Χάρτης 82 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-82/biblia/i-skoteini-pleira-tis-ghrafis
Η τριλογία του Κώστα Αρκουδέα με γενικό τίτλο «Η σκοτεινή πλευρά της γραφής» περιλαμβάνει Το χαμένο Νόμπελ το οποίο κυκλοφόρησε το 2015, τους Επικίνδυνους συγγραφείς το 2019 και τη Μυστική Ιθάκη το 2024. Πρόκειται για έργο ζωής που κατοπτεύει την παγκόσμια λογοτεχνία και όχι μόνο. Θα λέγαμε ότι είναι έργο ωριμότητας του συγγραφέα, με ταυτότητα μεταμοντέρνας γραφής, αχαρτογράφητης ακόμα ειδολογικά, ελκυστικά ωστόσο αφυπνιστικής στη μορφή και στις ιδέες. Βρίσκεται στο μεταίχμιο αφηγηματικού και επιστημονικού λόγου, καθώς συνδυάζει την ιστορία με το δοκίμιο, καθώς και τη βιογραφία στο πρώτο είδος, με τις βιβλιογραφικές αναφορές και παραπομπές στο δεύτερο, συνομιλώντας δημιουργικά με τη φιλολογική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική κριτική και στα δύο είδη.
Μεταξύ μυθοπλασίας και μετα-μυθοπλασίας έχουμε μια επαναστατική μορφή αφήγησης (λογοτεχνική σπουδή έχει χαρακτηριστεί), που χαρίζει σε εμβληματικούς συγγραφείς την σπάνια ευκαιρία να υπάρξουν ως λογοτεχνικοί χαρακτήρες της ίδιας τους της ζωής. Στους ακρογωνιαίους λίθους της πυραμίδας που συνιστά η τριλογία βρίσκονται ο Καζαντζάκης και ο Καβάφης. Στην κορυφή του εν λόγω σχήματος στέκει η οικουμενικότητα της λογοτεχνίας, που απλώνεται ως τοιχογραφία στιγμών και μορφών ορόσημο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, βραβευμένης ή μη, για να μεταλλαχθεί δημιουργικά σε σπείρα. Αυτή η ανοιχτή σπείρα απεικονίζει αφηγηματικά το σύνολο της τριλογίας: μια εμβληματική μορφή, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης στο Χαμένο Νόμπελ και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στη Μυστική Ιθάκη, ή μια κατασταλτική συνθήκη, όπως η λογοκρισία στους Επικίνδυνους συγγραφείς και ο ανατρεπτικός διανοούμενος Ηλίας Πετρόπουλος, βρίσκεται καθένας τους στο κέντρο της ελικοειδούς πορείας κάθε βιβλίου που ανοίγει σπειρωτά στην εκτύλιξη της ιστορικής και κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Αυτής που επιδρά καταλυτικά ως περιβάλλον στα αφηγούμενα, φωτίζοντας τις πολιτισμικές συνθήκες διαλεκτικά, με τις οποίες έργα υψηλής λογοτεχνίας σηματοδοτούν κοσμογονικές αλλαγές, συχνά μάλιστα προφητεύοντάς τις.
Το συντηρητικό κατεστημένο του ελληνικού Εμφυλίου που ναρκοθετεί το Νόμπελ του Καζαντζάκη και η ελληνική κακοδαιμονία, πριν και μετά από τον διχασμό, μέχρι και τη νεότερη πολιτική ιστορία, διαβάζει ασφαλώς και σημειολογικά για εμάς τους Έλληνες τον τίτλο Το χαμένο Νόμπελ. Εν συνεχεία μετουσιώνεται δημιουργικά στους Επικίνδυνους συγγραφείς και τη Μυστική Ιθάκη,
πείθοντας ότι τα ψυχρά και σκοτεινά μυαλά δεν έχουν πατρίδα και υπηκοότητα. Φυτρώνουν παντού για να φωτίζουν στο σκοτάδι τους, την ελεύθερη συνείδηση του συγγραφέα.
Προικισμένοι συγγραφείς διώκονται ως επικίνδυνοι, καταδικάζονται ακόμα και σε θάνατο, ενώ πρωτοπόροι της συγγραφικής τέχνης φιμώνονται ως ασύδοτοι και διαφθορείς στη Μυστική Ιθάκη. Ο Σαλμάν Ρούσντι, που επικηρύσσεται σε θάνατο για το βιβλίο του Οι Σατανικοί στίχοι από τον Χομεϊνί μοιράζεται τις σελίδες του ίδιου βιβλίου με άλλους επικίνδυνους: αναιδείς και αθυρόστομους, αντάρτες και ακτιβιστές Ρώσους όπως τον Τολστόι, Ιρλανδούς όπως τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον Τζέιμς Τζόις, και άλλους από τη Λατινική Αμερική και τη Νότια Αφρική, τον Νερούδα και τον Κορτάσαρ, τον Αντρέ Μπρινκ και την Ναντίν Γκόρτιμερ. Το μυθιστόρημα του Αντρέ Μπρινκ Μια Ξερή Λευκή Εποχή, ριζικά αντίθετο με τις πρακτικές του Απαρτχάιντ, επέφερε ρωγμή στο καθεστώς. Τη μέρα, ωστόσο, που ο ρατσισμός έγραφε την τελευταία επίσημη σελίδα του στη Νότια Αφρική, οι τίτλοι των απαγορευμένων βιβλίων έφταναν τους 20.000.
Αδιόρατα, στη χρονική ροή της τριλογίας, η επικινδυνότητα του δεύτερου βιβλίου γίνεται μυστικότητα στο τρίτο και η καταδίωξη του αντισυμβατικού μετακυλίεται σε αναζήτηση εσωτερική του απόκοσμου και εναλλακτικού για μια σειρά από μονήρεις, ευφυείς, καινοτόμους συγγραφείς, οι οποίοι αποτελούν το θέμα της Μυστικής Ιθάκης. Χωρίζονται κατά ζεύγη, συνεκτικός πυρήνας των οποίων είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ποιητικής πρωτοπορίας της χώρας μας, ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας ποίησης. Διερευνούν δυαδικά το αθέατο της ύπαρξης απέναντι σε μια εξουσία πουριτανική, το ίδιο ανελεύθερη με την τυραννική. Στον πηγαιμό που ορίζει ο Καβάφης και συνηγορεί η Ντίκινσον, άκρως επιδραστικοί και οι δύο, συμπλέουν ο ατίθασος φύλακας της λογοτεχνίας Τζερόμ Σάλιντζερ με τον αινιγματικά πολυσχιδή Φερνάντο Πεσόα, οι «καταραμένοι ποιητές» από τη Γαλλία Αρθούρος Ρεμπώ και Σάρλ Μπωντλαίρ, οι ιδιοφυείς στα όρια της παραφροσύνης Φίλιπ Ντικ, μετρ της επιστημονικής φαντασίας, με τον πλέον τραγικό της νεοελληνικής διηγηματογραφίας Γεώργιο Βιζυηνό, οι αυτόχειρες τέλος, ο Στέφαν Τσβάιχ που βίωσε την πνευματική εργασία ως την αγνότερη χαρά σύστοιχα με τη Βιρτζίνια Γουλφ, την ιχνογράφο των συνειδησιακών αποχρώσεων που πρόσφερε αυτοεκτίμηση στη γυναικεία λογοτεχνία, υψώνοντας από κοινού την προσωπική τους ελευθερία σε ύψιστο αγαθό. Ιδιότυπα και ξεχωριστά, ο καθένας αναζητά τη δική του Μυστική Ιθάκη.
Μαζί τους έχουμε ήδη περάσει στο κατώφλι του ομώνυμου βιβλίου στην πιο ποιητική αναμφίβολα εκδοχή της τριλογίας, με εμφανή στοιχεία αυτοαναφορικότητας. Τη θεματική της Μυστικής Ιθάκης συνέχουν αρμονικά δύο μέρη, το πρώτο από τα οποία είναι χωρισμένο σε πέντε ενότητες, αντίστοιχα προς τις πέντε κατηγορίες των καβαφικών έργων, σύμφωνα με τον διαχωρισμό του Γ. Π. Σαββίδη στα Άπαντα του Καβάφη: τα Αναγνωρισμένα, τα Αφανή, τα Αποκηρυγμένα, τα Ατελή, τα Άγνωστα ή Πεζά, στα οποία αντιστοιχούν τα λογοτεχνικά ζεύγη συγγραφέων που προαναφέρθηκαν και τα οποία συνιστούν το κύριο μέρος της αφήγησης. Το δεύτερο μέρος, αρκετά συνοπτικό, συμπληρώνει σε εκατό σελίδες επιπλέον ονόματα λογοτεχνών, τη γενιά των μπίτνικ, τον Αρτό επίσης, τον Ρούλφο, τον Καρυωτάκη, την Πλαθ, τον Παβέζε, συμπληρώνοντας έτσι τους κεντρικούς βίους λογοτεχνών του πρώτου μέρους, με άλλους παραπληρωματικούς κατά μία έννοια, οι οποίοι εμπλουτίζουν την πινακοθήκη των λογοτεχνικών πορτρέτων που εκτίθενται αναπλαστικά στο βιβλίο.
Η αναπλαστική αυτή δύναμη της γραφής που τα φιλοτεχνεί αφήνει δημιουργικά το στίγμα της, χωρίς να υποσκελίζει τη βιογραφία ή το δοκίμιο. Αντίθετα, δίνοντας χώρο στη γλαφυρότητα, προεκτείνει αισθαντικά την αλήθεια τους.
Παρακολουθούμε όλα αυτά τα ονόματα της εγχώριας και οικουμενικής λογοτεχνίας στην ασφαλή ιδιωτικότητά τους να εμπνέονται, να γράφουν, να ερωτεύονται, να αγαπούν, να μισούν, να απομονώνονται λυτρωτικά στον μυστικό τους κήπο. Σε αυτή την αλήθεια συμμετέχουμε ως αναγνώστες, παρακολουθώντας τον τρόπο που εκλεκτικά συνυπάρχουν και διαισθητικά συνομιλούν. Συγγραφείς, που δεν είχαν την τύχη δια ζώσης να συναντηθούν, στην τέχνη όμως ασύνορα επικοινωνούν.
Ο Καβάφης μάς φιλοξενεί στο σπίτι του και στο γραφείο του. Νιώθουμε τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τον φωτισμό, τη διακόσμηση, την εποχή που τον φιλοξένησε και μετά τον έκλεισε πίσω από τείχη. Πάμε κατόπιν στην Αμερική, στην Έμιλυ Ντίκινσον και στη μυστηριώδη Σου. Πίσω στην Ιβηρική, στα στενοσόκακα της Λισαβόνας, η κινηματογραφική φιγούρα του Πεσόα με γυαλιά, καμπαρτίνα και ρεπούμπλικα, δίπλα στον αγαπημένο του ετερώνυμο, τον Σοάρες που λάτρευε τη Λισαβόνα και την ανησυχία της. Έπειτα στο Παρίσι, που ενώ έλκει τους ξένους συγγραφείς (ο Τσβάιχ γράφει από τη θέα του Παλέ Ρουαγιάλ και ανακαλύπτει μισοξεχασμένες γωνιές παρέα με τον Ρίλκε), ο Ρεμπώ το αφήνει πίσω του και ανοίγεται επιχειρηματικά στην Αβησσυνία και τη Σομαλία, συμβατά με το διαλεκτικό σχήμα εξωτισμού της Ευρώπης στα τέλη του 19ου αιώνα. Την ίδια ώρα που ο Μποντλέρ, στο λυκόφως της γαλλικής πρωτεύουσας, κυκλοφορεί δανδής, παράφορα ερωτευμένος με τη μιγάδα Ζαν. Από την κινούμενη άμμο του Φίλιπ Ντικ περνάμε στον κόσμο του Γεωργίου Βιζυηνού και από τον κόσμο της φρίκης που δεν άντεξε ο Τσβάιχ στο τραύμα της Βιρτζίνιας Γουλφ που της στοίχισε τη ζωή.
Δύο αφηγηματικά πρελούδια, ο πρόλογος και ο επίλογος, πριν από κάθε μέρος της αφήγησης, δύο επίσης στον αριθμό, όπως προαναφέρθηκε, διεκδικεί το καθένα τους επάξια την ποιητική ακρώρεια της Μυστικής Ιθάκης, με την απαραίτητη υποβολή και τις συνυποδηλώσεις της. Στην καλλιτεχνική απόδοση, κεντρική μορφή ο Καβάφης – πεζό ποιητικής έχει χαρακτηριστεί ο πρόλογος, κατά το «ποιήματα ποιητικής». Στον πρόλογο, ανασυστήνεται αφηγηματικά ο καβαφικός Καισαρίων, νεκροπομπός του ποιητή. Στον επίλογο, στην ακροτελεύτια στιγμή του Αλεξανδρινού, η εικαστική ευαισθησία της γραφής αναπλάθει ως ψυχικά τοπία τους μεγαλύτερους σταθμούς της καβαφικής έμπνευσης.
Γερομάντεις και προφήτες αγκαλιά με νεαρές χορεύτριες και ηθοποιούς… που ονειρεύονται δόξες μεγαλεία. Οπαδοί της εριστικής τέχνης και στιχοπλόκοι από τη Μηδία. Ρήτορες από την Αντιόχεια και ματαιόσπουδοι από την Κοίλη Συρία. Ο γλύπτης Τιανεύς, σεβάσμιος μες στην καρτερία του… περπατά και στο μυαλό του πλάθει το νέο του ομοίωμα. Πίσω του ένας γέροντας σκυφτός, σακατεμένος από το πέρασμα του χρόνου… σαν κάποιον να του θυμίζει.
Πλην τον ποιητή, κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία
και τόση έντασις σε ελληνική φρασιολογία.
Η Ιθάκη σε έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα 'βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Στην προέκταση της ανάγνωσης, ο ενεργητικός αναγνώστης αφήνεται να παρασυρθεί στα σύμβολα που η αφήγηση εμπνευσμένα του χαρίζει στο σύνολο της τριλογίας. Στο Χαμένο Νόμπελ, οι Κρητικοί, ο λαός της Κρήτης, είναι για τον Καζαντζάκη δυναμογόνο σύμβολο, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Στη Μυστική Ιθάκη,
σύμβολο είναι ο μυστικός κήπος της μοναχικότητας του Μποντλέρ και της ονειροφαντασίας του Πόε, σε μια υπέροχα δοσμένη, εγκιβωτισμένη αφήγηση. Ο τίτλος επίσης, Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί, της νουβέλας του Σάλιντζερ σημειολογεί όχι μόνο τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του συγγραφέα, αλλά και την ίδια τη στάση ζωής του. Σύμβολο εν τέλει στη Μυστική Ιθάκη
γίνεται η ίδια η Ιθάκη.
Η λειτουργικότητα του συμβόλου σε ζοφερούς καιρούς, σαν αυτούς που ζούμε και στους οποίους κυκλοφορεί η τριλογία είναι προφανής αναδιαμόρφωση του «είναι», μια εναλλακτική θέαση των πραγμάτων. Κι αυτό είναι ένα από τα πολλά στοιχεία της παιδευτικής αξίας του βιβλίου. Η Ιθάκη ως σύμβολο στη Μυστική Ιθάκη αισθητοποιεί τον κοινό τόπο όπου συναντιούνται τα ζεύγη των συγγραφέων, εκεί όπου συσχετίζονται και ψυχογραφούνται, με σεβασμό στις λεπτές αποχρώσεις της ειδοποιού μεταξύ τους διαφοράς. Κι αυτό, όσο ελκυστικό και γόνιμο είναι για τους αναγνωστικούς συνειρμούς, άλλο τόσο ανανεωτικό και ανατροφοδοτικό προκύπτει για την ίδια τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα. Οι στίχοι, ας πούμε, της Ντίκινσον, που μέλπουν, λικνίζονται, χορεύουν, με το πεζολογικό στοιχείο της ποιητικής του Καβάφη, πόσες παλίντονες νέες ποιητικές εκδοχές μπορεί να γεννήσει η μεταξύ τους όσμωση σ’ έναν νεότερο και όχι μόνο δημιουργό ή στη συγκριτική λογοτεχνία της επιστήμης της φιλολογίας; Πόσο δημιουργικά μπορεί να πυροδοτήσει τη σκηνοθετική έμπνευση του μεταμοντέρνου ποιητικού κινηματογράφου η ζωηρά συνθετική εικονοπλασία των εγκιβωτισμένων αφηγήσεων, των φαντασιακών αναδρομών, του ονειρικού μετασχηματισμού των συναισθημάτων, των φόβων και της δαιμονικής διαταραχής, που στοιχειώνει τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις ιδιοφυείς μορφές της λογοτεχνικής πρωτοπορίας που βιογραφούνται στη Μυστική Ιθάκη.
Αυτοί και ακόμη περισσότεροι προβληματισμοί αναφύονται κατά την αναγνωστική εμπειρία και τη διάδρασή της στις αναγνωστικές λέσχες, όπου η τριλογία με έμφαση στη Μυστική Ιθάκη
φιλοξενείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, υπογραμμίζοντας την υψηλή πληροφορικότητα του έργου, το ευφάνταστο της αφηγηματολογίας, την αισθητική αξία των τρόπων και των μέσων που την κοσμούν, ασφαλώς και την παιδευτική της αξία και τη δημιουργική της αξιοποίηση στην τρέχουσα εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Μαζί με όλα αυτά, «Η σκοτεινή πλευρά της γραφής» δεν είναι παρά ένα εναλλακτικό ταξίδι στη λογοτεχνία για τους χρονοταξιδιώτες της γραφής και της ανάγνωσης. Κάθε βιβλίο της τριλογίας είναι ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισης της λογοτεχνίας: Το χαμένο Νόμπελ μέσα από τους θεσμούς, οι Επικίνδυνοι συγγραφείς μέσα από τα έργα και η Μυστική Ιθάκη μέσα από τα πρόσωπα. Ένα ταξίδι στους αιθέρες σε κάθε περίπτωση, με τις αναταράξεις και τις ανοιχτωσιές της θέασης που επιφυλάσσει κάθε πτήση, αφιερωμένη στην ελευθερία και στην αυτοδικαίωση του καλλιτέχνη της γραφής, στην αυθυπαρξία του λόγου του, στην αυτοδιάθεσή του, σε λόγο και σιωπή. Μια τριλογία που μας θυμίζει ότι το βιβλίο και ο συγγραφέας του είναι πολιτική και πράξη διαμαρτυρίας, όποτε χρειαστεί. Η τέχνη της γραφής, όμως, είναι εισιτήριο διαρκείας σε πτήση άχρονη και διαγαλαξιακή, που ολοένα ανακαλύπτει άγνωστους πλανήτες: τα αναπάντητα ερωτήματα της ζωής, της ύπαρξης και της ψυχής, ατομικής και συλλογικής, που πάντα εγείρει η καλή λογοτεχνία.
Είμαστε έτοιμοι ως αναγνώστες για τέτοιο ταξίδι;
Η τριλογία έχει τον τρόπο της να το κάνει συναρπαστικό και ανοιχτό στην υποβολή και στον διάλογο, σ’ έναν προορισμό που διαρκώς αλλάζει και μετατοπίζεται στο χάρτη του αγνωστικισμού. Αυτό ακριβώς αποτυπώνει η ύστατη στιγμή του Καβάφη στον επίλογο της Μυστικής Ιθάκης.
Μετά σιωπή. Πλησίασε τη μαυροφορεμένη φιγούρα και τη ρώτησε.
«Μπορείς να μου πεις σε ποιο νησί βρίσκομαι;»
Βάζοντας την παλάμη μπροστά στα μάτια της για να κόψει την αντηλιά, η γραία του αποκρίθηκε.
«Τι είπες;»
«Η Ιθάκη είναι αυτό το νησί;»
«Θα σε γελάσω γιέ μου. Δεν ξέρω».