Χάρτης 81 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-81/afierwma/ghrammata-apo-to-parisi
1
Παρίσι, 8-3-[19]72
Αγαπητέ μου Θανάση,[1]
Συμπάθα με που σου γράφω καθυστερημένα, μα καθώς είχα δανείσει το βιβλίο σου σε φίλους, μόλις το πήρα και το διάβασα, περίμενα να μου επιστραφεί για να πάρω ακριβώς τη διεύθυνσή σου. Ύστερα είναι κι αυτή η διαλυτική ζωή του Παρισιού που δεν σου αφήνει ούτε στιγμή περισυλλογής. Ας είναι, δεν θέλω ν’ αρχίσω με παράπονα.
Το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη,[2] όσο κι αν το θυμόμουν όταν το πρωτοδιάβασα στον Ταχυδρόμο,[3] μου άφησε μια δυνατή εντύπωση. Πρόζα ρωμαλέα, γλώσσα άψογη, αφήγηση που επιμένει στο ουσιαστικό, χωρίς να σχολιάζει και να φιλολογεί. Μπράβο σου! Κυρίως μ’ αρέσει αυτή η κινηματογραφική σου γραφή που αξιοποιεί το montage, αυτή η διαδοχή εικόνων που έρχονται η μια μετά την άλλη και δένονται αρμονικά. Ο «λόγος» σου δεν έχει χάσματα πουθενά, δεν πέφτει σε κανένα κενό: είναι ένας λόγος γυμνός, απέριττος, μοντέρνος, δραστικός. Το Συναξάρι, γραμμένο απ’ την αρχή ως το τέλος με μια πνοή, αφήνει την εντύπωση μιας έξοχης ενότητας: η τέχνη σου κι η τεχνική σου βρήκαν τον τρόπο να συναρμολογήσουν τις σκόρπιες εικόνες απ’ τη ζωή ενός ανθρώπου σ’ ένα ενιαίο κι αδρό σύνολο. Είναι υπέροχο.
Ήθελα να σου γράψω από καιρό, αισθανόμουν ένα είδος τύψεων απέναντί σου που έφυγα απ’ την Αθήνα χωρίς να σου πω αντίο. Μα όλα έγιναν βιαστικά. Έπειτα, το Παρίσι με ξανάρπαξε στις αρπάγες του. Δεν έχω δική μου ούτε στιγμή. Κάνω μαθήματα στη Nanterre και στη Σορβόννη, βρίσκομαι όλη μέρα στους δρόμους τρέχοντας απ’ το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο (κι η απόσταση είναι τεράστια), χάνω τις ώρες μου στις συγκοινωνίες. Αν σκεφτείς πως φέτος οι φοιτητές μου υπερδιπλασιάστηκαν ̶ φτάνουν τους 100! – και πως καθένας τους με απασχολεί αρκετά με τα προβλήματά του, καταλαβαίνεις τις σκοτούρες μου. Τον Γιάννη[4] αξιώθηκα να τον δω μόνο μια φορά (ήταν κι αυτός πνιγμένος με τις υποχρεώσεις του στο Παρίσι) και νιώθω τύψεις που δεν τον βρήκα στο τηλέφωνο, τουλάχιστο να του πω αντίο!
O Μένης[5]
δεν φάνηκε ακόμα από δω. Ξέρω πως βρίσκεται στη Γερμανία και πως, όπου να ’ναι, θα περάσει απ’ το Παρίσι. Ας το ελπίσουμε. Τώρα περιμένω το καλοκαίρι να ξανακατέβω στην Αθήνα, να ξαναϊδωθούμε και να τα ξαναπούμε με άνεση. Σας σκέφτομαι όλους με αγάπη και νοσταλγία. Χαιρέτησέ μου τον Ιωάννου,[6] τους Χειμωνάδες[7] κι όλους τους φίλους της Αθήνας.
Η γυναίκα μου[8] σου στέλνει τα χαιρετίσματά της.
Με πολλή αγάπη
Πάνος
2
Παρίσι, 15 του Μάη [19]72
Αγαπητέ μου Θανάση,[9]
Απαντώ αμέσως στο γράμμα σου – μόλο που, μη νομίζεις ότι κι εμένα με δέρνει λιγότερη αμέλεια στην άλλη[λο]γραφία… Τα νέα είναι, αλήθεια, δυσάρεστα· φυσικά, τα παρακολουθώ και, όπως όλοι μας εδώ, είμαι αρκετά ενημερωμένος. Συλλογίζομαι την ατμόσφαιρα όπου ζείτε, όχι πάντοτε χωρίς τύψεις. Σκέφτομαι τώρα τον Γιάννη και τις δυσκολίες του. Εύχομαι να του έρθουν όλα βολικά.
Για την φίλη σου που μου γράφεις, τι να σου πω; Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία περίπτωση. Η πληροφορία που της έδωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο ν’ απευθυνθεί σε γαλλικά πανεπιστήμια είναι μάλλον λαθεμένη: όσο ξέρω, κανένα γαλλικό πανεπιστήμιο δεν δίνει υποτροφίες, και μάλιστα αυτή τη στιγμή των ισχνών αγελάδων. Η μόνη δυνατότητα που έχει η φίλη σου είναι, θαρρώ, οι υποτροφίες της Γαλλικής Πρεσβείας. Ας πάει εκεί να ρωτήσει. Χρειάζονται, φυσικά, χαρτιά, συστατικές επιστολές κλπ. Αλλά αξίζει τον κόπο. Κι εγώ με τέτοια υποτροφία ήρθα το 1966 στη Γαλλία. Δεν βλέπω άλλο τρόπο. Αν πάλι ανακαλύψω τίποτε άλλο, θα σου ξαναγράψω αμέσως.
Με τον Μένη, δυστυχώς, δεν συναντηθήκαμε, γιατί τις 3-4 μέρες που έμεινε στο Παρίσι, εγώ έλειπα σε ταξίδι. Πήρα όμως γράμμα του. Χαιρέτησέ μου όλους τους φίλους της Αθήνας, κυρίως τον Γιάννη.
Σε φιλώ
Πάνος
ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ
Οι επιστολές αυτές εντοπίστηκαν στο Αρχείο του Θανάση Βαλτινού. Ευχαριστώ πολύ τον συγγραφέα Δημήτρη Γρηγορίου, κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων του Βαλτινού, για την άδεια δημοσίευσής τους.
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία εικάζουμε ότι ο Παναγιώτης (Πάνος) Μουλλάς (1935-2010) γνωρίζει τον Θανάση Βαλτινό στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του 1960. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του: «Εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών [1961-1966], κοντά στον Κ.Θ. Δημαρά. Το 1966 με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης εγκαταστάθηκε αρχικά στη Λυών (1966-1967) και στη συνέχεια στο Παρίσι (1967-1977) όπου παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Υπηρέτησε ως λέκτορας των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Nanterre (Paris X). Συνεργάστηκε με το Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης του οποίου τη διεύθυνση είχε αναλάβει από το 1970 ο Κ.Θ. Δημαράς και ασχολήθηκε με τη μελέτη αρχειακού υλικού».[10]
Η πρώτη επιστολή έχει ισχυρό φιλολογικό ενδιαφέρον. Δεν πληροφορούμαστε μόνο για τους δεσμούς φιλίας και τις φιλολογικές παρέες της εποχής. Εδώ εκφράζονται απόψεις για την αξία ενός έργου από έναν σπουδαίο μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Βαλτινός αποστέλλει στον Μουλλά το πρώτο του βιβλίο, το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη (Κέδρος, Ιανουάριος 1972), αμέσως μετά την έκδοσή του κι εκείνος διατυπώνει υπερθετικές κρίσεις, ιχνογραφώντας τις μορφολογικές και υφολογικές αρετές του κειμένου. Το Συναξάρι θα σχολιαστεί ευμενώς την ίδια εποχή από τον Παύλο Ζάννα και τον Αλέξανδρο Κοτζιά,[11] ενώ ο Γ. Π. Σαββίδης θα τοποθετήσει τον συγγραφέα σ’ ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό ορίζοντα: «Βέβαια, μια αυστηρή γραμματολογική διερεύνηση δεν θα παρέλειπε να συσχετίσει την “ανακάλυψη” των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη γύρω στα 1925 με τον ελληνοκεντρικό νεοπριμιτιβισμό και τον διεθνιστικό λαϊκισμό, και πιθανώς θα σχολίαζε αναδρομικά την περίπου ταυτόχρονη γέννηση της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου (1929) και μελλοντικών πεζογράφων όπως ο Ιωάννου (1927), ο Ταχτσής (1927), ο Χάκκας (1930-1972) ή ο Βαλτινός (1932)».[12]