Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/hartaki/h-eksomologhisi
Απόγευμα Σαββάτου και βαδίζω στο δρόμο προς το πάρκο της Αγίας Βαρβάρας. Τέτοια ώρα τα Σάββατα, πάμε συνήθως στις πηγές με τα κορίτσια και, δήθεν τυχαία, συναντάμε εκεί τον Νικόλα και τα άλλα παιδιά απ’ το Αρρένων. Αλλά σήμερα πηγαίνω στο σπίτι της κυρίας Αρετής. Μας κουρεύει οικογενειακώς, μια χαρά και πιο οικονομικά από το κομμωτήριο. Αύριο έχουμε υποχρεωτικό εκκλησιασμό στη Μητρόπολη και θέλω να είμαι περιποιημένη. Θα έχουμε και «ευκαιρία προαιρετικής εξομολογήσεως» μας ανακοίνωσε η κυρία Χρυσοχόου, η φιλόλογος. Δεν είπα αμέσως ναι, αλλά τελικά γράφτηκα στη λίστα. Σκέφτηκα πως θα μου κάνει καλό. Εφτά χρόνια την κουβαλάω την αμαρτία μου, από εκείνο το πρωί στην Πρώτη Δημοτικού. Και δεν την έχω εκμυστηρευτεί ποτέ, σε κανέναν.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα από τις τελευταίες πριν κλείσει το σχολείο για το καλοκαίρι. Καθόμουν στην πρώτη σειρά, στη μεριά του τοίχου. Ακριβώς κάτω από το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή με τις μηλιές. Στο ίδιο θρανίο με τη Δήμητρα. Η κυρία Λυδία, όπως κάθε μέρα, μας έβαλε να γράψουμε την ορθογραφία μας, δυο σειρές απ΄ το μάθημα της προηγουμένης. Μόλις τέλειωσε το γράψιμο η Δήμητρα, ζήτησε άδεια και βγήκε από την αίθουσα. Έμεινε το τετράδιό της μόνο του δίπλα μου, ανοιχτό και προκλητικό. Το τράβηξα προσεκτικά, πήρα τη γόμα και το μολύβι μου, κι έχωσα τρία λάθη στην ολόσωστη ορθογραφία της. Έκανα ωμέγα ένα ολοστρόγγυλο όμικρον και πρόσθεσα το έψιλον μπροστά από δυο τυχαία γιώτα. Γιατί το έκανα αυτό; Δεν θυμάμαι. Τίποτε άλλο δεν θυμάμαι πέρα απ’ την πράξη μου. Μόνον ότι η Δήμητρα εκείνη τη μέρα πήρε άριστα, όπως κι εγώ. Η πιθανότερη εξήγηση που έχω είναι ότι η δασκάλα κατάλαβε τι έκανα και θέλησε, με αυτόν τον τρόπο, να μου δείξει πόσο λάθος ήταν. Η κυρία Λυδία, ό,τι μας έμαθε, μας το έμαθε χωρίς φανφάρες θεωρίες και περιττά λόγια.
Βυθισμένη στην ανάμνηση εκείνου του περιστατικού που ακόμα με κάνει να ντρέπομαι, κοκαλώνω ακούγοντας μια βροντερή φωνή: «Σκότωσέ το! Σκότωσέ το!». Ένας άγνωστος ιερέας μου δίνει μια πέτρα και μου δείχνει, στην άκρη του δρόμου, ένα μικρό φίδι που ολοφάνερα βιάζεται να κρυφτεί στα πυκνά βάτα, μερικά μέτρα πιο κει. Αιφνιδιασμένη, παίρνω την πέτρα στο δεξί μου χέρι. Τον κοιτάζω εμβρόντητη, στα μάτια. «Μα, είναι μόνο μια μικρή δεντρογαλιά», διαμαρτύρομαι. «Σκότωσέ το!» φωνάζει πάλι, επιτακτικά. Με μια αποφασιστικότητα που με εκπλήσσει και χωρίς να χαμηλώσω το βλέμμα, πετάω την πέτρα στην αντίθετη πλευρά και συνεχίζω το δρόμο μου με γρήγορο βήμα, την ώρα που το φιδάκι χάνεται στα βάτα.
Το επόμενο πρωί με βρίσκει μαζί με τα κορίτσια, να ανηφορίζω προς τη Μητρόπολη. Τους λέω το χθεσινό περιστατικό και, παραδόξως, εκτός απ’ τη Μαρίνα, οι άλλες δυο παίρνουν το μέρος του ιερέα. «Έπρεπε να το σκοτώσεις το παλιόφιδο» λέει η Φανή ― κι η Δώρα συμπληρώνει «δεν μπορούσε να το κάνει ο ιερέας, λόγω του σχήματος». Φτάνουμε ευτυχώς, δεν προλαβαίνουμε να αναλύσουμε το ζήτημα περαιτέρω. Ανεβαίνουμε στο γυναικωνίτη, πίσω-πίσω, όπως πάντα. Τελειώνει κάποια στιγμή η λειτουργία, ο παπά-Θανάσης αρχίζει να μοιράζει τα αντίδωρα και εμείς είμαστε στον κύριο χώρο του ναού ήδη από το δι’ ευχών. Η φιλόλογος λέει να χωριστούμε σε τρεις ομάδες. Μαζί με την Πρώτη και την Τρίτη μαζευτήκαμε εξήντα κορίτσια για εξομολόγηση. Εκτός από τον παπά-Θανάση, ο Δεσπότης αναγκάστηκε να στείλει άλλους δυο για το σημερινό συλλογικό Μυστήριο.
Πέφτω απ’ τα σύννεφα όταν έρχεται η σειρά μου. Ήλπιζα βέβαια να μην μου τύχει ο παπά-Θανάσης, φίλος του πατέρα μου παιδιόθεν. Να είναι άλλος. Αλλά κι αυτός που μού ’τυχε δεν είναι άγνωστος. Γνωριστήκαμε χθες, στο δρόμο προς την Αγία Βαρβάρα. Δεν φαίνεται να με αναγνωρίζει, μάλλον η κυρία Αρετή τα παρακουτσούρεψε τα μαλλιά μου. Δεν τον κοιτάζω κιόλας, έχω τα μάτια χαμηλά.
«Έχεις εξομολογηθεί άλλη φορά»; «Όχι». «Μην ανησυχείς, θα σε ρωτάω και εσύ θα απαντάς». Τουλάχιστον σήμερα η φωνή του είναι ήρεμη. Έχω ήδη μετανιώσει που μπήκα στη λίστα. Δεν θέλω να του χαλαλίσω την αμαρτία μου. Ευτυχώς δεν με ρωτάει αν έχω κάτι να με βαραίνει, όπως περίμενα και φοβόμουν. Με ρωτάει αν μου αρέσουν τα αγόρια. Άλλο και τούτο... Αν με έχουν φιλήσει ποτέ. Αν με έχει αγγίξει κανείς στο στήθος ή ψηλά, ανάμεσα στα πόδια. «Όχι» απαντώ μονότονα. Με ξαναρωτά. Επιμένει, ιδίως για το ανάμεσα στα πόδια. Μην ντρέπεσαι λέει. Πες μου την αλήθεια! Αντιστέκομαι. Όχι σε όλα. Όχι, αληθινά και ψεύτικα. Μου απαγγέλει ένα λογύδριο, φαντάζομαι ειδικό για την περίσταση. Θα μ’ αγγίζει, καταλήγει με τη χάρη του ο θεός, μόνο αν δεν αφήνω κανέναν άλλον να με αγγίξει.
Λίγο πριν τελειώσει το δεκάλεπτό μου, με ρωτά αν έχω κάτι άλλο να του πω. Σηκώνομαι όρθια και τον κοιτώ στα μάτια. «Δεν έχω». Σαν να ξαφνιάζεται κάπως, κομπιάζει. «Την ευχή» τον ακούω να λέει τη στιγμή που κλείνω πίσω μου την πόρτα, «δεν σου διάβασα την ευχή».
Ανακουφισμένη, απομακρύνομαι ευθυτενής. Η αμαρτία μου είναι ακόμα εδώ, μα δεν βαραίνει τόσο. Βγαίνω στον ήλιο του κυριακάτικου μεσημεριού.