής του, από τα παλαιότερα έργα του, τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978) στα οποία πέρασε με ένα εντυπωσιακό άλμα από την Κάθοδο των εννιά (1963) και το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (1964).
Η σύνθεση του βιβλίου σύμφωνα με τον κολοφώνα της πρώτης έκδοσης άρχισε γύρω στο 1966, αλλά για «λόγους αντικειμενικούς από το ’74 και εντεύθεν, ο συγγραφέας είχε αρνηθεί να τα εκδώσει…».[1]
Ακριβώς έναν αιώνα πριν, το 1866, εκδόθηκε η θρυλική Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, το γνωστότερο και καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, εντυπωσιακό όχι μόνο θεματικά αλλά και με την πολύτροπη γραφή του και τη σατιρική του δύναμη, έργο που δημιούργησε σκάνδαλο στην εποχή του. Αυτός ο απροσδόκητος συσχετισμός με απασχόλησε αρχικά επειδή και τα δύο αυτά έργα υπερέβησαν στην εποχή τους κατά πολύ τον ορίζοντα προσδοκιών των αναγνωστών/τριών τους, τόσο με το θέμα τους όσο και με τις αφηγηματικές τους τεχνικές. Κατόπιν όμως διαπίστωσα ότι αν και είναι φαινομενικά εντελώς ανόμοια, παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία.
Ο τίτλος Τρία ελληνικά μονόπρακτα μας οδηγεί πιθανώς στη σκέψη ότι πρόκειται για συλλογή σύντομων θεατρικών έργων, αλλά ο ειδολογικός υπότιτλος Μυθιστόρημα προτρέπει το αναγνωστικό κοινό να τα προσεγγίσει ως μια ενιαία αφηγηματική σύνθεση. Αντίστοιχα ο υπότιτλος Μεσαιωνική Μελέτη, που έδωσε ο Ροΐδης στο μυθιστόρημά του, υπέβαλλε στους αναγνώστες του την αίσθηση ότι θα διάβαζαν κάτι πολύ ευρύτερο και σοβαρότερο από την περιπετειώδη ζωή της ηρωίδας του.[2] Ας σημειωθεί ότι και οι δύο συγγραφείς προσπαθούν να πείσουν τον αναγνώστη, παραθέτοντας αληθινά ή πλαστά στοιχεία, ότι το έργο τους στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και δεν αποτελεί προϊόν της φαντασίας τους.
Σε αντίθεση με την γραμμικότητα της αφήγησης, με την παρατακτική έκθεση των όσων συμβαίνουν και με τον πανταχού παρόντα αφηγητή του Ροΐδη – μια συγγραφική περσόνα του, που απευθυνόταν συνεχώς στο αναγνωστικό του κοινό –, στα Μονόπρακτα είναι αισθητή η απουσία μιας συνεκτικής αφηγηματικής φωνής, καθώς αποτελούνται από τρία ξεχωριστά κείμενα: «Α΄ Πρακτικά μιας δίκης (ξεσηκωμένα από τις εφημερίδες της εποχής», «Β΄ Γράμματα στη φυλακή», «Γ΄ Ναι, αλλά Kenwood». Ο όρος «ελληνικά» του τίτλου, χαρακτηρισμός τοπικός, αλλά και ιδεολογικός, με μεγάλη δόση ειρωνείας κατά τη γνώμη μου, ταιριάζει στις δύο πρώτες ιστορίες που αφορούν στον Εμφύλιο αλλά συμπεριλαμβάνει και την τρίτη, που αντλείται από το φυλλάδιο, που περιγράφει το πολυμηχάνημα Kenwood Chef και τη χρήση του.[3]
Αναμφισβήτητα, ο Ροΐδης και ο Βαλτινός, καθώς συνθέτουν ένα καυστικό σχόλιο για τον κόσμο γύρω τους, παραβαίνουν την κοινώς αποδεκτή στην εποχή τους έννοια του όρου μυθιστόρημα. Ο πρώτος, προκλητικός κριτής των ηθών, είρωνας, ασεβής απέναντι στην ορθόδοξη και την καθολική εκκλησία με την ανελέητη σάτιρά του, δημιουργεί ουσιαστικά ένα υβριδικό «είδος διηγηματικής εγκυκλοπαιδείας», όπως το αποκαλεί.[4] Ο δεύτερος σε εποχή που άνθιζε ακόμη η ρεαλιστική μεταπολεμική πεζογραφία, διατήρησε μεν την κύρια θεματική της, την ενασχόληση δηλαδή με την τρομερή δεκαετία του ’40, αλλά χρησιμοποίησε τρόπους ασυνήθιστους για το θέμα του, όπως η παρωδία και η ειρωνεία.[5] Με τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα αναδείχτηκε σε έναν από τους εισηγητές του σύγχρονου υβριδικού μυθιστορήματος.[6]
Ο Βαλτινός τοποθετεί χωρίς σχόλια μπροστά στον αναγνώστη τα στοιχεία του, καλώντας τον να «κάνει την άλλη μισή δουλειά»,[7] δηλαδή να συνδέσει με βάση τον δικό του ορίζοντα τις επιμέρους ασύνδετες και φαινομενικά άσχετες ψηφίδες σε μια συνολική αφήγηση. Κυρίως όμως τον καλεί να κατανοήσει την εξέλιξη της σπαραγμένης από τον Εμφύλιο, διχασμένης και συγκρουσιακής ελληνικής κοινωνίας, που καταλήγει να ναρκώνεται με τα προϊόντα της διαφήμισης, καθώς οι ανθρώπινες σχέσεις εκφυλίζονται και οι οικογενειακοί δεσμοί αποδυναμώνονται. Στο φυλλάδιο της Kenwood διαβάζουμε «‘Ευτυχία είναι η δυνατότητα να ανταποκρινόµαστε στις µικρές καθηµερινές µας επιθυµίες’ δίδαξε ο µεγάλος Μανταρασί Ουαντερόµπο.»[8] Χωρίς διδακτική διάθεση αλλά με σαρκασμό ο Βαλτινός υποδεικνύει ότι η δυστυχία, οι απογοητεύσεις, τα αληθινά δράματα σβήνουν μπρος στην ικανοποίηση που προκαλεί η υπακοή στις επιταγές της καταναλωτικής κοινωνίας.
Και οι δύο συγγραφείς, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο, απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό, ο πρώτος με συνεχείς αποστροφές και επικλήσεις,[9] ο δεύτερος αγνοώντας το επιδεικτικά, αλλά προσβλέποντας σε αυτό να διαβάσει δημιουργικά το κείμενό του.
Επιπλέον θεωρώ ότι η αντιπαράθεση των ιστορικά φορτισμένων δύο πρώτων ιστοριών στο βιβλίο του Βαλτινού με την τρίτη, σύγχρονη και φαινομενικά ιδεολογικά άχρωμη ιστορία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια ιδιότυπη συνέχεια των χαρακτηριστικών για το ύφος του εντυπωσιοθηρικών παρομοιώσεων του Ροΐδη, που ο δημιουργός τις χαρακτηρίζει: «απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις».[10] Κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, «οι συγκρούσεις των λέξεων αποκτούν ένα ευρύτερο νόημα. Είναι ταυτόχρονα συγκρούσεις εποχών, ανθρώπινων (ή και αφηγηματικών) συμπεριφορών, ρηματικών χρόνων, λογοτεχνικών ειδών, αισθητικών ή ιδεολογικών επιλογών. Είναι συγκρούσεις-συγκρίσεις.»[11]
Ανάλογες συγκρούσεις-συγκρίσεις κάνει και ο Βαλτινός όχι με λεκτικές παρομοιώσεις αλλά με μικροϊστορίες ή μικροθέματα και μάλιστα σε αποσπασματική μορφή, που παραθέτει αντιθετικά στα έργα του. Στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα «συγκρούονται» σε μια απροσδόκητη συνύπαρξη τα πρακτικά μιας δίκης στο Κακουργοδικείο με τα γράμματα στον φυλακισμένο Στέλιο και πολύ εντονότερα με το διαφημιστικό φυλλάδιο. Στο μυθιστόρημα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, η γραφή του οποίου θυμίζει τα Μονόπρακτα, αντιπαρατίθενται χωρίς σχολιασμό ποικίλες ειδήσεις από τις εφημερίδες της εποχής, μικρές αγγελίες, γράμματα ιδιωτικά, άλλα προς την υπεύθυνη ραδιοφωνικής εκπομπής, άλλα σχετικά τη μετανάστευση κ.ά. Αν και μόνο Τα στοιχεία κέρδισαν αμέσως την επιδοκιμασία της κριτικής και του αναγνωστικού κοινού, τα Μονόπρακτα που έγιναν αρχικά δεκτά με αμηχανία, με τη συγγραφική τεχνική της [αντι]παράθεσης όλων αυτών των στοιχείων αποτέλεσαν ουσιαστικά την «πρώτη ελληνική αρχειακή μυθοπλασία».[12]
Να θυμίσω ότι παρόλο που στην Πάπισσα Ιωάννα δεν αποτελεί τεχνική γραφής, ο Ροΐδης προβάλλει ως βάση για τη δημιουργία του έργου του την τεράστια αρχειακή έρευνα που πραγματοποίησε.
Όπως η Πάπισσα Ιωάννα έτσι και Τρία ελληνικά μονόπρακτα ανήκουν στα μυθιστορήματα που άνοιξαν νέους δρόμους στη νεοελληνική πεζογραφία. Μπορούμε, λοιπόν, συνεξετάζοντας τα έργα που προκάλεσαν κάποιου είδους ρήξη να παρατηρήσουμε πώς εξελίσσεται η λογοτεχνία ανανεώνοντας με επιτυχία αφηγηματικές τεχνικές και απηχώντας ευρύτερες αλλαγές στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.
Άλλωστε, ο Βαλτινός στις διαρκείς αναζητήσεις του στη γλώσσα, στους αφηγηματικούς τρόπους, στον καινοφανή φωτισμό της ελληνικής ιστορίας στηρίχτηκε τόσο στη μυθιστορηματική παράδοση (στα πρώτα κυρίως βιβλία του αλλά και μετέπειτα στις θεματικές του) όσο και στη νεωτερικότητα.