Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/zwologikos-khpos/viwmata-skylon
Πριν πω οτιδήποτε είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσω ότι δεν είναι κάποιο χάρισμα με τις λέξεις, εφάμιλλο του αείμνηστου θεατρικογράφου και ποιητή Ιάσονα Β., αυτό που σήμερα κινεί το μολύβι μου. Ακόμα κι αν πέρασα την εφηβεία μου και ένα ντροπιαστικά μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής μου νομίζοντας ότι κάποια κληρονομιά όφειλε να με συνδέει δικαιωματικά και άσπαστα μαζί του, άξονας συντεταγμένων μέσα από τα γήινα χρόνια και παραπέρα, τώρα ξέρω ότι αυτό ήταν απλά μια παιδιάστικη ευχή, ανίκανη όπως άλλες άλλοτε να δημιουργήσουν από το τίποτα αγίους. Το μίσος είναι αυτό που με κινεί, κυρίες και κύριοι, και συγκεκριμένα το μίσος της μαμάς μου για οτιδήποτε ανθρώπινο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναέγραφα ποτέ τίποτα, αλλά ο επικήδειος που απήγγειλε η γειτόνισσά μας, Μαρία Ιωάννου, ήταν κάτι που δε θα μπορούσα να είχα προβλέψει τότε. Αποσπασματικά συγκράτησα τα βουβά δάκρυα (ανοίγουν κρατήρες στην γη, μπλέκονται με τον ιδρώτα, ξεφεύγουν χωρίς να προειδοποιήσουν), τους θρήνους (αλήτη θάνατε, καταραμένο καλοκαίρι) και την επεισοδιακή κλιμάκωση: “Θα ξαπλώσω στον τάφο σου (παύση) κι ο ουρανός θα κλάψει μαζί μου”. Και σας ρωτάω, ποιος τίμιος άνθρωπος δεν θα ένιωθε μίσος μπροστά σε μία τέτοια επίθεση στο αίσθημα ομορφιάς κάθε τίμιου ανθρώπου;
Δεν θα βιαστώ. Είναι σημαντικό να εξηγήσω την ποιότητα αυτού του μίσους, όπως γεννήθηκε, καλλιεργήθηκε και τελικά παραδόθηκε σε εμένα. Είναι μία παρομοίωση που παλιά είχα διαβάσει και με είχε σημαδέψει. Θα μπορούσα να την παρουσιάσω σαν δικιά μου και κανείς δε θα το ‘ξερε, κάτι που συνηθίζω να κάνω όταν βρίσκομαι με τις παρέες της γυναίκας μου, όμως, αγαπητέ αναγνώστη, σε σένα δε θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ο νυχτερινός ουρανός, έλεγε, είναι ένα παραπέτασμα κοσμικού σκοταδιού, απ’ τα φθαρσίματα του οποίου βλέπουμε το φως πίσω απ’ τα Πράγματα. Ήταν ένα θρησκευτικού φρονήματος κείμενο, απευθυνόμενο στις δυσκολίες της ζωής και προφανώς στο μεγαλείο του Χριστού, αλλά το ανήλικο μυαλό μου ένιωσε τρόμο στην εικόνα μίας κουρτίνας τόσο πηχτά μαύρης που μπορούσε να μονώνει μέχρι και το θεϊκό φως. Στα όνειρά μου ένας διάβολος ράφτης γέλαγε χαιρέκακα και με κάθε βελονιά του η ευτυχία της ανθρωπότητας όλο και μειωνόταν… Η μαμά γηροκόμησε τους γονείς της με τη σειρά και, μετά από την μεγαλύτερη των ξακουστών συναντήσεών του —άφθονοι διανοούμενοι, άφθονο αλκοόλ— γηροκόμησε τον πια καρδιοπαθή, αείμνηστο Ιάσονα Β. Δεδομένη και με το παράπονο ενός ευχαριστώ που διέφευγε, το φως που ξέφευγε απ’ το χιλιομπαλωμένο ύφασμά της ίσα που έφτανε για τα λουλούδια του κήπου της και, όπως ήρθαν τα πράγματα, για την γειτόνισσά μας και επονομαζόμενη κουτσή Μαρία μετά από ένα ατύχημα με το χορτοκοπτικό. Το μίσος του δικού μας γένους, βλέπετε, είναι ένα μίσος ενοχικό και σαν τέτοιο στρέφεται ενίοτε προς τον εαυτό του.
Επαναλαμβάνομαι, αλλά είναι σημαντικό να τονίζω ξανά και ξανά ότι δεν κληρονόμησα τον τρόπο που είχε ο πατέρας μου με τις λέξεις. Σας παραθέτω ένα ταπεινό έκθεμα, την τελευταία μου παράγραφο, όπως κάποιος παρουσιάζει το άσχημο παιδί του στους συγγενείς, με μια αόριστη, ασθενική ντροπή κι ελπίδα:
Τα πουλιά περιφέρονται σαν συμπαγές σμήνος, προβάλλοντας περιπαιχτικά μπροστά στα μάτια του ερευνητή σύγχρονες ανακαλύψεις της τοπολογίας. Δεν είναι τόρος, τι άσχημη λέξη, είναι ουράνιος λουκουμάς, πριν καν σκεφτούν στην Μεσοποταμία να τηγανίσουν ζύμη (σύγχρονες ανακαλύψεις της γαστρονομίας), και προσγειώνεται στην μοναχική άρθρωση του Θεού. Το καμένο καμπαναριό. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος να περνάμε ατέλειωτες μέρες, παρά μόνο για να συλλέγουμε νέες γλώσσες, νέα συστήματα, με τα οποία να απαγγέλουμε ότι ο πόνος θα τελειώσει. The pain will end, das Leid wird enden, χρουτσ-χρουτσ-χρουτσ (η γριά επαρχιώτισσα μετά από δεκαετίες παραδόξως καθαρίζει το τηγάνι από χυτό σίδηρο, εξαφανίζοντας με μια οργισμένη κίνηση δεκαετίες μπαχαρικών που για τον άντρα της αφιέρωσε, σβήνοντας με οργή ιστορία, παράδοση και λίπη). Ο πρίγκηπας Ουλούχ Αλσίρ βλέπει τους αυλικούς του γονατισμένους κάτω απ’ το μπαλκόνι του παλατιού και τις σημαίες των Πορτογάλων να πλησιάζουν. Η θέα του μπαλκονιού του τού ψιθυρίζει κι αυτή ότι ο πόνος θα τελειώσει. Βλέπω τον γερόφιλο τον Μόρις να σηκώνει το πόδι του για να ψεκάσει την ρόδα του αμαξιού μου και, αφού πρώτα γεμίσει τα ρουθούνια του με τη γνώριμη μυρωδιά του κάτουρού του (βεβαίως, βεβαίως), περπατάει χοροπηδηχτά προς το επόμενο αμάξι. Είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου (βεβαίως, βεβαίως).
Καμία γεύση ματαιοδοξίας δεν έχει μείνει στο στόμα μου, τόσα χρόνια που μάσαγα αυτή την τσίχλα. Εκτέθηκα μόνο και μόνο για να μπορώ, αναπολογητικά, να εκθέσω. Και αν δεν έχω τον τρόπο με τις λέξεις, αν σε κάτι από μικρός σφυρηλατήθηκα αυτό είναι η ανάγνωση. Κυρίες και κύριοι είναι αλήθεια, είμαι ο ιδανικός αναγνώστης. Πριν καν μπω στο Λύκειο ένιωθα λύπηση για τους υπαρξιστές και χλεύαζα τους αλήτες της νεότερης αμερικάνικης γενιάς. Με τον πατέρα συζητούσαμε στο δείπνο για την πρόζα του Ναμπόκοφ, τις ρίμες της Ντίκινσον, κάθε ευφάνταστη παρομοίωση του Ρίλκε. Ένιωθα προσωπική την προσβολή που η νεκρή μου μαμά δεν μπορούσε να νιώσει, προστατευμένη όπως ήταν απ’ την ηχομόνωση του χώματος, τόσο που δεν μπόρεσα να μείνω ούτε για τον καθιερωμένο καφέ μετά την λειτουργία. Η Μαρία (η γυναίκα μου, όχι η κουτσή) είδε το ύφος που είχε χρόνια να δει, όταν πάλευα και ξαναπάλευα για την μία και μοναδική μου ανολοκλήρωτη νουβέλα, και αποκαρδιωμένα προσπάθησε να με συγκρατήσει. Αποτραβήχτηκα, μουρμουρίζοντας, μουρμουρίζοντας οδήγησα μέχρι το σπίτι και μουρμουρίζοντας ακόμα μπήκα στο γραφείο μου. Αγαπούσε την Μαρία (την κουτσή, όχι την γυναίκα μου) γιατί όταν έφυγα κι εγώ απ’ το σπίτι την βοηθούσε να καθαρίζει τον κήπο, να μαζεύει τα φρούτα… Όταν έπαθε το ατύχημα, τότε ήταν που έγιναν αχώριστες. Εγώ απείχα αλλά —κι όμως— θα τα είχα πει τόσο πιο ωραία, αν ήμουν στο πόντιουμ.
Οι αναμνήσεις αυτών των καιρών θολώνουν και ξεβάφουν, αλλά θα μίλαγα για την τελευταία μας συνάντηση. Κάθε φορά που πήγαινα σπίτι,
Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟ Β.
Κάθε φορά που πήγαινα σπίτι ήμουν όλο και περισσότερο ξένος. Είχα μάθει να αναγνωρίζω απ’ τις πινακίδες τις κατασκευαστικές, όπως κρατούσαν το σασπένς για μια αποκάλυψη που δεν ενδιέφερε κανέναν. Μπρικ 12, αδερφοί Πιεράκη, Σιβίλ, περιστασιακά κάποιο άγνωστο όνομα, όλοι διεκδικητές του τίτλου σε αυτό το μπραντεφέρ με το χέρι της αγοράς. Περισσότερο η απουσία καθόριζε την παιδική μου ηλικία, μην μπορώντας πια να θυμηθώ τι είχε ο χώρος που τώρα κάλυπταν οι αναδυόμενες πολυκατοικίες.
Φαντάζομαι θα ήταν μονοκατοικίες παλιών κατοίκων και με τον θάνατό τους θα πουλήθηκαν με το κιλό απ’ τους κληρονόμους στον καλύτερο αγοραστή. Αυτό τουλάχιστον θα κάνω εγώ στο πατρικό μου, είναι μία έκφανση της τάσης για αποκατάσταση της τάξης στο σύμπαν. Ας πούμε ο δικός μας δρόμος δεν έχει τάξη: εκεί που θα μπορούσες να τραβήξεις μια ευθεία που να εφάπτεται σε κάθε ταράτσα, η ομοιομορφία κοβόταν από μια κοιλάδα στις προσόψεις. Σε αυτή την παύση περνούσε τις ανέγγιχτες δεκαετίες της η μαμά.
Ο κήπος ήταν απεριποίητος. Το γρασίδι είχε χορταριάσει και μέσα του, ναυάγια στο χώμα, τα υπολείμματα κάποτε λουλουδιών. Το ίδιο χώμα είχε σκεπάσει και τα πλακάκια, στα οποία θα μπορούσα με λίγη προσπάθεια να δω την ευλαβική μπρος-πίσω πορεία της μαμάς, απ’ το σπίτι στην λαϊκή και επανάληψη. Φυλλαράκια στις άκρες τριών σκαλοπατιών οδηγούσαν στη βεράντα και η πόρτα ήταν ανοιχτή, με μια σίτα να μπερδεύει ό,τι συνέβαινε μέσα. Στην απέναντι πολυκατοικία μια γυναίκα σφουγγάριζε το μπαλκόνι, σταματώντας κάθε τόσο και πίνοντας από ένα μεγάλο παγούρι. Γύρω της λαμπύριζαν σιντί, το οποίο με γέμισε αηδία. Τα προάστια ήταν τα πάτρια εδάφη πήλινων ομοιωμάτων κορακιών, μοντέρνων κατασκευών από γυαλί και μέταλλο με αγκάθια. Σιντί... Άκουσα ένα Γεράσιμε; και έτσι μπήκα στο σπίτι, σκυφτός.
Μέσα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Συνθέσεις γεμάτες φωτογραφίες και βιβλία στα ράφια τους, ξεσκονισμένα και ακούνητα, η τηλεόραση να ακούγεται στερεοφωνικά από κάθε μεριά του προθαλάμου και οι λευκές, ημιδιάφανες κουρτίνες απ’ το κρέμαστρο μέχρι το μωσαϊκό. Η μαμά ανοιγόκλεινε ντουλάπια (τώρα βγάζει τον καφέ, τώρα την ζάχαρη, σηκώνει το γκαζάκι κάτω απ’ τον νεροχύτη, φουπ, το γκαζάκι άναψε). Όταν εμφανίστηκε με τον τετράγωνο δίσκο, μαυροφορεμένη και αγέλαστη, είχα ήδη κάτσει στο σκαμπό του καθιστικού και κοιτούσα τριγύρω. Άλλαξες θέση στο τραπεζάκι; Ακούμπησε τον δίσκο κάτω και είπε
«Τι έγινε;»
«Είχα μια δουλειά κοντά.» Με κοιτούσε. «Κάτι, για το αμάξι…»
«Κατάλαβα.»
Στην τηλεόραση έπαιζε μία απ’ τις μεσημεριανές εκπομπές. Έκανα πως πρόσεχα, πίνοντας δήθεν αδιάφορα τον καφέ μου και ψάχνοντας τις λέξεις που θα έλεγα μετέπειτα. Η μαμά πάτησε την σίγαση στο τηλεκοντρόλ, ανακοινώνοντας ότι δεν αντέχει τις φωνές τους. Έβλεπα την παρουσιάστρια να ανοιγοκλείνει θεατρικά το στόμα της, με μια υπόνοια γέλιου να μην φεύγει ποτέ από τις γυρισμένες άκρες των χειλιών της, και δίπλα της έναν άντρα σαν κέρινο ομοίωμα να ξεκαρδίζεται κι αυτός βουβός. Ακουγόταν μόνο το περιοδικό τικάρισμα του ρολογιού τοίχου, το γρέζι του ψυγείου και οι εκνευρισμένες ρουφηξιές της μαμάς.
«Η Μαρία;»
«Έχει καλέσει κάτι φίλους για καφέ…» Το ρεπορτάζ της μέρας ήταν για έναν τραγουδιστή που είχε πάει διακοπές με την νέα σύντροφό του. Οι ρεπόρτερ τον καταδίωκαν και εκείνος, μαύρα γυαλιά και σκουφί τραβηγμένο κάτω στο στυλ της βαριάς εργατειάς, διάβαζα στα χείλη του να επαναλαμβάνει έλεος. Έλεος.
«Κι εσύ;»
«Δεν είχα όρεξη.» Χορευτές, ηθοποιοί, ήταν ανυπόφορος ο κύκλος της Μαρίας.
Καθόταν στην απέναντι πολυθρόνα, με το πρόσωπό της ελαφρά γυρισμένο προς την μεριά της τηλεόρασης και τα γυαλιά της κρεμασμένα στον λαιμό. Το είχα παρατηρήσει όπως κοιτούσα παλιές φωτογραφίες, αλλά κάθε δυσπιστία χάθηκε όταν πρόσεξα κι από κοντά το σημαδάκι που είχε κάτω απ’ το αριστερό της μάτι. Σαν μισοσβησμένο, αστεροειδές κάψιμο, ένα τέλειο αντίγραφο του κατατεθέν μου σήματος. Κι εγώ ο βλάκας είχα μάθει μέχρι και να σφυρίζω σαν τον Ιάσονα Β., με τρίλιες μιμούμενες κελαηδίσματα πουλιών.
Τα φλιτζάνια μας άδειαζαν και μαζί έπεφτε η στάθμη της δικαιολογίας για την σιωπή. Όταν δεν είχε άλλο καφέ να πιει, δυνάμωσε πάλι την ένταση. Πληροφορηθήκαμε για έναν σεισμό που είχε γίνει τα ξημερώματα στην Εύβοια και συμφωνήσαμε με ένα ανασήκωμα των φρυδιών ότι δεν τον είχαμε πάρει είδηση. Ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου, αντιπολεμική πορεία στην Αθήνα, πλάνα από επίδειξη μόδας, χαιρετούρες από τους γνώριμους πια πανελίστες και τίτλοι τέλους. Την κυρία Ραπανίδου έντυσαν οι… Ήπια κι εγώ τον καφέ μου, όσο σκεφτόμουν ότι αυτά τα ατελείωτα εξήντα λεπτά αποτελούσαν τις μέρες της.
«Οι μαργαρίτες μπροστά είναι χάλια.»
«Καλέντουλες.» Το είπε απότομα. «Η Μαρία είναι στο χωριό της έναν μήνα τώρα. Δεν είναι καλά η μάνα της.»
«Δεν έχεις ποτίσει καθόλου έναν μήνα;» Με κοίταξε και σήκωσε τους ώμους πριν μαζέψει τα φλιτζάνια απ’ το τραπέζι, βάζοντάς τα ξανά στον τετράγωνο δίσκο.
«Τι σημασία έχει;»
Σκόπευα να φύγω μετά το κέρασμα, να βρω νέους τρόπους να γεμίσω τις ώρες μέχρι να ηρεμήσει πάλι το σπίτι μου. Την σκέψη που αργότερα έκανα και τώρα θα καταγράψω δεν την είχα συνειδητοποιήσει τότε, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι αυτή υπόγεια με οδηγούσε. Οτιδήποτε συμβαίνει είναι μια άγνωστη υπόσχεση που εκπληρώνεται. Αν αντιληφθούμε κάποια είναι όταν ήδη οι επιλογές μας έχουν εισχωρήσει στην σφαίρα της φυσικής νομοτέλειας. Το θεωρώ στιγμή θαύματος, προφητεία ακόμα, μια τέτοια υπόσχεση να σου φανερώνεται πριν την μεγάλη της εμφάνιση, να δίνει μια γεύση μονάχα απ’ το φριχτό της μεγαλείο του μέλλοντος. Στο κρεσέντο της επιφοίτησής μου θυμήθηκα τους διαδηλωτές στην τηλεόραση. Διόλου τυχαίο… Κάθε επιλογή οφείλει να είναι πανηγυρισμός προς τιμήν της ψευδαίσθησης ανθρώπου που θα μας σώσει από το κοσμικό σκοτάδι. Ω, πόσα ακόμα θα ήθελα να σας πω… Θα ήταν όμως βλάσφημο να ξεφύγω απ’ τα σύνορα αυτής της συνάντησης. Να, λοιπόν, τι ακολούθησε.
Ψηλάφισα χιλιόμετρα βελούδου μέχρι τελικά να νιώσω σκόρπιες ίνες να διακόπτουν την λεία επιφάνεια. Έπιασα και τράβηξα, με την κίνηση που κάνουμε για να βγάλουμε ένα τσιρότο. Τα μάτια του Σατανά στράφηκαν πάνω μου. Αναδυόμενος πίσω από τα Πράγματα μάζεψα ό,τι μπόρεσε να ξεπηδήσει, σαν ένας φακός εστίασης σε σχήμα ανθρώπου, και το κατηύθυνα πάνω στην μαμά μου, το πιο άτυχο μυρμήγκι της αποικίας σε σχήμα ανθρώπου. Ήταν ένα παιχνίδι που συγχωρούσες στα αγοράκια και κανένας περαστικός δεν θα έριχνε ούτε δεύτερη ματιά, αλλά εγώ εκείνη την στιγμή την έλουζα με το τελευταίο μου φως, όπως την ρώταγα πού είχε βάλει τα εργαλεία του κήπου.